Fractal

Διήγημα: Η γυναίκα που έλεγε ψέματα

της Χαράς Νικολακοπούλου // *

 

liar-woman-lying

 

Ο άντρας και η γυναίκα συναντήθηκαν στην παραλία μια μέρα που φυσούσε πολύ, άσχημος καιρός για κολύμπι και η γυναίκα είχε μαζέψει τα μπανιερά της και τα μαλλιά της με μια κορδέλα. Φορούσε ένα πράσινο κολάν και ένα μακό μπλουζάκι.

Ο άντρας πέρασε πάνω σε μια πεντακοσάρα Suzuki και κοντοστάθηκε. Ήταν γύρω στα 45 με γκρίζα μαλλιά και αθλητικό σώμα.

-Γεια, δε με θυμάσαι; ρώτησε

Πολύ συνηθισμένο το κόλπο για να πιάσει ,όμως η γυναίκα τον κοίταξε καλά καλά. Ήταν, χωρίς άλλο, από εκείνους τους τύπους που ρίχνουν τα δίχτυα τους δεξιά αριστερά και ό,τι πιάσουν αλλά της φάνηκε αυθόρμητος αν όχι χαριτωμένος έτσι όπως την κοιτούσε με απορία.

Της ζήτησε να βγάλει τα γυαλιά ηλίου και ..

-Όχι δεν είσαι εσύ. Μου θύμισες μια κοπέλα από την Ελβετία που ερχόταν εδώ για διακοπές.

-Κοίτα σύμπτωση, και εγώ από την Ελβετία έρχομαι.

– Είσαι μέρες εδώ;

-Μια βδομάδα, φεύγω την άλλη Κυριακή.

Και ήταν μόνον Δευτέρα.

Της είπε πως τον λέγανε Σταύρο, αντάλλαξαν μερικές κοινοτοπίες και της έδωσε το κινητό του. Για να πιούνε κανέναν καφέ…

-Είμαι παντρεμένη , ξέρεις, ο άντρας μου είναι δάσκαλος εκεί … στην Ελβετία, του είπε τρεις μέρες αργότερα όταν τελικά συναντήθηκαν. ΄

Το μεγάλο κάστρο έριχνε τη σκιά του στη θάλασσα που γουργούριζε σιγανά σαν ερεθισμένη γάτα. Δε ήπιανε καφέ, την οδήγησε στις ερημιές του θεού, στην πιο απόμερη παραλία.

Ήταν κι αυτός παντρεμένος, δεν είχε παιδιά, είπε.

«Καλά να πάθω», σκέφτηκε εκείνη. «Μια καθώς πρέπει γυναίκα δεν μπαίνει με τέτοια ευκολία σε αυτοκίνητα αγνώστων».

Παραδόξως δεν φοβόταν καθόλου, μόνον τρεμόπαιζε τα ρουθούνια της με έκδηλη περιέργεια.

Ο άντρας άναψε τσιγάρο και της το έδωσε. Μετά άναψε ένα και για τον εαυτό του.

-Είναι όλα πολύ βαρετά εδώ, είπε. Το χειμώνα είναι ερημιά. Μόνον το καλοκαίρι παίρνει λίγη ζωή το μέρος με τους τουρίστες.

Τη ρώτησε για τη ζωή της στην Ελβετία

-Πώς αντέχεις εκεί; Εγώ δεν θα μπορούσα!

Μιλούσε φιλικά, καθησυχαστικά. Τόσο που μύριζε κίνδυνο.

Σύντομα την αγκάλιασε, άρχισε να τη γδύνει, ο τύπος δεν έχανε τον καιρό του κι εκείνη ολοένα σκεφτόταν «Καλά να πάθω, τι πρέπει λοιπόν να ισχυριστώ τώρα;»

-Έχεις ωραία μάτια και πολύ ωραίο στήθος, της είπε καθώς της έβγαζε τη μπλούζα.

Δεν έκανε την παραμικρή κίνηση για να τον ενθαρρύνει. Δυο τρεις φορές μόνο διαμαρτυρήθηκε «Δεν μπορώ έτσι, δεν σε ξέρω καθόλου», χωρίς αποτέλεσμα.

-Ξέρεις γιατί μου αρέσεις; Γιατί με αναγκάζεις να κάνω πράγματα που από μόνη μου δεν θα τολμούσα ποτέ, του είπε τελικά.

Κοιτούσε πέρα μακριά τη φιγούρα του βενετσιάνικου κάστρου. Δεν ήταν να απορεί κανείς που η μικρή πολιτεία έμοιαζε τόσο μαραζωμένη στη σκιά του. Σκεφτόταν τη μοίρα αυτής της πολιτείας. Μικρή και ασήμαντη, ξαπλωμένη δίπλα σε ένα μεγάλο κάστρο. Απομεινάρι μιας ιστορίας αρκετά ένδοξης. Που το μόνο της αποκούμπι ήταν πια ο τουρισμός.
«Γι αυτό τα έφερα τα πράγματα μέχρι εδώ; Για να μην έχω περιθώρια να ξεφύγω;» αναρωτήθηκε. «Αυτό το καταραμένο βιβλίο έχει πολύ περίεργη επίδραση πάνω μου»

Γύρω απόλυτο σκοτάδι και βρισκόταν παραδομένη στα χέρια ενός αγνώστου που μόνον το μικρό του όνομα ήξερε. Αν υποθέσουμε πως ήταν ένας μανιακός δολοφόνος που είχε σκοπό να την πνίξει και να τη θάψει στην παραλία, κανείς δεν θα το μάθαινε ποτέ.

Ο αέρας ταρακουνούσε με λύσσα το αυτοκίνητο.

-Δεν θα το πιστέψεις βέβαια, αλλά είναι η πρώτη φορά που κάνω κάτι τέτοιο, της είπε αφού τακτοποίησε το πουκάμισο και τα μαλλιά του.

Ένιωσε πιο άνετα που κατάλαβε ότι δεν ήταν η μόνη που έλεγε ψέματα.

-Μην ορκίζεσαι, δεν πρόκειται να σε παντρευτώ για να με ενδιαφέρουν οι αλήθειες σου, του απάντησε.

– Θέλω να σε ξαναδώ, είπε ο άντρας, έλα πάλι την Παρασκευή. Μπορούμε να πάρουμε τη βάρκα και να πάμε στο νησί απέναντι. Μπορώ ακόμα να σου παίξω μπουζούκι. Σου αρέσουν τα ρεμπέτικα;

Της έδωσε ένα φιλί αληθινά παθιασμένο και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι το αυτοκίνητό του.

Η γυναίκα σκέφτηκε πως ήταν πολύ παράξενο αυτό που της συνέβη κι ένιωσε μια μικρή στενοχώρια. Ωστόσο ήταν ανακουφιστικό να ξέρει τι έπρεπε να γράψει παρακάτω, πώς ένιωσε η Βέρα, η δική της Βέρα, η ηρωίδα του βιβλίου της, ύστερα από μια παρόμοια νυχτερινή περιπέτεια.

Την Παρασκευή ξαναπήγε. Η ίδια δεν το ήθελε αλλά τα βήματά της είχαν διαφορετική άποψη.

Δεν βγήκαν με τη βάρκα για το νησί ούτε και της έπαιξε μπουζούκι.

Τα δάχτυλά του έκαναν μελανιές στο δέρμα της. Σαν να είχε κρεμαστεί από πάνω της ένιωθε και την απομυζούσε. Σαν να γύρευε να δώσει μια στάλα πικάντικης νοστιμιάς στη μονότονη ζωή του.

Φυσούσε ένας δυνατός νοτιάς εκείνη τη νύχτα και η θάλασσα μούγκριζε θυμωμένη. Σε λίγο άρχισε να βρέχει. Ήταν σχεδόν ρομαντικά έτσι.

-Μην παίρνεις πολύ στα σοβαρά αυτά που λέω, του είπε βγαίνοντας από το αυτοκίνητό του. Η δουλειά μου είναι να φτιάχνω ιστορίες. Σε αυτό το κεφάλαιο η ηρωίδα μου γνωρίζει κάποιον και κάνουν έρωτα στο αυτοκίνητό του, κατάλαβες;

-Δεν είναι και τόσο κακό αυτό, είπε ο άντρας. Γιατί πρέπει να το σχολιάσουμε;
Πέρασαν μήνες μέχρι να την ξαναδεί. Ο χειμώνας στο λιμανάκι τραβούσε κάτι μακρόσυρτα πένθιμα βήματα που σου πάγωναν το μεδούλι. Οι άνθρωποι περπατούσαν τυλιγμένοι στα παλτά τους, σκυφτοί κόντρα στο δυνατό θαλασσινό άνεμο. Τα βράδια κουτσόπιναν ούζο ή κρασί στο καφενείο με τις ξεφτισμένες καρέκλες και τη σόμπα πετρελαίου. Το κουδούνι του σχολείου ηχούσε καθημερινά με την ίδια εκνευριστική ακρίβεια. Μέχρι και οι γιορτές έρχονταν όπως πάντα στην ώρα τους.

-Τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ σε αυτόν τον κωλότοπο, σκεφτόταν και τον έπιανε ένα περίεργο σφίξιμο.

Η γυναίκα παρατήρησε την αλλαγή πολύ σύντομα. Όλοι την κοιτούσαν στο δρόμο, ιδίως οι άντρες. Με έναν ανανεωμένο ενδιαφέρον. Με μια υποβόσκουσα λαγνεία. Ο μικρός της ανιψιός της δήλωσε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι είναι πολύ όμορφη, το ίδιο της είπε και ο περιπτεράς της γωνίας και ο υπάλληλος του ταχυδρομείου. Ήταν και αυτό ένα μικρό θαύμα. Να επιτρέπεις σε ένα μπουμπούκι να ανθίσει πριν προλάβει να μαραθεί.

Πολλές φορές ένιωθε ότι ο άνδρας τής έστελνε μυστικά κύματα που αναστάτωναν τα σωθικά της. Τραβούσε τότε κατά την ακροθαλασσιά και παρέμενε ώρες ακίνητη να αγναντεύει την ανήσυχη θάλασσα.

Έπειτα ήρθε η άνοιξη με όλα τα γνωστά συνεπακόλουθα στη ψυχολογία των ανθρώπων. Οι μελισσούλες ζουζούνιζαν πάλι ίσως πιο θορυβώδικα, σκέφτηκε. Τα πέτρινα σπίτια με τις κεραμοσκεπές χουζούρευαν τεμπέλικα στη λιακάδα.

Μια μέρα τον ξαναείδε εντελώς τυχαία στο δρόμο. Την κοίταξε χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη. Φαινόταν χαρούμενος που την έβλεπε.

-Πίστευες πως δεν θα το μάθαινα, τη ρώτησε με ένα μικρό θυμό. Το μέρος εδώ είναι κλειστό. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει.

-Εγώ μπορώ. Έχω την ιστορία μου.

-Μου είπες ένα σωρό ψέματα!

-Δεν τα είπα σε σένα τα ψέματα, σε μένα τα είπα. Αν είχα συνεχώς στο μυαλό μου την αλήθεια δεν θα μπορούσα καθόλου να λειτουργήσω έτσι, ποτέ δεν θα έκανα ό,τι έκανα μαζί σου.

-Ίσως να γίνεις καλή συγγραφέας τελικά είπε ο άντρας. Μια τέτοια εξήγηση δεν την περίμενα.

-Δεν ζεις στην Ελβετία, έτσι δεν είναι;

Η γυναίκα δεν απάντησε αμέσως.

-Ζούσα κάποτε εκεί, είπε στο τέλος. Τώρα ζω εδώ. Πάει περίπου ένας χρόνος.

-Ούτε και είσαι παντρεμένη!

-Ήμουν κάποτε!

-Γιατί …δεν ήρθες ξανά;

-Γιατί αυτό το κεφάλαιο τελείωσε. Γράφω ένα βιβλίο, θυμάσαι που σου το είχα πει;

-Είναι αλήθεια αυτό τουλάχιστον;

-Η μοναδική μου!

-Και λοιπόν; Τι σχέση έχει αυτό;

– Η ηρωίδα μου βρίσκεται σε άλλη φάση τώρα. Έχει γνωρίσει τον άντρα της ζωής της, δεν μπορεί να πηγαίνει πια με αγνώστους.

Μετάνιωσε μόλις το είπε αυτό. Είχε μια δόση κακίας που δεν της άρεσε.

-Έτσι λοιπόν…

-Έτσι.

Περπάτησαν για λίγο αμίλητοι στην προκυμαία, διακόσια μέτρα δρόμος όλα κι όλα.

Οι άνθρωποι των καφενείων- μια φυλή τόσο παλιά όσο και ο κόσμος, που μάλλον ήρθαν αμέσως μετά τους ανθρώπους των σπηλαίων σαν φυσική εξέλιξη του είδους- τους κοίταζαν διερευνητικά. Με μια ηδονική χαρά να κρέμεται στα παχιά μουστάκια τους. Επιτέλους κάτι συνταρακτικό, εκτυλισσόταν εκεί μπροστά στα μάτια του. Ένα παράνομο ειδύλλιο ίσως; Μια ολοζώντανη σαπουνόπερα.

-Κοίτα, είπε τέλος εκείνος. Το τηλέφωνό μου το έχεις. Θέλω πολύ να σε ξαναδώ.

-Δεν ξέρω…

-Θα έρθεις, έτσι δεν είναι; Θα πάμε με τη βάρκα στο νησί και θα σου παίξω το αγαπημένο σου τραγούδι. Ποιο είναι το αγαπημένο σου τραγούδι;

-Δεν ξέρω, δεν μπορώ να σου υπόσχομαι…

-Θα έρθεις! Πρέπει να έρθεις!

Είχαν μια δόση αγωνίας οι απαιτήσεις του που τη φόβισαν.

-Εντάξει, είπε στο τέλος σαν κάπως κουρασμένη. Θα έρθω.

-Αλήθεια μου λες;

-Αλήθεια!

 

* Η Χαρά Νικολακοπούλου  είναι φιλόλογος και έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Δημιουργική Γραφή, από το Πανεπιστήμιο Δυτ. Μακεδονίας.Έχει εργαστεί ως κειμενογράφος σε διαφημιστικές εταιρίες.Ζει στην Καλαμάτα και εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top