Fractal

Διήγημα Fractal: “C1PH3R – Μια αληθινή ιστορία”

Της Μάριον Χωρεάνθη //

 

 

 

Από τότε που ο αδελφός της ο Μιχάλης έκανε δώρο στον Φραγκίσκο το λάπτοπ, η Δέσποινα γκρίνιαζε πως τους έφερε το διάβολο μες στο σπίτι. Ήταν που ήταν κλεισμένος στον εαυτό του, αμίλητος κι αγέλαστος ο μοναχογιός της, απόγινε. Και δεν έφτανε που ξημεροβραδιαζόταν κολλημένος στο καινούργιο μηχάνημα – όχι, έπρεπε να φοράει και κάτι ακουστικά πιο μεγάλα απ’ το κεφάλι του, που τον απόκοβαν ολότελα απ’ τον κόσμο. Μόλις γυρνούσε απ’ τη σχολή του, έτρεχε κατευθείαν στο λάπτοπ, δίχως να χαιρετήσει τη μάνα του, δίχως να πλυθεί και ν’ αλλάξει. Να καθίσουν μαζί στο τραπέζι, να φάνε και να κουβεντιάσουν σαν άνθρωποι, ούτε λόγος. Για να πάει στην τουαλέτα έπρεπε να φτάσει στο αμήν. Αν έπεφτε καθόλου για ύπνο, ζήτημα να κοιμόταν δυο ώρες. Η Δέσποινα πότε τον έπιανε με το καλό, πότε έχανε την ψυχραιμία της και του φώναζε, αλλά πού! Είτε στον Φραγκίσκο μιλούσε είτε στον τοίχο, ήταν ένα και το αυτό. Την έσκιαζε όσο και την έθλιβε η θέα της ασάλευτης φιγούρας του, καμπουριασμένης στην καρέκλα του γραφείου ή μισοξαπλωμένης στο κρεβάτι με το λάπτοπ στην αγκαλιά, μέσα σ’ ένα δωμάτιο όπου μονάχα ο ξερός ψίθυρος των πλήκτρων πρόδινε πού και πού την ύπαρξη ζωντανού πλάσματος. Ούτε η ανάσα του δεν ακουγόταν.

Όταν είδε κι απόειδε, άρχισε να δίνει τόπο στην οργή: του έφτιαχνε ένα δίσκο με το φαγητό και τον καφέ του, τον ακουμπούσε στο κομοδίνο του και τον άφηνε να φάει όποτε το θυμόταν ή τον έκοβε για τα καλά η λόρδα. Στο τέλος πια δεν ξαφνιαζόταν αν τυχόν έβρισκε το δίσκο άθικτο ώρες αργότερα, ή ακόμα και την άλλη μέρα.

Μα έλα που δεν μπορούσε να του πει και τίποτα! Γιατί με τρόπο θαυματουργό, κάθε φορά πήγαινε διαβασμένος στις εξετάσεις της σχολής, περνούσε τα μαθήματά του με καλούς βαθμούς – και κυρίως, δεν είχε μπλεξίματα, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχε παρέες (στο θέμα αυτό, η Δέσποινα φύλαγε στην καρδιά της μια τόση δα σπιθίτσα ευγνωμοσύνης για το λάπτοπ). Όχι πως δεν την ανησυχούσε η προοπτική να γεράσει ο γιος της έτσι μαγκούφης και μονόχνοτος, δίχως κανέναν να του παραστέκεται, να τον φροντίζει – απόδιωχνε όμως την έγνοια της και παρηγοριόταν στη σκέψη πως αν μη τι άλλο, ο Φραγκίσκος ήταν ασυνήθιστα έξυπνος, πράγμα που κανείς, άλλωστε, δεν μπορούσε να του αμφισβητήσει. Από τόσος δα σπόρος είχε δείξει πως ο νους του κατέβαζε, έπιαναν τα χέρια του κι έπαιρνε και τα γράμματα. Πριν το καταραμένο το λάπτοπ, ή χωμένο σ’ ένα βιβλίο θα τον έβρισκες, ή μ’ ένα κατσαβίδι στο χέρι. Πάντα κάτι έφτιαχνε ή το χαλούσε για να το ξαναφτιάξει, με αστείρευτη υπομονή και μια ακίνητη μάσκα άκρας προσήλωσης που πάντα έφερνε ένα ελαφρύ σύγκρυο στη Δέσποινα.

Κάθε άνθρωπος έχει τη μοίρα του. Αυτό έλεγε από μέσα της όποτε ένιωθε την ψυχή της να λυγίζει. Ας ήταν μάνα, με ποιο δικαίωμα θα έμπαινε ανάμεσα στο γιο της και τη μοίρα του; Με τον καιρό, έπαψε εντελώς να ανακατεύεται στις ασχολίες του. Σταμάτησε ως και να τον συμβουλεύει – τι ιδέα είχε εκείνη απ’ τα καινούργια πράγματα που ξεφύτρωναν αδιάκοπα γύρω της, από τις εξελίξεις που έτρεχαν σαν παλαβές δίχως να τις νοιάζει αν τις πρόφταινε κανείς; Ο Φραγκίσκος μέσα σ’ αυτές μεγάλωνε, τις άρπαζε μεμιάς στο ακούραστο μυαλό του, τις έπαιζε στα δάχτυλα σαν τα πλήκτρα του λάπτοπ. Τι καταλάβαινε εκείνη απ’ το σήμερα για να έχει έστω και ελάχιστο βάρος η γνώμη της; Όλα όσα ήξερε από τη δική της νιότη είχαν ξεμείνει σ’ ένα χτες που αν και δεν ήταν πολύ μακρινό, μέρα με τη μέρα ξεθώριαζε, κόντευε πια να σβήσει και να ξεχαστεί σαν όνειρο. Τον άφηνε λοιπόν να βυθίζεται με τις ώρες στον κόσμο που τους ήχους του μονάχα ο ίδιος άκουγε, που τη γλώσσα του μονάχα ο ίδιος μιλούσε. Αφού δεν είχε ούτε φίλους ούτε κορίτσι – κι όπως έδειχνε, δεν τον ένοιαζε να βρει – ας είχε τουλάχιστον ένα χόμπι. Ας είναι και το συγκεκριμένο.

Κι έπειτα, το λάπτοπ τα χρόνια εκείνα δεν ήταν απόκτημα ευκαταφρόνητο – ελάχιστα παιδιά στην ηλικία του Φραγκίσκου απολάμβαναν τέτοιες πολυτέλειες. Όχι πως του Μιχάλη του τρέχαν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια, μα καταλάβαινε πως ο ανιψιός του είχε τα φόντα για να πάει μπροστά στη ζωή και αποφάσισε, με όσα του περίσσευαν, να φροντίσει για το παιδί όπως η μάνα του ποτέ δεν θα μπορούσε με την ψωροσύνταξη του μακαρίτη. Δικιά του οικογένεια δεν είχε φτιάξει – δεν έτυχε – οπότε τι να τα έκανε κι αυτά που του περίσσευαν; Μαζί του θα τα έπαιρνε; Δεν είχε λογαριάσει, φυσικά, πως ένα λάπτοπ έχει και άλλες δυνατότητες εκτός απ’ το να διευκολύνει τις φοιτητικές εργασίες. Και ότι για κάποιον σαν τον Φραγκίσκο, το να ανακαλύψει τις δυνατότητες αυτές θα ήταν παιχνιδάκι – στην κυριολεξία. Πέρα απ’ το ότι ο εμμονικός χαρακτήρας του μικρού ήταν εγγύηση για την ανένδοτη προσκόλλησή του σε μια δραστηριότητα που βασιζόταν στην ατέρμονη επανάληψη πανομοιότυπων συλλογισμών και κινήσεων, όπως πολλά από τα παιχνίδια των υπολογιστών και ιδίως της εποχής εκείνης. Γιατί σε δαύτα είχε καταλήξει να περνά όλο τον καιρό του όποτε δεν είχε διάβασμα ή μαθήματα στη σχολή.

Όταν ένα απόγευμα ο Φραγκίσκος γύρισε σπίτι φέρνοντας μαζί του την Καρολίνα, η Δέσποινα κόντεψε να μείνει στον τόπο απ’ την έκπληξη και τη χαρά της. Η Καρολίνα ήταν συμφοιτήτριά του, όχι πολύ όμορφη αλλά γλυκιά στο πρόσωπο, με ντύσιμο που κολάκευε τις γραμμές της χωρίς να γίνεται προκλητικό. Αντίθετα απ’ τον Φραγκίσκο, που με το τσιγκέλι του έβγαζες λέξη, η Καρολίνα ήταν ομιλητική και θαρρετή και κουβέντιασε για λίγο με τη Δέσποινα πριν εγκατασταθεί μαζί με τον Φραγκίσκο – πού αλλού; – μπροστά στο λάπτοπ. Συνεπαρμένη από το αναπάντεχο της γνωριμίας όσο και της περίπτωσης, η Δέσποινα έπιασε τον εαυτό της να αναρωτιέται σχεδόν με τύψεις τι βρήκε ένα τέτοιο κορίτσι στον ακοινώνητο μουντρούχο γιο της.

Μόλις όμως ξεθύμανε ο ενθουσιασμός της πρώτης εντύπωσης, την έζωσαν οι αμφιβολίες. Αλήθεια, τι γύρευε ένα τέτοιο κορίτσι απ’ τον Φραγκίσκο; Σίγουρα η παρουσία της Καρολίνας είχε επίδραση επάνω του, τον έκανε να ξεσφιχτεί – όσο βέβαια γινόταν να ξεσφιχτεί ο Φραγκίσκος – και να κοιτάξει και κάτι άλλο πέρα απ’ το διαβολομηχάνημα. Ενώ εκείνη τι κέρδιζε απ’ αυτόν; Ωραίος δεν ήταν, γιατί είχε μοιάσει του συχωρεμένου του πατέρα του, δίχως όμως τον πρόσχαρο και καλόβολο χαρακτήρα εκείνου. Ούτε κακάσχημο τον έλεγες, μα απ’ τις πολλές ώρες στην καρέκλα και το ακατάστατο φαγητό, είχε πάρει βάρος που του χαλούσε τα χαρακτηριστικά (η Δέσποινα στενοχωριόταν που το έβλεπε, αλλά τι να του πει και τι να κάνει; Προτιμούσε να μην το σκέφτεται). Να τη γοήτευε η εξυπνάδα του; Μπορεί. Φαινόταν σοβαρό κορίτσι, μυαλωμένο. Ακούγοντάς τον να γελάει μαζί της, να της απαντά έστω και μονολεκτικά – η Δέσποινα κόντευε να ξεχάσει τη φωνή, το γέλιο του – ένιωθε κάτι μέσα της να φτερουγίζει τόσο ευφρόσυνα που την πονούσε, καταποντίζοντας την αρχική καχυποψία. Με όλη της την καρδιά τους έφτιαξε καφέ και τους έβαλε απ’ το καλό της το γλυκό, το νεραντζάκι (συνταγή της μακαρίτισσας της πεθεράς της, που την έβγαζε πάντα ασπροπρόσωπη).

Για πρώτη φορά από τότε που γέννησε τον Φραγκίσκο, η Δέσποινα αισθανόταν σαν κανονική μάνα ενός κανονικού αγοριού και δεν είχε πώς να διαχειριστεί την τόση ξαφνική κανονικότητα. Έπλεξε για λίγο, χάζεψε στην τηλεόραση (με τον ήχο κατεβασμένο, ίσα να ακούγεται, για να μην εμποδίζει την κουβέντα των παιδιών) και στο τέλος την πήρε ο ύπνος στον καναπέ, μ’ ένα περιοδικό στα γόνατά της απ’ το οποίο δεν είχε διαβάσει λέξη. Όταν η Καρολίνα σηκώθηκε να φύγει, είχε πια σκοτεινιάσει. Και ω του θαύματος, ο Φραγκίσκος προσφέρθηκε αυτοβούλως να τη συνοδέψει – όχι μονάχα ως το λεωφορείο (δεν έμενε πολύ μακριά, καμιά δεκαριά στάσεις πιο κάτω), αλλά ως το σπίτι της, γιατί η γειτονιά της ήταν λιγάκι απόμερη. Η μικρή χαιρέτησε ευγενικά τη Δέσποινα, παίνεψε και το νεραντζάκι και υποσχέθηκε να ξανάρθει μαζί με τον Φραγκίσκο. Καθώς όμως αυτός τους γύριζε την πλάτη για ν’ ανοίξει την εξώπορτα, η Καρολίνα σήκωσε το κεφάλι και για μια ελάχιστη στιγμή κοίταξε τη Δέσποινα καταπρόσωπο, στρέφοντας ανεπαίσθητα τους βολβούς των ματιών της προς το δωμάτιό του. Εκείνη χαμογέλασε αμήχανα, αβέβαιη αν η αδιόρατη αυτή κίνηση ήταν πραγματική ή ιδέα της, αλλά η κοπέλα είχε ήδη βγει απ’ το σπίτι και η πόρτα έκλεινε πίσω της.

Όταν μπήκε στο δωμάτιο του γιου της να μαζέψει τα άδεια φλιτζάνια και πιατάκια (με ευχαρίστηση είδε πως η Καρολίνα είχε φάει όλο το γλυκό της), πήρε το μάτι της στο γραφείο του κάτι που δεν υπήρχε εκεί συνήθως: ένα κουβαριασμένο χαρτάκι, παρατημένο πάνω στο σβηστό λάπτοπ. Παραξενεύτηκε. Από πότε άφηνε όπου να ’ναι τα σκουπίδια του ο Φραγκίσκος; Είχε κι αν είχε παραξενιές, αλλά τσαπατσούλης δεν ήταν – και μάλιστα, είχε μια μανία να βάζει το καθετί σε αυστηρά ορισμένη θέση, χωρίς απόκλιση ούτε χιλιοστού. Άπλωσε το χέρι της να το πιάσει για να το ρίξει στο καλάθι, μα εκείνη ακριβώς τη στιγμή θυμήθηκε το αλλόκοτο φευγαλέο βλέμμα της Καρολίνας κι η καρδιά της ανέβηκε πάνω να την πνίξει. Γιατί είχε μπει στη ζωή τους αυτό το κορίτσι; Πώς κατόρθωσε να πλησιάσει ένα εκ φύσεως μοναχικό πλάσμα σαν τον Φραγκίσκο και να κερδίσει την εμπιστοσύνη, τη φιλία του, ή ίσως – μακάρι – κάτι περισσότερο (μάλλον κάτι περισσότερο, αλλιώς δεν θα την έφερνε στο σπίτι); Να χαράξει το ερμητικό καβούκι εκείνου που ως τότε ζούσε ταμπουρωμένος σ’ ένα σύμπαν με μοναδικούς κατοίκους τον εαυτό του και το λάπτοπ;

Το λάπτοπ. Η αιτία όλων των κακών, της διπλής μοναξιάς και της ασφυκτικής σιωπής των τριών τελευταίων χρόνων εκεί μέσα. Η ίδια η Δέσποινα δεν το είχε ποτέ αγγίξει, ούτε για να το ξεσκονίσει. Ήξερε πως ο Φραγκίσκος το είχε ασφαλισμένο με μια κρυφή λέξη την οποία πληκτρολογούσε μόλις το μηχάνημα έπαιρνε μπρος. Μα και να έβρισκε τρόπο να το ξεκλειδώσει, δεν θα είχε ιδέα για τι να ψάξει, πώς και πού να εντοπίσει οτιδήποτε που θα της έλυνε την αιώνια απορία: τι σόι μαγγανεία ακατανίκητη ασκούσε σ’ ένα νέο παιδί το άχαρο αυτό μαραφέτι, που στα δικά της μάτια φάνταζε ελάχιστα πιο εξωτικό από μια γραφομηχανή με οθόνη; Βαθιά μέσα της το φοβόταν κιόλας, σαν να ήταν ζωντανό και θα τη δάγκωνε έτσι και τολμούσε να το ενοχλήσει.

Το χαρτί, όμως… το χαρτί είναι άλλο πράγμα, υλικό γνώριμο, ήμερο. Από την άλλη, τι θα της φανέρωνε; Τι μυστικό θα ξεδίπλωνε στα σαστισμένα μάτια της; Όσο έφερνε στο νου της το αλλόκοτο βλέμμα της Καρολίνας, τόσο ο τρόμος τής πολιορκούσε την ψυχή. Να ήταν άραγε ο Φραγκίσκος…; Στο νου της ζωγραφίστηκαν χίλιες δυο αποτρόπαιες εικόνες και για κάμποσα δευτερόλεπτα παρέλυσε απ’ τον πανικό. Αλλά πάλι, αν ήταν έτσι, η Καρολίνα δεν θα δεχόταν τόσο πρόθυμα να φύγει μαζί του μες στη νύχτα. Θα σκαρφιζόταν μια δικαιολογία, θα ειδοποιούσε τους δικούς της να

έρθουν να την πάρουν. Κι έπειτα, ο Φραγκίσκος ποτέ δεν είχε δείξει βίαιο χαρακτήρα. Ποτέ δεν είχε υψώσει τη φωνή, ποτέ δεν είχε σηκώσει χέρι σε κανέναν. Ήταν ατίθασος, μα η ανυπακοή και ο θυμός του πάντα εκφράζονταν με επιδεικτική αδιαφορία και σιωπή. Όχι, αποκλείεται. Κάτι άλλο συνέβαινε. Ζόρισε τον εαυτό της να λογικευτεί, να δράσει. Παίρνοντας βαθιά ανάσα, έπιασε με τις άκρες των δαχτύλων της το χάρτινο κουβαράκι σαν να ήταν ραδιενεργό και το άνοιξε.

Τα γράμματα δεν ήταν του Φραγκίσκου, όσο μπορούσε να το καταλάβει από μια λέξη που δεν ήταν λέξη, μόνο κάτι ασυνάρτητα ξένα στοιχεία ανακατεμένα με αριθμούς. Στρογγυλά, ντελικάτα. Κοριτσίστικα. Της Καρολίνας; Άλλο πάλι και τούτο. Το κοίταξε καλά καλά, το γύρισε το πάνω κάτω, το πήγε όσο μακριά έφτανε το χέρι της, το κόλλησε στη μύτη της. Μπας και την κορόιδευε η μικρή; Μην είχε κιόλας συνεννοηθεί με τον αθεόφοβο το γιο της για να της σκαρώσουν κανένα χουνέρι… Και τότε άστραψε απότομα μπροστά της η απάντηση, τόσο ξεκάθαρη ώστε απόρησε πώς δεν τη σκέφτηκε από την αρχή: η Καρολίνα της είχε παραδώσει το κλειδί ενός κόσμου που τρία χρόνια τώρα της ήταν απαγορευμένος, αδιανόητος. Ό,τι η ίδια δεν είχε κατορθώσει – και με ντροπή αναλογίστηκε πως δεν της είχε καν περάσει απ’ το μυαλό να προσπαθήσει, θες η άγνοιά της γι’ αυτά τα πράγματα, θες ο μύχιος φόβος για το τι μπορεί να ανακάλυπτε – μέσα σε τρία ολόκληρα χρόνια, μια ξένη κοπέλα, περαστική απ’ το σπίτι της, το κατάφερε σε λιγότερο από τρεις ώρες.

Κι έτσι λοιπόν το λάπτοπ, το απρόσιτο σατανικό μαραφέτι, βρισκόταν τώρα ολοκληρωτικά στο έλεός της. Όχι πως δεν ήταν και πριν – ο Φραγκίσκος ποτέ δεν το έπαιρνε μαζί του και τις ώρες που έλειπε στη σχολή, η Δέσποινα θα μπορούσε ακόμα και να το πετάξει στα σκουπίδια – αλλά δεν άντεχε στη σκέψη να τον κακοκαρδίσει και κυρίως, να προδώσει την εμπιστοσύνη του. Γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να της το συγχωρέσει, στον αιώνα τον άπαντα. Ήδη την τιμωρούσε με τη διαρκώς απούσα παρουσία του για το ότι ο κόσμος της δεν είχε πώς να συνεννοηθεί με το δικό του. Η ίδια εξάλλου δεν πίστευε (ή καλύτερα, δεν ήθελε να πιστέψει) ότι ένα μηχάνημα ήταν ικανό να του κλέψει κυριολεκτικά τη ζωή. Είχε την ελπίδα πως η εμμονή του με δαύτο ήταν μια λόξα από κείνες που όλοι περνούν σε κάποια φάση της νιότης τους και δεν θα αργούσε να μπαγιατέψει και να ξεφτίσει, δίνοντας πιθανότατα τη θέση της σε μια άλλη. Τρία χρόνια όμως είναι πολύς καιρός και μόλις τώρα συνειδητοποιούσε ότι είχε αφήσει να της φύγουν μες από τα χέρια. Η κίνηση της Καρολίνας κάτι σήμαινε. Για να κάνει η κοπέλα τέτοιο πράγμα, να παίξει κορόνα γράμματα την ανήκουστη συμπάθεια ενός ανθρώπου σαν τον Φραγκίσκο κλέβοντας το μονάκριβο, ζηλότυπα φυλαγμένο μυστικό του – αλήθεια, πώς το πέτυχε χωρίς να την πάρει αυτός είδηση; – πρέπει να είχε το λόγο της.

Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, η περιέργεια οδυνηρά επίμονη. Μα σε τέτοια λεπτά ζητήματα, καλό είναι να νικά η λογική. Έτσι κι αλλιώς, μόνη της δεν ήταν σε θέση να κάνει ζάφτι το μηχάνημα η Δέσποινα. Χρειαζόταν χρόνο και βοήθεια. Χρόνο δεν ήταν δύσκολο να βρει, αφού ο Φραγκίσκος, δόξα να ’χει ο Θεός, δεν έχανε μάθημα απ’ τη σχολή του – φτάνει να μην του κινούσε υποψίες. Βοήθεια, όμως; Σε ποιον μπορούσε να εμπιστευτεί κάτι τόσο επικίνδυνο, σχεδόν παράλογο και στην ουσία, άτιμο απέναντι στον ίδιο της το γιο;

Ο από μηχανής θεός εμφανίστηκε μια βδομάδα αργότερα, με τη μορφή, κατά ειρωνική σύμπτωση, του αδελφού της του Μιχάλη – εκείνου ίσα ίσα που με την άτοπη γενναιοδωρία του είχε προξενήσει τη νοσηρή αυτή κατάσταση. Ως τότε, η

Δέσποινα έκανε υπομονή και πάσχιζε να φέρεται όσο πιο φυσικά γινόταν, για να μην μπουν τίποτα ψύλλοι στ’ αυτιά του Φραγκίσκου. Πήγε μια δυο φορές να τον ρωτήσει (πολύ διακριτικά) για την Καρολίνα κι αυτός απάντησε μ’ ένα αφηρημένο “καλά είναι”. Δεν τον πίεσε παραπάνω – δεν είχε και νόημα, δηλαδή. Εδώ τις καλές μέρες δεν του έπαιρνες κουβέντα (άλλωστε, όσο οι ειδήσεις δεν έλεγαν για μια φοιτήτρια έτσι κι έτσι που εξαφανίστηκε ή τη βρήκαν τεμαχισμένη σε κανέναν κάδο, είχε καλώς). Και τώρα, μια που εκείνος έλειπε, η Δέσποινα βρήκε την ευκαιρία να βγάλει επιτέλους από μέσα της το παράπονο που την έτρωγε, να τα ψάλει στον αδελφό της απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Που κόντευε να της διαλύσει το ήδη σακατεμένο σπιτικό της με το “δώρο” του – αν δεν το είχε διαλύσει κιόλας – καταδικάζοντας την ίδια και το γιο της στη δυσβάστακτη αυτή καθημερινή βουβαμάρα μεταξύ τους, αν όχι και στη μετά βίας συγκρατημένη εχθρότητα που της φαινόταν πως εισέπραττε όλο και πιο συχνά απ’ τον Φραγκίσκο.

Ο Μιχάλης στην αρχή την κοίταζε σαν να του μιλούσε σε καμιά άγνωστη γλώσσα. Το ότι ο ανιψιός του δεν ήθελε να βλέπει άνθρωπο δεν ήταν δα και κρατικό μυστικό. Και η Δέσποινα δεν ήταν από τις γυναίκες που γκρινιάζουν για την κακή τους μοίρα – τόσες φορές είχε έρθει στο σπίτι της και ποτέ άλλοτε δεν του είχε παραπονεθεί για τίποτα. Σιγά σιγά όμως, η έκφρασή του πήρε ν’ αλλάζει. Κατάλαβε, ανατρίχιασε ολόκληρος. Είχε ακούσει για τα παιδιά που πιάνονται σε ιστούς ψεύτικων κόσμων και γίνονται σαν τους ναρκομανείς, ώσπου μια μέρα να βρεθούν πεθαμένα μπροστά στην οθόνη. Ο Φραγκίσκος βέβαια δεν είχε ίσαμε τότε δείξει πως θα έφτανε στο μοιραίο αυτό στάδιο, αλλά η ανησυχία της Δέσποινας, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τις ιδιορρυθμίες του γιου της, κάθε άλλο παρά ήταν αβάσιμη.

“Πρέπει να το γλιτώσουμε το παιδί, Μιχάλη”, του είπε με δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της και να στάζουν στο κεντητό τραπεζομάντιλο – κι αυτός, που δεν την είχε δει έτσι ούτε στην κηδεία του συχωρεμένου του άντρα της, έδωσε μέσα του όρκο να ξεκάνει με κάθε δύναμη το κακό που είχε προξενήσει άθελά του.

Κι έτσι οι δυο τους έβαλαν μπρος το σχέδιο διάσωσης. Την επόμενη κιόλας μέρα, με το που ο Φραγκίσκος βγήκε απ’ το σπίτι κι έστριψε στη γωνία για να πάει στη στάση του λεωφορείου, ο Μιχάλης χτυπούσε συνθηματικά την πόρτα της Δέσποινας, κοιτώντας με επιφύλαξη πάνω απ’ τον ώμο του. Εκείνη τον έμπασε γρήγορα μέσα, κλείδωσαν, έβαλαν και το σύρτη για καλό και για κακό και σαν παιδιά που ετοιμάζονται για μια φιλόδοξη σκανταλιά, χώθηκαν στο δωμάτιο του μικρού. Το λάπτοπ τούς περίμενε ατάραχο, κλειστό και υποκριτικά αθώο πάνω στο γραφείο. Με καρδιοχτύπι, κρατώντας ως και την ανάσα της, η Δέσποινα κοίταζε τον Μιχάλη καθώς εκείνος σήκωνε το λεπτό μαύρο καπάκι και πατούσε το στρογγυλό κουμπί που έβαζε μπρος το μηχάνημα.

“Τον κωδικό”, της είπε ψιθυριστά, λες και δεν ήταν μόνοι τους στο σπίτι. Εκείνη με χέρι τρεμάμενο του έτεινε το χαρτάκι της Καρολίνας. Ο Μιχάλης πληκτρολόγησε τον ακατανόητο συνδυασμό από αριθμούς και γράμματα:

C1PH3R

“Τι διάολο;” μονολόγησε ύστερα από λίγο. Έγειρε προς τα πίσω και μετά κόλλησε τη μύτη του στην οθόνη. “Τι μαλακία μου πούλησαν; Αφού τους είπα καθαρά πως το ήθελα για τον ανιψιό μου που είναι φοιτητής, για να γράφει τις εργασίες του”.

“Και… τι είναι αυτό που σου έδωσαν;” τόλμησε να ρωτήσει η Δέσποινα.

Αντί για απάντηση, ο Μιχάλης έστρεψε το λάπτοπ προς το μέρος της.

Πρώτη της φορά έβλεπε από τόσο κοντά οθόνη υπολογιστή σε λειτουργία, δίχως τον Φραγκίσκο να μπαίνει μπροστά και να την κρύβει ή να τη γυρίζει απ’ την άλλη βιαστικά. Ούτε που ήξερε τι έπρεπε ή δεν έπρεπε να περιμένει, ή τι έτρεμε η ίδια περισσότερο μην αντικρίσει. Απ’ την προβληματισμένη έκφραση του αδελφού της, πάντως, αυτό που αντίκριζε μάλλον δεν ήταν φυσιολογικό.

Μπροστά της στο σκοτεινό γυαλί ήταν μια πόρτα. Μια σκέτη πόρτα που δεν στηριζόταν πουθενά, αιωρούμενη στο μαύρο φόντο. Όμορφα σχεδιασμένη, σχεδόν σαν αληθινή. Και κλειστή – αν και τι ακριβώς εξυπηρετούσε μια κλειστή πόρτα στο κενό, ένας Θεός ξέρει (ή ένας Οξαποδός, γιατί πράγματα του Θεού αυτά δεν ήταν). Ο Μιχάλης έσυρε το δείχτη του χεριού του στο τετράγωνο πλαίσιο κάτω απ’ τα πλήκτρα του λάπτοπ και το λευκό βελάκι που φαινόταν στην οθόνη μετακινήθηκε ώσπου ακούμπησε στην πόρτα – και τότε άλλαξε σχήμα κι έγινε σαν μικροσκοπική γροθιά. Λες και πήγαινε να χτυπήσει για να του ανοίξουν.

Ο Μιχάλης γύρισε και κοίταξε τη Δέσποινα.

“Τι λες; Να μπούμε;”

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. Και δεν έμπαιναν; Έτσι κι αλλιώς, εδώ που είχαν φτάσει, δεν είχε πια νόημα να κάνουν πίσω. Άσε που μέσα της βαθιά η φλογίτσα μιας αδημονίας παιδιάστικης, χρόνια ξεχασμένης, ξανάρχιζε να τρεμοπαίζει τσιγκλώντας της γλυκά την ψυχή. Θα έσκαγε αν δεν έβλεπε τι έκρυβε η μετέωρη κλεισμένη πόρτα.

Το δάχτυλο του Μιχάλη πίεσε ελαφρά το τετράγωνο πλαίσιο κι η πόρτα άνοιξε.

Και ξανάκλεισε πίσω τους με θόρυβο.

Πίσω τους;

Στράφηκαν κατατρομαγμένοι. Πηχτό σκοτάδι είχε γεμίσει το δωμάτιο. Μόνο στο βάθος διακρινόταν αμυδρά το περίγραμμα της πόρτας που μόλις είχε κλείσει. Τα πόδια τους δεν πατούσαν πουθενά – κι όμως, δεν έπεφταν. Ή, μάλλον, δεν υπήρχε πάτος για να πέσουν. Από ένστικτο γύρεψαν το χέρι ο ένας του άλλου, πιάστηκαν σφιχτά. Σπασμωδικά ψαχούλεψαν γύρω τους, μα δεν πετύχαιναν ούτε τοίχο, ούτε έπιπλο. Λες και κρέμονταν από αθέατα σχοινιά μέσα σ’ ένα κατάμαυρο τίποτα. Πάσχισαν να γυρίσουν στην επίμαχη πόρτα, μα όσο νόμιζαν πως κινούνται προς το μέρος της, τόσο αυτή έδειχνε να απομακρύνεται, ώσπου χάθηκε εντελώς απ’ τα μάτια τους.

“Πού είμαστε;” ψέλλισε η Δέσποινα. “Τι είναι εδώ μέσα;”

“Δεν ξέρω”, μουρμούρισε με σφιγμένα δόντια ο Μιχάλης, “αλλά αν καταφέρουμε να βγούμε, θα πάω να βρω τον αλήτη που μου πούλησε αυτό το κολοκύθι και θα του το φορέσω κολιέ”.

Το “αν” δεν της άρεσε καθόλου της Δέσποινας, μα δεν μίλησε. Δεν ήθελε να χειροτερέψει την κατάσταση.

“Πού να φανταστώ τέτοιο πράγμα”, συνέχισε ο αδελφός της θλιμμένα. “Ένα καλό πήγα να κάνω, να βοηθήσω το παιδί στις σπουδές του…”

Αν είχε κι αυτός κρατηθεί να μη μιλήσει, αν δεν είχε ξεστομίσει τα λόγια ετούτα, μπορεί το τέλος της ιστορίας να ήταν αλλιώτικο. Ίσως τότε η Δέσποινα δεν θα έχανε την ψυχραιμία της, δεν θα λύγιζε. Μπορεί να μην τραβούσε απότομα το χέρι της απ’ το δικό του, αφήνοντάς τον να παρασυρθεί μακριά της, να βουλιάξει στην άυλη μαυρίλα ολομόναχος.

Μάταια ο Μιχάλης φώναζε θρηνητικά το όνομά της καθώς τον κατάπινε το κενό, μάταια της άπλωνε τα χέρια, με ξέπνοη απελπισία τη ρωτούσε τι πήγαινε να κάνει, την ικέτευε να τον λυπηθεί – και τον ίδιο και τον εαυτό της. Εκείνη είχε πετρώσει, ούτε που ανάσαινε. Οι κραυγές του έφταναν στ’ αυτιά της αδύναμες και παραμορφωμένες, σαν μέσα από πηγάδι απύθμενο, ανάκατες μ’ έναν χτύπο υπόκωφο, άρρυθμο, που γινόταν ολοένα και πιο δυνατός, ολοένα και πιο γρήγορος. Της καρδιάς της; Μια ξαφνική βροχή από βίδες, σπασμένα πλαστικά και τζάμια, αίματα και μυαλά άρχισαν να πετάγονται βίαια καταπάνω της, κολλούσαν στα μαλλιά της και στα ρούχα της. Απόμεινε να τα κοιτάζει άλαλη και ακίνητη, μαρμαρωμένη στο θεοσκότεινο χάος. Από πού έρχονταν όλα αυτά; Τίνος ήταν τα αίματα; Μήπως κάποιος – ή κάτι – από τα βάθη της αβύσσου όπου είχαν παγιδευτεί, έκανε κακό στον αδελφό της; Άνοιξε το στόμα της να φωνάξει, μα φωνή δεν έβγαινε από μέσα της. Τρόμος και τύψη, οργή και παράπονο. Κύματα άγρια που την πλημμύρισαν, την έπνιξαν. Όρμησε προς τα κει που υπολόγιζε – παρακαλούσε – να βρίσκεται η πόρτα και με όσες δυνάμεις είχε και δεν είχε κολύμπησε, μόνη της πια, μες στο σκοτάδι.

Ούτε που θυμόταν πώς βγήκε, αν έφτασε τελικά στην πόρτα και πώς ξαναβρέθηκε στο δωμάτιο του Φραγκίσκου, σωριασμένη πλάι στα συντρίμμια του λάπτοπ και του κρανίου του αδελφού της. Το κήτος που τους καταβρόχθισε είχε φτύσει τα μασημένα και μισοχωνεμένα απομεινάρια τους στα μούτρα της παλιάς τους, βαρύθυμης και αργόσυρτης, τιποτένιας ζωής. Στην αστυνομία (και αργότερα στην ανακρίτρια) η Δέσποινα είπε εκατό φορές την ίδια ιστορία, με τα ίδια κι απαράλλαχτα λόγια, σαν να την είχε μάθει απέξω: πως ο Μιχάλης ήρθε σπίτι της να μιλήσουν για την παθολογική εμμονή του γιου της και ανιψιού του με το λάπτοπ. Ότι ξεκλείδωσαν το μηχάνημα με τη βοήθεια ενός συνθηματικού που της είχε δώσει κρυφά μια συμφοιτήτρια του Φραγκίσκου. Πως “άνοιξαν” την πόρτα στην οθόνη, παγιδεύτηκαν σ’ ένα μαύρο κενό και ξαφνικά ο Μιχάλης χάθηκε από δίπλα της. Και μετά τίποτα.

Όταν έκριναν σκόπιμο να της υπενθυμίσουν, με όχι ιδιαίτερο τακτ είναι αλήθεια, ότι ο γιος της είχε βρεθεί νεκρός μπροστά στο λάπτοπ δυο μήνες νωρίτερα και πως δεν υπήρχε καμιά συμφοιτήτριά του με το όνομα Καρολίνα, ή έστω με τα χαρακτηριστικά που περιέγραφε η Δέσποινα, εκείνη αντέδρασε σαν να ’πεφτε απ’ τα σύννεφα. Τι εξωφρενικά ψέματα ήταν αυτά; Ο Φραγκίσκος ζούσε κι ήταν στη σχολή του, απ’ όπου θα γύριζε από στιγμή σε στιγμή – και ποιος τον άκουγε μόλις έπαιρνε είδηση τι είχε πάθει το λάπτοπ του! Άλλωστε, αν η Καρολίνα δεν υπήρχε, ποια ήταν η κοπέλα που είχε έρθει μαζί του στο σπίτι και άφησε στο γραφείο του το χαρτάκι με τον κωδικό; Όσο γι’ αυτό που είχε συμβεί στον Μιχάλη, η Δέσποινα δεν είχε ιδέα.

Ορκιζόταν πως η ίδια ούτε που τον άγγιξε. Όπως δεν είχε αγγίξει και το λάπτοπ – και δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να εξηγήσει πώς τα θραύσματά του ήταν γεμάτα απ’ τα δικά της δαχτυλικά αποτυπώματα.

Το βιολί τους αυτοί. Οι γείτονες κάλεσαν, λέει, το 100 γιατί άκουσαν μεγάλη φασαρία και φωνές μέσα απ’ το σπίτι και φοβήθηκαν μην μπήκε κανένας κλέφτης. Ήξεραν πως η Δέσποινα ήταν μόνη της, σακατεμένη απ’ τον πρόσφατο χαμό του μονάκριβου γιου της – η διάρρηξη της έλειπε της δύσμοιρης.

Ο Φραγκίσκος, έλεγαν και ξανάλεγαν, είχε πεθάνει από υπερβολική λήψη ισχυρών αναλγητικών χαπιών, τα οποία, ωστόσο, η Δέσποινα ισχυριζόταν ότι ποτέ της δεν τον είχε δει να παίρνει. Τα συνδύαζε κιόλας με κοκτέιλ ενεργειακών ποτών σε άφθονη ποσότητα, ώστε να είναι συνεχώς σε εγρήγορση και να κάθεται άυπνος για μέρες στη σειρά. Έτσι τα έβγαζε πέρα με το διάβασμα και τον εθισμό του μαζί. Σ’ αυτό μάλλον οφείλονταν και τα παραπάνω κιλά του, που δεν συμβάδιζαν με το πόσο λίγο έτρωγε και πόσο αραιά. Ο γιος της είχε πάθει ανακοπή – και μάλιστα η ίδια τον είχε βρει και κάλεσε το ασθενοφόρο, νομίζοντας πως επρόκειτο για λιποθυμία απ’ την κούραση, πεισματικά αρνούμενη να σκεφτεί το χειρότερο. Όμως η Δέσποινα εξακολουθούσε να σκίζει τα ρούχα της πως τέτοιο πράγμα ουδέποτε συνέβη, ότι ο Φραγκίσκος ήταν ζωντανός κι έλειπε απλώς στο μάθημα και πως όλα όσα της αράδιαζαν ήταν ξεδιάντροπες ψευτιές.

Μιλούσαν για σοκ, για αμόκ, για βρασμό ψυχής. Απορούσαν πώς μια γυναίκα τόσο λεπτοκαμωμένη κατάφερε να διαλύσει το κεφάλι ενός ανθρώπου με ένα λάπτοπ – και να κάνει το ίδιο το λάπτοπ θρύψαλα με γυμνά χέρια. Έτσι όπως την είχαν βρει στη σκηνή του εγκλήματος, κατάχλομη, τρεμάμενη και κουβαριασμένη στο πάτωμα, με καμιά δύναμη δεν θα φαντάζονταν πως ήταν ικανή για τέτοια πράξη.

Θα πήγαινε σίγουρα φυλακή για φόνο αν δεν την έκλειναν στο ψυχιατρείο. Ως την ημέρα που έπεσε σε κατατονία και έπαψε οριστικά να επικοινωνεί με το περιβάλλον, επέμενε στη δική της, παραληρηματική εκδοχή των γεγονότων. Βέβαια, για την αστυνομία το τι είχε διαδραματιστεί ήταν ξεκάθαρο: η Δέσποινα δεν είχε ποτέ δεχτεί το θάνατο του γιου της, ούτε συγχώρησε ποτέ στον αδελφό της το ότι έστω και έμμεσα, έστω και άθελά του, ήταν υπεύθυνος για τη συμφορά. Μονάχα που δεν μπόρεσαν με τίποτα να λύσουν το αίνιγμα του υποτιθέμενου σημειώματος με τον κωδικό (το οποίο, παρεμπιπτόντως, δεν βρέθηκε πουθενά όσο κι αν έψαξαν). Πώς ήταν δυνατόν μια γυναίκα παντελώς άσχετη από υπολογιστές να έχει επινοήσει κάτι τέτοιο; Οι μόνοι που ίσως θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διαλεύκανση του μυστηρίου, ο γιος της ο Φραγκίσκος και ο αδελφός της ο Μιχάλης, είχαν πάρει την όποια εξήγηση μαζί τους στον τάφο.

Δυο μήνες πριν, τότε που οι νοσοκόμοι βρήκαν τον Φραγκίσκο με το κεφάλι γερμένο στα πλήκτρα του λάπτοπ, σαν να τον είχε πάρει ο ύπνος πάνω στο γραφείο, το μηχάνημα ήταν σβηστό. Κανείς δεν ασχολήθηκε με τη συγκεκριμένη λεπτομέρεια – θα υπέθεσαν πως του είχε αδειάσει η μπαταρία, μια και δεν ήταν συνδεδεμένο στο ρεύμα. Σε κανενός το νου δεν πήγε να λάβει υπόψη το στοιχείο αυτό, ή να το συσχετίσει με τα παραπέρα γεγονότα. Όχι δηλαδή πως υπήρχε περίπτωση να βγει άκρη, έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα.

Η υπόθεση του άτυχου Φραγκίσκου και της σαλεμένης αδελφοκτόνου μάνας του απασχόλησε για κάμποσο καιρό την κοινή γνώμη και την αυτόκλητη εμπειρογνωμοσύνη των τηλεοπτικών καναλιών. Ύστερα, παραγκωνισμένη από φρέσκιες, πιο φανταχτερές τραγωδίες, πέρασε στα ψιλά γράμματα των ειδήσεων και των εφημερίδων και στο τέλος ξεχάστηκε. Η εμπλοκή της μυστηριώδους “Καρολίνας” στο αιματοβαμμένο οικογενειακό δράμα παραμένει ανεξιχνίαστη.

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό άρχισε να γράφεται γύρω στα δέκα χρόνια πριν, με αφορμή τα κατά καιρούς περιστατικά αυτοκτονιών και θανάτων λόγω εθισμού στα βιντεοπαιχνίδια (ένα από τα πρώτα που έγιναν ευρύτερα γνωστά σημειώθηκε το 2001 στην Αμερική, εξαιτίας μιας… εικονικής ερωτικής απογοήτευσης – θέμα το οποίο πραγματεύεται μάλιστα η θαυμάσια πολωνική ταινία Suicide Room). Αναφέρεται στα τέλη της δεκαετίας του ’90 με αρχές του 2000, τότε που οι οικιακοί υπολογιστές – και ιδίως οι φορητοί – στη χώρα μας δεν ήταν ακόμα αυτονόητο “εξάρτημα” του καθενός και τα περισσότερα κινητά τηλέφωνα, των οποίων η χρήση επίσης δεν ήταν (δια)δεδομένη όπως σήμερα, δεν είχαν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Ο τίτλος – και κωδικός του μοιραίου λάπτοπ – είναι συνθηματική αλφαριθμητική γραφή της αγγλικής λέξης cipher (ή cypher), που σημαίνει “γρίφος” αλλά και “αμελητέα ποσότητα”.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top