Fractal

Η μοίρα του ανθρώπου

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Άγγελου Χαριάτη: «Η πόλη των γενναίων (Brave city)», εκδ. Μιχάλη Σιδέρη 2017

 

Ο Άγγελος Χαριάτης διαθέτει μια ιδιαίτερη συγγραφική ευχέρεια, ώστε να κινείται με τόλμη και άνεση μέσα στα λογοτεχνικά είδη – έχει γράψει πεζογραφήματα (διηγήματα και μυθιστορήματα) πολιτικά, κοινωνικά, αισθηματικά, υπαρξιακά. Με το τωρινό βιβλίο (έβδομο στη σειρά) δοκιμάζεται στο αστυνομικό είδος. Μοιάζει σα να υπακούει σε μια εσωτερική ανάγκη για αναζήτηση, για περιπλάνηση, για δοκιμασία, για ανανέωση των αισθητικών του μέσων, για ποικιλομορφία στον μετασχηματισμό των εμπειριών του.

«Η πόλη των γενναίων», λοιπόν, είναι ένα τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα, με την έννοια ότι ανταποκρίνεται πλήρως στον ορισμό του είδους. Ο πρωταγωνιστής, δηλαδή, είναι ένας αστυνομικός / ένας ντεντέκτιβ, ο οποίος επιχειρεί να λύσει ένα μυστήριο, ένα έγκλημα. Μάλιστα πρόκειται για ένα νουάρ αστυνομικό μυθιστόρημα, διαποτισμένο με τη σχετική σκοτεινή ατμόσφαιρα και την αναγκαία ψυχολογική χροιά, αλλά και την κατάρριψη του ονείρου της ευημερούσας κοινωνίας (όπως διαμορφώθηκε στην αμερικανική εκδοχή του μετά τον Ντάσιελ Χάμετ). Και είναι φανερή η ενσυνείδητη προσπάθεια του συγγραφέα να προσδώσει στο έργο τα προφανή στοιχεία του είδους, από τον καπνό μέχρι την εσωτερική σκοτεινιά.

Κι ακόμη, ο αστυνομικός πρωταγωνιστής, ο Κόννερυ, έχει να λύσει και προσωπικά ζητήματα εκτός από το μυστήριο, έχει προβλήματα και αδυναμίες, φοβίες, που διαπερνούν τη δουλειά, είναι σχεδόν σε διαθεσιμότητα, με μυστικά, αλλά και ευαισθησίες. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα αφήγημα που τοποθετείται στο χώρο του ρεαλισμού και όχι στον παλιό ρομαντισμό του είδους, που περιστρεφόταν γύρω από την ύπαρξη ενός ξεχωριστού ήρωα με ιδιαίτερη ευστροφία ή τόλμη.

Ο κεντρικός ήρωας εδώ δεν είναι ιδιαίτερα δυναμικός, η αστυνομική ιδιότητα δεν μοιάζει πάνω του κυρίαρχη, οι ικανότητές του δεν είναι εντυπωσιακές, η πορεία προς τη διαλεύκανση σημαδεύεται και από τα προσωπικά τραύματα και τα αδιέξοδα στην προσωπική ζωή, από ματαιώσεις και απογοητεύσεις. Οι παρελθοντικές εμπειρίες διαπερνούν το παρόν, η μοναχικότητα προσδίδει στο νουάρ.

Η επίλυση του μυστηρίου, λοιπόν, δεν θα στηριχθεί ούτε στα φαιά κύτταρα και τους λογικούς συλλογισμούς ούτε στη σωματική δύναμη ή το θάρρος ούτε στον τεχνολογικό εξοπλισμό και την ανάλυση μη ευδιάκριτων ιχνών και πειστηρίων.

Μάλιστα, σ’ ένα είδος ανατροπής, ο αστυνομικός μ’ έναν τρόπο εμπλέκεται ή φαίνεται να συνδέεται προσωπικά με την υπόθεση, το μυστήριο του εγκλήματος ή των εγκλημάτων μοιάζουν να είναι και προσωπικά μυστήρια, γίνεται μάλιστα κατά μία έννοια και θύμα, κι ακόμα ακολουθεί παράλληλη (επίσημη και ανεπίσημη) δράση για την ανακάλυψη του ενόχου. Εργάζεται για την αστυνομία και κρύβεται απ’ αυτήν, είναι διώκτης και διωκόμενος.

Η δομή είναι στιβαρή, η πλοκή σε κρατά σε εγρήγορση, σε αγωνία, αυτό ακριβώς που πρέπει να κάνει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Συγκεκριμένα, η πλοκή στρέφεται  τόσο στο κλασικό ερώτημα «ποιος το έκανε», δηλαδή στο παρελθόν, που εδώ είναι εξαιρετικά πρόσφατο, φρέσκο, σχεδόν παρόν, όσο και στον τρέχοντα χρόνο της έρευνας και στο μέλλον, στα επόμενα βήματα, αφού ο συγγραφέας μπολιάζει την πλοκή με προοικονομίες, με προαναγγελίες νέων εγκλημάτων και δράσεων, έτσι ώστε στο ερώτημα «ποιος είναι ο ένοχος» προστίθεται και το ερώτημα «ποιος θα είναι το θύμα» και άλλα συγγενικά. Συνεπώς, έχουμε μια σύνθετη δράση και μια ενδιαφέρουσα πλοκή.

Η ματιά είναι σε μεγάλο βαθμό κινηματογραφική, ο αναγνώστης σχηματίζει εικόνες, ο συγγραφέας δημιουργεί πλάνα, σκηνοθετεί και σκηνογραφεί.

Η γραφή είναι ενδιαφέρουσα, με σταθερό ρυθμό και έντονα χαρακτηριστικά: καταιγιστική χρήση παρομοιώσεων και αναλογιών, συχνή χρήση του υπερβατού σχήματος. Η γλώσσα εύληπτη, απλή, καθαρή, διαυγής. Δεν είναι όλα αυτά τα στοιχεία πάγια χαρακτηριστικά της γραφής του Χαριάτη. Είναι η δυνατότητα προσαρμογής του ύφους και της γλώσσας στις απαιτήσεις του εκάστοτε είδους.

Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, υπάρχει παντογνώστης αφηγητής, ωστόσο δεν δίνεται κυριαρχικά αυτή η εντύπωση, καθώς κυρίως παρακολουθούμε τα δρώμενα με την οπτική γωνία του πρωταγωνιστή, γνωρίζουμε όσα γνωρίζει αυτός, μαθαίνουμε τις σκέψεις του, το παρελθόν του, την ιστορία υπό τη δική του γωνία, τα άλλα πρόσωπα υπό το δικό του βλέμμα. Βέβαια, ο αφηγητής μπαίνει (σε πιο περιορισμένη έκταση) μέσα και σε άλλα πρόσωπα, αποκαλύπτοντας τις σκέψεις τους και στοιχεία από το παρελθόν τους, χωρίς πάντως αυτό να κυριαρχεί στην αφηγηματική τεχνική του συγγραφέα.

Στο πλαίσιο αυτό της περίπου ταύτισης αφηγητή – πρωταγωνιστή (παρά το γεγονός ότι δεν έχουμε πρωτοπρόσωπη αφήγηση), παρατηρούμε και την απουσία της συνωμοσίας του συγγραφέα είτε με τον ήρωα είτε με τον θεατή.

Ο κεντρικός ήρωας, δηλαδή, βαδίζει μαζί με τον αναγνώστη (σ’ ό,τι τουλάχιστον έχει σχέση με το παρόν και το μέλλον, γιατί το παρελθόν είναι μια άλλη ιστορία – ίσως και μια άλλη χώρα – κι εδώ αυτή η φράση είναι περίπου κυριολεκτική). Ξεσκεπάζουν  ταυτόχρονα και σταδιακά τα κομμάτια της αλήθειας ή τις εντυπώσεις της πλάνης. Γνωρίζουν ακριβώς τα ίδια, εκπλήσσονται μαζί, αναρωτιούνται μαζί, ενδεχομένως  σχεδιάζουν μαζί. Σ’ αντίθεση με τα αστυνομικά μυθιστορήματα της Αγκάθα Κρίστι π.χ., όπου ο συγγραφέας ουσιαστικά συνωμοτεί με τον ήρωα για να ξεγελάσουν τον αναγνώστη, καθώς ο τελευταίος μαθαίνει, πάντοτε με έκπληξη, στην εκπνοή της ιστορίας τον ένοχο, που κάθε άλλο παρά προοικονομείται, αλλά και πολλά από τα καλά μέχρι τότε κρυμμένα μυστικά της υπόθεσης, σ’ αντίθεση επίσης με την ακριβώς αντίστροφη τακτική των αρχαίων δραματουργών, που συνωμοτούσαν με τους θεατές εις βάρος του ήρωα, στη γνωστή τραγική ειρωνεία, καθώς εκείνοι ήταν γνώστες όσων αγνοούσε ο ήρωας, που μόνο στο τέλος μάθαινε την τραγική του μοίρα, εδώ ακολουθείται μια άλλη, πιο «τίμια» οδός, όπου όλοι έχουν ισότιμη συμμετοχή στο μερίδιο της αλήθειας που κάθε φορά, κάθε στιγμή τους αναλογεί. Ανοίγουμε μαζί, διστακτικά, τις πόρτες προχωρώντας με προσεκτικά βήματα στα εσωτερικά δωμάτια, εκεί που βρίσκεται η καρδιά της υπόθεσης, το μυαλό του συγγραφέα. Η έρευνα γίνεται κατά μια έννοια σε ενεστώτα χρόνο, χωρίς, φυσικά, να λείπει και το στοιχείο της έκπληξης – μόνο που είναι έκπληξη τόσο για τον αναγνώστη όσο και για τον ήρωα.

Από την άλλη, υπάρχει ένα σημείο όπου οι αναγνώστες βρίσκονται πιο πίσω από τον ήρωα, τον αστυνομικό, μαθαίνουν με καθυστέρηση κάποια δεδομένα, κι αυτά δεν είναι άλλα από στοιχεία του παρελθόντος του ήρωα, που προφανώς εκείνος τα γνωρίζει εξαρχής, αλλά οι αναγνώστες τα μαθαίνουν όταν εκείνος τα αναλογίζεται, όταν δηλαδή κάποια άλλα στοιχεία τροφοδοτούν τη μνήμη του και θα έλεγε κανείς ότι μ’ αυτήν την έννοια πάλι συμβαδίζουν μαζί του. Ωστόσο, είναι εντέλει έτσι; Ο ήρωας ξέρει περισσότερα για τον εαυτό του από τους αναγνώστες; Ίσως όχι. Μάλιστα θα τολμούσα να πω ότι φαίνεται σαν η άγνοια εντέλει του ίδιου του παρελθόντος, του ίδιου του εαυτού, να ορθώνεται ως εμπόδιο στην πορεία της επίλυσης, σα να μας λέει ότι, αν γνωρίζαμε τον εαυτό μας, θα κατείχαμε τα κλειδιά των μυστηρίων, θα καταλαβαίναμε ίσως τις λύσεις, θα αντιλαμβανόμασταν τα κίνητρα. Κατά μία έννοια, όλα βρίσκονται μέσα μας.

Σχετικά με τους χαρακτήρες: Περισσότερο, όπως είναι φυσικό, διαγράφεται, περιγράφεται, παρακολουθείται ο κεντρικός χαρακτήρας, ο αστυνομικός, ακριβώς γιατί δεν είναι μόνο ρόλος, θέση, λειτουργία, δεν είναι δηλαδή μόνο ο περισσότερο ή λιγότερο επαρκής εκπρόσωπος του νόμου που καλείται από τη θέση του να διαλευκάνει ένα έγκλημα, αλλά είναι ένας άνθρωπος με προσωπική ιστορία, προσωπικές συνήθειες, σκέψεις, αισθήματα, επιθυμίες, που συγκροτούν ένα  πρόσωπο. Οι άλλοι χαρακτήρες μολονότι περισσότερο περιφερειακοί, γίνεται προσπάθεια να οριστούν και αυτοί ως πρόσωπα, εξ ου και η σχετική αλλαγή της εστίασης στην αφήγηση, για την οποίαν μιλήσαμε παραπάνω, η προσπάθεια δηλαδή να εισχωρήσουμε μέσα τους. Έτσι, στο μυθιστόρημα υπάρχουν και έντονα ψυχολογικά στοιχεία, καθώς ακριβώς η εσωτερική ζωή των προσώπων παίζει αποφασιστικό ρόλο στη δράση τους και τις επιλογές τους.

Πέραν αυτών, υπάρχει και το στοιχείο της τρόπον τινά επιστημονικής φαντασίας, η πόλη όπου διαδραματίζεται η ιστορία είναι πόλη εποίκων, μια πόλη που ξεπήδησε από την εμφάνιση μιας νέας ηπείρου μετά το λιώσιμο των πάγων, μια πόλη που ξεκίνησε από διαστάσεις χωριού και μηδενική εγκληματικότητα – και τα δυο αυξάνονταν αναλογικά μεταμορφώνοντας σταδιακά την εικόνα της.

 

Άγγελος Χαριάτης

 

Το ιδιαίτερο και αυτό που εντέλει αναιρεί την επιστημονική φαντασία είναι ότι η πόλη είναι ακριβώς η γνωστή κοινωνία των ανθρώπων, η μεταφορά όλων των χαρακτηριστικών και των παθογενειών, οι αναγνωρίσιμες εκδηλώσεις και προκαταλήψεις, η αίσθηση του ανάλλαχτου, της αδυναμίας τελικά του ανθρώπου να στήσει την ιδανική κοινωνία, μια υπενθύμιση της ουτοπίας, που εξακολουθεί να τρέφει τόσο την προσδοκία όσο και την απογοήτευση. Εδώ βρίσκεται και το πολιτικό σχόλιο του Χαριάτη, που κάποιες φορές γίνεται άμεσο (με αναφορά στην επικίνδυνη άνοδο της ακροδεξιάς ή στο ολοκαύτωμα), αλλά συνήθως είναι υπόγειο, υπαινικτικό, για την ελπίδα που διαψεύδεται, σαν τον ορίζοντα που απομακρύνεται όσο τον πλησιάζεις. Ακόμη κι αν γεννηθεί μια νέα ήπειρος, όπως εδώ, σε μια εποχή κοντινή, ωστόσο, με τα δικά μας πρόσωπα να προεκτείνονται εντός της, ακόμη κι αν αποπειραθούμε την ίδρυση μιας νέας πόλης, οικουμενικής στη σύστασή της, με προδιαγραφές ευνομίας και καλής διοίκησης, ισότητας και κατανόησης, με όλα τα διδάγματα που μας προσπόρισε η ιστορία, και τότε θα διαψευσθούμε, οι έποικοι είμαστε εμείς με ό,τι κουβαλάμε από αυτόν τον μικρό – μεγάλο πλανήτη και την ιστορία μας. Εξ ου και το έγκλημα και ό, τι ακολουθεί, πιστό αντίγραφο όσων γνωρίζουμε από τις μέχρι τώρα κοινωνίες. Παρόλο που η πόλη ξεκίνησε με μηδενική εγκληματικότητα, σχεδόν ανύπαρκτη παραβατικότητα, σιγά σιγά οργανώθηκε και εκδηλώθηκε κάθε παρενέργεια και κάθε εγκληματική, αλλά και ρατσιστική συμπεριφορά, μολονότι η πόλη εποικίστηκε από κάθε λογής εθνικότητα, δηλαδή ήταν εξ ορισμού μια πόλη μεταναστών (αν και υπήρχαν και παράτυποι μετανάστες – ακόμη κι αυτό), όλα τα στερεότυπα μεταφέρθηκαν και καθόρισαν την κοινωνική ιεραρχία και αντίληψη. Ο νέος κόσμος είναι ο παλιός και «η μοίρα του ανθρώπου η καταστροφή του», όπως λέει και το κείμενο. Ενδεικτικό ότι η νέα πόλη δεν είναι καν οικολογική ή περισσότερο υγιεινή από τις δικές μας, παρότι προέκυψε από οικολογική καταστροφή (καπνίζουν στα γραφεία της Αστυνομίας, κλπ.).

Μάλιστα, είναι τόσο ξεκάθαρο ότι η στόχευση του συγγραφέα είναι να περιγράψει ως περικείμενο της δράσης μια πόλη ακριβώς όπως τη γνωρίζουμε (και αυτό γίνεται φανερό με διαρκείς αναφορές στις γνώριμές μας εικόνες), που αδιαφορεί επιδεικτικά απέναντι σε τυπικές ή φαινομενικές ανακολουθίες, και παραβλέπει σκοπίμως κενά ή  λεπτομέρειες, όπως το γεγονός της ερειπωμένης μονοκατοικίας σε μια πόλη 10 χρόνων ή η γκρίζα πολυκατοικία ή την απουσία πληροφόρησης σχετικά π.χ. με τη γλώσσα της νέας χώρας. Προφανώς δεν έχει σημασία ποια γλώσσα μιλούν (παρά το γεγονός ότι κάποιες φορές μοιάζει να μιλούν ελληνικά, αφού κάποιες λέξεις τις αναλύει σε συγκεκριμένους ελληνικούς φθόγγους), υπάρχει δηλαδή μια σύμβαση που τίθεται χωρίς συζήτηση. Ωστόσο, η όλη εικόνα μαζί και το νόμισμα της χώρας, που φαίνεται να είναι το αμερικανικό δολάριο, και η ονοματοδοσία των δρόμων (π.χ. 32η οδός), αλλά και ο αγγλικός συνοδευτικός τίτλος του βιβλίου («Brave city») παραπέμπει σε αμερικανική ατμόσφαιρα (και ο πρωταγωνιστής έχει αμερικανική καταγωγή, αν και ελληνικό βίο), όπως ορίζει και το νουάρ ύφος (που κατέληξε αμερικανικό αν και ξεκίνησε ως γαλλικό). Η ομοιότητα είναι συνειδητά και «μεγαλόφωνα» υπογραμμισμένη.

Και γιατί, λοιπόν, τοποθετείται η δράση σε μια πόλη φανταστική; Γιατί δεν εκτυλίσσεται σε μια συνήθη πολυπολιτισμική μεγαλούπολη με όλα τα χαρακτηριστικά που συναντούμε στο έργο; Μα γιατί ακριβώς πίσω από όσα παρακολουθούμε, στο φόντο των γεγονότων, υπάρχει ταυτόχρονα η υπενθύμιση της ανθρώπινης μοίρας, η διάψευση της ελπίδας μιας άλλης ζωής (όσο κι αν ο πρωταγωνιστής πιστεύει στη μεταθανάτια), η υπογράμμιση του αδιεξόδου, η μελαγχολία της διαπίστωσης ότι αυτό είναι ό,τι έχουμε και δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Αυτό άλλωστε δίνει στο έργο και ένα άλλο (δυστοπικό) βάθος από ένα απλό αστυνομικό μυθιστόρημα.

Η πόλη των γενναίων, που δεν υπάρχουν (ούτε καν οι ντεντέκτιβ αστυνομικοί), ηχεί ειρωνικά και ως τίτλος σ’ αυτή την – ασφαλώς – γενναία προσπάθεια του Άγγελου Χαριάτη.

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου είναι Δρ. Φιλολογίας, Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top