Fractal

Το τελευταίο χτύπημα ενός ασυμβίβαστου

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

plateia«Πλατεία Ηρώων» του Τόμας Μπέρνχαρντ, Εκδ. Κριτική, σελ. 184

 

Στην αρένα λέγεται coup de grâce: το τελειωτικό χτύπημα. Τόσο καταδηλωτικό όσο και το αρχικό. Δεν αφήνει περιθώρια για να λαθέψουν οι προθέσεις, για να διαχυθούν οι δυνάμεις σε ήσσονος σημασίας προσπάθειες. Εσύ, εκεί να ακονίζεις το μαχαίρι που έλεγε και ο Άρης Αλεξάνδρου. Ο Τόμας Μπέρναρντ τελείωσε όπως ξεκίνησε: με πάταγο, με χλαπαταγή, με καταπέλτη, με επίθεση κατά μέτωπο. Όχι με ειρωνικούς λεονταρισμούς ή άσφαιρα πυρά. Για κάποιους η σιωπή είναι επισφαλής και επίφοβη. Για άλλους η καθαρή δήλωση είναι η καλίμπρα της λογοτεχνικής –και όχι μόνο- αφήγησής τους. Μόνο ένας συγγραφέας σαν τον Μπέρνχαρντ, που δεν αμέλησε να γράψει έξω από τα δόντια και με προπονημένη βλοσυρότητα έκατσε πολλές φορές στο σκαμνί την ανθρώπινη περίπτωση, μόνο ένας τέτοιος θα μπορούσε να συγγράψει, ως κύκνειο άσμα, ένα θεατρικό έργο σαν την «Πλατεία Ηρώων». Οποιοσδήποτε άλλος θα έψαχνε έναν τρόπο να κατασιγάσει τα πάθη του, να μελετήσει διεξοδικά την υστεροφημία του, να μετρήσει εχθρούς και φίλους και όλους να τους συνταιριάξει στη μια πλευρά της όχθης. Όντως, στο τέλος υπήρξαν δύο όχθες γι’ αυτόν: από τη μια μόνος του και από την απέναντι όλοι οι άλλοι. Η «Πλατεία Ηρώων» ήταν ένα σκάνδαλο εν σπέρματι. Έφερε όλα τα στοιχεία του εμπρηστικού πάθους ενός συγγραφέα που δεν αφήνει ούτε στο τέλος το όπλο –τις λέξεις του- από τα χέρια του. Την περίοδο που γράφτηκε το έργο στην Αυστρία πρόεδρος ήταν ο αμφιλεγόμενος Κουρτ Βαλντχάιμ. Οι φήμες ότι υπήρξε άμεσα ή έμμεσα συνεργάτης των ναζί τον ακολούθησαν μέχρι τέλους, ενώ ο σοσιαλισμός της Β’ Αυστριακής Δημοκρατίας αποδείχθηκε μια οικτρή παρωδία και κατά πολλούς, ανάμεσα σε αυτούς και ο Μπέρνχαρντ, ήταν η αιτία της αναγέννησης των νεοναζιστών από την τέφρα τους.

Όλο το έργο είναι ένα διαπρύσιο κατηγορώ κατά της συμπεφωνημένης σιωπής που είχε καλύψει ωσάν βαρύς υμένας τα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα της Αυστρίας. Πόσο σημερινό φαντάζει το έργο; Διαβολεμένα σημερινό – αυτό είναι. Η Αυστρία, τούτη την περίοδο πρωτοστατεί στον αγώνα κατά των προσφύγων, αποδεικνύοντας πως οι αντιδραστικοί θύλακες εντός της παραμένουν εν υπνώσει για κάποιο διάστημα μέχρι να βγουν στην επιφάνεια στην πρώτη ευκαιρία. Ο Μπέρνχαρντ τα γράφει αυτά το 1988 στο έργο για το οποίο δέχθηκε ουκ ολίγες επιθέσεις – πολλές από αυτές, δε, ήταν βιτριολικές. Ήταν ένα έργο που αρχικά του ζητήθηκε με αφορμή τα 50 χρόνια από το Άνσλους. Την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία και την είσοδο του Χίτλερ στην πλατεία Ηρώων της Βιέννης ενδεδυμένος τη δορά του φαιού μεσσία. Αντί να του αντισταθούν οι Αυστριακοί τον επευφήμησαν. Όλοι; Όχι. Άνθρωποι σαν τον πρωταγωνιστή του έργου του Μπέρνχαρντ, ένας ήρωας εντελώς απών, τον Γιόσεφ Σούστερ υπήρξαν αρκετοί: αφανείς, καταφρονεμένοι, αποσυνάγωγοι, ολότελα ηττημένοι. Ο Σούστερ, ένας εβραίος καθηγητής πανεπιστημίου, μεγαλοαστός, διάστικτος από χίλια δύο κουσούρια, αλλά με μια αποφασιστικότητα μεταιχμιακή, αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Πέφτει από το παράθυρο του σπιτιού του που βλέπει στην Πλατεία Ηρώων. Δεν μαθαίνουμε ποτέ τον ακριβή λόγο που τον αναγκάζει να προβεί σε αυτό το απονενοημένο διάβημα. Να ήταν η ψυχασθένεια της γυναίκα του που άκουγε τις βροντώδεις υλακές των φιλοναζιστών στην Πλατεία Ηρώων, λες και δεν είχε περάσει ούτε λέπι χρόνου από το 1938; Να ήταν η δική του ψυχική ταραχή, απότοκη μιας κακής κληρονομιάς –όλοι οι Σούστερ είχαν «θητεύσει» σε καλά ψυχιατρικά καταστήματα κατά καιρούς;  Να ήταν το γεγονός ότι οι συνάδελφοί του στη Βιέννη τον αντιμετώπισαν με ψυχρότητα και φθόνο; Να κατάλαβε ότι η επιστροφή στην Οξφόρδη που του ζητούσε επιμόνως η γυναίκα του δεν θα του παρείχε μια τελική λύση;  Αν έπρεπε να κάνει κάτι θα ήταν να γυρίσει το χρόνο πίσω και να μην επέστρεφε ποτέ στη Βιέννη αφήνοντας την Αγγλία. Μα, το έκανε για τη μουσική της Βιέννης. Μόνο που η συγκεκριμένη πόλη, όπως και όλη χώρα, έχει πάψει προ πολλού να είναι πολιτισμένη – έχει εκπέσει στη βαρβαρότητα, το ζόφο και το βόρβορο των καθολικών, των ναζιστών, των πολιτικάντηδων, των μωροφιλόδοξων καλλιτεχνών και των απαθών πολιτών. Άπαντες πνίγονται μέσα στις λάσπες τους. Πώς μπορεί να αντέξει αυτή την κατάσταση ο Γιόσεφ Σούστερ;

Σε αντίθεση με τον αδελφό του, Ρόμπερτ, επίσης καθηγητή, που όλοι περίμεναν ότι αυτός θα έφευγε πρώτος από τη ζωή, ο Γιόσεφ δεν έχει καμία καταφυγή, καμία αυταπάτη απομάκρυνσης από την πληγή που όζει. Ο Ρόμπερτ έχει καταφύγει στην απάθεια, την ηττοπάθεια της υπακοής στην ειμαρμένη, αποκομμένος στο εξοχικό του στο Νόιχαουζ πιστεύει πως δεν τον αγγίξει το εξάμβλωμα που μεγαλώνει εκθετικά στη Βιέννη.

 

Thomas Bernhard

Thomas Bernhard

 

Οι χαρακτήρες του έργου είναι ένας χορός φαντασμάτων της άρχουσας τάξης: ο καθηγητής Ρόμπερτ Σούστερ που μέσω αυτού μαθαίνουμε σπαράγματα από τη ζωή του αυτόχειρα αδελφού του, οι ελάχιστοι καθηγητές φίλοι που στέργουν να συλλυπηθούν, οι κόρες του θανόντος, Άννα και Όλγα, ο άσκεφτος γιος του,  η ψυχωτική γυναίκα του και από κοντά η οικονόμος του με την οποία βρέθηκε πολύ κοντά και η λαϊκή υπηρέτριά του. Όλοι τους βρίσκονται σε φάση διωγμού, Το πατρικό σπίτι στη Βιέννη αδειάζει μετά το θανατικό, η Οξφόρδη είναι ένα όνειρο που δεν ευοδώθηκε και το σπίτι πρέπει να πουληθεί ακόμη και όσο όσο. Η οικογένεια στην πραγματικότητα θα σκορπιστεί στους πέντε ανέμους, αλλά η πληγή παραμένει μέχρι τέλους χαίνουσα. Η γυναίκα του Γιόζεφ, με την κατάρρευσή της, ουσιαστικά ανοίγει την τρύπα μέσα την οποία θα πέσει ο ένας μετά τον άλλον. Τίποτα δεν έχει γυρισμό διότι ο κατήφορος της χώρας δεν έχει γυρισμό.

Ο Μπέρχαρντ δεν φείδεται χαρακτηρισμών: λακτίζει όλους τους θεσμούς, μπήγει βαθιά το μαχαίρι στο σκληρό πετσί της απάθειας και της δήθεν ευταξίας. Κοιτάζει το φαιό είδωλο της χώρας στα μάτια και όχι μόνο δεν το φοβάται, αλλά το φτύνει κατάμουτρα. Η περιφρόνησή του είναι απεριόριστη, η επίθεσή του είναι θυελλώδης. Όταν ανέβηκε το έργο, έπειτα από πολλές περιπέτειες, στο θέατρο Μπούργκτεατερ, ένας ιστορικός χώρος στη Βιέννη, έγινε σάλος. Ο Μπέρνχαρντ δεν σταμάτησε να συλλέγει εχθρούς. Οι γέφυρές του με την Αυστρία είχαν καεί ολοσχερώς. Η μετάφραση ανήκει στον Βασίλη Τσαλή και όπως στην «Πρόζα» έτσι και εδώ μας προσφέρει τη δυνατότητα να διαβάσουμε «σωστά» τον Μπέρνχαρντ. Αξιοσημείωτο είναι το επίμετρο που υπογράφει και συμπληρώνει την παρούσα έκδοση.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top