Fractal

Bibliotheca Augustana CIL. VI 1527 LAUDATIO TURIAE [1]

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

b_1

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΓΕΝΙΚΑ: Εξαίρετο δείγμα ευγλωττίας της εποχής του Αυγούστου (31 π.Χ – 14 μ.Χ.) αποτελεί και ο σωζόμενος επικήδειος λόγος Laudatio Turiae, που, ενώ δεν ανήκει σε ιδιαίτερη σχολή, έχει όμως δύναμη λόγω της ειλικρίνειας που διαθέτει. Σύμφωνα με το ρωμαϊκό έθιμο, ο λόγος εκφωνήθηκε την ημέρα που ενταφιαζόταν η νεκρή και πιθανόν να τοποθετήθηκε στη συνέχεια χαραγμένος σε 180 γραμμές-στίχους πάνω σε δύο πέτρινες στήλες, (ίσως να αποτελούσε μέρος ολόκληρου του ταφικού συγκροτήματος), πάνω στον τάφο, για να γίνει έτσι ένα μόνιμο μνημείο των αρετών της. Ο τίτλος Laudatio Turiae είναι πολύ αμφίβολος. Σίγουρα όμως γράφτηκε για να τιμήσει τη μνήμη μιας γυναίκας με ευγενική καταγωγή. Ο σύζυγός της, που εκφωνεί τον λόγο, είναι αρκετά καλός ρήτορας, ώστε αποφεύγει τις ρητορικές επιδείξεις και αφήνει τα γεγονότα να μιλούν μόνα τους. Τα ονόματα του άντρα και της γυναίκας δεν σώθηκαν στις ακρωτηριασμένες στήλες με το εγχάρακτο κείμενο, που αποτελεί και τη μεγαλύτερη σωζόμενη επιγραφή της κλασικής Ρώμης.

Ο μελετητής Th. Mommsen το 1863 υπέθεσε ότι ο ομιλών είναι ο Κόιντος  Λουκρήτιος  Βεσπιλίωνας, που τον είχε προγράψει το 43 π.Χ. η Β΄ Τριανδρία και τον έσωσε η γυναίκα του η Τυρία. Την ιστορία του διηγούνται οι ιστορικοί Βαλέριος Μάξιμος (Factorum et Dictorum memorabilium, VI,7,2) και Αππιανός (Belli Civili, IV, 44). Ο Βεσπιλίωνας ήταν ύπατος το 19 π.X. ,  έζησε δηλαδή σε εποχή που θα ταίριαζε με τη χρονολογία της επιγραφής, αφού ο ομιλών αναφέρει ότι ήταν παντρεμένος 41 χρόνια. Η γυναίκα του τον έσωσε το 43 π.X. Επομένως, η επιγραφή μπορεί να χρονολογηθεί το αργότερο το 2 π.X., και πιθανόν να είναι προγενέστερη από το έτος αυτό –  ίσως το 8 π.X.  Αλλά το κείμενο των στηλών, όταν συμπληρώθηκε από ένα νέο απόσπασμα που βρέθηκε στη Via Portuense της Ρώμης, αναφέρει ρητά πως ο άντρας της διέφυγε, ενώ αντίθετα ο Βεσπιλίωνας είχε μείνει κρυμμένος με τη βοήθεια της Τυρίας στο σπίτι τους. Την ταύτιση του Βεσπιλίωνα με την Τυρία υποστήριξε και ο μελετητής W. Warde Fowler. O M. Durry όμως απορρίπτει τον συλλογισμό αυτό της ταύτισης των ονομάτων με νέα επιχειρήματα. Προτείνει επίσης να εγκαταλειφθεί αυτή η προσπάθεια μέχρι την ανακάλυψη νέων κομματιών, που ίσως ακόμα να βρίσκονται διάσπαρτα στον αρχαιολογικό χώρο της Ρώμης. O M. Durry είναι αυτός που, αρκετά πειστικά, προσπαθεί να αναστήσει το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται ο επικήδειος.

 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: Ανάμεσα στα έτη 49 και 45 π.Χ. το ρωμαϊκό κράτος σπαράσσεται από την εμφύλια διαμάχη μεταξύ Καίσαρα (: Populares, Δημοκρατικοί) και Πομπηίου (: Optimates, Ευγενείς και Συγκλητικοί). Τον Ιανουάριο του 49 π.Χ., (προϊουλιανό ημερολόγιο), η νεκρή είναι αρραβωνιασμένη με τον εγκωμιαστή σύζυγό της. Η αδερφή της είναι ήδη παντρεμένη με κάποιον Γάιο Κλούβιο. Λίγο μετά, ο μνηστήρας της ακολουθεί τους Πομπηιανούς στη Μακεδονία, ενώ ο Κλούβιος μεταβαίνει στην Αφρική. Οι γονείς της μνηστευμένης δολοφονούνται και αυτή ζητάει καταφύγιο στη μέλλουσα πεθερά της, σ’ ένα σπίτι αγορασμένο το 52 π.Χ. με την πώληση της περιουσίας του στασιαστή Μίλωνα[1], αντιπάλου του Καίσαρα, ο οποίος είχε τότε εξοριστεί και η περιουσία του δημευτεί. Αυτή η νέα γυναίκα τότε, βοηθούμενη από την αδελφή της, πετυχαίνει την τιμωρία των δολοφόνων των γονιών της, ενεργεί ώστε να γίνει σεβαστή η θέληση του πατέρα της στη διαθήκη και υπερασπίζει από τον Μίλωνα και τους ανθρώπους του το σπίτι, όπου βρήκε άσυλο (αρχές του 48 π.Χ.). Στις 9 Αυγούστου του 48 π.Χ. ο Καίσαρας νικά στα Φάρσαλα ολοκληρωτικά τον Πομπήιο, ο οποίος καταφεύγει στην Αίγυπτο και δολοφονείται από πράκτορες του Πτολεμαίου ΙΒ΄, του επονομαζόμενου Αυλητή. Στο διάστημα αυτής της ταραγμένης περιόδου, η γυναίκα εφοδιάζει μυστικά τον αρραβωνιαστικό της με δούλους, χρήματα και τροφή, και στο τέλος πετυχαίνει την προστασία των οπαδών του Καίσαρα. Ανάμεσα στο 48 και 43 π.Χ. επιτελούν τον γάμο τους. Το 44 π.Χ. όμως ο Καίσαρας δολοφονείται από τον Κάσσιο και Βρούτο. Η δικτατορία εκπνέει. Νέες ανακατατάξεις πολιτικών δυνάμεων. Β΄ ΤΡΙΑΝΔΡΙΑ: Αντώνιος, Λέπιδος και Οκταβιανός, δηλ. ο μετέπειτα αυτοκράτορας Καίσαρ Αύγουστος. Επακολουθούν προγραφές αντιπάλων: 130 Συγκλητικοί και Ιππείς υπήρξαν θύματά τους, μεταξύ των οποίων και ο σπουδαίος ρήτορας Κικέρων. Στο τέλος του 43 π.Χ. ο εγκωμιαστής σύζυγος, που χρειάστηκε να αναμιχθεί και πάλι με την πολιτική, να πιστέψει στην ανάσταση της Συγκλήτου και οπωσδήποτε να διαθέσει δυσμενώς απέναντί του τον Λέπιδο, βλέπει και πάλι να ξεσπάει πάνω του μια καταιγίδα ακόμα πιο καταστρεπτική από την προηγούμενη. Το όνομά του φέρεται στις λίστες των προγραφών. Κρύβεται. Κατά τις μακρές και δύσκολες περιηγήσεις του σε πολλά μέρη της αυτοκρατορίας, οι συμβουλές της γυναίκας του τον προφυλάσσουν. Εκεί που πάει να κάνει μια τρελή απερισκεψία, αυτή βρίσκει μια πιο απλή λύση και του εξασφαλίζει μια σίγουρη επιστροφή. Ο εγκωμιαστής παραλείπει να μας δώσει λεπτομέρειες για τη ζωή τους. Στη διάρκεια του 42 π.Χ. ο Κλούβιος πετυχαίνει από τον Οκταβιανό, που βρισκόταν τότε στην Ήπειρο, ένα διάταγμα που έδινε χάρη στον σύγαμπρό του και του αποκαθιστούσε την περιουσία του. Η γυναίκα κάνει ένα διάβημα στον Λέπιδο για να εφαρμοστεί η διαταγή, αλλά απωθείται βίαια. Στο μεταξύ, οι δημοκρατικοί Κάσσιος και Βρούτος ηττώνται στους Φιλίππους της Μακεδονίας από τους Αντώνιο και Οκταβιανό. Το απέραντο ρωμαϊκό κράτος διαμοιράζεται μεταξύ των νικητών. Για τη νομική και ηθική αποκατάσταση του συζύγου, το ζευγάρι θα χρειαστεί να περιμένει το ψήφισμα του 41 π.Χ. και την επιστροφή του Οκταβιανού στη Ρώμη. Μετά από μια ζωηρή νεότητα, στο εξής, το ζευγάρι θα ζήσει επιτέλους την ιστορία του: μια μακρόχρονη στενή σχέση, τη σωστή διαχείριση της περιουσίας, τη έγνοια για την απόκτηση των παιδιών που τους αρνήθηκε η φύση, και στο τέλος, τον χωρισμό από τον θάνατο.

 

b_2

ΤΕΧΤUS[2]

Prof. Dr. Dr. Manfred Clauss, Seminar für Alte Geschichte an der Johann Wolfgang Goethe-Universität in Frankfurt am MainS. Treggiari, Roman Marriage (Oxford,

Gardner, J., Women in Roman Law and Society (Bloomington, 1986)Gordon, AE, “A New Fragment of the Laudatio Turiae” AJA 54 (1950) 223-226Horsfall, N., “Some Problems in the Laudatio Turiae” Bull.Lefkowitz, MR and MB Fant, Women’s Life in Greece and Rome.

 

b_3

(1a) ……………………………………………….[u][3] XORIS

COLUMNA  I

(perierunt complura)

 

(1)   [… mo] rum probit[ate(?)…]  (2)   rum […] permansisti prob[a…]

(3) Οrbata  es  re[pente  ante nuptiar]um diem utroque pa[rente  in deserta  soli-] (4) tudine una o[ccisis. Per te maxi]me, cum ego in Macedo[niam provinciam abissem], (5) vir sororis tua [e C(aius) Cluvius in A]fricam provinciam, [inulta non est relicta] (6) mors parentum.

(7) Tanta cum industria  m[unere es  p]ietatis perfuncta ef[flagitando, atque] (8) vindicando ut, si praest[o fu]issemus, non ampliu[s potuissemus. Sed] (9) haec habes communia cum [s]anctissima  femina  s[orore tua].

(10) Quae  dum  agitabas, ex patria domo propter custodia[m  non cedisti  sumpto] (11) de nocentibus supplicio, evest[i]gio  te  in  domum  ma[tris  meae contulisti, ubi] (12) adventum meum expectast[i].

(13) Temptatae deinde  estis  ut  testamen[tum  patris], quo nos eramus heredes,  rupt[um diceretur] (14) coemptione [4]  facta cum uxore: ita necessario  te  cum  universis  pat[ris bonis in] (15) tutelam eorum qui rem agitabant  reccidisse: sororem  omni[no eorum bonorum] (16)   fore expertem, quod emancupata esset Cluvio. Qua mente ista acc[eperis, qua iis prae-] (17) sentia animi restiteris etsi afui, conpertum habeo.

(18) Veritate caussam communem [t]utata es: testamentum ruptum non esse ut [uterque potius] (19) hereditatem teneremus quam omnia bona sola possideres, certa qui[dem sententia] (20) te ita patris acta defensuram ut, si non optinuisses, partituram cum s[orore te adfir-] (21) mares; nec sub condicionem tutelae legitumae venturam, quoius [5] per [legem in te ius non] (22) esset, neque enim familia[e] gens ulla probari poterat, quae te id facere [impediret]; (23) nam etsi patris testamentum ruptum esset tamen iis qui  intenderen[t  non esse id] (24)  ius, quia gentis eiusdem non essent.

(25) Cesserunt constantiae tuae neque amplius rem sollicitarunt; quo facto [officii in patrem,] (26) pietatis in sororem, fide[i] in nos patrocinium succeptum sola peregisti.

(27) Rara sunt tam diuturna matrimonia finita morte, non divertio in[terrupta; nam  contigit] (28) nobis ut ad annum XXXXI sine offensa perduceretur. Utinam vetust[a coniunctio habu-] (29) isset mutationem vice m[e]a, qua iustius erat cedere fato maiorem.

(30) Domestica bona pudici[t]iae, opsequi, comitatis, facilitates, lanificii stud[ii religionis] (31) sine superstitione,  o[r]natus  non conspicendi, cultus modici cur [memorem? Cur dicam de cari-] (32)  tate, familiae pietate, [c]um aeque matrem meam ac tuos parentes col[ueris non alia mente] (33) illi quam tuis curaveris, cetera innumerabilia habueris commun[ia cum omnibus] (34) matronis dignam f[a]mam colentibus? Propria sunt tua quae vindico, ac [paucae uxores in] (35) similia inciderunt, ut talia paterentur et praestarent, quae rara ut essent [propitia] (36) fortuna cavit.

(37) Omne tuom patrimonium acceptum ab parentibus communi diligentia  cons[ervavimus] (38) neque enim erat adquirendi tibi cura, quod totum mihi tradidisti. Officia [ita par-] (39) titi sumus ut ego tu[t]elam tuae fortunae gererem, ut meae custodiam sust[ineres. Multa]

(40) de hac parte omittam ne tua propria mecum communicem.  Satis sit [hoc] mi[hi tuis] (41) de sensibus [indi]casse.

(42) [Liberali]tatem tuam c[u]m plurumis necessariis tum praecipue pietati praesti[tisti]. (43) [… Licet quis] alias nominaverit, unam dumtaxat simillimam [tui…] (44) [… h]abuisti  sororem  tuam;  nam  propinquas vestras d[ignas eiusmodi] (45) […… bene]ficiis domibus vestris apud nos educavistis. Eadem u[t condicio-] (46) [nes aptas famili]ae vestrae consequi possent, dotes parastis, quas quid[em a vobis] (47) [constitutas comm]uni consilio ego et C(aius) Cluvius excepimus et probantes [sensus vestros] (48)  [ne vestro patrimo]nio vos multaretis, nostram rem familiarem sub[didimus vestrae] (49)  [nostraque bona] in dotes dedimus. Quod non venditandi nostri  c[aussa memoravi], (50) [sed ut illa consi]lia vestra concepta pia liberalitate honori no[s duxisse consta-] (51)  [ret exequi de nos]tris.

(52)  [Multa  alia  merit]a  tua praetermittenda [mihi sunt…]

 

(perierunt complura)

 

COLUMNA II

 

(2a)  [Varia et ampla subsi]dia fugae meae ornamentis; (3a) [me  instruxisti] cum omne aurum margaritaque corpori (4a) [tuo accomodata trad]idisti  mihi et subinde familia, nummis, fructibus, (5a) [deceptis nostrorum  a]dversariorum custodibus, apsentiam meam locupletasti.

(6a) [Publicatis bonis repet]itis(?), quod ut conarere virtus  tua  te  hortabatur, (7a) [mira pietas tua me m]unibat clementia eorum contra quos ea parabas; (8a) [nihilo minus tamen v]ox tua est firmitate animi emissa.

(9a) [Agmen conlectum ex repe]rtis hominibus a Milone, quoius domus emptione (10a) [potitus eram cum ille fuisset] exul, belli civilis occasonibus inrupturum (11a) [et direpturum ……. reiecist]i  [et defe]ndisti domum nostrum.

 

(perierunt lineae circiter duodecim)

    iure  Caesar dixit  tibi acceptum  esse  referendu]m extare [adhuc]

(1) me  patriae  redditum a se, [na]m nisi parasses quod servar[et], cavens saluti meae (2) inaniter opes suas pollice[re]tur.  Ita non minus pietati tu[ae] quam Caesari (3)  me debeo.

(4) Quid ego nunc interiora [no]stra et recondita consilia [se]rmonesque  arcanos (5) eruam? ut repentinis nu[nt]iis ad praesentia et inminentia [pericula evoca-] (6) tus tuis consiliis cons[er]vatus sim? ut neque audaci[us] experiri casus (7) temere passa sis et mod[es]tiora cogitanti fida [receptacula pararis] (8) sociosque consilioru[m  t]uorum ad me servandum delegeris [dederis] sororem (9) tuam et virum eius C(aium) Clu[viu]m coniuncto omnium peri[culo]? infinita sint (10) si attingere coner. Sat [si]t mihi tibique salutariter m[e latuisse].

(11) Acerbissumum tamen in vi[ta] mihi accidisse tua vice fatebo[r, reddito me iam] (12) cive patriae beneficio et i[ud]icio apsentis Caesaris Augusti, [quom abs te] (13) de restitutione mea M(arcus) L[epi]dus conlega praesens interp[ellaretur et ad eius] (14) pedes  prostrata  humi n[on] modo non adlevata, sed  tra[ducta et indignum in]

(15)  modum  rapsata,  livori[bus  c]orporis repleta firmissimo [animo eum admone-] (16) res edicti Caesaris cum g[r]atulatione restitutionis me[ae ] [atque vocibus eti-] (17) am contumeliosis et cr[ud]elibus exceptis volneribus pa[lam ea  conquereris], (18) ut auctor meorum peric[ul]orum notesceret.] Quoi noc[uit mox ea res].

(19)  Quid hac virtute efficaciu[s], praebere Caesari clementia[e  locum et cum cu-] (20) stodia spiritus mei not[a]re inportunam crudelitatem [Lepidi firma tua] (21)  patientia?

(22) Sed quid plura? Parcamu[s] orationi, quae debet et potest e[sse brevis ne maxu-] (23) ma opera tractando pa[r]um digne peragamus, quom pr[o maxumo documento] (24) meritorum tuorum oc[ulis] omnium praeferam titutulum [salutis meae].

(25) Pacato orbe terrarium, res[tituta] re publica, quieta deinde n[obis et  felicia] (26) tempora contingerunt.  Fue[ru]nt optati liberi, quos aliqua[mdiu sors nobis invi-] (27) derat. Si fortuna procede[re  e]sset  passa  sollemnis  inservie[ns, quid utrique no-] (28) strum defuit?  procedens a[li]as spem finiebat. Quid agitav[eris propterea quae-] (29) que  ingredi  conata  sis,  f[ors] sit an in quibusdam feminis [conspicua et memorabi-] (30) lia, in te quidem minime a[dmi]randa conlata virtutibu[s  ceteris omittam].

(31) Diffidens fecunditati tuae [et do]lens orbitate mea, ne tenen[do in matrimonio] (32) te spem habendi, liberos [dep]onerem atque eius caussa ess[em infelix, de divertio] (33) elocuta es, vocuamque [do]mum  alterius  fecunditati  t[e tradituram, non alia] (34) mente nisi ut nota con[co]rdia nostra tu ipsa mihi di[gnam et aptam con-] (35) dicionem quaereres p[ara]resque, ac futuros liberos t[e communes pro-] (36) que tuis  habituram  adf[irm]ares, neque patrimoni nos[tri quod adhuc] (37) fuerat commune, separa[ti]onem  facturam, sed in eodem [arbitrio meo  id] (38) et si vellem tuo ministerio [fu]turum: nihil seiunctum, ni[hil separatum te] (39) habituram, sororis soc[rusve] officia pietatemque mihi d[ehinc praestituram].

(40) Fatear necesset adeo me exa[rsi]sse ut excesserim mente, adeo [exhoruisse cona-] (41) tus tuos ut vix redderer [mi]hi. Agitari divertia inter nos [ante quam nobis] (42) fato dicta lex esset, poss[e  te  a]liquid concipere mente, qua[re viva me desineres] (43) esse mihi uxor, cum paene [e]xule me vita fidissuma perman[sisses].

(44) Quae tanta mihi fuerit cu[pid]itas aut necessitas habendi li[beros, ut propterea] (45) fidem exuerem, mutare[m c]erta dubiis? Sed quid plura? [cedens mihi mansisti ] (46) aput me; neque enim ced[er]e tibi sine dedecore meo et co[mmuni infelici-] (47) tate poteram.

(48) Tibi vero quid memorabi[lius] quam inserviendo mihi c[onsilium cepisse] (49) ut quom[6] ex te liberos ha[b]ere non possem. Per te tamen [haberem et diffi-] (50) dentia partus tui alteriu[s c]oniugio parares fecunditat[em?]

(51) Utinam patiente utriusqu[e a]etate procedere coniugium [potuisset donec e-] (52) lato me maiore, quod iu[sti]us erat, suprema mihi praesta- [res, ego enim super-] (53) stite te excederem orbitat[e f]ilia mihi supstituta.

(54) Praecucurristi  fato. Delegast[i] mihi luctum desiderio tui nec libe[ros foturos me mise-] (55) rum reliquisti. Flectam ego quoque sensus meos ad iudicia tu[a].

(56) Omnia  tua  cogitata praescri[p]ta  cedant laudibus tuis, ut sint mi[hi solacia ne nimis] (57) desiderem quod inmort[ali]tati ad memoriam consecrat[um est].

(58) Fructus vitae tuae non derunt [m]ihi. Occurrente fama tua firma[tus animo atque] (59) doctus actis tuis resistam fo[rt]unae, quae mihi non omnia erip[uit sed cum laudi-] (60) bus crescere tui memoriam [pas]sa est. Sed quod tranquilli status e[rat mihi tecum] (61) amisi, quam speculatricem e[t  p]ropugnatricem  meorum pericul[orum cogitans calami-] (62) tate frangor nec permane[re] in promisso possum.

(63) Naturalis dolor extorquet const[an]tiae vires; maerore mersor et quibus[s animum firmabam] (64) in necutro mihi consto; repeten[s  p]ristinos casus meos futurosque  eve[ntus cogitans con-] (65) cido. Mihi tantis talibusque pr[aesi]diis orbatus, intuens famam tuam n[on tam constanter  pa-] (66) tiendo haec quam ad desider[ium] luctumque reservatus videor.

(67) Ultumum huius orationis erit omn[ia] meruisse te neque omnia contigisse mi[hi ut praestarem] (68) tibi. Legem habui mandata tu[a]; quod extra mihi liberum fuerit pr[aestabo].

(69)  Te di Manes tui ut quietam pat[ia]ntur atque ita tueantur opto.

 

b_4

 

Τ Υ Ρ Ι Α Σ    Ε Γ Κ Ω Μ Ι Ο

(1a)…(Στους θεούς των ψυχών της)………. γυναίκας του

ΣΤΗΛΗ  Ι

(τα περισσότερα λείπουν)

…… με την αγνότητα του ήθους σου……………………………..

……… παρέμεινες τίμια…………………………………………….

(1-6) Ορφάνεψες ξαφνικά πριν από τη μέρα του γάμου μας και από τους δυο σου γονείς που δολοφονήθηκαν στην ερημιά της εξοχής. Με δική σου επέμβαση προπάντων – αφού εγώ είχα φύγει για τη Μακεδονία και ο άντρας της αδερφής σου, Γάιος Κλούβιος, για την επαρχία της Αφρικής – δεν παρέμεινε ατιμώρητος ο θάνατος των γονέων σου.

(7-9) Με ζήλο μοναδικό εκπλήρωσες το καθήκον της θυγατρικής ευσέβειας, διεκδικώντας, παίρνοντας εκδίκηση, ώστε, ακόμα και να βρισκόμαστε εμείς εκεί, δεν θα είχαμε προσφέρει περισσότερα. Αλλά αυτά τα έχεις κοινά με τη σεβαστή γυναίκα που είναι η αδελφή σου.

(10-12) Ενώ καταγινόσουν με αυτή την υπόθεση, εγκατέλειψες το πατρικό σου σπίτι για να προστατέψεις την τιμή σου, και, χωρίς να πτοηθείς από την απόφαση, αφού πήρες ως ανταπόδοση την τιμωρία των ενόχων, μετακόμισες αμέσως στο σπίτι της μητέρας μου, όπου περίμενες τον ερχομό μου.

(13-17) Στη συνέχεια, ασκήθηκε πίεση επάνω σας, με αποτέλεσμα η διαθήκη του πατέρα σας με την οποία θα γινόμασταν κληρονόμοι, να θεωρηθεί άκυρη επειδή η δικαιοπραξία του γάμου έγινε χάρη της συζύγου: έτσι εσύ, με όλη την πατρική περιουσία, περιήλθες αναγκαστικά στην κηδεμονία εκείνων, οι οποίοι συνωμοτούσαν γύρω από αυτό το ζήτημα· η αδελφή σου θα παρέμενε στο εξής αμέτοχη όλης της περιουσίας, αφού αυτή είχε εκποιηθεί από τον Κλούβιο. Με τι σκεπτικό αποδέχτηκες αυτά τα τεχνάσματα, με ποια ετοιμότητα πνεύματος αντιστάθηκες σ’ αυτά, το γνωρίζω πολύ καλά παρά την απουσία μου.

(18-24) Υποστήριξες στην κοινή μας υπόθεση με ειλικρίνεια: (έλεγες ότι) η διαθήκη δεν είχε κριθεί άκυρη, έτσι ώστε εσύ κι εγώ διατηρούσαμε μάλλον την κληρονομιά από το να είσαι η μοναδική κληρονόμος όλης της περιουσίας· ότι θα υπεράσπιζες τουλάχιστον με ακλόνητη πίστη τις δημόσιες πράξεις του πατέρα σου, σε σημείο να διαβεβαιώνεις ότι θα μοιραζόσουν (την κοινή τύχη) με την αδελφή σου, αν δεν έπαιρνες ικανοποίηση· ότι δεν υπέπιπτες στο καθεστώς της νομίμου κηδεμονίας, της οποίας το δίκαιο δεν είχε καμιά ισχύ, αφού κανείς δεν θα μπορούσε στην ουσία να αποδείξει πως η οικογένειά σου είχε κάποιο δεσμό συγγένειας με άλλο γένος που να σε υποχρέωνε να πράξεις έτσι· γιατί ακόμα και αν η διαθήκη του πατέρα σου είχε κηρυχθεί άκυρη, αυτοί που είχαν αυτή την πρόθεση δεν είχαν αυτό το δικαίωμα, γιατί δεν προέρχονταν από το ίδιο γένος.

(25-26) Υποχώρησαν στην αποφασιστικότητά σου κι ούτε ασχολήθηκαν στο εξής με την υπόθεση· από κει και πέρα, εσύ μόνη σου κατάφερες ώστε να γίνει αποδεκτή η απολογία σου (στο δικαστήριο), από (εκπλήρωση) καθήκοντος σ’ έναν πατέρα, από αγάπη σε μιαν αδελφή, από πίστη σε μας τους δύο.

(27-29) Σπανίζουν οι τόσο μακροχρόνιοι γάμοι που τελειώνουν με θάνατο,  χωρίς να τους διακόψει ένα διαζύγιο· γιατί είχαμε την τύχη να περάσουμε σαράντα ένα χρόνια χωρίς διάσταση. Μακάρι ο μακροχρόνιος γάμος να έφερνε σ’ εμένα ως αμοιβή τον θάνατο, αφού ως μεγαλύτερος, ήταν πιο δίκαιο να υποκύψω στη μοίρα.

(30-36) Τις ικανότητές σου ως οικοδέσποινα, τη σεμνότητά σου, την υποχωρητικότητα, την ευγένεια, την πραότητα, το ταλέντο σου στην επεξεργασία του μαλλιού, τη μετρημένη ευσέβειά σου, τον λιτό καλλωπισμό σου, την κόσμια ενδυμασία σου, γιατί να μνημονεύσω; Γιατί να πω για τη στοργή σου προς τους οικείους σου, για την αφοσίωσή σου στην οικογένειά σου, όταν εξίσου με την ίδια διάθεση, περιποιήθηκες τη μητέρα μου και τους δικούς σου γονείς, όταν είχες όλες τις άλλες αναρίθμητες αρετές κοινές με όλες τις σεβαστές οικοδέσποινες που νοιάζονται για μια αντάξια φήμη; Αυτό που διεκδικώ για λογαριασμό μου, είναι οι ξεχωριστές αρετές σου, που δεν ανήκουν παρά σε σένα, τέτοιες που λίγοι άντρες έχουν συναντήσει παρόμοιες, αρετές που σε έκαναν ικανή να υποστείς ανάλογες δοκιμασίες και να προσφέρεις τέτοιες υπηρεσίες, γιατί η μοίρα έχει φροντίσει ώστε τετοιου είδους ευνοϊκές συγκυρίες να είναι σπάνιες.

(37-41) Όλη την πατρική περιουσία που παρέλαβες από τους γονείς σου διατηρήσαμε με κοινή φροντίδα, κι ούτε σ’ ενδιέφερε να την αυξήσεις, αφού εμπιστεύτηκες ολοκληρωτικά τη διαχείρισή της σε μένα. Διαμοιράσαμε τα καθήκοντα έτσι, ώστε εγώ να ασκήσω την κηδεμονία της περιουσίας σου κι εσύ εποπτεία στη δική μου. Στο σημείο αυτό, θα παραλείψω πολλές λεπτομέρειες για να μην προσεταιριστώ ένα μέρος των εγκωμίων σου, που δεν ανήκουν παρά σε σένα. Ωστόσο μου αρκεί που έδωσα αυτές τις ενδείξεις για τα συναισθήματά σου.

(42-51) Υπήρξες ξεχωριστή ως προς τη γενναιοδωρία σου όχι μόνο αναγκαστικά σε πολλούς, αλλά κυρίως εξαιτίας της ευσέβειάς σου. Αν μπορούσε κανείς να απαριθμήσει και άλλες γυναίκες που είχαν τέτοιας όμως ποιότητας αρετές με τις δικές σου, θα υπήρχε μια με τις ίδιες ακριβώς: η αδελφή σου· γιατί αναθρέψατε  τα σπίτια σας και τα δικά μας –  μέχρι και τις συγγένισσες σας. Για να μπορέσουν όμως αυτές να ενσωματωθούν υπό αυτή την περίσταση ως αντάξια μέλη στην  οικογένειά σας, τις προικίσατε. Αλλά αυτές τις προίκες όμως που είχατε ετοιμάσει, εγώ και ο Γάιος Κλούβιος, με κοινή συναίνεση αναλάβαμε την ευθύνη τους, και, επιδοκιμάζοντας την ευγενή σας διάθεση και για να μην ζημιωθεί η πατρική σας κληρονομιά, την υποκαταστήσαμε με την προσωπική μας περιουσία και δώσαμε ως προίκα τις ιδιοκτησίες μας. Ανέφερα το γεγονός, όχι για να καυχηθούμε, αλλά για να γίνει γνωστό ότι είχαμε την τιμή να κάνουμε πράξη με τη δικιά μας περιουσία τις αποφάσεις που είχατε πάρει με την έντιμη γενναιοδωρία σας.

(52) Πρέπει όμως να παραλείψω πολλές άλλες ευεργετικές σου ενέργειες.

(λείπουν πάρα πολλά)

 

ΣΤΗΛΗ  ΙΙ

(2α-5α) Μου παρέσχες άφθονη και παντός είδους βοήθεια χάρη στα κοσμήματά σου κατά τη φυγή μου· ώστε τα τόσο άψογα ταιριασμένα στο σώμα σου, χρυσάφι και μαργαριτάρια, τα παρεδωσες σε μένα, και στη συνέχεια, αφού εξαπατήθηκαν οι φρουροί των αντιπάλων μας, πλούτισες  την απουσία μου με οικιακούς δούλους, χρήματα και τροφή.

(6α-8α) Αφού αποκτήθηκε ξανά η δημευμένη μας περιουσία, που η ικανότητά σου σε παρότρυνε να τη διεκδικήσεις, η θαυμαστή σου εύνοια υπήρξε για μένα ένα οχυρό (για να εξασφαλίσω) την επιείκεια εκείνων, εναντίον των οποίων προετοίμαζες τα σχέδιά σου· όμως πάντα η φωνή σου ακουγόταν με ανείπωτο θάρρος.

(9α-11α) Μια ομάδα όμως από άντρες που τους βρήκε ο Μίλων, του οποίου είχα αγοράσει ένα σπίτι, όταν εκείνος εξορίστηκε, επ’ ευκαιρία του εμφυλίου πολέμου θα άρπαζε με επίθεση και θα λεηλατούσε το σπίτι μας· τους απώθησες και το υπεράσπισες.

 

(λείπουν περίπου 12 σειρές)

(0-3)  Δικαίως λοιπόν ο Καίσαρας (Αύγουστος) σου εγγυήθηκε, αφού σε δέχτηκε, τη σίγουρη επιστροφή μου και την μέχρι τώρα ύπαρξή μου. Το ότι όμως επανήλθα στην πατρίδα, αν δεν είχες προετοιμάσει αυτό που έπρεπε να σωθεί, μάταια αυτός θα είχε υποσχεθεί τη βοήθειά του. Έτσι, πολλά οφείλω στη δική σου ευσέβεια παρά στην επιείκεια του εκείνου.

(4-10) Γιατί θα έπρεπε τώρα να ανασύρω από τα βάθη της καρδιάς μου τα λόγια, τις ενδόμυχες και απόκρυφες αποφάσεις μας; Το πώς χάρη στις άμεσες πληροφορίες σου και, ανακαλώντας στη μνήμη μου τωρινούς και επικείμενους κινδυνους, με τις συμβουλές σου κρατήθηκα στη ζωή· το πώς δεν ανέχτηκες με απερισκεψία, όταν με κυρίεψε μια ευκαιρία εξαιρετικής τόλμης, και, ενώ είχα πιο ταπεινά σχέδια, να μου προετοιμάσεις μια σίγουρη επιστροφή˙ το πώς επέλεξες στα σχέδιά σου για την επιβεβλημένη διάσωσή μου να έχεις ως συμμάχους την αδελφή σου και τον άντρα της, Γάιο Κλούβιο, που αντιμετώπισαν από κοινού τον κίνδυνο· δεν θα είχαν τέλος αυτά, αν επιχειρούσα να τα θίξω. Ας είναι όμως αρκετό σε μένα και σε σένα που γλίτωσα με το να κρύβομαι.

(11-18) Θα ομολογήσω όμως πως κατά ένα μέρος σε σένα οφείλεται και η πιο οδυνηρή πίκρα της ζωής μου, όταν επέστρεψα στη γενέθλια πόλη με την ευεργετική παρέμβαση του Καίσαρα Αύγουστου, ο οποίος έλειπε τότε (από τη Ρώμη) και τον οποίο προσαγόρευε ενώπιόν σου για τη νομική μου αποκατάσταση ο συνεργάτης του Μάρκος Λέπιδος που ήταν παρών· έπεσες στα πόδια του· όχι μόνο δεν σε σήκωσαν, αλλά σε έσυραν και σε μεταχειρίστηκαν με ανάξιο τρόπο, έχοντας το σώμα σου γεμάτο μώλωπες· οπλισμένη με γενναιότατο φρόνημα, τον πληροφόρησες για το διάταγμα του Καίσαρα, που εξασφάλιζε πανηγυρικά την αποκατάστασή μου· άκουσες ακόμα και βρισιές· σου έκαναν απάνθρωπες πληγές και τις έδειξες για γίνει γνωστός ο υπεύθυνος των περιπέτειών μου. Και αυτή η στάση του δεν άργησε να τον βλάψει.

(19-21) Τι πιο αποτελεσματικό από το θάρρος σου, αφού έδωσες στον Καίσαρα την ευκαιρία να εκδηλώσει την επιείκειά του και με τη σωτηρία της ύπαρξής μου, να στιγματίσει αυτή την αδυσώπητη σκληρότητα του Λέπιδου με την ακατάβλητή σου καρτερικότητα;

(22-24) Αλλά προς τι τα περισσότερα; Ας περιορίσω τα λόγια, που κατ’ ανάγκη επιβάλλεται να είναι σύντομα· μεταχειριζόμενος αυτές τις μεγάλες πράξεις με τρόπο ευτελή, δεν θα μιλούσα επάξια γι’ αυτές, τη στιγμή που σαν μέγιστη απόδειξη των ευεργεσιών σου παρουσιάζω στα μάτια όλων τον πιο ωραίο σου τίτλο, το ότι μου έσωσες τη ζωή.

(25-30) Στη συνέχεια, αφού ειρήνευσε η οικουμένη ξανά και αποκαταστάθηκε η δημοκρατία, μας έτυχε (να μοιραστούμε) ήρεμα και ευτυχισμένα χρόνια. Ευχηθήκαμε να αποκτήσουμε παιδιά που η τύχη μας τα είχε αρνηθεί για πολύ. Αν η τύχη είχε αποφασίσει να φανεί ευνοϊκή, τι θα είχε λείψει στον καθένα μας; Ακολουθώντας όμως μιαν άλλη πορεία, έβαζε ένα τέλος στην ελπίδα μας. Παραλείπω ό,τι επεδίωξες εξαιτίας αυτού, ακόμα και όσα θέλησες να κάνεις, που ίσως να είναι αξιοθαύμαστα και αξιομνημόνευτα για μερικές γυναίκες, αλλά καθόλου για σένα, όταν τα παραβάλλει κανείς με τις υπόλοιπες αρετές σου.

(31-39) Έχοντας αμφιβολίες για τη γονιμότητά σου και λυπημένη που εγώ δεν θα είχα παιδιά, για να μην παραιτηθώ από την ελπίδα να αποκτήσω παιδιά με το να κρατώ εσένα σε γάμο, και εξαιτίας αυτού δυστυχήσω, έκανες λόγο για διαζύγιο και ότι θα παρέδιδες το άδειο σπίτι στη γονιμότητα μιας άλλης· δεν είχες άλλη σκέψη, (ήταν γνωστή άλλωστε η ομόνοια που είχαμε ανάμεσά μας), παρά πώς θα μου έβρισκες εσύ η ίδια κάποιαν αντάξια και κατάλληλη για μένα και πώς θα έκανες αυτό τον γάμο· με διαβεβαίωνες πως τα παιδιά που θα γεννιούνταν θα ήταν κοινά και για τους δυο μας και πώς θα τα θεωρούσες δικά σου· δεν θα μοίραζες την πατρική περιουσία που υπήρξε κοινή μέχρι τότε, αλλά θα έμενε στη διάθεσή μου και, αν ήθελα, υπό τη διαχείρισή σου· δεν θα αποταμίευες τίποτα, δεν θα διατηρούσες τίποτα αποκλειστικά δικό σου, θα μου αφιέρωνες  στο εξής τις φροντίδες και τη στοργή μιας αδελφής ή μιας πεθεράς.

(40-43)  Πρέπει να ομολογήσω ότι παραφέρθηκα σε σημείο να χάσω το μυαλό μου, ότι τρομοκρατήθηκα από τη στάση σου, ώστε με δυσκολία μπόρεσα να ξαναβρώ τον εαυτό μου. Να συζητάμε μεταξύ μας για διαζύγιο, προτού έρθει η ώρα σε μας να υπακούσουμε στον νόμο της μοίρας· εσύ να προτείνεις ως λύση να παραμείνεις γυναίκα μου ενώ είσαι ακόμα ζωντανή, τη στιγμή που εσύ, όταν εγώ είχα σχεδόν εξοριστεί από τη ζωή, μου είχες μείνει απόλυτα πιστή.

(44-47) Πώς θα μπορούσα να έχω μια τέτοια επιθυμία ή ανάλογη ανάγκη για απόκτηση παιδιών, ώστε να χρειαστεί γι’ αυτό να απαρνηθώ τη συζυγική πίστη, να ανταλλάξω το σίγουρο με το αμφίβολο; Αλλά γιατί να πω περισσότερα; Έμεινες μαζί μου γιατί δεν θα μπορούσα να αποδεχτώ την επιθυμία σου χωρίς να ατιμάσω τον εαυτό μου ή να δημιουργήσω την κοινή μας δυστυχία.

(48-50) Τι πιο αξιομνημόνευτο υπάρχει για σένα, από την απόφαση που πήρες να εξυπηρετήσεις, ώστε, αν δεν μπορούσα να είχα παιδιά από σένα, να είχα τουλάχιστον με τη μεσολάβησή σου, εσένα, που δύσπιστη στη γονιμότητά σου, προετοίμαζες με γάμο τη γονιμότητα μιας άλλης;

(51-53) Μακάρι να μπορούσε ο γάμος μας να είχε συνεχιστεί με την υπομονή που προσφέρει η ηλικία του καθενός μας, μέχρι τη μέρα που θα πέθαινα ως μεγαλύτερος – όπως ήταν πιο δίκαιο – τότε που θα μου απέδιδες τις τελευταίες τιμές· εγώ, αφού επιζούσες στο μεταξύ εσύ, θα ξεπερνούσα την έλλειψη (των παιδιών) και μια κόρη (υιοθετημένη) θα με είχε αντικαταστήσει κοντά σου.

(54-55) Η μοίρα σού έδωσε την προτεραιότητα. Παρά την επιθυμία σου, μου έδωσες για μήνυμα πένθος και με άφησες δυστυχισμένο χωρίς τα παιδιά που θα μου χάριζες. Όμως εγώ από την πλευρά μου, θα υποτάξω τα αισθήματά μου στις σκέψεις σου.

(56-57) Είθε όλες οι συμβουλές που δόθηκαν ως παρακαταθήκη να βρουν τη θέση τους στο εγκώμιό σου, για να μετατραπούν σε εύλογη παρηγοριά μου. Θα επιθυμούσα όμως αυτό να καθιερώσει τη μνήμη σου σε υπέρτατο βαθμό, κάνοντάς την αθάνατη.

(58-62) Η ζωή σου έχει φέρει σε μένα πολλά οφέλη. Εμψυχωμένος από την καταφυγή στη μνήμη σου (της οποίας έγινα μάρτυρας) και διδαγμένος από τις ενεργειές σου, θα αντισταθώ στη μοίρα που δεν μου τα στέρησε όλα, αφού με τους επαίνους μου εμπλουτίστηκε η θύμησή σου. Τη γαλήνη όμως της ύπαρξής μου την έχασα μαζί σου, σκεπτόμενος όμως πόσο επαγρύπνησες για μένα και με υπεράσπισες την εποχή των κινδύνων μου, συντρίβομαι από τη συμφορά και αδυνατώ να τηρήσω την υπόσχεσή μου.

(63-66)  Ο φυσικός πόνος ξεριζώνει κάθε δύναμη από το κουράγιο μου. Βυθίζομαι στη λύπη· ισχυροποιώ την ψυχή μου με όλα αυτά – σε τίποτε όμως δεν τα βρίσκω με τον εαυτό μου. Όταν ξαναφέρνω στο μυαλό μου τις παλιές μου συμφορές και τα μέλλοντα να συμβούν, αποκαρδιώνομαι. Στερημένος από μια τόσο μεγάλη και αποτελεσματική βοήθεια, αναλογιζόμενος τη φήμη σου, φαίνεται πως διατηρώ για τον εαυτό μου – αν και όχι τόσο σταθερά πια –, την καρτερία και τη νοσταλγία παρά το πένθος.

(67-68) Το τέλος αυτού του λόγου ας είναι ότι άξιζες τα πάντα, αλλά εγώ δεν έτυχε να σου τα προσφέρω όλα. Ως νόμο είχα τις επιθυμίες σου και προτίθεμαι να δώσω ακόμα σ’ αυτές, ό,τι μου είναι δυνατό.

(69) Εύχομαι οι δικοί σου θεοί των ψυχών να σε αναπαύσουν εν ειρήνη.

 


2.  Το πλήρες όνομά του ήταν Titus Annius Milo Papianus, ήταν Ρωμαίος πολιτικός και γιος του Gaius Papius Celsus. Το 52 π.Χ. κατηγορήθηκε για το φόνο του Publius Clodius Pulcher, αλλά η αθωότητά του υπερασπίστηκε τελικά ανεπιτυχώς από φίλο του, τον Κικέρωνα, με το λόγο του Pro Milone.

 

3.  Εκ του ρήματος texo, σημαίνει: συνυφή, προσαρμογή, αν πρόκειται για κείμενο που χρειάζεται αποκατάσταση. Γι’ αυτό και οι λέξεις – φράσεις σε αγκύλες [ ] αποτελούν την προσπάθεια των φιλολόγων να αποκαταστήσουν το κείμενο.

 

 4.  Η coemptio (ο δι’ ωνής γάμος) αποτελούσε έναν από τους τρεις τρόπους. Οι άλλοι δύο ήταν: ο confarreatio (ο ιερός γάμος) και ο usus (συνουσία, γάμος χρήσις γυναικός) του αυστηρού γάμου (: cum manu, ενώ ο  sine manu : χαλαρός, ελεύθερος γάμος) στην Αρχαία Ρώμη.  Ήταν δικαιοπραξία που γινόταν με χαλκό και ζυγαριά ( per aes et libram ) παρουσία πέντε μαρτύρων. Κατά την κλασική περίοδο, δικαιοπάροχος ήταν πάντοτε η γυναίκα. Με ειδική προσφώνηση (nuncipatio) διευκρινιζόταν ότι η coemptio γινότανε για τον γάμο, για να μη θεωρηθεί ότι η δικαιοπραξία γινόταν για να περιέλθει η σύζυγος στον σύζυγο. *Ο Θεσμός της Προίκας στην Αρχαία Ρώμη: 1]. Dos recepticia: στη συμφωνία περιλαμβάνεται ρητή πρόβλεψη ότι σε περίπτωση λύσης του γάμου ο σύζυγος υποχρεώνεται να επιστρέψει την προίκα. Υπήρχαν και περιπτώσεις αθέτησης της συμφωνίας: Ο Καρβίλιους Ρούγκας το 230 π.Χ., αφού απέπεμψε τη σύζυγό του χωρίς δικαιολογία, κράτησε την προίκα. 2]. Dos profeticia: Η συμφωνία με τον σύζυγο γίνεται από τον πατέρα ή τον παππού της συζύγου. Αν λυθεί ο γάμος, ή πεθάνει η γυναίκα, η προίκα επιστρέφεται. 3].  Dos andventicia: Η συμφωνία του γάμου τελείται από την ίδια τη γυναίκα αν είναι αυτεξούσια ή από τρίτο πρόσωπο. Η προίκα σε αυτήν την περίπτωση δεν επιστρέφεται. Γενικά η προίκα τα ρωμαϊκά χρόνια είναι απαραίτητο καθεστώς με την προϋπόθεση βέβαια να ακολουθεί γάμος:  si nuptiae sequantur (: εάν ακολουθεί γάμος ).

 

5.   Quoius : αντί cuius: αρχαϊκός τύπος του cum.

 

6.  Ouom και quum : αρχαϊκές μορφές του cum.

 

 b_5

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (επιλογή)

Mommsen Th., In Abhandlungen der Königl. Akad. Der Wissenschaft, zu Berlin, 1863 p. 455 et sqq. * Vollmer Fr, In Jahcrbucher für class. Philologie, XVIIter  Supplementbant, 1892, p. 492 et sqq3. * Durry Μ., Une éloge funèbre d’ une matron romaine, 1950. * Fowler W. Warde,  Η κοινωνική ζωή στη Ρώμη στην εποχή του Κικέρωνα , Οξφόρδη, 1908 * Gordon  A. E., A New Fragment της Laudatio Turia AJA 54 (1950) 223-226 * Wistrand, Erik, The so-called Laudatio Turiae (Berlingska Boktryckeriet, 1976) * Rose H. J., Ιστορία της Λατινικής Λογοτεχνίας, τόμος Β΄, μφρ. Κ. Χ. Γρολλίου ΜΙΕΤ, 1980.

  1. Gordon A. E., Illustrated Introduction to Latin Epigraphy, Berkeley: University of California Press, 1983.
  2. Gardner, J., Οι γυναίκες στο Ρωμαϊκό Δίκαιο και Κοινωνία , Bloomington, 1986

Treggiari, S. Ρωμαϊκή Γάμος, Οξφόρδη, 1991

Fantham, Ε. et al., Οι γυναίκες στην κλασικό κόσμο, Οξφόρδη, 1994. Martin Susan D., Private Lives and public personae, Department of Classics University of Tennessee, Knoxville, November 22, 1997  Shelton, J., Οι Ρωμαίοι Did2 (1998) Horsfall, N., Some Problems in the Laudatio Turiae  Bull. Inst. Clas. Stud. 30 85-98 Grimal Pierre, Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία 27 π.Χ. – 476 μ.Χ., Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2004. * Lefkowitz Mary and Maureen B. Fant, Η ζωή των γυναικών στην Ελλάδα και τη Ρώμη, A Source Book i Duckworth, 1982  * Translation2 (Baltimore, 1992) Shelton, J., As the Romans Did2 (1998)Δ. Χ. Γκόφας, Εισηγήσεις Ρωμαϊκού Δικαίου, Αθήνα 1976, σελ. 88-89.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top