Fractal

Για τον Καμίλο Χοσέ Θέλα και για τον Πασκουάλ Ντουάρτε του

 Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

‘‘Η οικογένεια του Πασκουάλ Ντουάρτε’’ του Καμίλο Χοσέ Θέλα (Εκδόσεις Καστανιώτη. Μετάφραση: Ισμήνη Κανσή. 2010)

 

sx1

 

    Το πρώτο μυθιστόρημα του  Καμίλο Χοσέ Θέλα, ‘Η οικογένεια του Πασκουάλ Ντουάρτε’ (La familia de Pascual Duarte, 1942), είναι η προσωπική αφήγηση ενός αγρότη από  την  Εστρεμαδούρα, του Pascual Duarte, ένα κείμενο που γράφτηκε την ώρα που ο ίδιος περίμενε την εκτέλεσή του για ένα έγκλημα που διαπράχθηκε κατά το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου. Η Εστρεμαδούρα είναι μια από τις δεκαεπτά  αυτόνομες περιφέρειες της Ισπανίας, η οποία δυτικά συνορεύει με την Πορτογαλία. Οι αναφορές του Ντουάρτε   εκτείνονται σε εκείνο το μέρος της ζωής του που ξεκινάει από την παιδική ηλικία μέχρι και το φόνο της μητέρας του, με την ημερομηνία του εγκλήματος να δίνεται η 12η  Φεβρουαρίου του 1922.  Έτσι, παραμένουν δεκατέσσερα χρόνια της ζωής του για τα οποία δεν υπάρχουν καταγραμμένες αναφορές, εκτός από το γεγονός ότι ο Ντουάρτε επέστρεψε  στη φυλακή κάποια στιγμή στο  διάστημα μεταξύ 1922 και 1936, προφανώς για την πράξη της μητροκτονίας.

 

sx2

 

Ο Καμίλο Χοσέ Θέλα (1916 – 2002), γεννήθηκε στην Ίρια Φλάβια, στην  επαρχία της Λα Κορούνια. Στα εικοσιένα του χρόνια, εντάχθηκε στους Φρανκιστές και μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο επέστρεψε στη Μαδρίτη για να σπουδάσει νομικά. Έγραψε το μυθιστόρημα ‘La Familia de Pascual Duarte’, που δημοσιεύθηκε το 1942, σε ηλικία μόλις εικοσιέξι ετών, στο μοτίβο του οποίου προσομοιάζουν πολλά άλλα  μεταγενέστερα έργα του, με χαρακτηριστικό έναν  υπαρξιακό, ηθικά αμφιλεγόμενο πρωταγωνιστή, τον Πασκουάλ Ντουάρτε, ο οποίος δεν βρίσκει αξιοπιστία στην περιρρέουσα ηθική, και προβαίνει σε μια σειρά φόνων, για τους οποίους δεν νιώθει τίποτα. Αργότερα δημοσίευσε ποίηση, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και το γνωστότερο μυθιστόρημά του, μέσα στη  ζοφερή, μετεμφυλιακή Μαδρίτη, την ‘Κυψέλη’ (La colmena, 1953) το οποίο θεωρείται και το αριστούργημά του. Έχει τιμηθεί με βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1989, ενώ το 1978 βοήθησε στη σύνταξη του  Συντάγματος της   Ισπανίας. Πέθανε το 2002.

 

sx3

 

Ο Καμίλο Χοσέ Θέλα, έγραψε την ‘οικογένεια του Πασκουάλ Ντουάρτε’ κατά τη διάρκεια των  χρόνων της πείνας που ακολούθησε τον εμφύλιο πόλεμο του 1936-39, έχοντας εκτεθεί σε  πλούσια ποικιλία λογοτεχνικών επιρροών πριν από τον καταστροφικό πόλεμο. Αρκετά χαρακτηριστικά που απαντούν στο μικρό μυθιστόρημα, αποκαλύπτουν πολύπλευρα στοιχεία ρεαλισμού και νατουραλισμού, με  συνεχείς πειραματισμούς και σαφείς εξπρεσιονιστικές και σουρεαλιστικές συνδέσεις.

Το μυθιστόρημα ανοίγει με έναν ‘αντιγραφέα’ που περιγράφει μια επιστολή από έναν καταδικασμένο δολοφόνο, τον Πασκουάλ Ντουάρτε στον Χοακίν Μπαρέρα Λόπεθ, δικηγόρο και φίλο του τελευταίου θύματος του Ντουάρτε, δον Χεσούς Γκονζάλεθ ντε λα Ρίβα. Η επιστολή συνοδεύεται από ένα χειρόγραφο, γραμμένο από τον Πασκουάλ Ντουάρτε, το 1937, λίγο πριν από την εκτέλεσή του, περιγράφοντας τη ζωή του στη δεκαετία του 1920 και του 1930, τη βίαιη παιδική του ηλικία, το θάνατο του πατέρα του από τη λύσσα, την αδελφή του, Ροζάριο, η οποία εργάστηκε σε οίκους ανοχής, και ένα καθυστερημένο  ετεροθαλή αδελφό του, το Μάριο ο οποίος πέθανε από αμέλεια. Ο Ντουάρτε παντρεύεται μια κοπέλα του χωριού, τη Λόλα, αλλά η σχέση τους δεν θα επιβιώσει μετά από την αποβολή του πρώτου τους παιδιού και το θάνατο ενός δεύτερου.

Η εχθρότητα της μητέρας του και της Λόλα, είναι η αιτία να φύγει με πρόθεση να ταξιδέψει στην Αμερική, αλλά βρίσκοντας το ταξίδι πολύ ακριβό, θα επιστρέψει για να βρει τη Λόλα έγκυο από κάποιο χωριανό, τον Ελ Εστιράο, τον οποίο και σκοτώνει. Η Λόλα πεθαίνει επίσης, και όταν ο Ντουάρτε απελευθερώνεται από τη φυλακή χρόνια αργότερα, έρχεται στο σπίτι για να διαπιστώσει ότι η Ροζάριο έχει επιστρέψει στο πορνείο και ότι βρίσκεται μαζί με κάποιον άλλο. Ο Ντουάρτε γεμίζει με μίσος για τη μητέρα του και τη δολοφονεί. Η αφήγηση τελειώνει εδώ, και ο αντιγραφέας καταγράφει την αποτυχία του να βρει οποιοδήποτε άλλο  χειρόγραφο που θα μπορούσε να ολοκληρώσει την  ιστορία, ενώ την ίδια στιγμή δέχεται αντικρουόμενες αναφορές σχετικά με την εκτέλεση του Ντουάρτε για τη δολοφονία του δον Χεσούς Γκονζάλεθ ντε λα Ρίβα.

 

Το μυθιστόρημα αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, όπως ένα μυθιστόρημα μέσα σε ένα άλλο μυθιστόρημα, και μπορεί να χαρακτηριστεί ως αφήγηση τρίτου βαθμού  που βρίσκεται  ενσωματωμένη πρώτον στη διαθήκη του δικηγόρου, Χοακίν Μπαρέρα Λόπεθ και δευτερευόντως στην αφήγηση του ‘αντιγραφέα’ ή έστω εκείνου που βρήκε το χειρόγραφο.  Η ιστορία τελειώνει μετά την εκτέλεσή του, με αυτόπτες μάρτυρες έναν ιερέα των  φυλακών και έναν άντρα της Πολιτοφυλακής.  Η αφήγηση του Ντουάρτε, που γράφτηκε ως μια αναδρομή στο παρελθόν, είναι απίθανο να αντιπροσωπεύει τις απόψεις του συγγραφέα Θέλα, και άρα ο τελευταίος πρέπει να θεωρηθεί ως ‘αναξιόπιστος’ αφηγητής. Το άθλιο φόντο του Ντουάρτε που μαστίζεται κυριολεκτικά από τη βία, δεν έχει τίποτα κοινό με την ανατροφή του Θέλα στη Γαλικία. Η απαισιοδοξία του μυθιστορήματος μπορεί να σχετίζεται με εκείνη του Θέλα  αυτά τα χρόνια, τα οποία περιέγραψε αργότερα ως τα πικρότερα της ζωής του, ‘los más amargos de mi vida’. Ο  λεπτομερής ρεαλισμός του μυθιστορήματος του  Καμίλο Χοσέ Θέλα, ‘Η οικογένεια του Πασκουάλ Ντουάρτε’ γεγονός που επιβεβαιώνεται από τη διακόσμηση της κουζίνας του Ντουάρτε, είναι μέρος μιας μακράς παράδοσης της ισπανικής λογοτεχνίας.

 

sx4

 

Επιπλέον, όμως, υπάρχουν και απωθητικές φυσιολατρικές λεπτομέρειες, όπως η περιγραφή του στόματος της μητέρας του Ντουάρτε, το οικογενειακό γεύμα των χελιών από ένα ανοιχτό υπόνομο, και τόσα άλλα. Περισσότερο εφιαλτικό εξακολουθεί, ωστόσο, να είναι το επεισόδιο με τον πιστό σκύλο του, ‘η ματιά της οποίας έκανε  το αίμα στις φλέβες μου να ανάψει, κι ήξερα πως είχε έρθει η στιγμή  να υπακούσω σε αυτό το κάτι μέσα μου. Έκανε ζέστη, μια αποπνικτική ζέστη και τα μάτια μου είχαν υπνωτιστεί από τη ματιά του ζώου…’, ή ακόμα ο μακάβριος πνιγμός του καθυστερημένου αδελφού του, Μάριο, σε ένα κιούπι ελαιολάδου, όπου ‘είχε πέσει ανάποδα σαν κουκουβάγια που την παρασέρνει ο αέρας και με τη μύτη κολλημένη στον πάτο…’, και βέβαια κατά τη διάρκεια του θανατηφόρου αγώνα του με τη μητέρα του, όταν, ‘… σε μια στιγμή κατάφερε να μου δαγκώσει το στήθος… την αριστερή μου ρώγα…  και μου την ξερίζωσε με το στόμα της και τότε κατάφερα να της μπήξω το μαχαίρι στο λαιμό…’.

Το κείμενο είναι σαφώς έντονα υποκειμενικό, αλλά χωρίς κάποιο επιστημονικό στυλ που να θυμίζει άλλους.  Αν και τα διακριτικά φυσικά χαρακτηριστικά των γονέων του Ντουάρτε μας δίνονται στην περιγραφή, δεν ξέρουμε πως έμοιαζε ο ίδιος, και αν και έχει επαφή με την εξωτερική πραγματικότητα, λίγα στοιχεία μας δίνει ο συγγραφέας από τον   εσωτερικό του κόσμο, ενώ είναι έντονα φειδωλός για  το κίνητρο και την εμμονή του να σκοτώνει. Οι σχέσεις του δεν είναι περιστασιακές ή βιολογικές, όπως στην φυσιολατρική αφήγηση, αφού έχει γνήσια αγάπη για την αδερφή του Ροζάριο, και για την πρώτη σύζυγό του, τη Λόλα.  Πιο φυσιολογικός και περισσότερο αιχμηρός, όμως, είναι ο προσδιορισμός του χρόνου και του χώρου των γεγονότων. Η κληρονομική αιτιοκρατία ή ντετερμινισμός, ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του νατουραλισμού, εκφράζεται θριαμβευτικά όταν ο Ντουάρτε θρηνεί ότι είναι πάρα   πολύ κακό το γεγονός ότι η ζωή τού έμαθε  τόσα  πολλά, ώστε να αδυνατεί να αντισταθεί το ένστικτο, δείχνοντας έτσι μια βαθιά ριζωμένη δυσκολία στον έλεγχο των  παρορμήσεων. Ο ίδιος επαναλαμβάνει αυτή την ομολογία όταν αναφέρεται στη βιαιότητα και στα κληρονομικά ελαττώματα των γονέων του. Στο μυθιστόρημα, σύμφωνα με τις γνώμες Ισπανών κριτικών, ο συγγραφέας ουσιαστικά προσδιορίζει κάποια χαρακτηριστικά, όπως είναι η ισπανική λογοτεχνική παράδοση του εξωπραγματικού, η προφανής αηδία του συγγραφέα απέναντι σε  μια ηθικά αποκρουστική κοινωνία που οδηγεί τον πρωταγωνιστή σε καρικατούρα, η αποδοχή από τη μεταπολεμική κοινωνία της έννοιας του τραγικού και του βάναυσου, καθώς  και μια έμφυτη απαισιοδοξία.

Η παρορμητική και ανελέητη βία του μυθιστορήματος με τη μοιρολατρία του παραλόγου, έκαναν σύγκριση του έργου  ‘Η οικογένεια του Πασκουάλ Ντουάρτε’ του Καμίλο Χοσέ Θέλα, με τον ‘Ξένο’ του Αλμπέρ Καμύ, που δημοσιεύθηκε την ίδια χρονιά και που τόσο εντυπωσίασε τον Θέλα. Τα χαρακτηριστικά της υπαρξιακής λογοτεχνίας, είναι η θολή διάκριση ανάμεσα στο καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος, η έμφαση σε συγκεκριμένες καταστάσεις και όχι σε αφηρημένες συμπεριφορές, και η απουσία της μεταφυσικής βοήθειας, με την εμμονή στην ανθρώπινη ευθύνη. Σε αντίθεση με τον ήρωα του ‘Ξένου’, ο Ντουάρτε ταλαντεύεται μεταξύ των επεισοδίων της αγάπης, της κατάθλιψης, της απελπισίας και της οργής, και ως εκ τούτου το μυθιστόρημα του Θέλα  έχει ομαλό κι όχι παράλογο πρότυπο, και άρα μάλλον δεν θα πρέπει να θεωρηθεί   υπαρξιακό μυθιστόρημα. Αναφέρθηκε επίσης μια διασύνδεση και συμβολική σημασία του ονόματος του Πασκουάλ με το πασχαλινό αρνί ή τη θυσία του Πάσχα, με ήρωα έναν αποδιοπομπαίο τράγο μέσα σε μια βάναυση κοινωνία, και γι’ αυτό η τελευταία  έπρεπε να αποδεχθεί εν μέρει την ευθύνη για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν ως αποτέλεσμα της γενικότερης αδικίας που διαπότιζε το χώρο. Κι ακόμα άλλοι βλέπουν τις ενέργειες του Πασκουάλ να συμβολίζουν την   παραδοσιακή ισπανική τάση να παίρνει κάποιος το νόμο στα χέρια του για να κάνει αυτό που πρέπει, αυτό που θεωρεί σωστό,  ότι ακριβώς αισθάνεται. Τα σβηστά κεριά μετά τη δολοφονία της μητέρας του   συμβολίζουν  τη ζωή που καταστρέφεται. Οι επίμονες φωνές της  κουκουβάγιας,  προμηνύουν  την αποβολή της Λόλας μετά από την αναπάντεχη πτώση της από τη  φοράδα.

Το ανώνυμο και φτωχό αγροτικό χωριό του ‘βρίσκεται δυο λεύγες περίπου    από το Αλμεντραλέχο, σκυμμένο πάνω σε έναν ίσιο δρόμο σαν ατέλειωτη νηστική ημέρα…’.  Η προσωπική του φτώχεια, είναι σχετικό θέμα, αφού έχει μικρή έστω οικονομική ανεξαρτησία και την ικανότητα να κάνει ένα ταξίδι αναψυχής με τη γυναίκα του στην επαρχιακή πρωτεύουσα.  Το σπίτι που περιγράφεται είναι καθαρό και πληροί τις βασικές ανάγκες, ακόμη και αν ο γάιδαρος της οικογένειας καταλαμβάνει το διπλανό δωμάτιο, κατάσταση συνήθης για την  εποχή και το χώρο.  Ωστόσο, για το σύνολο της φτώχειας του Πασκουάλ, ο τελευταίος  δεν επιδιώκει να ζητήσει  αθώωση ή συγχώρεση για τους  φόνους του με την επίκληση του μονότονου παρελθόντος της χώρας του ή έστω της γρουσουζιάς στην οποία αναφέρεται συχνά. Περισσότερο σημαντικό κίνητρο από τη φτώχεια, βρίσκεται κρυμμένο στη σκιά της θρησκείας του. Ο  καθολικός και καστιλιάνικος κώδικας, έγραφε ο Ουναμούνο, υπαινίσσεται δύο κόσμους. Ένα Θεό κι ένα διάβολο, μια κόλαση για να  φοβούνται και έναν Ουρανό για να  κατακτήσουν μέσα από την ελευθερία και τη χάρη, προσβλέποντας στη δικαιοσύνη του   δίκαιου Θεού. Και πράγματι, ο Θεός και η καθολική πίστη  δεν βρέθηκαν ποτέ μακρυά από το μυαλό του δολοφόνου του βιβλίου. Η σχέση του Πασκουάλ με την Εκκλησία σηματοδοτεί τα πραγματικά όρια για τις δράσεις και τις αντιλήψεις του. Οι νόμοι της, του προσδίδουν μια απόκοσμη γοητεία σε αυτό που απαγορεύουν.

Όταν επισκέφτηκε τον μοναχό της περιοχής για να συζητήσει τις προθέσεις του να παντρευτεί στο χωριό την παρθενική Λόλα, ο  ‘… δον Μανουέλ, άνοιξε την πόρτα του ιερού και μου έδειξε έναν πάγκο,  έναν πάγκο σαν όλους τους πάγκους των εκκλησιών,  κατασκευασμένο από άβαφο ξύλο, σκληρό και αφιλόξενο όπως η πέτρα, αλλά ένα μέρος όπου μερικές φορές είναι δυνατόν να περάσει κάποιος υπέροχες στιγμές…’. Από τη στιγμή που σκότωσε τη σκύλα του, Τσίσπα, φάνηκε ολοφάνερα ότι το πεπρωμένο του Πασκουάλ, ήταν να   σκοτώνει, μία ‘εντολή’ την οποία υπηρετεί με συνέπεια. Η συνέχεια περιελάμβανε κι άλλο ζώο, τη φοράδα που έριξε τη Λόλα και σκότωσε το μωρό τους για να ακολουθήσουν βέβαια κι όλες οι άλλες δολοφονίες αγαπημένων προσώπων.  Παρά το γεγονός ότι υπήρξε φυγάς για πολύ καιρό, επιστρέφει για να σκοτώσει τον  Εστιράο, ο οποίος καταχράστηκε την πρώτη αδελφή του και αργότερα τη  Λόλα κατά την απουσία του, ‘… πάτησα ακόμα δυνατότερα. Το στήθος του έτριξε όπως το κρέας στη σούβλα… Άρχισε να βγαίνει αίμα από το στόμα του, κι όταν σηκώθηκα, το κεφάλι γλίστρησε άψυχο το πλάι… ’.

 

Τελικά ο Πασκουάλ, ο αγρότης από τη γη της Εστρεμαδούρα, που στα ισπανικά σημαίνει ακραίος και συνάμα σκληρός, οδηγείται στη φυλακή, όπου και καταγράφει τα απομνημονεύματά του τα οποία αποτελούν και την ιστορία του στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Δεν είναι τρελός με την έννοια της   αυτοκαταστροφής  ο Πασκουάλ, και  έχει καταφέρει να επιδεικνύει στους πέριξ καλή συμπεριφορά. Από τη στιγμή όμως, που αποφασίζει να ξαναχτίσει εκ βάθρων  τη ζωή του, όσο αυτό είναι δυνατόν, αυτή τη φορά με το να αποφασίσει να παντρευτεί την  Εσπεράντσα,  οι δαίμονες που τον περιτριγυρίζουν διαλέγουν το χειρότερο σενάριο γι’ αυτόν, με τη  μητέρα του να πληρώνει  το μεγαλύτερο τίμημα. Φυσικά, η ιστορία δεν αναφέρεται αποκλειστικά στον Πασκουάλ, αλλά στην οικογένειά του, την πιο σημαντική κοινωνική μονάδα στην αγροτική τοποθεσία που ζουν. Ο πατέρας του είναι πορτογάλος και ένας εκρηκτικός τρελός ιδιόρρυθμος χαρακτήρας ο οποίος βιώνει μια  καρδιακή προσβολή. Η αδελφή του,  Ροζάριο, η οποία λατρεύει τον Πασκουάλ είναι καταραμένη με παρεμφερές αν και λιγότερο βίαιο πεπρωμένο, αφού όπως λέει ο Θεός δεν επιθυμούσε κάποιος από όλους στην οικογένεια να διακριθεί για τις καλές του πράξεις. Είναι πόρνη, με οδυνηρές επιπτώσεις και επαίσχυντες συμπεριφορές μέσα σε μια φαινομενικά ιερή κοινότητα. Ο αδελφός του, Μάριο, γεννήθηκε παραμορφωμένος. ‘Έζησε σχετικά λίγο για το πολύ που υπέφερε. ‘Ο καημενούλης δεν ξεκολλούσε από το πάτωμα, σερνόταν σαν φίδι κι απ’ το στόμα του έβγαζε κάτι περίεργα γρυλίσματα σαν ποντίκι. Αυτά τα λίγα έμαθε μονάχα όσο ζούσε..’.  Η μητέρα του Πασκουάλ  κάνει τα στραβά μάτια στα γεγονότα, απέχει κάποιες φορές επιδεικτικά και είναι παντελώς αναξιόπιστη, ενθαρρύνοντας και την κόρη της να κάνει το ίδιο. Στο δραματικό αποκορύφωμα του μυθιστορήματος, ο Πασκουάλ σκοτώνει τη μητέρα του και καταγράφει τις πρώτες εντυπώσεις του,  ‘… Το αίμα έτρεξε ποτάμι και πιτσίλισε το πρόσωπό μου. Ήταν ζεστό και είχε την ίδια γεύση με το αίμα των προβάτων’.

 

Σε αυτό το σημείο, ο Πασκουάλ φεύγει από το προσκήνιο, η προσωπική του αφήγηση τελειώνει και ο Θέλα μας οδηγεί στην ανάγνωση των δημόσιων και ιδιωτικών μαρτυριών, οι οποίες και συμπληρώνουν τα υπόλοιπα γεγονότα. Τα  ημερολόγια του Πασκουάλ που αποκαλύπτουν τις δολοφονίες του, έχουν   συγκριθεί με τον ‘Ξένο’ του  ‘ Αλμπέρ Καμύ. Και τα δύο βιβλία, όπως είπαμε στην αρχή,  εκδόθηκαν το 1943. Αλλά o Πασκουάλ δεν είναι κενός ψυχής με τον τρόπο του Καμύ. Οδηγείται από τις πρακτικές ενός περίεργου  ηθικού κώδικα, φοβάται το Άγιο Πνεύμα.  Τα απομνημονεύματά του, αφηγούνται τη δική του εκδοχή των γεγονότων, ενός καλού ανθρώπου ο οποίος δυστυχώς οδηγείται από διαλείπουσες και παράλογες δυνάμεις να σκοτώνει συνεχόμενα. Ο Πασκουάλ το  παραδέχεται χωρίς δισταγμό στο άνοιγμα του ημερολογίου του.   ‘Εγώ Κύριε δεν είμαι κακός άνθρωπος, αν και δεν μου έλειψαν οι λόγοι για να γίνω. Όλοι οι θνητοί με τον ίδιο τρόπο γεννιόμαστε, αλλά μεγαλώνοντας, η μοίρα μοιάζει να παίζει μαζί μας λες και είμαστε καμωμένοι από πλαστελίνη, ενώ μας σπρώχνει από διαφορετικά μονοπάτια προς το ίδιο τέλος, το θάνατο…’.  Οι αναμνήσεις και μαρτυρίες τόσο του πνευματικού του, όσο και του αρχιφύλακα, καθιστούν σαφές το γεγονός ότι και μετά την απελευθέρωση του Πασκουάλ από τη φυλακή, ο δολοφόνος είχε δρομολογημένους περισσότερους  φόνους. Μαθαίνουμε ότι, στην αρχή του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, ο Πασκουάλ είχε αναμιχθεί με επαναστατικές δραστηριότητες που τον οδήγησαν να σκοτώσει τον πλουσιότερο άνθρωπο στην πόλη. Τα απομνημονεύματα απεστάλησαν, κατόπιν αιτήματός του στο μοναδικό φίλο του θύματος, τη διεύθυνση του οποίου μπορεί να θυμηθεί. Για την ημερομηνία της ενδεχόμενης εκτέλεσης του Πασκουάλ, στο βιβλίο αυτή πιθανολογείται, αλλά το πιο ενδιαφέρον ίσως στοιχείο είναι, ότι ο ίδιος δεν εκτελείται για τις επαναλαμβανόμενες δολοφονίες στον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο, αλλά, κατά ειρωνεία της τύχης, για την πολιτική του τοποθέτηση και τις πεποιθήσεις του, από τις δυνάμεις του Φράνκο.

Προσθέτοντας κάποια αντίθεση στις  θηριωδίες του Πασκουάλ, ο Θέλα  στο βιβλίο του παρουσιάζει τη ζωή των αγροτών του χωριού και τον  ιστορικό κύκλο της γέννησης, του γάμου, της τεκνοποίησης, του θανάτου, και γιατί όχι του λίαν ενδιαφέροντος κόσμου των… σιωπών. Στην κηδεία του αδελφού του, επιλέγει τη μελλοντική του γυναίκα, τη Λόλα:   ‘Όταν γονάτισε η Λόλα, φάνηκαν τα σφιχτά άσπρα πόδια της, πάνω από τις μαύρες κάλτσες της,  σφιχτά όπως λουκάνικο από αίμα. Ντρέπομαι γι αυτό που θα πω, αλλά ελπίζω ο Θεός να το παραβλέψει όταν έρθει η ώρα της κρίσης μου. Εκείνη τη στιγμή χάρηκα για το θάνατο του  αδελφού μου… Τα πόδια της Λόλας  έλαμπαν σαν ασήμι,  το αίμα σφυροκοπούσε μέσα μου, και η καρδιά μου φαινόταν έτοιμη να πεταχτεί έξω από το στήθος μου’.

 

sx5

               Ο Καμίλο Χοσέ Θέλα με την νεώτερη σύζυγό του,  Marina Castaño.

 

Εδώ, ο Θέλα αναμφίβολα μας φέρνει μπροστά σε  τελετουργίες για να τονίσει  την ύπαρξη σημαντικών στιγμών και γεγονότων της αγροτικής ζωής. Αυτές οι τελετές αποτελούν τις μόνες  κατευθύνσεις για δράση και συμπεριφορά σε ένα κατά τα άλλα κοσμικό σύμπαν. Ο Πασκουάλ κερδίζει τη Λόλα, αλλά η επίσημη έγκριση της Εκκλησίας  στερεί κάποια γοητεία ανάμεσά τους, αφού, ‘εκείνο το πρώτο φιλί με την άδεια της μάνας της, μου φάνηκε πολύ κατώτερο από τα πρώτα φιλιά που δώσαμε στο  νεκροταφείο, και που τόσο μακρυνά μου φαινόντουσαν τώρα’.  Η σεξουαλική ευχαρίστηση και ο θάνατος, συνδέονται επίσης με το μαχαίρωμα της φοράδας. ‘είχε σκληρό το πετσί, πολύ πιο σκληρό απ’ του Ζαχαρία… Όταν βγήκα από  εκεί μέσα,   το χέρι μου πονούσε. Το αίμα έφτανε ίσαμε τον αγκώνα μου. Το τετράποδο δεν έβγαλε άχνα. Μονάχα ανέπνεε βαθιά και πιο γρήγορα, όπως όταν ζευγάρωνε με τ’ άλογα’. Η ροή του αίματος όμως αρκετές φορές είναι μπλεγμένη με την αλληγορία της αναζωογόνησης και της κάθαρσης. Ο Θέλα σηματοδοτεί το ρυθμό της ζωής του Πασκουάλ χρησιμοποιώντας ένα αργό βασανιστικό πένθιμο τύμπανο. ‘Αργά ή γρήγορα, όλα φτάνουν κάπου σε τούτη τη ζωή, όλα εκτός από τη δικαίωση των δυστυχισμένων, που μοιάζει ολοένα και περισσότερο να απομακρύνεται…’.

Όταν ο γιος του Πασκουάλ πεθαίνει, αυτός βασανίζεται από την ατέλειωτη φλυαρία των γυναικών μέσα  στην οικογένειά του.

–          Στον ουρανό για να τ’ απαλλάξει από μας!

–          Το πλασματάκι που ήταν ο ίδιος ο ήλιος!

–          Ήταν πεθαμένο το καημενούλι στα χέρια μου!

 

Γιατί όπως έλεγε ο Πασκουάλ, ‘οι μεγαλύτερες τραγωδίες έρχονται με βήμα προσεκτικού λύκου, και μας γραπώνουν όπως οι δαγκάνες ενός σκορπιού’.

Το γύρω σύμπαν επιβεβαιώνει τη θέση που βλέπει για τον εαυτό του. Η Λόλα   πριν πεθάνει, ήταν ξεκάθαρη: ‘Η ζωή σου είναι σκέτο αίμα’, κι όταν η αδελφή του, Ροζάριο, τον ρωτά γιατί λέει ότι είναι καταραμένος, εκείνος της απαντά, ότι δεν είναι αυτός που το ισχυρίζεται αυτό. Αυτός είναι ο πραγματικός ρεαλισμός του Θέλα ο οποίος ζωγραφίζει την καθημερινή θλίψη και σε μερικές αναλαμπές την κεντάει με χρυσές κλωστές. Στο μαγικό ρεαλισμό, το αναπάντεχο καλείται να συνοδεύσει το συνηθισμένο  στην καθημερινή πρακτική, αλλά στο ρεαλισμό του Πασκουάλ το πολύ συνηθισμένο γεγονός, παίρνει τη θέση του απίθανου. Η έμπνευση του Καμίλο Χοσέ Θέλα για να γράψει την ‘οικογένεια του Πασκουάλ Ντουάρτε’, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει κάποιας μορφής εγγενή σύνδεση με τη δική του πολύχρωμη πολιτική ζωή στην Ισπανία. Ο συγγραφέας γεννήθηκε τον Μάιο του 1916 στην Ίρια Φλάβια της Γαλικίας μια επαρχία βυθισμένη στην ομίχλη, το ψιλόβροχο και τη μαύρη μαγική  μυθολογία. Το 1934, άρχισε τη μελέτη της ιατρικής επιστήμης, αλλά σύντομα επηρεάστηκε από την κηδεμονία του Pedro Salinas, ποιητή και μέλους της θρυλικής ‘Γενιάς του 1927’, η οποία φιλοξένησε στα σπλάχνα της κι ένα μεγάλο λογοτεχνικό τέκνο της Ισπανίας. Τον  Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Αρχικά πήρε το μέρος των δυνάμεων του Φράνκο, κάτι που θα μπορούσε ίσως να εξηγήσει την εμμονή του Πασκουάλ με το θάνατο και την δολοφονία. Αργότερα, όμως έγινε για ένα διάστημα λογοκριτής του καθεστώτος του Φράνκο μόνο και μόνο για να δει το έργο του να απολαμβάνει την ίδια σκληρή μεταχείριση. Το 1962, αφιέρωσε την 13η έκδοση της ‘Οικογένειας του Πασκουάλ Ντουάρτε’, στους εχθρούς του, οι οποίοι ‘του πρόσφεραν ανέλπιστη βοήθεια στην καριέρα του’. Το 1974, παραιτήθηκε από τη θέση του ως προέδρου του περίβλεπτου Madrid Atheneum, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του αναρχικού Salvador Puig Antich (1948-1974).

 

sx6

 

Ο Θέλα, σύμφωνα με όλες τις περιγραφές, ήταν άνθρωπος που προγραμμάτιζε στη ζωή του να γίνει διάσημος άνθρωπος και συγγραφέας, όπερ και εγένετο. Ήταν παραγωγικός σε όλη τη ζωή του, δημιούργησε διεθνούς φήμης μυθιστορήματα, έγραψε  αμέτρητα δοκίμια και άρθρα. Κέρδισε το βραβείο Νόμπελ, το 1989, και γρήγορα μετέτρεψε το γεγονός σε εμπορικό πλεονέκτημα. Μέχρι το θάνατό του, το 2002,  κάποιες φορές σε περιφρόνηση λόγω των προηγούμενων  πολιτικών του πεποιθήσεων, περιπλανιόταν στους δρόμους και τα μπαρ της Μαδρίτης με τη νεάζουσα σύζυγό του,  και ζούσε τη λογοτεχνική ζωή εκείνου του παλαιού καιρού, σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, συλλέγοντας βραβεία και υποτροφίες, γράφοντας και αναπτύσσοντας σειρά  πολυποίκιλων θεμάτων, σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top