Fractal

Ο Γιάννης Πλαχούρης και το «Χειμερινό Ηλιοστάσιο» του

Γράφει ο Γιάννης Κορίδης // *

 

Γιάννης Πλαχούρης “Χειμερινό Ηλιοστάσιο”, εκδ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος

 

Ο Γιάννης Πλαχούρης, ο ποιητής του «Χειμερινού Ηλιοστάσιου» (Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 2016), ξεπέρασε τον εαυτό του, φέρνοντας μιαν άλλη φωνή, μοναδική, στο σύνολο της σύγχρονης ποίησης, όπως συνέβη παλαιότερα και συγκεκριμένα, με το έμπα της δεκαετίας του 1930 στη Γαλλία. Ήταν μια επανάσταση ενάντια στα δεσμά του στίχου. Μια επανάσταση πανευρωπαϊκή. Πολλοί τη δέχτηκαν μ’ ενθουσιασμό, άλλοι την αφόρισαν και κάποιοι την πέρασαν από το κόσκινο της ελεγχόμενης κριτικής ρίχνοντάς την στο πυρ το εξώτερον. Μάταια όλα αυτά. Ήρθε ο χρόνος και ωρίμασε. Μπήκε για καλά στη ζωή μας.

Όλες οι επαναστάσεις, από καταβολής του ανθρώπου, έχουν και τις συνέπειές τους. Δεν εδραιώνονται εύκολα, δε χωνεύονται, δεν επιβάλλονται. Έχουν και τα θύματά τους. Οι περισσότερες ξεθυμαίνουν, δείχνοντας έτσι το πραγματικό τους πρόσωπο. Κάποιες κονιορτοποιούνται και κάποιες παραμένουν ως παράδειγμα προς αποφυγήν για τις μελλοντικές γενιές, για την ανθρωπότητα.

Οι επαναστάσεις, λοιπόν, οι όποιες επαναστάσεις, βγήκαν από την ίδια μήτρα. Αυτές που γίνονται στην τέχνη, γενικά, είναι και οι πιο δαιδαλώδεις, οι πιο ανέλπιστες. Κρύβουν πολλές εκπλήξεις και, συχνά, παρουσιάζονται πρόσωπα, άγνωστα ως χτες να καλύπτουν επάξια τα όποια κενά.

Ένας από τους τελευταίους «επαναστάτες», είναι και ο Γιάννης Πλαχούρης, με δώδεκα ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του, κι άλλα τόσα πεζά (μυθιστόρημα, παραμύθι, σατιρικές ιστορίες κ.ά.). Η πολυγραφία του (γεννήθηκε το 1951) οφείλεται, σίγουρα, στην επαγγελματική του δραστηριότητα. Ως δημοσιογράφος, εργάστηκε στον ημερήσιο και εβδομαδιαίο Τύπο, υπηρέτησε για χρόνια τον καλώς εννοούμενο συνδικαλισμό (ΠΟΕΣΥ, ΕΣΠΗΤ, Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών), δίνοντας και παίρνοντας ό,τι καλύτερο για εκείνον και τους συναδέλφους του.

Από αυτήν τη βρυσομάνα τού πόνου, της δημιουργίας και της ανθρωπιάς, γρήγορα άλλαξε ποιητική ρότα. Κάπου έγινε δυσνόητος, που ούτε καν προσέχθηκε, με αποτέλεσμα να τον προσπεράσουν τα γεγονότα. Αυτά τα «γεγονότα» που δημιουργούν τη σύγχυση και καθιερώνουν, έστω για μικρό διάστημα, τυχαίους φωτεινούς στύλους, που ένα πρωί κατακρημνίζονται στον Καιάδα της λησμονιάς. Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται!

 

 

Ο Γιάννης Πλαχούρης, με το «Χειμερινό Ηλιοστάσιο» δεν υπακούει μόνο, αλλά και επαναστατεί πάντα με το δικό του εξελιγμένο τρόπο. Η ποίηση γι’ αυτόν είναι το Μέγα Κεφάλαιο της ύπαρξης. Η ποίηση υπάρχει παντού και ελέγχει τα πάντα. Διεισδύει στα ενδόμυχα, ανανεώνει το νου και ξανοίγει τα μάτια της ψυχής. Μια λέξη, ένας στίχος, μια κραυγή αιώνια.

Όπως «Α-ηδονή μου το Α σου φόρεσε ο λαός μη σε ματιάσουν». Εκεί που σπάει την πέτρα με τον κασμά ήδη έχει εντοπίσει το θησαυρό που κρύβει. Με τέτοια μαεστρία μάλιστα που μόνο λίγοι γνωρίζουν:

 

Θησέας ή Διόνυσος; Η Τύχη φτιάχνει το ζάρι.

Δεν ρίχνουν όσοι αγνοούν, παίζουν αυτοί που ξέρουν.

Επειδή, κι αν μοιάζουν τα κέρδη φτιαγμένα με χώμα,

ρευστά όνειρα πνιγμένα στο μαύρο ή στο χρώμα,

θνητά σπίρτα κόβουν σαν το μαχαίρι το σκοτάδι εδώ.

 

Αυτά από το ποίημα «Οι πριγκίπισσες των διλημμάτων» που καταλήγει ως επωδός μιας μυστικοπαθούς συμφωνίας:

 

Τέτοια νύχτα μύρισα της Μακεδόνας τη φωνή,

που μας ρωτάει πιο πολλά από το δίλημμά της.

«Πέθαινε;». «Ζει;», κρεμώντας στα χείλη δόλιο φιλί.

Να το πάρω; Γιατί; Και τι να της απαντήσω εγώ

π’ εξήντα χρόνια ταξιδεύω και μόλις τώρα αγαπώ;

 

Μπορείς να ξεπεράσεις τάχα ανενόχλητος το σταυροδρόμι της ζωής; Οι θετικές επιστήμες, εν μέρει, σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Μόνον η ποίηση μπορεί να ξεδιαλύνει τα πράγματα όσο νοσηρή, σκοτεινή ή λεκτικά βάναυση φαίνεται στις οβίδειες μεταμορφώσεις της. Θυμίζει, κυριολεκτικά, εκείνον τον ψυχοπαθή γείτονα που «έψαχνε στίχους ευρύχωρους να κατοικίσει η τρέλα του».

Όποιος σκύβει με βουλιμιακή περιέργεια πάνω από το χείλος του ξεροπήγαδου, τόσο ζαλίζεται, όσο και ένας ετοιμοθάνατος στο κρεβάτι τού πόνου. Οι αντιστοιχίες και τα δεινά που καταρρακώνουν τη σάρκα κάποτε πισωπατούν, στρέφουν αλλού το βλέμμα, γιατί «Στον ακάλυπτο πίσω κατοικεί μια λεύκα που διαρκώς προσεύχεται». Ο στίχος από «Το καταφύγιο του ταξιδευτή» και οι τρεις παρακάτω πάλι από το ίδιο ποίημα:

 

Τα περισσότερα λόγια υπάρχουν στις σιωπές.

………………………………………………………

Σπίτι πατρικό. Μπήκα σκυφτός

και βγήκα έτοιμος ν’ ανηφορίσω.             

 

Η τραγικότητα της ποιητικής ευελιξίας, από ένα φωτεινό μυαλό, δεν μπορεί παρά να «ορέγεται το κέρδος του Προμηθέα». Με την υπογραφή:

 

Τις μέρες γύρναγε έξω η Ερημιά

τις Νύχτες κοιμόταν μέσα μου.

 

Με την Άννα Γεραλή από εκδήλωση στον Ιωνικό Σύνδεσμο

 

Ο στίχος, σαν αιχμή σκουριασμένου σπαθιού, αφήνει τα αποτυπώματά του στο πρόσωπο της εποχής που διανύουμε, ειρωνικά και παθιασμένα, όπως το ταμπούρλο που σκοπό έχει να μας αφυπνίσει από τη νάρκη και να αποδώσει δικαιοσύνη με πνεύμα ειρωνικό, αλλά και τραγικό. Η αλήθεια, συνήθως, πηγάζει από το πικρό χαμόγελο, όπως αυτό το ξαφνικό «έμπα, μπαμ παρατατάμ τζαζ τζουμ, περνά ο αρχηγός». Όλα είναι ένα κράμα, μια υπόμνηση «χωνεμένα στη σκάφη άχορδης λύρας», αφού

 

Τους μαθητές

με υπομονή νανούρισαν οι δάσκαλοι,

τους άγρυπνους

τους έδεσαν τεμάχια σε ράγες

για να περάσει ο συρμός του μέλλοντός τους.

 

Ποιος συρμός τάχα; Ποιοι μαθητές; Του μέλλοντος του απέραντου χρόνου, τα «κλουβιά» τα «γεμάτα τσιφτετέλια μουσική», αλλά και τους

 

ζωγράφους, συγγραφείς, ιστορικούς

και σκηνοθέτες σόου, ριάλιτι,

υπομονή κηρύξανε σειρά κληρώσεις διανόησης

στοιχήματα προ-πο, λαχεία.          

Αυτά κι άλλα σπαρακτικά κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου μ’ ένα ακαταλαβίστικο όσο και διάφανο ξέσπασμα:

 

ν’ αναστηθούν οι ζωντανοί από τους πεθαμένους,

 

Ο Γιάννης Πλαχούρης ζει έντονα την εποχή του. Αποτυπώνει στιγμές μοναδικές, νιώθει το ρίγος στο κορμί του, οικτίρει και απολαμβάνει στιγμές διάχυτες από αγάπη. Πειρασμός η «Στιγμή» του:

 

Έλαμπε Παναγιά

δεκαοχτώ χρονών, πρώτο στασίδι η Μαρία.

 

Στο δεξιό ψαλτήρι άγγελοι

σμίλευαν τις φωνές για το απολυτίκιο και

η Ωραία Πύλη έπαιρνε σε άδυτα βάθη το εκκλησίασμα.

 

Αριστερά βρήκε κενό ο Έρωτας.

Μια σαϊτιά στον ψάλτη που έμεινε

να τρέμει, να σταυρώνεται κρυφά, να βαλαντώνει

 

άλλον θεό να τραγουδά

και σε άλλον να προσφέρει τα αίματά του.

 

Στον ίδιο βαθμό η «Συνάντηση στο Σ/Μ», η «Μέδουσα», η «Ελπίδα είναι», το «Ερωτικό» και το «Χωρίς τίτλο».

Ο Γιάννης Πλαχούρης, με το «Χειμερινό Ηλιοστάσιό» του, πέτυχε ν’ αποδεσμευτεί από τα τετριμμένα, τα επαναλαμβανόμενα. Άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της έμπνευσής του, για να μπει εκείνο το φως που ζεσταίνει τις καρδιές και κάνει τον άνθρωπο πιο άνθρωπο.

 

 

Λευκωσία, Μάης 2017          

 

 

* Ο Γιάννης Κορίδης γεννήθηκε στη Μολόχα Κοζάνης το 1936. Είναι δημοσιογράφος, μέλος της ΕΣΗΕΑ. Δούλεψε, σχεδόν, σε όλες τις αθηναϊκές εφημερίδες, ως ρεπόρτερ, διορθωτής, κριτικός βιβλίου. Δημοσίευσε επίσης ποίηση, πεζογραφήματα, ιστορικές μελέτες, ανθολογίες,

και τα ευρείας κυκλοφορίας βιβλία “Οι μεγάλες δίκες των αιώνων”, “Τα γεράκια και οι λύκοι”, “Υπόθεση Οτζαλάν”, “Το Αλβανικό Έπος 1940-41″κ.ά.. Στο ενεργητικό του έχει τα περιοδικά “Ιωλκός”, “Βαλκάνια” και “Έρευνα”. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Από το 1996 ανθολογεί και επιμελείται ανελλιπώς μέχρι σήμερα την ετήσια έκδοση “Ποιητικό Ημερολόγιο”.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top