Fractal

Η Μαίρη Χένρι των πνευμάτων

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη //

 

ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
(CARNIVAL OF SOULS, 1962)

Σενάριο: Τζον Κλίφορντ & Χερκ Χάρβεϊ

Σκηνοθεσία: Χερκ Χάρβεϊ

 

 

Μια φιλική κόντρα με αυτοκίνητα παρασύρει τη νεαρή δεξιοτέχνη μουσικό Μαίρη Χένρι (Κάντις Χίλιγκος) και την παρέα της σε μια μισοχτισμένη γέφυρα, καταλήγοντας σε τραγικό ατύχημα: το αμάξι τους πέφτει στο νερό και οι κοπέλες σκοτώνονται ακαριαία – εκτός από τη Μαίρη, η οποία ως εκ θαύματος βγαίνει ζωντανή. Ενώ πασχίζει να ξεπεράσει το σοκ και να ενταχθεί ξανά στην καθημερινότητα, μετακομίζοντας σε μια μικρή κωμόπολη και πιάνοντας δουλειά ως οργανίστρια στην εκκλησία της ενορίας, αρχίζουν να της συμβαίνουν παράδοξα και ανεξήγητα πράγματα: από μια αιφνίδια αδυναμία να επικοινωνήσει με τους άλλους και μια ερωτική ψυχρότητα που ανησυχεί ακόμα και την ίδια, αναγκάζοντάς την να ζητήσει ιατρική συμβουλή, ως τη σοκαριστική “ανυπακοή” των κουμπιών του ραδιοφώνου ή των πλήκτρων του εκκλησιαστικού οργάνου και τις αλλόκοτες μορφές που εμφανίζονται μπροστά της απ’ το πουθενά ενώ οδηγεί μέσα στη νύχτα, προσελκύοντάς την επίμονα σε ένα απόμερο, εγκαταλελειμμένο λούνα παρκ. Αποφασισμένη να λύσει το αίνιγμα που της στοίχειωσε άξαφνα τη ζωή, η Μαίρη θα βρεθεί μπροστά σε μια τρομακτική, όσο και αδιανόητη αποκάλυψη…

 

 

Ένα μικρό ασπρόμαυρο διαμάντι, αφανής ακρογωνιαίος λίθος και αστείρευτη (αν και συχνότατα – και βολικά – αποσιωπούμενη) πηγή έμπνευσης για τον σύγχρονο κινηματογράφο: μια ακόμα απόδειξη ότι για να φτιάξει κανείς ένα αριστούργημα αρκεί μια έξυπνη ιδέα, μια γερή δόση δημιουργικής “τρέλας” και τα μόλις και μετά βίας στοιχειώδη υλικά/οικονομικά μέσα. Όποιος έχει δει, για παράδειγμα, την Αποστροφή (1965) του Πολάνσκι ή τα γυρισμένα την ίδια χρονιά Αλίκη, η Τελευταία Φυγή του Σαμπρόλ και Suspiria του Αρτζέντο (1977), το Αποκάλυψη Τώρα (1979) του Κόπολα και τη Λάμψη (1980) του Κιούμπρικ ή το Ξύπνημα στον Εφιάλτη (1990) του Άντριαν Λάιν, το Μια Απλή Διατύπωση (1994) του Τορνατόρε, τη Χαμένη Λεωφόρο (1997) του Λιντς (ο οποίος, προς τιμήν του, αναφέρει το Σημάδι της Αμαρτίας ως μια απ’ τις ταινίες που επέδρασαν καταλυτικά στο κινηματογραφικό του ύφος – επιπλέον, το μακιγιάζ του Ρόμπερτ Μπλέικ στο συγκεκριμένο φιλμ είναι οφθαλμοφανώς “κλεμμένο” από την αινιγματική φιγούρα που ενσαρκώνει στο Σημάδι της Αμαρτίας ο ίδιος ο σκηνοθέτης Χερκ Χάρβεϊ), την Έκτη Αίσθηση (1999) του Σιάμαλαν, το σουηδικό The Invisible (2002) των Γιόελ Μπέργκβαλ & Σιμόν Σάντκβιστ, τη Στροφή προς την Κόλαση (2003) των Αντρέα & Κανεπά, το ακραίο Otto or Up with Dead People (2008) του αιρετικού Γερμανού Μπρους λα Μπρους, το περουβιανό κομψοτέχνημα Contracorriente (2009) του Χαβιέ Φουέντες-Λεόν ή τον τρυφερά σουρεαλιστικό Άγγελο του Πάθους (2010) του Μιτς Γκλέιζερ, μπορεί να διαπιστώσει σε ποιο βαθμό το “παραγκωνισμένο” αυτό φιλμ επηρέασε (αν όχι καθόρισε) τις τάσεις του διεθνούς σινεμά στις δεκαετίες που ακολούθησαν.

 

 

Το Σημάδι της Αμαρτίας στηρίζεται εξ ολοκλήρου στο ευφυές σεναριακό εύρημα που κατευθύνει την πλοκή του, παραπλανώντας επιδέξια τον θεατή και κρατώντας τον διαρκώς σε αμφιβολία για το πού οδεύουν τα πράγματα. Κάθε απόπειρα αναλυτικής προσέγγισης του υποδείγματος αυτού καλλιτεχνικής δεινότητας κινδυνεύει να το αδικήσει και να προδώσει την ανατροπή του φινάλε του (που η εταιρία διανομής φρόντισε, ωστόσο, να το “κάψει”, σχεδόν αποκαλύπτοντάς το σε μερικές εκδόσεις της αφίσας). Στην κυριολεξία απ’ το τίποτα, δουλεύοντας αποκλειστικά με το φως, τις σκιές και το απίστευτα εκφραστικό πρόσωπο της Κάντις Χίλιγκος (Naked City, The Curse of the Living Corpse), ο ντοκιμαντερίστας και σκηνοθέτης εκπαιδευτικών φιλμ μικρού μήκους Χερκ Χάρβεϊ πλάθει ένα σύμπαν με την ύλη των ονείρων – στο σύνορο ουρανού και γης, ορατών και αοράτων. Εικαστικά όσο και θεματολογικά τολμηρό για την εποχή του, Το Σημάδι της Αμαρτίας φέρνει αμυδρά στο νου τον Ανδαλουσιανό Σκύλο των Μπουνιουέλ & Νταλί και το Νοσφεράτου του Μουρνάου, ξεδιπλώνοντας στην οθόνη τα μελαγχολικά τοπία του με την ποιητικά ομιχλώδη φωτογραφία του μόνιμου συνεργάτη του Χάρβεϊ (και συνυπεύθυνου για την αισθητική αρτιότητα και ιδιοτυπία των ταινιών του) Μορίς Πρέιδερ και τη στιβαρή μουσική επένδυση του Τζιν Μουρ (συνθέτη, μεταξύ άλλων, του σάουντρακ για το εμβληματικό ντοκιμαντέρ του Ρόμπερτ Όλτμαν Το Τελευταίο Μίλι).

 

 

Η ερμηνεία της Κάντις Χίλιγκος είναι ένα ολόκληρο κεφάλαιο από μόνη της – και ειλικρινά αναρωτιέται κανείς πώς μια τόσο εντυπωσιακή φυσιογνωμικά και υποκριτικά ηθοποιός δεν μπόρεσε (ή δεν έτυχε) να γνωρίσει ευρύτερη δημοσιότητα. Η αλλόκοτη ομορφιά της με τα έντονα, γωνιώδη χαρακτηριστικά και τα πελώρια αλαφιασμένα μάτια εκμαυλίζει και μονοπωλεί το φακό και το βλέμμα, γίνεται ένα με την ονειρική φωτοσκίαση των πλάνων. Είναι επίσης εμφανές ότι έχει πάρει προσωπικά όχι μόνο το ρόλο της μα και το ίδιο το φιλμ, προάγοντας την παρουσία της σε νευραλγικό σημείο αναφοράς του. Έγραψε μάλιστα και το σενάριο ενός σίκουελ για το Σημάδι της Αμαρτίας, που για ανεξιχνίαστους λόγους απορρίφθηκε από την εταιρία παραγωγής – αυτό όμως δεν εμπόδισε το γύρισμα ενός ομότιτλου ριμέικ το 1998, σε παραγωγή Γουές Κρέιβεν (στην Ελλάδα προβλήθηκε ως Ο Ναός του Τρόμου) από τους Άνταμ Γκρόσμαν (ο οποίος “μεταποίησε” και το σενάριο των Τζον Κλίφορντ & Χερκ Χάρβεϊ) και Ίαν Κέσνερ, γεμάτου αδιάφορες και ακατανόητες για τον υπόλοιπο κόσμο αμερικανικές εμμονές (όπως η χιλιοφορεμένη πια φοβία για τους κλόουν). Πάω ό,τι στοίχημα θέλει ο αξιότιμος κύριος Κρέιβεν πως το σίκουελ της Χίλιγκος θα ήταν και με κλειστά μάτια πιο αξιοπρεπές απ’ την απελπιστικά κλισεδιάρικη, προσβλητική για την αρχική ταινία (και τους θεατές) “πατάτα” στην οποία διέθεσε τα ωραία του τα λεφτά.

 

 

Το Σημάδι της Αμαρτίας (που έχει περάσει στο Public Domain, δηλαδή είναι πλέον “κοινό κτήμα” χωρίς πνευματικά δικαιώματα) κυκλοφόρησε σχετικά πρόσφατα σε ψηφιακά αποκατεστημένη και επιχρωματισμένη μορφή – η οποία όμως ψευτίζει και τελικά αναιρεί το μουντό, απύθμενα στοχαστικό κλίμα του πρωτότυπου ασπρόμαυρου φιλμ, που εντείνει την ανατριχιαστική δύναμη της αλληγορίας του και του υπαρξιακού προβληματισμού του: το συναίσθημα της σταδιακής αποξένωσης απ’ τον κόσμο που βιώνει η ηρωίδα υποβάλλεται από τους θαμπούς τόνους του γκρι, οι οποίοι σκουραίνουν όλο και περισσότερο περικλείοντάς την σε ανησυχητικά κυκλικά ή αψιδωτά σχήματα και τεθλασμένες ευθείες, ώσπου να τη βυθίσουν στο απόλυτο μαύρο. Οι νυχτερινές λήψεις του μυστηριώδους λούνα παρκ, στην πραγματική τοποθεσία του Σάλτερ Παβίλιον (ενός πρώην πάρκου αναψυχής στην πολιτεία της Γιούτα, το οποίο είχε εγκαταλειφθεί ύστερα από σειρά πυρκαγιών και καταστράφηκε ολοσχερώς από φωτιά το 1970, λίγα χρόνια μετά την περάτωση της ταινίας) είναι ασφυκτικά σκοτεινές, προϊδεάζοντας για τη μακάβρια ειρωνεία του φινάλε. Η επιχρωματισμένη εκδοχή είναι στην ουσία ένα διαφορετικό φιλμ, ενδιαφέρον ίσως από ιστορική/πραγματολογική άποψη αλλά δίχως να προσθέτει το παραμικρό σ’ ένα ήδη ολοκληρωμένο, αυθύπαρκτο έργο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top