Fractal

Διήγημα: “Η αγιογράφος”

του Χρήστου Καζάζη //

 

αρχείο λήψης

 

Είχε ξυπνήσει από τα χαράματα και σκεφτόταν. Να πεταχτεί και να πηδήξει απ’ το μπαλκόνι, έτσι ολόγυμνη όπως ήταν, ή να του στείλει πρώτα την αγιογραφία; Γύρισε και κοίταξε τον άνδρα που κοιμόταν ήρεμα δίπλα της. Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Τι θέλει από εκείνη; Γιατί τον άφησε για άλλη μια φορά να της κάνεις έρωτα; Παρόλο που με το Δημήτρη ήταν παντρεμένοι εικοσιέξι ολόκληρα χρόνια δεν τον ένιωσε ποτέ δικό της, δεν τον αγάπησε, δεν τον πόνεσε. Του τα έδωσε όμως όλα. Απλόχερα. Σώμα, ψυχή, ολόκληρη την περιουσία της. Κράταγε από πλούσια οικογένεια μεγαλέμπορων, μα οι γονείς της κοίταξαν πως θα την ξεφορτωθούν μόλις έκλεισε τα δεκαοχτώ. Είχαν το γιο, βλέπεις, από πίσω να αναλάβει τις επιχειρήσεις. Έκανε τρία παιδιά με τον άντρα της μόνο και μόνο για να μη της γκρινιάζει ”το περιβάλλον”. Όχι πως δεν ήταν καλή μάνα. Με τον καιρό τ΄ αγάπησε, ήταν η μόνη της παρηγοριά. Ζούσε και συνέχιζε να προσπαθεί μόνο γι’ αυτά. Τι φροντιστήρια, τι κολυμβητήρια, τι πάρτι τους οργάνωνε. Μόνιμα δίπλα τους σε ότι χρειαστούν. Κι όταν πέρασαν στο πανεπιστήμιο το ένα μετά το άλλο γιόρτασε μαζί τους. Κάποια στιγμή έφυγε και το τελευταίο για τη Λάρισα κι έμεινε μόνη να πλαγιάζει κάθε βράδυ δίπλα στο γνωστό της ξένο.

Και να που, λίγους μήνες μετά, η ζωή της πήρε ν’ αλλάζει. Η ευτυχία της χτύπησε την πόρτα. Ξαφνικά και εκκωφαντικά. Χωρίς περιστροφές, δεύτερες σκέψεις και περιττούς ρομαντισμούς. Τον γνώρισε στο νοσοκομείο μια ζεστή μέρα του Ιούλη. Από τον Απρίλιο πηγαινοερχόταν και φρόντιζε τη μητέρα της, που είχε λίγες ακόμα μέρες ζωή, μα πλήρη διαύγεια. Εκείνος μόλις είχε φέρει τον πατέρα του. Στην αρχή δεν τον είχε δει – βρίσκονταν σε διπλανούς θαλάμους. Ένα μεσημέρι, παραμονή της Αγίας Μαρίνας, το θυμόταν καλά, βρέθηκαν τυχαία στο γραφείο των γιατρών. Τους περίμεναν για να ενημερωθούν πως πάνε οι δικοί τους. Δηλαδή πότε περίπου θα πεθάνουν. Στο διάστημα που ήταν μόνοι τα βλέμματα μίλησαν αμέσως. Είπαν πολύ περισσότερα από τα λόγια.

 Λένα.

 Νίκος.

 Χάρηκα πολύ.

 Κι εγώ.

 Τι πρόβλημα έχετε;

 Τον πατέρα μου. Έχει καρκίνο στο πάγκρεας. Εσύ;

 Η μητέρα μου έχει λευχαιμία.

 Θέλεις να αλλάξουμε τηλέφωνα;

 Ναι, αλλά να μη δημιουργηθεί πρόβλημα με τη γυναίκα σου.

 Μην ανησυχείς. Είμαι ελεύθερος, είπε κοιτάζοντας επίμονα τη βέρα της.

Το ίδιο βράδυ ένιωσε τον πρώτο της οργασμό καθώς ο Νίκος εξερευνούσε κάθε χιλιοστό στο κορμί της. Είχε τυλίξει, σαν πύθωνας, το σώμα της γύρω από το δικό του, και δεν έλεγε να ξεκολλήσει. ”Σε παρακαλώ, θέλω να μείνουμε έτσι”, του είπε πριν αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του. Κατά τις πέντε το πρωί το κινητό της χτύπησε. Ένας αγουροξυπνημένος νεαρός γιατρός της ανακοίνωσε χωρίς περιστροφές το μοιραίο. Ένιωθε ανακουφισμένη, σχεδόν χαρούμενη. Είχε πάρει ήδη την ευχή της. Η μάνα της δεν ήταν χαζή. Μόλις γύρισε κοντά της από το γραφείο των γιατρών κατάλαβε από το ανάλαφρο περπάτημα και το λαμπερό της χαμόγελο τι είχε συμβεί. Η Λένα ήταν ερωτευμένη αλλά δεν ήξερε με ποιόν. Ζήτησε να τον δει. Στην αρχή η κόρη της τα αρνήθηκε όλα. “‘Απόψε φεύγω της είπε” κι έτσι έκαμψε την αντίστασή της. Στην αρχή ο Νίκος ένιωθε άβολα , γρήγορα όμως το ξεπέρασε. Μίλησαν αρκετή ώρα. Της κρατούσε το χέρι και της έδινε απαντήσεις σε όλα. Για τους γονείς, τα αδέλφια, τη δουλειά του. Κάποια στιγμή ένας νοσοκόμος τον φώναξε να πάει στον πατέρα του που τον ζητούσε. Όταν έφυγε η γριά γύρισε και της είπε:

 Αυτός είναι ο άνδρας της ζωής σου. Φρόντισε να μην τον χάσεις.

 Μα είμαι μεγαλύτερή του, είναι ελεύθερος, εμένα θα πάρει; Κι ο Δημήτρης; Άσε που δεν ξέρω πως θα το πάρουν τα παιδιά. Και εν πάση περιπτώσει δεν τον έχω γνωρίσει ακόμα. Βιάζεσαι μάνα.

 Θέλω να σε δω, έστω κι από ψηλά, ευτυχισμένη. Μην τον χάσεις, είπε η γριά σφίγγοντας το χέρι της…

Τρεις μέρες αργότερα η Λένα σκεφτόταν ακόμα τα λόγια της μητέρας της. Πήγαινε τη σορό με το πλοίο της γραμμής στο νησί, να τη θάψει δίπλα στον πατέρα της, εκτελώντας την τελευταία της επιθυμία. Εξωτερικά προσπαθούσε να δείχνει οτι πενθεί. Μέσα της όμως ένιωθε να ξεχειλίζει από εκείνη τη ζεστασιά και αγαλλίαση του ερωτευμένου. Από τη χαρά του ανθρώπου που βρήκε νόημα στη ζωή του. Τα μηνύματα που αντάλλαξε κρυφά με το Νίκο σε όλο το ταξίδι βροχή. Δεν μίλησαν όμως καθόλου μην τύχει και καταλάβει κάτι η υπόλοιπη οικογένεια που τη συνόδευε.

Όταν επέστρεψε έτρεξε να τον συναντήσει στο μικρό δυαράκι που έμενε. Ο άντρας της είχε ήδη φύγει στην επαρχία για δουλειές. Έκαναν έρωτα όλο το Σαββατοκύριακο. Την Κυριακή το απόγευμα αποφάσισαν να βγουν για μια βόλτα. Ανέβηκαν με το αυτοκίνητο ως την Πεντέλη και, αφού βεβαιώθηκαν ότι δεν υπάρχει κάποιος γνωστός γύρω, κάθισαν σε ένα μπαράκι στην πλατεία.

 Σ’ αγαπώ, της είπε κάποια στιγμή σφίγγοντας το χέρι της μέσα στα δικά του.

 Κι εγώ χαρά μου, του απάντησε με τη γλυκιά, απαλή φωνή της, χαϊδεύοντας ένα μικρό δάκρυ που έτρεχε στο μάγουλο του.

 Θα ήθελα να μείνουμε για πάντα μαζί, της είπε κοιτάζοντάς την στα μάτια.

 Κι εγώ το θέλω ζωή μου, του απάντησε χωρίς να το σκεφτεί.

 Και ο Δημήτρης; Τα παιδιά σου; Πως θα το πάρουν;

 Θα πρέπει να σεβαστούν την απόφασή μου. Νομίζω δικαιούμαι κι εγώ λίγη ευτυχία στη ζωή μου. Είναι το μόνο που μπορώ ακόμα να διεκδικήσω και να το πάρω, είπε με πικρό χαμόγελο τραβώντας το χέρι της από το δικό του.

Οι επόμενοι μήνες πέρασαν γρήγορα. Έσμιγαν τα σαββατοκύριακα, όταν έλειπε ο Δημήτρης, και, όταν κουράζονταν, έβγαιναν για φαγητό ή έναν περίπατο, παίρνοντας όλες τις προφυλάξεις. Εκείνη δεν την ένοιαζε. Ο Νίκος ήταν που ανησυχούσε πιο πολύ μη τυχόν και πέσουν πάνω σε κανένα γνωστό. Η Λένα δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο. Φοβόταν τον άνδρα της; Της φαινόταν αστείο ένας άντρας δυο μέτρα να φοβάται ένα αδύνατο, χλεμπονιάρικο ανθρωπάκι. Μήπως ήταν κάτι άλλο; Είχε ένα κακό προαίσθημα τις τελευταίες μέρες. Οι φόβοι της δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν. Ένα σαββατόβραδο βγήκαν να φάνε σε ένα ταβερνάκι κοντά στο σπίτι του Νίκου. Ήταν κακόκεφος από το πρωί. Της είχε ζητήσει για πρώτη φορά να κάνουν παρά φύση έρωτα. Δεν έκανε καμιά απόπειρα να απαλύνει το σοκ της πρώτης επαφής, ήταν φανερό ότι ήθελε να την πονέσει. Εκείνη, παρά το φρικτό βασανιστήριο, δεν τον σταμάτησε. Έκλαιγε μόνο βουβά, όσο διαρκούσε το μαρτύριο της, πιο πολύ για τον τρόπο που της φερόταν και λιγότερο για τα φυσικά τραύματα που της προκαλούσε.

Έτρωγαν σιωπηλοί. Η Λένα είχε αποφασίσει να μην τον πιέσει. Κάποια στιγμή εκείνος αποφάσισε να μιλήσει.

 Χτες μίλησα στη μάνα μου για σένα, είπε κοιτώντας το πιάτο του.

 Λοιπόν;

 Όταν της είπα ότι έχεις οικογένεια μου θύμισε το συχωρεμένο τον πατέρα μου. Πόσο υπέφερε όταν χώρισε ο παππούς μου και παντρεύτηκε άλλη γυναίκα. Δεν μπόρεσε ποτέ να το ξεπεράσει.

 Κατάλαβα. Δεν εγκρίνει την επιλογή σου. Είναι φυσικό. Με τον καιρό θα το αποδεχτεί.

 Μου είπε ότι τα παιδιά σου θα δυστυχήσουν αν φέρεις άλλον άνδρα στο σπίτι. Δε θα σου το συγχωρέσουν ποτέ. Κι εμένα θα με μισήσουν.

 Και που ξέρει η μάνα σου τα παιδιά μου; Που ξέρει τι έχουμε περάσει; Εμένα Νίκο μπήκε στον κόπο να με γνωρίσει;

 Έχω μπερδευτεί Λένα. Δεν ξέρω τι να κάνω. Προχτές μου φάνηκε ότι είδα ένα βανάκι με το όνομα του άντρα σου έξω από το σπίτι.

 Και τι μ’ αυτό; Ο Δημήτρης οργώνει όλη μέρα την Αθήνα για να πάρει παραγγελίες. Η δουλειά του είναι. Χμ, ξέρεις κάτι; Μου φαίνεται είχε δίκιο η ξαδέλφη μου, είπε εκείνη πικρόχολα.

 Τι εννοείς;

 Με πλησίασες μόνο και μόνο για το σεξ. Και τώρα βαρέθηκες. Δεν σου αρέσουν πια τα κόλπα που σου κάνω αγάπη μου; Μήπως ο κώλος μου δεν ήτανε του γούστου σου;

Φώναζε, ήταν εκτός εαυτού πλέον. Από τα διπλανά τραπέζια τους κοιτούσαν. Ο Νίκος σηκώθηκε και όσο πιο ήρεμα μπορούσε μάζεψε τα πράγματά του.

 Νομίζω οτι είναι καλύτερα να σταματήσουμε να βλεπόμαστε, είπε κι έφυγε χωρίς να την κοιτάξει.

Η Λένα έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες για επανασύνδεση. Είχε μετανιώσει για το φέρσιμό της, του τηλεφωνούσε μέσα στη νύχτα, ζητούσε συγγνώμη, έκλαιγε, μα ήταν ανένδοτος. Στο τέλος εκείνος άλλαξε τηλέφωνο, ξενοίκιασε το δυαράκι κι έτσι έχασε τα ίχνη του οριστικά. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Ένα πρωινό προθυμοποιήθηκε να πάει το παιδί της ξαδέλφης της στο σχολείο και τον είδε. Στην αρχή δεν τον γνώρισε, τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει και το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό και γερασμένο. Η καρδιά της σφίχτηκε όταν έδωσε ένα πεταχτό φιλί σε μια κοπέλα, προφανώς κάποια καθηγήτρια, πριν μπει στο αυτοκίνητό του. Τον ακολούθησε και μέχρι το βράδυ γνώριζε πλέον που εργάζεται και που μένει.

Το μείγμα του κρόκου με την κουρκουμίνη της πέτυχε απόλυτα. Εχθές έβαλε τις τελευταίες πινελιές στην αγιογραφία που φιλοτεχνούσε εδώ και δύο χρόνια. Στο ερώτημα της μικρότερης κόρης της ποιον άγιο ζωγραφίζει δεν απάντησε. Γιατί το έργο της απλά δεν αφορούσε κανένα άγιο. Ήταν ο Νίκος με φωτοστέφανο και μοναχικό ένδυμα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε να φτιάξει καφέ. Ήταν Σάββατο πρωί και ο ήλιος πήρε να ανατέλλει πίσω από τον Υμηττό. Πόσα τέτοια πρωινά είχε περάσει με τον Νίκο! Μετά το χωρισμό τους η ζωή της άλλαξε. Από κοινωνική και πρόσχαρη είχε γίνει πιο κλειστή και απομονωμένη. Άρχισε να ασχολείται με την αγιογραφία. Είχε ταλέντο από μικρή αλλά το έπνιξε κι’ αυτό για χάρη της οικογένειας. Τώρα όμως ασχολούνταν με πάθος όλη μέρα. Ο Δημήτρης δεν έδωσε καμία σημασία σε αυτή την αλλαγή. Το μόνο που τον ενδιέφερε, όπως πάντα, ήταν να βρει ζεστό φαγητό, καθαρά ρούχα και, αν είχε όρεξη, ανοιχτά τα πόδια της. Τα έργα της, αυθεντικά αριστουργήματα στα χνάρια της βυζαντινής παράδοσης, γρήγορα βρήκαν φανατικούς αγοραστές. Μέσα σε λίγους μήνες είχε ήδη ένα αξιοσέβαστο ποσό στην άκρη κρυφά, φυσικά, απ’ τον άντρα της. Αισθάνθηκε τα χέρια του να τυλίγονται στη μέση της καθώς έψηνε τον καφέ και την πρωινή του στύση να την πιέζει αφόρητα. ”Σε θέλω”, της ψιθύρισε στο αυτί. Η Λένα δεν άντεχε άλλη μια συνεδρία κολπικού σεξ που θα κατέληγε σε πρόωρη εκσπερμάτωση κι έτσι τον ανακούφισε από το βάσανό του με το χέρι της.

Όταν έφυγε επιτέλους για το μαγαζί πήρε ένα σύντομο τηλέφωνο και σε μισή ώρα ένας ψηλός ξανθός άνδρας βρισκόταν στην πόρτα της. Ο Γεβγκένι ήταν Ρώσος μετανάστης. Ζούσε στην Ελλάδα εδώ και δέκα χρόνια. Μιλούσε άψογα ελληνικά. Δούλευε ως κηπουρός στην επιχείρηση ενός ομοεθνή του μεγιστάνα στην Ελλάδα, ενθουσιώδη αγοραστή των έργων της και εραστή της το τελευταίο εξάμηνο. Εκτός από κηπουρός ο Γεβγκένι αναλάμβανε και τις λεγόμενες ”ειδικές” αποστολές. Να ”απαλλάσσει” δηλαδή το αφεντικό του από ανεπιθύμητες παρουσίες. Όταν η Λένα είπε στο μεγιστάνα ότι θέλει να εκδικηθεί έναν Έλληνα γιατί της έκανε μεγάλο κακό, εκείνος προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει χωρίς να ζητήσει περαιτέρω εξηγήσεις. Ο κηπουρός παρέλαβε την αγιογραφία με τη ρητή οδηγία να την παραδώσει στο θύμα και, πριν τον εκτελέσει, να του γνωστοποιήσει τον αποστολέα. Ο Ρώσος πραγματοποίησε την αποστολή του με απόλυτο επαγγελματισμό. Όπως όμως συμβαίνει συχνά σε ”επιχειρήσεις” τέτοιου είδους παρουσιάστηκαν και απρόοπτα. Χρειάστηκε να πυροβολήσει στο κεφάλι και τη νεαρή καθηγήτρια που βρισκόταν εκείνη την ώρα γυμνή στο κρεβάτι αγκαλιά με το στόχο του. Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Έκανε απλά τη δουλειά του.

Όταν η Λένα έλαβε το κωδικοποιημένο μήνυμα οτι όλα τελείωσαν αναστέναξε βαθιά, πήρε ένα μπουκάλι κρασί κι άρχισε να πίνει μέχρι που το τέλειωσε. Τον τελευταίο καιρό έβρισκε παρηγοριά στο αλκοόλ, ο πλούσιος φίλος της την έμαθε να πίνει για να ξεχνά. Τρεκλίζοντας έβγαλε τη νυχτικιά της και βγήκε στο μπαλκόνι. Τα γεννητικά της όργανα πόνεσαν καθώς καβαλούσε το ψυχρό, σκουριασμένο σίδερο. Δεν σκεφτόταν τίποτα, μόνο τη μάνα της που της έλεγε συνέχεια ”μην τον χάσεις Λένα, μην τον χάσεις”. Κάποιοι ελάχιστοι γείτονες που βρίσκονταν εκείνη την ώρα στις βεράντες τους παρακολούθησαν, ανήμποροι να κάνουν το παραμικρό, την σύντομη πορεία του γυμνού της κορμιού προς την άσφαλτο.

 

* O Χρήστος Καζάζης γεννήθηκε στην Κω το 1971. Σήμερα ζει και εργάζεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σάμο. Eίναι παντρεμένος και πατέρας μιας κόρης.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top