Fractal

Εφιάλτης στον δρόμο με τα κίτρινα τούβλα

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη //

 

ΜΠΛΕ ΒΕΛΟΥΔΟ
(BLUE VELVET, 1986)
Σενάριο-Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Λιντς

 

 

Με αφορμή την ξαφνική ασθένεια του πατέρα του (Τζακ Χάρβεϊ), ο νεαρός φοιτητής Τζεφ Μπομόντ (Κάιλ ΜακΛάχλαν) επιστρέφει στην κωμόπολη όπου μεγάλωσε και βρίσκει τυχαία ένα… ανθρώπινο αυτί πεταμένο σ’ ένα χωράφι. Αμέσως το πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα, αλλά η περιέργεια τον ωθεί να ψάξει και ο ίδιος την υπόθεση με τη βοήθεια της συνομήλικής του Σάντι (Λόρα Ντερν), κόρης του αστυνόμου Γουίλιαμς (Τζορτζ Ντίκερσον). Οι έρευνές του θα τον ρίξουν στα δίχτυα της μοιραίας καλλονής Ντόροθι Βάλενς (Ιζαμπέλα Ροσελίνι), τραγουδίστριας σε νάιτ κλαμπ και ερωμένης του σχιζοφρενούς γκάνκστερ Φρανκ Μπουθ (Ντένις Χόπερ), η οποία είναι μπλεγμένη σ’ έναν ζωντανό εφιάλτη ακραίων παθών, φονικών μυστικών και εκδίκησης. Καθώς εισχωρεί όλο και πιο βαθιά στον λαβύρινθο της ζοφερής αυτής ιστορίας, ο Τζεφ θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον αθέατο υπόκοσμο βίας, διαστροφών και παράνοιας που καραδοκεί πίσω απ’ την ειδυλλιακή “βιτρίνα” της πόλης του…

 

Αν και από τις λιγότερο δυσπρόσιτες δημιουργίες του εικονοκλάστη Ντέιβιντ Λιντς, το Μπλε Βελούδο δεν είναι άμοιρο πολυεπίπεδων όσο και κρυπτικών συμβολισμών. Με μια ριψοκίνδυνη κατάδυση στις αβύσσους του υποσυνείδητου, ο Λιντς αλιεύει αταβιστικά και επίκτητα αρχέτυπα και χτίζει μια στοιχειωμένη αλληγορία, που απ’ την αρχή ως το τέλος παίζει με το μυαλό του θεατή σαν τη γάτα με το ποντίκι. Η μικρή Ντόροθι από τον Μάγο του Οζ (αναφορά που θα επανακάμψει τέσσερα χρόνια αργότερα, στην Ατίθαση Καρδιά) μεταμορφώνεται σε ώριμη φαμ φατάλ, για την οποία το παραμύθι έχει μετατραπεί σε κόλαση. Το γαλάζιο της φόρεμα (από την κλασική κινηματογραφική εκδοχή του Βίκτορ Φλέμινγκ με την Τζούντι Γκάρλαντ) γίνεται μπλε βελούδινο φετίχ, ενώ τα κόκκινα παπούτσια που της επέτρεπαν να μετακινείται στον χωροχρόνο αντικαθίστανται από γόβες στιλέτο ασορτί με το κραγιόν της. Χτυπώντας τις κόκκινες γόβες της, δηλαδή καταφεύγοντας στη σεξουαλικότητά της για να χειριστεί τις δυσχερείς και τραυματικές καταστάσεις, η ενήλικη Ντόροθι δεν μεταφέρεται στο σπίτι της, αλλά ξαναγυρνά στη φυλακή της ταραγμένης της ψυχής, που της είναι οδυνηρά οικεία και ξένη.

 

 

Τα σύμβολα και οι παραλληλισμοί μετατοπίζονται διαρκώς, δημιουργώντας νέα πεδία και αλυσίδες συνδηλώσεων. Το παιδικό καπέλο με την έλικα και τον μουσικό μηχανισμό παραπέμπει άμεσα στον Μάγο του Οζ, ενώ ο μανιακός Φρανκ Μπουθ είναι συνονόματος με τον συγγραφέα του βιβλίου, Λ. Φρανκ Μπάουμ (άλλωστε και τα επώνυμά τους ξεκινούν με το ίδιο γράμμα). Ο δρόμος με τα κίτρινα τούβλα βρίσκει τη μακρινή του ηχώ στον διεφθαρμένο μπάτσο με το κίτρινο κοστούμι (Φρεντ Πίκλερ) και ο Τζεφ εκπροσωπεί σε διαδοχικές φάσεις τους τρεις “βοηθούς” της Ντόροθι (τον Τενεκεδένιο, το Δειλό Λιοντάρι και το Σκιάχτρο – με αυτήν ακριβώς τη σειρά).

 

Ο κατακερματισμός της αλληγορίας μέσω της κυριολεκτικής απεικόνισής της – ο φρεσκοβαμμένος ξύλινος φράχτης (picket fence, έμβλημα του ιδανικού οικογενειακού κήπου), τα πορφυρά τριαντάφυλλα, ποικιλίας American Beauty (“αμερικανική ομορφιά”) – ξεσκεπάζει την τερατώδη ποίηση της ειρωνείας και των ευφημισμών που κρύβονται από κάτω, ενώ εξακολουθούν να βρίθουν οι λογοτεχνικές, κινηματογραφικές και μυθολογικές νύξεις: δανεισμένο από τον Ανδαλουσιανό Σκύλο των Μπουνιουέλ & Νταλί, τον Χίτσκοκ (οπτικά, θυμίζει το σιφόνι της ντουζιέρας στο Ψυχώ, με το χρώμα της σήψης – πράσινο σαν το περιποιημένο γκαζόν που σκεπάζει την αθέατη σαπίλα – αντί για αίμα) και τη φαλλική σύνθεση με τα αυτιά και το ξίφος στο οραματικό τρίπτυχο Ο Κήπος των Επίγειων Ηδονών (1490-1510) του Φλαμανδού ζωγράφου Ιερώνυμου Μπος, το κομμένο αυτί με την αποικία μυρμηγκιών γίνεται το διαβατήριο του Τζεφ/Θησέα για τον λαβύρινθο (του αυτιού και της πλοκής) προκειμένου να ελευθερώσει την Ντόροθι/Αριάδνη από τον Μινώταυρο/Φρανκ. Ή του Τζεφ/Ορφέα για την κάθοδό του στον Άδη, ώστε να σώσει την Ευρυδίκη/Ντόροθι από τον Χάροντα/Φρανκ και τον άρχοντα του Κάτω Κόσμου, τον συνέταιρο του Φρανκ στο έγκλημα, Πλούτωνα/Μπεν (Ντιν Στόκγουελ).

 

 

Η επιμονή στην εικόνα του αυτιού, η οποία συνεχώς επανέρχεται σαν λαϊτμοτίφ (τα επανειλημμένα ζουμ στο κομμένο αυτί, καθώς και στο αυτί του Τζεφ – κινηματογραφημένο έτσι ώστε να μοιάζει με κοχύλι απ’ το οποίο βγαίνει η μουσική υπόκρουση της σκηνής, σαν απόμακρη βοή κυμάτων και τραγούδι σειρήνας), μας δίνει το έναυσμα να αφουγκραστούμε όσα έχει να μας πει το Μπλε Βελούδο σε βαθύτερο επίπεδο και συγχρόνως να προσέξουμε ιδιαίτερα τη μουσική επένδυση, που για όσους γνωρίζουν το έργο του Λιντς, αποτελεί δομικό συστατικό των ταινιών του. Ο ανατριχιαστικά αισθησιακός και ατμοσφαιρικός ήχος του Άντζελο Μπανταλαμέντι (μόνιμου συνθέτη σάουντρακ του Λιντς) συμπληρώνεται εδώ από τραγούδια που συνοδεύουν (και υπαγορεύουν) τις σκηνές κλειδιά του φιλμ: Blue Velvet του Μπόμπι Βίντον, In Dreams του Ρόι Όρμπισον και για το φινάλε, Mysteries of Love με την αγγελική φωνή της Τζούλι Κρουζ.

 

Στο Μπλε Βελούδο ο Λιντς συγκεντρώνει την αφρόκρεμα των αγαπημένων του ηθοποιών: την τότε φίλη του, εκθαμβωτική Ιζαμπέλα Ροσελίνι (η οποία το 1990 θα έκανε ένα αξέχαστο καμέο ως Περντίτα Ντουράνγκο στην Ατίθαση Καρδιά του), τη Λόρα Ντερν (που έμελλε επίσης να πρωταγωνιστήσει στην Ατίθαση Καρδιά και το Inland Empire και να συμμετάσχει στην πλειονότητα των υπόλοιπων ταινιών του), τον ιδιότυπα γοητευτικό σχεδόν μόνιμο πρωταγωνιστή του, Κάιλ ΜακΛάχλαν (Dune, Ο Ύποπτος Κόσμος του Twin Peaks), καθώς και παλιούς γνώριμους από τα πρώτα σκηνοθετικά του βήματα, όπως ο Ντιν Στόκγουελ (από το Dune) και ο αδικοχαμένος Τζακ Νανς (από το Eraserhead και με τακτικές συμμετοχές στη φιλμογραφία του Λιντς) σε καίρια καμέο. Ο Λιντς έχει τη μαγική ικανότητα να μεταμορφώνει τους ηθοποιούς του σε ό,τι θέλει, αποσπώντας τους ερμηνείες που καταργούν τα όρια των δυνατοτήτων τους: όλοι τους δίνουν ρεσιτάλ ενσαρκώνοντας πρόσωπα φαινομενικά κομμένα και ραμμένα στα μέτρα τους, αλλά τόσο πολυδιάστατα και περίπλοκα ώστε ξεφεύγουν εντελώς από καλούπια ή κανόνες. Κανένας απ’ τους ρόλους δεν είναι “εύκολος”, όσο σχηματικός και αν δείχνει με την πρώτη ματιά – ως και ο “αθώος” Τζεφ, (περίπου) άγραφος πίνακας πριν εμπλακεί κυριολεκτικά και μεταφορικά στο κυνηγητό των ίσκιων, έχει μια σκοτεινή πτυχή με την οποία θα αναμετρηθεί αργά ή γρήγορα.

 

 

Ο κάθε χαρακτήρας υποδηλώνεται ξεχωριστά από αντικείμενα που τον ακολουθούν σαν ομηρικά επίθετα όποτε εμφανίζεται στην οθόνη. Η παρουσία του Τζεφ συνδυάζεται με το αυτί (το κομμένο και το δικό του), το οποίο σχετίζεται με την ιδιότητά του ως ερασιτέχνη ντετέκτιβ και μάρτυρα γεγονότων. Η Ντόροθι, με την μπλε βελούδινη ρόμπα, τις κόκκινες γόβες και το κραγιόν, είναι παγιδευμένη στη φετιχιστική εικόνα που της έχει επιβληθεί εκβιαστικά από τον Φρανκ, ο οποίος δεν αποχωρίζεται ποτέ τη μάσκα του για εισπνοή αερίου (που σηματοδοτεί τα περάσματά του στην παράνοια), ενώ η Σάντι ταυτίζεται με τον κοκκινολαίμη που τρώει τα βλαβερά έντομα – σύμβολο κάθαρσης και θριάμβου του “καλού”. Παρ’ όλα αυτά, τα πρόσωπα δεν μένουν εγκλωβισμένα σε ηθογραφικά στερεότυπα, αλλά τα γνωρίσματα και οι αντιδράσεις τους αντιστρέφονται, εναλλάσσονται και διαπλέκονται. Η Ντόροθι γίνεται από θύμα, θύτης: εθισμένη στα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια του Φρανκ, τα αναπαράγει με τον Τζεφ, αναλαμβάνοντας η ίδια τον “αυταρχικό” ρόλο πριν περάσει στον “υποτακτικό” – και μετά πάλι θύμα, με τον Τζεφ στη θέση του Φρανκ και τέλος με τον ίδιο τον Φρανκ. Κρυμμένος στην ντουλάπα, ο Τζεφ βλέπει τον Φρανκ να επιτίθεται σεξουαλικά στην Ντόροθι, η οποία με τη σειρά της παρακολουθεί ανίσχυρη μέσα απ’ το αυτοκίνητο ενώ ο Φρανκ κακοποιεί τον Τζεφ.

 

Άλλο ένα σημαντικό θέμα του φιλμ που επαναλαμβάνεται σε διάφορα επίπεδα και εκφάνσεις είναι η ηδονοβλεψία (εσκεμμένη ή αθέλητη), με τη συνενοχή – και τη συμμετοχή – σκηνοθέτη και θεατών. Η ντουλάπα με τις γρίλιες φέρνει στον νου το παντζούρι στον Σιωπηλό Μάρτυρα του Χίτσκοκ ή το σκόπευτρο του φωτογραφικού φακού στον Ηδονοβλεψία του Πάουελ – του οποίου μια ακόμα ταινία που πραγματεύεται τη φετιχιστική εμμονή, Τα Κόκκινα Παπούτσια, υπήρξε προφανής πηγή έμπνευσης για το Μπλε Βελούδο. Σε μια απροκάλυπτη αναφορά στις θεωρίες του Φρόιντ, ο Φρανκ παριστάνει πότε τον “μπαμπά” και πότε το “μωρό” και η Ντόροθι την “κόρη” και τη “μαμά”, αναβιώνοντας μια πιθανή ανάμνηση αιμομειξίας και σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού (την οποία έχει ίσως υποστεί ο Φρανκ, όπως υπαινίσσεται το τραγούδι In Dreams και όλες οι σκηνές που διαδραματίζονται γύρω από αυτό). Ο Τζεφ, απ’ την πλευρά του, ξαναγίνεται το “παιδί” που ενηλικιώνεται τραυματικά, παρακολουθώντας τις ερωτικές περιπτύξεις των “γονιών” του. Πέρα από σουρεαλιστική νότα, η κοπέλα που χορεύει ανέμελα πάνω στο αμάξι όσο ο Φρανκ βασανίζει τον Τζεφ είναι η αναίσθητη πλειονότητα που φροντίζει μόνο για τη δική της καλοπέραση, χαζεύοντας αποχαυνωμένη και άπραγη τις φρικαλεότητες που διαπράττονται μπροστά στα μάτια της.

 

 

Ένας απ’ τους πιο συναρπαστικούς και αλησμόνητους “κακούς” του σινεμά, ο Φρανκ Μπουθ λειτουργεί άκρως ψυχαναγκαστικά και εμμονοληπτικά, με διακριτή μέθοδο δράσης και συγκεκριμένα φετίχ (τραγούδι του Όρμπισον, μπλε βελούδινο ύφασμα, κόκκινες γόβες και κραγιόν). Με την Ντόροθι είναι κτητικός σε βαθμό παραλογισμού: εξαρτημένος απ’ αυτήν όσο και από τα παραισθησιογόνα αέρια, της εκδηλώνει το διαστροφικό του πάθος με μια ένταση που την τρομοκρατεί και τη βυθίζει στην απελπισία και την τρέλα. Έχοντας απαγάγει τον μικρό της γιο Ντόνι (Τζον Τζον Σνάιπς) και τον άντρα της Ντον (Ντικ Γκριν) – στον οποίο μαθαίνουμε ότι ανήκει το κομμένο αυτί – έτσι ώστε να την κρατά αδιάλειπτα υπό τον έλεγχό του, δεν διστάζει να τη βιάσει μέσα στο ίδιο της το σπίτι και στη συνέχεια, αφού τσακώνει τον Τζεφ μαζί της, να τον εξευτελίσει υποβάλλοντάς τον σε τελετουργικά βασανιστήρια μπροστά της (το σενάριο υπονοεί επίσης ξεκάθαρα τον βιασμό και του Τζεφ από τον Φρανκ). Ισορροπώντας αξιοθαύμαστα ανάμεσα στην υπερβολή και τη γελοιότητα, ο εκρηκτικός Ντένις Χόπερ (Ξένοιαστος Καβαλάρης, Αποκάλυψη Τώρα) εμηνεύει ανυπέρβλητα την περιφερόμενη βόμβα ωμής ενέργειας που είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να σκάσει, τον καταλύτη που επιδρά αμετάκλητα σε όποιον αγγίζει, μολύνοντας και σημαδεύοντάς τον τόσο ψυχολογικά όσο και σωματικά.

 

Ο έρωτας στο Μπλε Βελούδο είναι επώδυνη και επικίνδυνη υπόθεση, τόσο ώστε να ταυτίζεται απόλυτα με τον θάνατο. Η σεξουαλική αφύπνιση και ωρίμανση του Τζεφ πραγματοποιείται μέσα από μια σειρά συμβολικών θανάτων: η Ντόροθι τον αναγκάζει με την απειλή κουζινομάχαιρου να γδυθεί και να κάνει έρωτα μαζί της (“δολοφονώντας” έτσι την αθωότητά του), για να τον κρύψει ύστερα στην ντουλάπα (“φέρετρο”) από όπου εκείνος γίνεται ακούσιος μάρτυρας του δικού της βιασμού από τον Φρανκ. Το μπορντέλο του Μπεν, όπου οι κακοσούλουπες ημίγυμνες πόρνες τριγυρνούν σαν ζωντανά πτώματα μέσα στο ρευστό μισοσκόταδο και τα τραπέζια του μπιλιάρδου μοιάζουν με σαρκοφάγους, θυμίζει στοιχειωμένη κρύπτη. Η ταυτοποίηση έρωτα και θανάτου βρίσκει την κατεξοχήν εφαρμογή της στην κοσμοθεωρία του Φρανκ, ο οποίος ονομάζει τη σφαίρα απ’ το πιστόλι του “ερωτικό γράμμα απ’ την καρδιά του” – προσδίδοντας μια κωμικά ρομαντική διάσταση στον εγγενή φαλλικό συμβολισμό του πιστολιού και της σφαίρας. Όταν ο Τζεφ τολμά να τον χτυπήσει για να υπερασπιστεί την Ντόροθι, ο Φρανκ τον εκδικείται με μια τρομακτική παρωδία ερωτοτροπίας που είναι μαζί και τελεσίγραφο θανάτου. Aν και δεν σκοτώνει πραγματικά τον Τζεφ, ωστόσο δίνει τη χαριστική βολή στην αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό του: η λιποθυμία του Τζεφ μετά την κακοποίησή του από τον Φρανκ είναι ένας ακόμα θάνατος, η τελειωτική εξάλειψη της εικόνας που ως τότε είχε για τον εαυτό του και τον κόσμο.

 

 

Η υποδειγματική αρχιτεκτονική του φιλμ στηρίζεται τόσο στην εικαστική αρμονία όσο και στην καλοζυγισμένη συμμετρία των θεματικών σχημάτων του. Στα ονόματα του Τζεφ (Jeffrey) και της Ντόροθι (Dorothy) ο αριθμός των γραμμάτων συμπίπτει και λήγουν και τα δυο σε y, ενώ τα επώνυμά τους (Beaumont: beau mont, ωραίο βουνό στα Γαλλικά – Vallens: valley, κοιλάδα) ανάγονται σε αντίστοιχα σύμβολα του αρσενικού και του θηλυκού, που ορίζουν τον Τζεφ και την Ντόροθι ως αρχετυπικές μορφές άντρα-γυναίκας (τα αρχικά των επωνύμων τους, B και V, παραπέμπουν εξάλλου στον τίτλο της ταινίας, Blue Velvet). Πηγαίνοντάς το λίγο πιο μακριά, παρατηρούμε ότι και οι τρεις κυρίαρχες αρσενικές φιγούρες έχουν ονόματα ή επίθετα που αρχίζουν από B (Beaumont, Booth, Ben) ενώ το επώνυμο της Σάντι (Williams) ξεκινά από W, δηλαδή διπλό V – το οποίο σημαίνει ότι η Σάντι είναι “πλήρης” γυναίκα, άθικτη ακόμα απ’ τη ζωή, σε αντίθεση με την Ντόροθι που είναι “μισή” εξαιτίας του κομματιού της ζωής της που της έκλεψε ο Φρανκ (επίσης, το μικρό όνομα του άντρα και του γιου της – όπως και το δικό της – αρχίζουν από D, που οπτικά είναι το μισό του B). Όμως ο Λιντς, που δεν μπορούσε φυσικά να αφήσει τα πράγματα στην ησυχία τους, σπεύδει να ανακατέψει ύπουλα και ταχυδακτυλουργικά τα φύλα, τους συμβατικούς ρόλους και τα χαρακτηριστικά τους. Ο θηλυπρεπής προαγωγός Μπεν – ένας σχεδόν αγνώριστος Ντιν Στόκγουελ (Παρίσι, Τέξας, Ο Άνθρωπος από το Λος Άντζελες) – συνεργάτης και εραστής του Φρανκ κι ένα είδος μέντορά του, είναι η προσωποποίηση της αμφίρροπης σεξουαλικότητας και της ερωτικής αδηφαγίας του ίδιου του Φρανκ. Η Σάντι λίγο πολύ αποκαλεί τον Τζεφ “καλό κορίτσι”, ενώ ο Φρανκ, στη φρικιαστική σκηνή της “βόλτας” με το αμάξι, ουσιαστικά τον “μεταμφιέζει” σε Ντόροθι, με όλα τα ευνόητα επακόλουθα.

 

Ο Μπεν, η Ντόροθι, ο Φρανκ και ο Τζεφ γίνονται “καθρέφτες” ο ένας του άλλου, σε μοτίβα με αλληλένδετες ή αλληλοσυγκρουόμενες, πολυσχιδείς και συχνά παραμορφωτικές αντανακλάσεις. Ο Τζεφ και η Ντόροθι έχουν τον ίδιο τύπο καθαρογραμμένης, χυμώδους και αισθησιακής ομορφιάς, τα ίδια ακριβώς χρώματα και στις ερωτικές συναντήσεις τους τα σώματα και τα μέλη τους είναι σαν κομμάτια παζλ που εφαρμόζουν άπταιστα μεταξύ τους. Ο Μπεν, αντεστραμμένο και διαστρεβλωμένο είδωλο της τραγικής ντίβας Ντόροθι, προσποιείται πως τραγουδάει το In Dreams του Όρμπισον με μια αναμμένη λάμπα για μικρόφωνο και ανοιγοκλείνοντας απλώς το στόμα του – γιατί το είδωλο στον καθρέφτη είναι άφωνο – ενώ η στάση του σώματός του και η φωτοσκίαση της σκηνής αντιγράφουν το γυναικείο γυμνό του Μοντιλιάνι (που θυμίζει την Ντόροθι) στον τοίχο πίσω του. Ο Τζεφ αναγκάζεται να μείνει επίσης σιωπηλός στη διάρκεια της αντιπαράθεσής του με τον Φρανκ, που συνιστά ένα είδος ναρκισσιστικού καθρεφτίσματος: με την ακραία επιθετικότητα που τον διακρίνει, ο Φρανκ (του οποίου το επώνυμο, Booth, μπορεί να διαβαστεί και ως “Both” – “και οι δυο” – με το διπλό “o” να σχηματίζει έναν εσωτερικό αντικατοπτρισμό που εκφράζει τη διττή υπόσταση του Φρανκ σε κάθε επίπεδο) φθονεί αλλά και ποθεί τη νιότη και την ομορφιά του Τζεφ, στο πρόσωπο του οποίου ατενίζει τον εαυτό του (“Είσαι σαν κι εμένα”) και επιχειρεί να τον “αναπλάσει” κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του, μεταγγίζοντάς του και κυριολεκτικά την “αρρώστια” του (με την έννοια που της δίνει η Ντόροθι, υπαινισσόμενη την ερωτική πράξη). Η μόνη που κατορθώνει να παραμείνει έξω απ’ τον φαύλο κύκλο της ανταλλαγής και της σύγχυσης των ταυτοτήτων είναι η Σάντι (“καθρέφτης” αρχικά του Τζεφ, πριν εκείνος χάσει εντελώς την αθωότητά του), εκπρόσωπος της κοινωνικά αποδεκτής “σταθεράς” η οποία χρησιμεύει ως παράγοντας εξισορρόπησης και αφετηρία κάθαρσης.

 

 

Οπτικά εξαίσιο, νοσηρό, μακάβριο, ποιητικό, διεστραμμένο, εγκεφαλικό και μαζί βαθιά συναισθηματικό, το Μπλε Βελούδο ακροβατεί ιδιοφυώς ανάμεσα στο ψυχολογικό θρίλερ, τη μαύρη κωμωδία και το αστυνομικό μυστήριο, χρησιμοποιώντας μια ασυνήθιστα συμπαγή για τον Λιντς πλοκή ως προκάλυμμα για να εξαπολύσει μια ανεξέλεγκτη ορδή συνειρμών και προεκτάσεων. Η θεσπέσια φωτογραφία (του επίσης μόνιμου συνεργάτη του Λιντς, Φρέντερικ Ελμς) βάζει την τελευταία πινελιά σ’ ένα αριστούργημα που μας καλεί να αφήσουμε στην άκρη τις προκατασκευασμένες πεποιθήσεις μας και να μπούμε στον λαβύρινθο χωρίς φόβο, αλλά με πάθος. Είτε ακολουθήσουμε γραμμικά την αφήγηση, είτε αφεθούμε στο πολυδαίδαλο υπόγειο ρεύμα/μίτο της Αριάδνης που οδηγεί στην καρδιά του σκοταδιού (ή του φωτός, ανάλογα με τον τρόπο που “διαβάζει” κανείς το φιλμ), η εμπειρία θα είναι έτσι κι αλλιώς συγκλονιστική.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top