Fractal

Χρήστος Οικονόμου: «Η ελπίδα δεν είναι κάτι το αυθύπαρκτο, αλλά δημιουργείται από εμάς τους ίδιους»

Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη //

 

Oikonomou1

 

Στην πεζογραφία εμφανίστηκε το 2003 με τη συλλογή διηγημάτων «Η γυναίκα στα κάγκελα». Η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του, «Κάτι θα γίνει θα δεις» (εκδ. Πόλις, 2010), τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και μεταφράστηκε στα ιταλικά (Editori Riuniti, 2012) και στα γερμανικά (C.H. Beck, 2013). Προγραμματίζεται επίσης να κυκλοφορήσει στις ΗΠΑ (Archipelago Books) και στην Ισπανία (Valparaiso). Προσφάτως κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων «Το καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα» (εκδ. Πόλις, 2014). Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί σε επτά γλώσσες συνολικά και έχουν μεταφερθεί στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Ο Χρήστος Οικονόμου είναι ένας από τους σημαντικότερους νέους συγγραφείς.

Έχοντας πάντοτε κατά νου τους στίχους της Έμιλι Ντίκινσον: «Αν σταματήσω μια καρδιά που πάει να σπάσει, δεν ήρθα μάταια στη ζωή», και με αφορμή την καινούργια συλλογή διηγημάτων του, μιλά στο Fractal για τους ήρωες και την εποχή μας, για την ήττα, την ελπίδα, την λογοτεχνία και την ζωή.

 

-Κάθε σας συλλογή διηγημάτων είναι γραμμένη με προβληματισμό για ένα κόσμο που μοιάζει σαν να χάνεται και μια νέα τάξη πραγμάτων να αναδύεται. Θα βγει κάτι καλό από όλα αυτά στο μέλλον;

Οι κόσμοι δεν χάνονται—αλλάζουν, και μαζί τους αλλάζουν οι άνθρωποι, που με τη σειρά τους αλλάζουν το περιβάλλον όπου ζουν. Είναι μια σχέση αλληλεπίδρασης—και η σχέση αυτή είναι ένα από τα πράγματα που με ενδιαφέρει να προσεγγίζω κάθε φορά μέσα από τη μυθοπλασία. Δεν έχω ιδέα τι θα γίνει στο μέλλον, γιατί δεν είμαι προφήτης, ούτε φιλοδοξώ να γίνω.

 

-Άνθρωποι που ζουν στα όρια της φτώχειας, χαμένοι μέσα σε μια κοινωνία που μοιάζει σαν να έχει ξεχάσει το κοινωνικό της πρόσωπο. Πέρα από την βοήθεια τι άλλο θέλουν αυτοί οι συνάνθρωποί μας;

Δεν γράφω για ανθρώπους που ζουν στα όρια της φτώχειας, ή πέρα από αυτά. Γράφω για ανθρώπους πάσχοντες, ανθρώπους βασανισμένους, τραυματισμένους, στερημένους—και η στέρηση αυτή δεν αφορά μόνο τα υλικά αγαθά. Με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι που έχουν γονατίσει, που έχουν πέσει, αλλά παλεύουν να σηκωθούν όρθιοι, να σταθούν ξανά στα πόδια τους. Δεν γράφω λογοτεχνία της ήττας, ούτε λογοτεχνία της παραίτησης ή της υποταγής. Προσπαθώ να γράφω λογοτεχνία της χαίνουσας πληγής, του ανοιχτού τραύματος, της πληγής που στάζει αίμα. Και, κυρίως, προσπαθώ να ενθαρρύνω, να εμψυχώσω όσους διαβάζουν αυτά που γράφω. Ή (ενδεχομένως χιμαιρική) επιδίωξή μου είναι να λιγοστέψω το σκοτάδι που κουβαλάει μέσα του ο καθένας από εμάς και να δυναμώσω το φως που επίσης έχει ο καθένας από εμάς μέσα του. Έχω πάντοτε στο νου μου τους στίχους της Έμιλι Ντίκινσον: «Αν σταματήσω μια καρδιά που πάει να σπάσει, δεν ήρθα μάταια στη ζωή».

 

kalo-Ο Τάσος είναι ένας από εμάς που σηκώνει το ανάστημα και ζητά να έχει το δικαίωμα να ζήσει με αξιοπρέπεια. Για τους πολλούς είναι γραφικός μας για τους λίγους είναι επικίνδυνος. Ποιους αλήθεια ενοχλεί ο Τάσος;

Θα πρέπει να εξηγήσουμε σε όσους δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο ότι ο Τάσος είναι το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί στο πρώτο διήγημα της συλλογής, με τίτλο «Θα σας καταπιώ τα όνειρα». Είναι ξενομπάτης, δηλαδή ένας από τους εσωτερικούς μετανάστες που έχουν εγκατασταθεί στο αιγαιοπελαγίτικο νησί όπου διαδραματίζονται τα διηγήματα. Ο Τάσος καλλιεργεί και πουλάει αγροτικά προϊόντα και είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένας ειρηνικός επαναστάτης, ένας άνθρωπος που ξεσηκώνεται απέναντι στα συμφέροντα που υπηρετούν οι αρουραίοι, οι ντόπιοι κάτοικοι του νησιού. Στη διάρκεια της αφήγησης, όμως, διαπιστώνουμε ότι δεν βρίσκεται σε σύγκρουση μόνο με τους αρουραίους αλλά και με τους υπόλοιπους ξενομπάτες, που τον αντιμετωπίζουν με αμφιθυμία: είναι γραφικός μέσα στον ιδεαλισμό του, αλλά ταυτόχρονα είναι ο μόνος που τολμά να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους αρουραίους. Τελικά, ο Τάσος ταπεινώνεται και (αυτο) θυσιάζεται, γεγονός που προκαλεί την οργή και την καταδικαστική κρίση των άλλων ξενομπατών, οι οποίοι νιώθουν προδομένοι από τη δειλή και αντιηρωική (όπως την αντιλαμβάνονται) πράξη του. Με άλλα λόγια, ο Τάσος είναι πρόσωπο τραγικό, επειδή ζει (και πεθαίνει) ανάμεσα στις μυλόπετρες της βίας και της ταπείνωσης που ασκούν πάνω του τόσο οι εχθροί όσο και οι «φίλοι» του. Για να απαντήσω λοιπόν στην ερώτησή σας, ο Τάσος ενοχλεί τους πάντες, επειδή η αξιοπρέπεια, οι ηθικές αρχές και η εσωτερική ανωτερότητά του δεν χωρούν μέσα στα ασφυκτικά όρια του φανατισμού και της ιδιοτέλειας, του δόγματος «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας». Ο Τάσος πέφτει χτυπημένος από τις σφαίρες όχι μόνο των αντιπάλων του αλλά και των «συμμάχων» του, όχι επειδή είναι ο «επιτήδειος ουδέτερος», αλλά επειδή είναι εκείνος που προσπαθεί να σταματήσει την εμφύλια σύρραξη.

 

-Ονειρεύεται, ο Τάσος να φτιάξει συνεταιρισμό. Γνωρίζετε κάποια πράγματα για τους συνεταιρισμούς ή είναι ένα από τα στοιχεία της μυθοπλασίας;

Οι αναφορές στους συνεταιρισμούς είναι απλώς ένα στοιχείο της μυθοπλασίας—δεν έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα με το θέμα. Όταν γράφω ένα διήγημα, αξιοποιώ τα εφόδια που έχω κάθε φορά στα χέρια μου για να αποδώσω τους χαρακτήρες και την πλοκή με όσο το δυνατόν πιο πιστό και πιο πειστικό τρόπο.

 

-Θέτετε θέματα με τις τροφές που τρωμε αλλά και τα εισαγόμενα προϊόντα. Μήπως προσπαθείτε να κάνετε τον αναγνώστη να ανησυχήσει για τις παραβιάσεις που γίνονται στο περιβάλλον ;

Αυτό που με ενδιαφέρει πρωτίστως όταν γράφω ένα διήγημα είναι να τοποθετήσω τους χαρακτήρες και τον μύθο σε ένα όσο το δυνατόν πιο πειστικό για τον αναγνώστη περιβάλλον. Προσπαθώ, με άλλα λόγια, να δημιουργήσω πρόσωπα και καταστάσεις που θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να μπει στην ουσία της αφήγησης και να μη μείνει μόνο στην επιφάνειά της. Παλεύω να δημιουργήσω κάθε φορά χαρακτήρες με αυτονομία σκέψης, συναισθημάτων και δράσης (όλα αυτά στα όρια, φυσικά, του συγγραφικού ελέγχου), και όχι καρικατούρες ή φερέφωνα.

 

-Γράφετε ότι το καλό θα έρθει από τη θάλασσα. Μήπως επειδή η θάλασσα δεν έχει μνήμη; Ή γιατί το νερό δεν θυμάται καθόλου;

Γράφω ότι το καλό θα έρθει από τη θάλασσα επειδή αυτό λένε (χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν το πιστεύουν ή όχι) κάποια από τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στα διηγήματα. Είναι μια φράση που μου φάνηκε ενδιαφέρουσα, επειδή μπορεί να ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους. Με την ευκαιρία της ερώτησης, νομίζω ότι είναι χρήσιμο για τον αναγνώστη, όταν διαβάζει διηγήματα όπως αυτά που γράφω εγώ, να κάνει μια διάκριση ανάμεσα στη φωνή και τις προθέσεις του συγγραφέα και στη φωνή και τις προθέσεις των αφηγητών και των χαρακτήρων. Αν ένας χαρακτήρας λέει ότι το καλό θα έρθει από τη θάλασσα, δεν σημαίνει ότι αυτή είναι οπωσδήποτε και η πεποίθηση του συγγραφέα. Αν ένας χαρακτήρας μιλάει με ύφος διδακτικό ή μελοδραματικό, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι ο συγγραφέας συνηγορεί υπέρ του διδακτισμού ή του μελοδραματισμού. Αν ένας χαρακτήρας φοβάται τις αράχνες, δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι ο συγγραφέας πάσχει από αραχνοφοβία. Αν ένας χαρακτήρας πιστεύει ότι η Ελλάδα είναι η ομορφότερη χώρα του κόσμου και οι Έλληνες ο εξυπνότερος λαός του κόσμου, δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας είναι πατριδολάγνος. Αν ένας χαρακτήρας δηλώνει λάτρης του Στάλιν, δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας είναι σταλινικός. Αν ένας χαρακτήρας τινάζει τα μυαλά του στον αέρα, δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας έχει σώνει και καλά αυτοκτονικές τάσεις. Λυπάμαι που λέω πράγματα αυτονόητα, αλλά, δυστυχώς, η έλλειψη αναγνωστικής παιδείας και οι ιδεολογικές ή άλλες αγκυλώσεις δεν βοηθούν στην κατανόηση λογοτεχνικών κειμένων—πολύ περισσότερο όταν τα κείμενα αυτά είναι απαιτητικά και έχουν περισσότερα από ένα επίπεδα.

 

-Υπάρχει ελπίδα στην σημερινή κοινωνία; Σε τι μπορεί να συνεισφέρει η λογοτεχνία αλλά και οι ίδιοι οι συγγραφείς;

Η ελπίδα δεν είναι κάτι που «υπάρχει». Η ελπίδα δεν είναι κάτι το αυθύπαρκτο, αλλά δημιουργείται από εμάς τους ίδιους, με αυτά που κάνουμε ή δεν κάνουμε κάθε μέρα που ζούμε σ’ αυτό τον κόσμο. Η λογοτεχνία—η ποιοτική, ισχυρή λογοτεχνία—μπορεί να γεννήσει ελπίδα επειδή μας θυμίζει ότι, διευρύνοντας τα όρια του πόνου, διευρύνουμε και τα όρια αντοχής στον πόνο. Η λογοτεχνία μας μαθαίνει να μετράμε τον εαυτό μας, τη σχέση μας με τους άλλους, με τον κόσμο, με το παρόν και το παρελθόν. Μαθαίνοντας να μετράμε, μαθαίνουμε να συγκρίνουμε. Και μαθαίνοντας να συγκρίνουμε, μαθαίνουμε να κρίνουμε. Δεν είναι κάτι το ελπιδοφόρο και αυτό;

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top