Fractal

Ο Γρηγόρης Χαλιακόπουλος στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

Πορτρέτο. Ο συγγραφέας μπροστά στη βιβλιοθήκη του και στα βιβλία των άλλων.

 

“Ο κουρσάρος της Πρώτης”, εκδ. Καλειδοσκόπιο, 2015, σελ. 128

 

Ενθυμούμαι έναν φίλο ποιητή, με αναρχική συνείδηση τον αείμνηστο δισέγγονο  του Μιαούλη του Πυρπολητή, Θανάση Μιαούλη – Άνθιμο. Μου έλεγε όταν συναντιόμασταν στο Γηροκομείο του Μοσχάτου, όπου εκεί πήγε με δική του βούληση εγκαταλείποντας την οικογενειακή του εστία για να προετοιμάσει το θάνατό του,  τα εξής: «Γρηγόρη να το γνωρίζεις, πως ο πλούτος φθείρει συνειδήσεις, η έλλειψή του διαμορφώνει συνειδήσεις».

Λίγο καιρό πριν είχε τυφλωθεί, γι  αυτό και κάθε του φράση, μου δημιουργούσε την εντύπωση πως προερχόταν από έναν σύγχρονο Τειρεσία. Αυτά τα λόγια του, επισκέφθηκαν το μυαλό μου, όταν προσκλήθηκα για δεύτερη συνεχή χρονιά στον Πύργο της Ηλείας, εκ μέρους του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Νέων. Μαζί με άλλους δύο συγγραφείς επισκεφθήκαμε σχολεία για να έρθουμε σε επαφή με μαθητές, στα πλαίσια μιας από τις πολλές δραστηριότητες των ανθρώπων του Φεστιβάλ. Προσωπικά είχα ζητήσει να επισκεφθώ ει δυνατόν δημοτικά, όπου μαθήτευαν κατ΄ αποκλειστικότητα παιδιά Ρομά.

koursaros_tis_protisΚαι όταν η έκκλησή μου εισακούσθηκε και στη συνέχεια πραγματώθηκε, ένιωσα μία από τις σπουδαιότερες συγκινήσεις, σε σχέση με τη συγγραφική μου ενασχόληση. Η ματαιοδοξία του ανθρώπου να κινείται γύρω από την έννοια του υλικού πλούτου, κατανικήθηκε, από τα πλούσια χαμόγελα των φτωχών Ρομά, που με δίδαξαν τη σημαίνει να έχεις την ελευθερία στο «αίμα σου». Η μνήμη μου, υποδαύλισε τα πιο δυνατά παιδικά ενσταντανέ του παρελθόντος,  επτάχρονος περίπου τότε,  που μια «Γύφτισα» με το παιδί της, όπως αποκαλούνταν στα μέρη μας εκείνη την εποχή οι Τσιγγάνοι, καθιερωμένοι πλέον ως Ρομά, χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μας, στα Φιλιατρά όπου μεγάλωσα, για να ζητήσει λίγο ψωμί. Η μητέρα μου δεν την άκουσε, η γυναίκα που ζητιάνευε έφυγε και όταν της το ανέφερα, μου είπε: «Τρέξε παιδί μου, γρήγορα και φώναξε την κυρία». Υπάκουσα και προσφωνώντας την, «Κυρία ελάτε σπίτι μας»,  λίγη ώρα μετά, τρώγαμε στο ίδιο τραπέζι φακές με σαρδέλες, η Ρομά με το παιδί της, η μητέρα μου, η αδελφή μου κι εγώ. Αυτό υπήρξε το πρώτο αντιρατσιστικό μάθημα της ζωής μου που συνέτεινε και στον σεβασμό μου στην διαφορετικότητα.

Όταν λοιπόν διασταυρώθηκε το βλέμμα μου, με των μικρών Ρομά, σ΄ ένα σχολείο της Αμαλιάδας  κι ένας μικρός μαθητής της Πέμπτης Δημοτικού μου είπε ωμά: «τώρα φύγε από την τάξη θέλω να παίξω μπάλα στο προαύλιο» αντί να αισθανθώ προσβλητικά ένιωσα μια τρυφερότητα γι  αυτόν τον πιτσιρικά με την αυθόρμητη και ειλικρινή έκφραση της επιθυμίας του, γι αυτό και του υποσχέθηκα πως «θα φύγω αφού μιλήσω λίγο ακόμα στους υπόλοιπους συμμαθητές σου που μου λένε να μείνω». Εκείνη τη στιγμή μια συμμαθήτριά του, έβγαλε ένα πλεχτό βραχιολάκι απ΄ τον καρπό της και μου είπε όλο γλυκύτητα: «Θα δεχθείτε το δώρο μου;». Το πήρα και το φόρεσα στο χέρι μου με ξεχωριστή υπερηφάνεια!

Η ώρα πέρασε και μόλις οριστικοποίησα το τέλος της συζήτησης, ο «ζόρικος» μαθητής,  μου ζήτησε με την ίδια ντομπροσύνη: «Άλλαξα γνώμη, μου αρέσεις και θέλω να μείνεις». Ένιωσα σαν να κέρδισα το σπουδαιότερο δώρο της ζωής!  Επικοινωνούσα πλέον με τον μαθητή και επόμενο ήταν να μείνω στην τάξη του παραπάνω και να φωτογραφηθούμε στο τέλος με χαμόγελο όλοι μαζί.

Η επόμενη εμπειρία μου ήταν στον Πύργο σε ένα καταυλισμό επίσης Ρομά, όπου διαπίστωσα μπαίνοντας στο σχολείο, πως η πόρτα του δημοτικού ήταν ανοιχτή διάπλατα.

Ρώτησα τους δασκάλους που διδάσκουν εκεί, περίπου 15 χρόνια με συνειδητή επιλογή τους, «γιατί η είσοδος είναι ελεύθερη ενώ έχετε μικρά παιδιά» και μου έδωσαν μια απάντηση που με αφόπλισε: «Όταν την κλείνουμε, τα παιδιά πηδούν τα κάγκελα και φεύγουν. Με ανοιχτή την πόρτα δεν φεύγει κανένα. Αισθάνονται ελεύθερα». Ιδιαίτερα σ΄ αυτά τα δύο σχολεία, αισθάνθηκα να περνά η παιδική μου ζωή σαν ταινία από μπροστά μου. Θυμήθηκα τους «Γύφτους» που διάβαιναν το καντούνι μας και ρωτούσαν, αν θέλουμε να μας φτιάξουν καμιά ψάθινη καρέκλα ή να τροχίσουν τα μαχαιροπήρουνα και άλλα πολλά.  Και από πίσω τους έτρεχαν τα παιδιά τους, σαν διαβολάκια με ένα αίσθημα ελευθερίας, ξυπόλητα, μέσα στις σκόνες, να κυνηγά το ένα το άλλο ή να ζητούν μια φέτα ψωμί.

Έτσι λάτρεψα από μικρός κάθε τι διαφορετικό και αντισυμβατικό.

Μέσα στις αγάπες μου ήταν και οι πειρατές όπως και οι κουρσάροι. Κοιτούσα το Ιόνιο Πέλαγος στην ακροθαλασσιά του Λιμεναριού και φανταζόμουνα ότι απ΄ τα βάθη του ξεφυτρώνουν γαλέρες με σημαίες πειρατικές και κοκκινογένηδες με γάντζους. Το 2013 ξεκίνησα το δικό μου ταξίδι ανά την Ελλάδα, συνομιλώντας με μαθητές, για το βιβλίο «Το ταξίδι του Φερεϋντούν» γνωρίζοντάς τους, τον Πέρση ποιητή και φίλο μου, Φερεϋντούν Φαριάντ Ραχαμί.  Ήρθα σε επαφή με πάνω από 20.000 μαθητές, με κύριο άξονα συζήτησης, την διαφορετικότητα, που πραγματευόταν το παραμύθι αυτό. Σήμερα όμως μοιράζομαι μαζί σας ένα άλλο έργο, το διήγημα για παιδιά και νέους «Ο Κουρσάρος της Πρώτης». Ένα ταξίδι που το πραγματοποιώ μαζί με τον Μπαρμπαρόσα, τον κουρσάρο που άλωσε και λεηλάτησε κάποτε όλη την Μεσόγειο. Όμως δεν είμαι μόνος μου. Με συντροφεύουν ο Τηλέμαχος και η Ελένη. Δυο παιδιά διαφορετικών οικογενειών με ταξικές αντιθέσεις, όπου η αλληλεγγύη μεταξύ τους σπάει τον διαχωριστικό φράχτη και συνεννοούνται  για μια δραπέτευση προς την ελευθερία μέσα από ένα ταξίδι αυτογνωσίας.

Στόχος τους να ξεπεράσουν τα φοβικά τους σύνδρομα και να υλοποιήσουν μια κοινή τους επιθυμία: Να επιστρέψουν με την κατάκτηση της αυτοβεβαίωσης και της αυτοπεποίθησης.

Το αλλοπαρμένο για ταξίδια μυαλό του αγοριού, βρίσκει τη δοκιμασία που οδηγεί στην αυτοεκτίμηση, με το να κατακτήσει ένα χειμωνιάτικο βράδυ την ερημική νήσο Πρώτη, που το σχήμα της μοιάζει σαν Κροκόδειλος που επιπλέει στη θάλασσα. Ακίνητο το ερπετό, εδώ και αιώνες, προστατεύει με την θωριά του το παραθαλάσσιο χωριό Μαραθόπολη στην Τριφυλία. Παραδίπλα σε μια ακρογιαλιά, γνωστή ως του Λαγκουβάρδου, το κορίτσι που κοκκινίζει πάντα όταν του μιλάνε, ξεπερνά την ντροπή του καθώς παλεύει με τους φόβους του ολομόναχο τη νύχτα, ενώ ο Τηλέμαχος δοκιμάζεται με την ιστιοσανίδα του να κατακτήσει την Πρώτη. Το ερημικό νησί που αποτελούσε το καταφύγιο του τρομερού Μπαρμπαρόσα.

Κι όταν ο  κουρσάρος συναντηθεί με τον Τηλέμαχο, ο ένας επάνω στην ιστιοσανίδα του και ο άλλος επάνω στη γαλέρα του,  η ματιά και των δυο, θα αποτυπώσει τον θαυμασμό του ενός προς τον άλλον.

 

[Απόσπασμα από το βιβλίο]

«Ο φόβος βοηθάει τους ανθρώπους να σώζονται απ΄ τους κινδύνους, είναι το πιο υγιές συναίσθημα. Κάποιες φορές όμως, χρειάζεται και να ρισκάρουμε». «Πότε;» «Όταν πρέπει να λυτρωθούμε από κάτι που μας βασανίζει». «Και πώς τον ξεπερνάμε αυτόν τον φόβο;» «Περνώντας από μέσα του». «Για να κερδίσουμε τι;» «Αυτοεκτίμηση!» «Κι αν αρνηθώ;» «Δικαίωμά σου, αλλά έτσι δεν θ’ αγαπήσεις τον εαυτό σου»

 

Το μεγάλο μυστικό όμως είναι θαμμένο στη Πρώτη, στο νησί των πειρατών και σκέπτομαι εδώ να σταματήσω την περιγραφή, για να μπορώ να συνεχίσω την υπόλοιπη, στα σχολεία με τις χαμογελαστές φάτσες των παιδιών.

Όμως για όλους εσάς, που αφιερώσατε τον χρόνο σας για να φθάσετε σ αυτές τις γραμμές, εκτός από ένα μεγάλο ευχαριστώ, θα ήθελα να σας αφιερώσω και το πρώτο ποίημα της ζωής μου, που έγραψα στα εφηβικά μου χρόνια, μιας και η κοινωνική και πολιτισμική κρίση, πρωτίστως, και μετά η οικονομική, μας γυρίζουν ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν.

Σ΄ εκείνο το μακρινό χθες, τότε, που οι ρυτίδες ήταν ένας άγνωστος επισκέπτης στο μέτωπό μας. Με την άδειά σας, σας το αφιερώνω…

 

ΩΣΤΟΣΟ

Ωστόσο, είναι όμορφο να βλέπεις

μέσα από τα δακρυσμένα παράθυρα της κάμαράς σου

την απλότητα και ξεγνοιασιά

ενός αφράτου λεμονιού που μεγαλώνει…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top