Fractal

Έρωτες γυναικών

Γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου //

 

Τούλα Τίγκα “Ballade des Dames” Εκδόσεις Διάπλαση, 2018, σελ.292

 

Τo μυθιστόρημα Ballade des Dames της Τούλας Τίγκα (Τρίκαλα, 1944) θα μπορούσε να είναι μια εργασία, ένα δοκίμιο, μια πραγματεία τέλος πάντων, πάνω στη ζωή και τους έρωτες των γυναικών, όλων των γυναικών της γης, όλων των εποχών. Η ίδια η συγγραφέας το αποκαλεί μυθιστόρημα για να το κάνει ελκυστικό στις αναγνώστριες και στους αναγνώστες, διότι ποιος έχει τη διάθεση να καθίσει να διαβάσει τις σκέψεις μιας γυναίκας για τον εαυτό της και για το φύλο της; Και οι μεν αναγνώστριες θα διαβάσουν πράγματα που γνωρίζουν πολύ καλά διότι τα έχουν νιώσει ή τα έχουν σκεφτεί, οι δε αναγνώστες θα διαβάσουν, εάν δεν ξέρουν ή δεν υποψιάζονται, συναισθήματα και σκέψεις των γυναικών, ιδίως εκείνων που έχουν φτάσει σε μια ώριμη ηλικία και δεν περιμένουν πολλά ακόμα από τη ζωή.

Το παρόν βιβλίο που αφιερώνεται «Στις γυναίκες που μεγάλωσαν και δεν έπαψαν να τιμούν τη ζωή, τη φιλία, τον έρωτα» είναι ένα  μυθιστόρημα χωρίς ερωτικές σκηνές που μιλάει για τον έρωτα των γυναικών σε όλες τις εκφάνσεις του: τα σκιρτήματα της καρδιάς, την τρυφερότητα, την σωματική απόλαυση, την πληρότητα, την κόπωση, την πλήξη, την απογοήτευση, την πικρία, την απελπισία, την έλλειψη πόθου, καθώς επίσης τον φόβο και την αναμονή του θανάτου.

Τόπος δράσης είναι τα Τρίκαλα, η γενέτειρα των πέντε γυναικών-ηρωίδων του μυθιστορήματος. Εκεί ζουν ή έζησαν και οι πέντε, εκεί, κοντά στα νερά του ποταμού Ληθαίου που διασχίζει την πόλη ενηλικιώθηκαν, εκεί συναντώνται όταν επιστρέφουν από άλλες πόλεις ή από άλλες χώρες, εκεί επιθυμούν να πεθάνουν, όταν έρθει η ώρα. Είναι η «αγία πεντάς» του τοπικού γυμνασίου θηλέων, μεγάλα κορίτσια που το αίμα το οποίο πήγαζε από μέσα τους κάθε μήνα έχει στερέψει: η Μάρω, αρχηγός της παρέας, η Θεανώ, η Σοφία, η Βιργινία, η σεμνή Ματίνα. Μεγαλωμένες δίπλα στο τζάκι, όπου άκουγαν τη γιαγιά τους να τους λέει παραμύθια κι ύστερα να διαβάζουν Όμηρο, Ευριπίδη, Μυριβήλη, Βενέζη, Παλαμά, Ρίτσο, Καβάφη και Σεφέρη, κάποτε ήρθε ο καιρός να σκορπίσουν και να χωρίσουν οι αχώριστες.

Κι ύστερα, έχοντας ξοδέψει πολύ από το αίμα τους κάθε μήνα, αίμα που είχε παρασύρει, διαβάζουμε, χρόνια και μυστικά, γέλια και κλάματα, κραυγές οργής, χαράς, οργασμών, και αναστεναγμούς ερωτικής απογοήτευσης, ξανάσμιξαν.  Ήταν όμως σημαδεμένες από τις ρυτίδες της τρίτης ηλικίας και το «θαυματουργό αίμα» είχε στερέψει. Μία από αυτές βρέθηκε με καρκίνο στο στήθος. Όλες έχουν περάσει καλά, ιδίως την εποχή που ήταν νέες και δροσερές, όλες έχουν να αφηγηθούν ωραίες στιγμές, έστω κι αν την ώρα του απολογισμού έχουν να λένε για τα λάθη τους, για τα ελαττώματα των προσώπων που αγάπησαν και εμπιστεύθηκαν, πάντα οι άνθρωποι βλέπουμε τα λάθη μας εκ των υστέρων.

«Αλλά η ζωή δεν σηκώνει πείσματα, ούτε “με συγχωρείτε, έκανα λάθος, πάμε πάλι από την αρχή!” τα λάθη μόνο στο χαρτί διορθώνονται με το σβηστήρι. Στη ζωή γίνονται θηλιά που σε πνίγει».

Όπως είπαμε, ο έρωτας αποτελεί το θέμα του μυθιστορήματος, ή καλύτερα το αναπόφευκτο γεγονός της παρακμής του έρωτα. «Το λάθος είναι η ηλικία μας, φιλενάδα! Ο έρωτας το βάζει στα πόδια  έτσι και δει ρυτίδες. Δεν τ’ αντέχει τα τσαλακωμένα μούτρα και παίρνει των ομματιών του!»

Κι ακόμα: «Και ο έρωτας; Τι γίνεται ο έρωτας; Τι απέγιναν εκείνα τα δύο σώματα που αγκαλιάζονταν σιωπώντας, που άνοιγαν, διεκδικούσαν πρόσφεραν και προσφέρονταν;»

«Μέχρι πότε μπορούν να ερωτεύονται οι άνθρωποι;» ρωτάει μια ηρωίδα έναν συγγραφέα, φίλο που τον εμπιστεύεται.

«Μέχρι τα βαθιά γεράματα. Αρκεί να μην αφήσουν την καρδιά τους να γεράσει», απαντάει εκείνος.

Ωστόσο, μία από αυτές διαφωνεί με την πιο πάνω ρήση.

«Τρίχες!  Ο έρωτας πάει πακέτο με τα νιάτα. Αλλιώς δεν είναι έρωτας, είναι απλώς παρέα, συντροφιά στον καναπέ, μπροστά στην τηλεόραση ή στο τραπέζι με σούπα και γιαούρτι με χαμηλά λιπαρά…»

Η κυνική της παρέας δεν μασάει τα λόγια της; «Αλλά γιατί παραμυθιαζόμαστε ότι αυτό ήταν έρωτας; Ο έρωτας, κυρίες μου, δεν θέλει αλληλογραφία. Θέλει χάδι και φιλί άγριο, θέλει πήδημα βαρβάτο για να χορτάσει και για νε λέγεται έρωτας…»

 

Τούλα Τίγκα

 

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, ωστόσο μέσα παρεμβάλλονται οι αφηγήσεις των πέντε ηρωίδων, οι οποίες μιλούν εκ βαθέων για την προσωπική τους ζωή. Το τέλος του βρίσκει τις αγαπημένες φίλες να τραγουδούν ένα ας πούμε φιλοσοφικό τραγουδάκι σε στίχους του Οδυσσέα Ελύτη και μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου:

 

Όσο κι αν κανείς προσέχει

Όσο κι αν το κυνηγά,

Πάντα πάντα θα ’ναι αργά

Δεύτερη ζωή δεν έχει.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top