Fractal

Ο Καμύ στην Ελλάδα

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

camus1

 

«Ξέρω το γιατρικό, θ’ αγναντεύω για πολύ ώρα τη θάλασσα»,

«Είναι ο τόπος των Θεών. Εκεί θα πάω να ζήσω, Άγγελε, στο νησί σου. Όμως στα δυτικά, στο γυμνό βράχο του γραφικού ψαράδικου χωριού. Ποιος ξέρει… ίσως για πάντα».

 

Η πρώτη φορά που ήρθε ο Καμύ στη χώρα μας ήταν τον Αύγουστο του 1939, ήταν 27 χρονών και σχεδίαζε να ταξιδέψει με μηχανότρατα παρέα με την τότε ερωμένη του Κριστιάν Γκαλιντό. Περισσότερα για το ταξίδι αυτό στην Ελλάδα δεν έχουμε, αφού ο Καμύ δεν συνήθιζε για τα προσωπικά του ζητήματα να μιλά. Στην Ελλάδα όμως ήρθε και ξαναήρθε. Κατά τον βιογράφο του Ολιβιέ Τοντ μετά από πρόσκληση του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας το 1955 και όταν ήταν πια 42 χρονών, ως κεντρικό πρόσωπο μιας ανταλλαγής απόψεων γύρω από «Το μέλλον του ευρωπαικού πολιτισμού», για να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τους Κωνσταντίνο Τσάτσο, Ευάγγελο Παπανούτσο, Φαίδωνα Βεγλερή, Γιώργο Θεοτοκά και Νίκο Χατζηκυριάκο- Γκίκα σε μια εκδήλωση στην οποία προέδρευε ο διανοούμενος ψυχίατρος Άγγελος Κατακουζηνός κι ό,τι μαθαίνουμε από το βιβλίο της γυναίκας του, Λητώς Κατακουζηνού μας έχει γίνει γνωστό. «Συντροφιά με τον Καμύ» ο τίτλος του, είχε κυκλοφορήσει από την εκδόσεις «Ερμείας» και ενδεχομένως μόνο σε παλαιοπωλεία υπάρχει πια. Από την συζήτησή του όμως εκείνη τη χρονιά έχουν αρκετά πράγματα διασωθεί, κι αυτό χάρη στο μαγνητόφωνο του Ανδρέα Εμπειρίκου:

«Υπάρχει μια Ευρώπη αστική, ατομικίστρια, εκείνη που σκέφτεται τα ψυγεία της, τα γαστρονομικά της εστιατόρια, που λέει «εγώ δεν ψηφίζω… εμείς δεν θέλουμε ρομαντισμό ούτε υπερβολές, δεν θέλουμε να ζήσουμε στα όρια ούτε να γνωρίσουμε τη διάσπαση», τον άκουσε να λέει στην Αθήνα στις 28 Απριλίου του 1955 το αθηναικό κοινό, υπογραμμίζοντας μάλιστα και την «αλληλεγγύη της οδύνης», «κι αυτή την αλληλεγγύη μπορούμε να την ξαναβρούμε κάθε στιγμή και όχι μόνο με το ένδυμα της οδύνης».  Η συζήτηση απομαγνητοφωνήθηκε, μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στην Ελλάδα για πρώτη φορά με τον τίτλο «Αλμπέρ Καμύ- Το μέλλον του ευρωπαικού πολιτισμού. Μια συζήτηση στην Αθήνα, 1955», σε πρόλογο και μετάφραση Τατιάνας Τσαλίκη – Μηλιώνη από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια».

Ο Άγγελος Κατακουζηνός που ανήκε κι αυτός στην «παρέα του Παρισιού» (είχε σπουδάσει Ιατρική στο Μομπελιέ, είχε εκλεγεί καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και είχε αποκτήσει πολλούς πελάτες ανάμεσά τους τον Φώκνερ και τον Ωνάση αποκτώντας διεθνή φήμη) ήταν εκείνος που τον φιλοξένησε στο περίφημο σπίτι των Κατακουζηνών στη λεωφόρο Αμαλίας 4, με θέα τον Εθνικό Κήπο και την Ακρόπολη όπου επίσης είχα την τύχη να ξεναγηθώ από την οικοδέσποινά του Λητώ Κατακουζηνού σε μια σειρά από συζητήσεις λίγο προτού «φύγει».

Σ΄ ένα σπίτι –μουσείο με τα ίχνη μεγάλων ζωγράφων και σπουδαίων εποχών, η Λητώ Κατακουζηνού είναι εκείνη που έχει καταγράψει για μας την αγάπη του Καμύ για την Ελλάδα, ατμοσφαιρικά και με κάθε λεπτομέρεια, πολύ προτού φύγει.

Στις σελίδες του, και το τελευταίο ταξίδι του στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1959, δυο χρόνια αφού είχε πάρει το Νόμπελ της Σουηδικής Ακαδημίας και έναν χρόνο προτού γνωρίσει μαζί με τον Γκαλιμάρ σε αυτοκινητιστικό ατύχημα «το πιο παράλογο θάνατο». Και στην επίσκεψή του ήταν μαζί του ο Μισέλ Γκαλιμάρ και ο ζωγράφος Μάριο Πράσινος, τον Καμύ τον είχαν συνεπάρει τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά τόσο που να δηλώσει στην Λέσβο στον Άγγελο Κατακουζηνό «Άγγελε, είναι ο τόπος των Θεών. Εκεί θα πάω να ζήσω, Άγγελε, στο νησί σου, ποιος ξέρει, ίσως και για πάντα».

 

camus2

 

Τις λεπτομέρειες, όπως τις έχει περιγράψει στο βιβλίο της η Λητώ Κατακουζηνού:

«Στο Σίγρι, το μικρό ψαράδικο χωριό στα δυτικά, στην άκρη της Λέσβου, θα πήγαινε την ερχόμενη άνοιξη. Εκεί θα τελείωνε ένα έργο του για το θέατρο. Το θέατρο, η μεγάλη του αδυναμία του. Ερχόταν, μας είπε, από το νησί. Είχε πάει με το πλεούμενο του φίλου του του Γκαλιμάρ, μαζί του θαρρώ κι ο ζωγράφος Πράσινος. Στη Μυτιλήνη, σε κάποια αδιαθεσία του κι ένα μικροατύχημα του φίλου του, οι κάτοικοι, δίχως να ξέρουν ποιοι ήτανε, τους περιποιήθηκαν τόσο πολύ, τους πρόσφεραν τόση ανθρώπινη ζεστασιά, που άγγιξαν βαθιά την ευαίσθητη καρδιά του.

«Αργότερα, όταν αράξαμε στο Σίγρι, μαγεύτηκα από τη γραφική λιτότητα του τοπίου, τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και το μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στο βυθό. Εδώ θέλω να ‘ρθω να ζήσω και να εργαστώ – είπα σε κάποια στιγμή, – να εκεί πάνω στη θάλασσα, σ’ αυτό το απόμερο σπιτάκι».

«Τι λέει ο ξένος» πετάχτηκε κάποιος από τους ανθρώπους που μας περιτριγύριζαν περίεργοι. Κι όταν ο φίλος μου του εξήγησε «Πάρ’ το, στο δίνω, είναι δικό σου. Έλα να κάτσεις όσο θες» μου το πρόσφερε καλόκαρδα ο νοικοκύρης του.

«Καταλαβαίνετε» μας έλεγε με έξαψη ο Καμύ «είναι ο τόπος των θεών, ό,τι ζητήσεις, στο δίνουν». Κι όλα τούτα την ώρα που σπούσανε τα τηλέφωνα στο σπίτι μας με τους δημοσιογράφους απ’ όλες τις εφημερίδες να μας ρωτάνε συνέχεια να πούμε εμείς πού βρισκόταν ο Camus. «Κάτι ακούστηκε, από κάπου πέρασε, κάποιος τον είδε ν’ αρμένιζε στο Αιγαίο ή να βρίσκεται στην Αθήνα; Εσείς είσαστε φίλοι του, δε γίνεται, κάτι θα ξέρετε». Εμείς βέβαια πολύ θα θέλαμε να ευχαριστήσομε τους δημοσιογράφους, αλλά έπρεπε να σεβαστούμε την επιθυμία του φίλου μας. Γι’ αυτό και τους είπαμε: «Δεν έχουμε ιδέα. Μόλις γυρίσαμε απ’ την Αμερική». Κι ήταν αλήθεια, μόνο που σα φτάσαμε στο σπίτι μας, λίγες ώρες πρωτύτερα, βρήκαμε το μήνυμα του Camus. Έτσι, κατεβάσαμε τα’ ακουστικά και συνεχίσαμε να πίνουμε ήσυχα το ποτό μας. Με ύφος συνωμοτικό, γιατί έπρεπε να κρατηθεί μυστικό, κάναμε σχέδια για την άνοιξη. Ίσως πηγαίναμε κι εμείς για λίγο στη Λέσβο να τον ανταμώσουμε. «Είναι πολύ ωραίο το νησί σου, Άγγελε, ωραίο και αρρενωπό», συνέχισε ο Καμύ.

«Ωστόσο οι ελαιώνες , καταπράσινοι λόφοι, καμπύλες τρυφερές, ασημοντυμένες οδαλίσκες να λικνίζονται στον Αιγαιοπελαγίτικο αγέρα, παντρεύονται αρμονικά με τα ψηλά αρρενωπά βουνά, που τις καμαρώνουν ξαπλωμένες νωχελικά στα πόδια του. Βουνά που αγναντεύουν πέρα κατά την Ανατολή, κληρονόμοι περήφανοι της ιωνικής φιλοσοφίας…

Κι όμως, φίλοι μου, η μεγάλη Ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τον Ντοστογιέφσκι κι ύστερα αγνοεί το τοπίο, γυρίζει την πλάτη στην αθάνατη ομορφιά της φύσης και περιορίζεται στους μεγάλους δρόμους της πολιτείας.

Αλλά πέρα από τη μεγάλη ιστορία φύση του νησιού, μ’ εντυπωσιάζουν και οι άνθρωποι που το κατοικούνε. Εκεί που θαρρείς πως είναι στεγνοί σαν τις αστυβιές και τις βαλανιδιές τους, ανακαλύπτεις μέσα τους ψυχικούς χυμούς, πολύτιμους, κρυμμένους θησαυρούς σαν τ’ ασήμια απ’ τις εληές τους.

Εκεί θα πάω να ζήσω, Άγγελε, στο νησί σου. Όμως στα δυτικά, στο γυμνό βράχο του γραφικού ψαράδικου χωριού. Ποιος ξέρει… ίσως για πάντα…»

Ο Καμύ συνεπαρμένος από την ιδέα έλεγε, έλεγε όπως καμιά φορά το συνήθιζε, σα να μονολογούσε. Κι ο κύκλος έκλεισε. Δαχτυλίδι πολύτιμο, αρραβώνας του Καμύ με την τωρινή μας Ελλάδα. Κι εμείς, χωμένοι στις πολυθρόνες μας, η ψυχή μας να εφραίνεται, ακούγαμε το παραμιλητό του φίλου μας, το πρόσωπό του να ξεχωρίζει στο σούρουπο, χλωμό κι απόκοσμο.

«Θα στέκω στην άκρη του γιαλού, ν’ αγναντεύω τη θάλασσα… τα κύματα του Αιγαίου να μου φέρνουν μηνύματα μακρινά, μηνύματα από την Tipassa, αρώματα της πατρίδας μου… Θα στέκω εκεί με τις ώρες, η αρμύρα να καίει τα μάτια μου, να μου στεγνώνει τα χείλη… Και θα αποχαιρετώ τον ήλιο στην κάθε δύση του, να συνηθίζω στο χωρισμό. Να μη φοβάμαι τον τελικό αποχωρισμό… το θάνατο… Να συλλογιέμαι… Τι όμορφος που είναι, τι μεγαλείο που έχει ο χωρισμός…

Κι άλλες φορές, μονάχος μες στη βαρκούλα μου, κάργα το πανί στον άγριο αγέρα, θ’ αρμενίζω σαν παλαβός στο μανιασμένο πέλαγο, κυνηγημένη, έρημη, χαμένη ψυχή. Κι ίσως σε κάποια απανεμιά, αποσταμένος πια, σα γέρνω στην κουπαστή να θωρώ της θάλασσας τα βάθη, ίσως και μου φανερωθούν εκείνες οι ψυχές, που είναι στα σπλάχνα της θαμμένες, για πάντα στην αιώνια σιωπή. Δάσος απολιθωμένο, που όπως όλοι λένε βρίσκεται εκεί στο βυθό, μα που εγώ δε στάθηκα τυχερός και δεν το είδα…» Δειλινό αξέχαστο, που δε θα σβήσει ποτέ από τη θύμησή μας. Τον Camus χαμένο στα οράματά του να ονειρεύεται τη ζωή του στο Σίγρι. Εκεί που ακούμπησε την καρδιά του. «Καρδιά μου, ποτέ πιστή…»

Ήταν η τελευταία φορά που ήρθε στο σπίτι μας. Ποτέ πια δεν ξαναγύρισε στην Ελλάδα», συνεχίζει η Λητώ Κατακουζηνού. Κι όλοι γνωρίζουμε πια πολύ καλά την αιτία.

Τον Ιανουάριο του 1960, θα πεθάνει ακαριαία σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Το αυτοκίνητο οδηγούσε ο εκδότης και φίλος του Michel Gallimard, με το πλεούμενο του οποίου είχε έρθει το 1959 στο Σίγρι….   «4 Ιανουαρίου 1960 . Στα 24 χιλιόμετρα έξω από το Σαν, στην εθνική οδό 5, μεταξύ Σαμπινύ-συρ-Υόν και Βιλνέβ-λα-Γκιγιάρ, το Facel- Vega παρεκκλίνει της πορείας του, φεύγει από το δρόμο, χτυπάει πάνω σ’ ένα πλάτανο, πέφτει πάνω σ’ ένα άλλο δέντρο, διαλύεται. – γράφει ο βιογράφος του Ολιβιέ Τοντ.- «Ο Μισέλ τραυματίζεται σοβαρά, η Ζανίν δεν παθαίνει τίποτε και η Αν. Ο σκύλος χάνεται. Ο Καμύ σκοτώθηκε επί τόπου. Σ’ ένα χωράφι βρέθηκε το ρολόι του ταμπλό, σταματημένο στις 2 παρά 5 το μεσημέρι. Ο Καμύ έλεγε συχνά στους φίλους του πως δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από το θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο ατύχημα».

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top