Fractal

Μια οπτασία που κανείς δεν θα συλλέξει

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

«Η Εφεύρεση του Μορέλ» του Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, Μετάφραση από τα ισπανικά: Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδ. «Πατάκη».

 

b113409“Για έναν κυνηγημένο, για σας, μόνο ένας μέρος στον κόσμο υπάρχει, μα δε ζει κανείς εκεί. Είναι ένα νησί. Γύρω στο 1924, κάποιοι λευκοί έχτισαν εκεί ένα μουσείο, ένα παρεκκλήσι και μια πισίνα. Τα έργα αποπερατώθηκαν και εγκαταλείφθηκαν»…

Υπάρχει, όμως, ένα «έργο» που δεν αποπερατώθηκε και δεν είναι εγκαταλείφθηκε ποτέ. Διότι «Η εφεύρεση του Μορέλ» επιζεί των πάντων’ εις το διηνεκές μπορεί να προβάλλεται. Και όσον αφορά την εικονική πραγματικότητα ως εύρημα, αλλά και το διαχρονικό του θέματος και της αξίας του ομώνυμου βιβλίου.

Το υπογράφει ο Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, επιστήθιος φίλος του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο οποίος υπογράφει και τον πρόλογο. Γράφτηκε το 1940 και, παρότι μπορεί να διαβαστεί σαν ένα συναρπαστικό θρίλερ, αντιμετωπίστηκε περίπου ως προφητεία ή χρησμός, διότι αναφερόταν «με δραματική διορατικότητα στη σημερινή κυριαρχία του οπτικοακουστικού, στην υποταγή των ιδεών στην παντοδυναμία της εικόνας».

Το βιβλίο επανακυκλοφόρησε φέτος απ’ τις εκδόσεις «Πατάκη», από τις ίδιες εκδόσεις έχει ήδη κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά του Κασάρες «Σχέδιο Διαφυγής».

Στην «Εφεύρεση του Μορέλ» ο ήρωας είναι ένας δραπέτης, ένας κυνηγημένος. Το πού έχει φταίξει ή το γιατί τον κυνηγούν, δεν θα το μάθουμε ποτέ, εξάλλου δεν είναι αυτό το θέμα. Ενας άνδρας διωκόμενος για να γλιτώσει απ’ τους διώκτες του, μπορεί να καταφύγει παντού, ακόμα και στο νησί του… διαβόλου. Σε εκείνο τον έρημο τόπο όπου κανείς δεν τολμά να πλησιάσει παρά μόνον αυτός, διότι παραμονεύει εκεί η εστία μιας αρρώστιας μυστηριώδους, που σε «σκοτώνει απ’ έξω προς τα μέσα», «πέφτουν τα νύχια, πέφτουν τα μαλλιά, νεκρώνονται το δέρμα και οι χιτώνες των ματιών», το σώμα ζει οκτώ, δεκαπέντε μέρες!

Εκείνου όμως «η ζωή ήταν τόσο αφόρητη» που αποφασίζει να πάει.

Αλλά θα τον περιμένει μια μεγάλη έκπληξη εκεί. Διότι και πολλοί άνθρωποι έχουν επίσης, αποφασίσει κι έχουν πάει. Βρίσκονται κι άλλοι πολλοί σ’ αυτό το καταραμένο νησί. Και μέσα σ’ όλους αυτούς και μια γυναίκα, η Φοσίν. «Φορά στο κεφάλι μια παρδαλή μαντίλα’ έχει τα χέρια της πλεγμένα γύρω από το ένα γόνατο’ το δέρμα της το ‘χουν χρυσώσει ήλιοι πριν τη γέννησή της’ απ’ τα μάτια της, τα μαύρα της μαλλιά, το μπούστο της, μοιάζει με κάτι τσιγγάνες ή Σπανιόλες σε ζωγραφιές της κακιάς ώρας». Ετσι τώρα πια «Κάθε απόγευμα, μια γυναίκα κάθεται στα βράχια και κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα». Λίγο πιο κει μαγεμένος θα κάθεται κι αυτός.

Το παράδοξον του όλου θέματος θα αρχίσει να διαφαίνεται από τη στιγμή που θα αποφασίσει να εκδηλώσει τον έρωτά του προς αυτή. Η γυναίκα μοιάζει να μην τον… βλέπει. Αλλά ούτε κι ο αντίζηλός του, ούτε και άλλος κανείς!

Μέχρι να βγάλει άκρη, έβαλε με το νου του πολλά: ότι άρπαξε πια την περιβόητη αρρώστια και έχει παραισθήσεις. Πως ο νοσηρός αέρας και η κακή διατροφή τον έχουν κάνει αόρατο. Ότι είναι όντα άλλης φύσεως, άλλου πλανήτη. Πως όλα αυτά είναι όνειρο μέσα σε όνειρο. Ότι οι παρείσακτοι είναι «μια παρέα νεκροί φίλοι” και το νησί, το καθαρτήριο ή ο παράδεισός τους…

Μέχρι που πια μαθαίνει είναι ένα… πείραμα μονάχα όλα αυτά! Τα αποτελέσματα της εφεύρεσης του Μορέλ και η Φοσίν του μόνον μια εικόνα!

Αλλά ερωτευόμαστε ενίοτε και ένα φάντασμα. Ή μάλλον, όποτε ερωτευόμαστε, έτσι ή αλλιώς, μονάχα το φάντασμα του άλλου ερωτευόμαστε.

Κι όμως αυτός ο κυνηγημένος άντρας αγαπά με πάθος μια Φονσίν ή οποία μπορεί να έχει ήδη πεθάνει, γνωρίζει καλά «πως δεν υπάρχει άλλη Φονσίν παρά μόνον αυτή η εικόνα» για την οποία αυτός δεν υπάρχει!

Ο μόνος τρόπος προσέγγισης θα είναι η μηχανή του Μορέλ. Αυτή η απίθανη εφεύρεση που εξασφαλίζει την εικόνα σου εις το διηνεκές εξαφανίζοντας εσένα.

Για να βρεθεί με την Φονσίν «σε μια οπτασία που κανείς δεν θα συλλέξει», θα δώσει τα πάντα, και την πραγματικότητά του ακόμα. Διότι «η χαρά του να κοιτάζει την Φοστίν> όπως θα πει «θα είναι το μέσον στο οποίο θα ζήσει την αιωνιότητά του».

Ένα μικρό αριστουργηματικό βιβλίο που είναι, εντέλει, πολλά: ένας μελλοντικός εφιάλτης, ένα επιστημονικό και υπαρξιακό θρίλερ, ένα μακάβριο, μαγευτικό, αλληγορικό παραμύθι, μια ιστορία αγάπης παράδοξης, η εικασία μιας φρικτής υπόνοιας, ότι όλα μπορεί να είναι όνειρο μέσα σε όνειρο ή το όνειρο Κάποιου.

Το αμετάβλητο της περίπτωσης, η ανατριχιαστική παντοδυναμία της εικόνας: πάνω από την πραγματικότητα και πέρα από την ύπαρξη.

Κι όλα αυτά, με ανάσες και λέξεις μετρημένες, καλοκαρφωμένες, καθοριστικές. Και μια πλοκή που σε εντάσσει στην εφεύρεση, θέλεις δεν θέλεις.

 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:

16276Ο Αργεντινός συγγραφέας Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες (1914- 1999) γεννήθηκε και πέθανε στο Μπουένος Άιρες. Εγραψε τα μυθιστορήματα:«Η εφεύρεση του Μορέλ» (1940),«Σχέδιο διαφυγής» (1954), Εκδ. Πατάκη, σε μετάφρ. Παύλου Μάτεσι).«Το όνειρο των ηρώων» (1954) κ.α. και τα διηγήματα «Η ουράνια πλεκτάνη» (1948),«Θαυμαστή ιστορία» (1956),«Ο ήρωας των γυναικών» (1978),«Βίαιες ιστορίες» (1986) κ.α. Με το στενό του φίλο Χόρχε Λουίς Μπόρχες συνυπέγραψαν – είτε με τα πραγματικά τους ονόματα είτε με πομπώδη ψευδώνυμα, προιόντα παιγνιωδών συνδυασμών προγονικών τους επωνύμων (Ονόριο Μπούστος Ντομέκ, Μπ. Σουάρες Λιντς)- σενάρια, ανθολογίες, αστυνομικές ιστορίες και σπαρταριστές σάτιρες του μοντερνισμού. Δυο χρόνια μετά το θάνατο της αγαπημένης του συντρόφου, της Αργεντινής συγγραφέα Σιλβίνα Οκάμπο, κυκλοφόρησε η πολύχρονη αλληλογραφία τους, ένα εντυπωσιακό «φρέσκο» του πνευματικού Μπουένος Άιρες (Ταξιδεύοντας, 1996).Ο Κασάρες τιμήθηκε το 1975 με το Ανώτατο Βραβείο της Εταιρείας Αργεντινών Συγγραφέων (SADE), το 1981 με το παράσημο της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής και το 1991 με το Βραβείο Μιγκέλ ντε Θερβάντες.

________________________________________

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top