Fractal

Στο περιθώριο της καταγραφής των σεισμικών δονήσεων μιας χαοτικής ιστορικής περιόδου των Βαλκανίων

Γράφει ο Γεώργιος Ν. Σχορετσανίτης //

 

Ντράνγκο Γιάντσαρ «Αυτή τη νύχτα την είδα», Μετάφραση: Λόισκα Αβαγιανού, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018.  Αθήνα

 

Το μυθιστόρημα ‘Αυτή τη νύχτα την είδα’, είναι  μια ιστορία αγάπης σε καιρό πολέμου, είναι ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται  λίγα χρόνια από τη ζωή και την μυστηριώδη εξαφάνιση της Βερόνικα Ζάρνικ, μιας νέας αστής γυναίκας από τη Λιουμπλιάνα, η οποία εκτυλίσσεται  μέσα στη δίνη μιας ταραγμένης περιόδου στην ιστορία της συγκεκριμένης περιοχής. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την εν λόγω αφήγηση και εξιστόρηση από τη σκοπιά πέντε διαφορετικών χαρακτήρων, οι οποίοι μιλούν για τον εαυτό τους, καθώς και τις προβληματικές περιόδους της Σλοβενίας πριν και κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι εποχές επηρέαζαν σε σημαντικό βαθμό όχι μόνο τους ανθρώπους των διαφόρων πεποιθήσεων που συμμετείχαν σε ορισμένα ιστορικά γεγονότα, αλλά ταυτόχρονα και εκείνους που ζούσαν στο περιθώριο των  δραματικών γεγονότων και οι οποίοι δεν κατανοούν καλά τι ακριβώς διαμείβεται και διακυβεύεται στο προσκήνιο της ιστορίας, αφού εκείνοι απλώς ήθελαν να ζήσουν ο καθένας με τον τρόπο που επιθυμούσε ανεπηρέαστοι σίγουρα από τα περιρρέοντα συμβάντα που ελάμβαναν χώρα στη γειτονιά τους. Η όποια προσπάθεια όμως, γι’ αυτό, ήταν ουσιαστικά μια ψευδαίσθηση, γιατί ακόμη και κάτω από το φαινομενικά ασφαλές και ειδυλλιακό καταφύγιο ενός αρχοντικού πύργου στη Σλοβενία, ήταν αδύνατο να αποφευχθεί η βία με το δικό της απάνθρωπο και εν πολλοίς άδικο, όπως αποδείχτηκε,  τρόπο.

 

Ντράνγκο Γιάντσαρ (1948- )

 

Ο Ντράνγκο Γιάντσαρ, γεννήθηκε στα 1948, στην πόλη Μάριμπορ της Σλοβενίας, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της εν λόγω χώρας μετά την πρωτεύουσα Λιουμπλιάνα, και γνωρίζει τα γεγονότα γύρω από τα οποία περιστρέφεται το βιβλίο, αρκετά καλά. Είναι μάλλον ο γνωστότερος συγγραφέας της Σλοβενίας, και το έργο του αναγνωρίστηκε από πολλούς κερδίζοντας μεγάλο αριθμό βραβείων, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του Ευρωπαϊκού Βραβείου Λογοτεχνίας, το 2011.

 

Στις σελίδες του βιβλίου, βρίσκονται διάχυτες οι έννοιες του πολέμου, της ειρήνης, της αδύνατης   κι ανίκανης αγάπης, με τη φιλία, την προδοσία, την ελπίδα και την ενοχή να εμπλέκονται στους πρωταγωνιστές του  μυθιστορήματος του Ντράνγκο Γιάντσαρ. Ένας άνθρωπος βρίσκεται ξαπλωμένος και ξύπνιος, στοιχειωμένος, ως συνήθως, από τις αναμνήσεις του. Αυτή τη φορά φαίνεται κάπως διαφορετικά, αν και οι μνήμες του είναι προφανώς πραγματικές. Ο Στέβαν Ραντοβάνοβιτς είναι Σέρβος αξιωματικός ιππικού, του οποίου ολάκαιρη η ζωή υπήρξε σχεδόν αποκλειστικά ο στρατιωτικός χώρος. Προερχόταν από μια ταπεινή και φτωχή οικογένεια που είχε άμεση εμπλοκή με τα άλογα, και γι’ αυτό και ο Ραντοβάνοβιτς εντάχθηκε στο στρατό ώστε να συνεχίσει και να χρησιμοποιήσει την αγάπη του για τα άλογα και την δυνατότητά του να βρίσκεται όσο το δυνατόν περισσότερο χρονικό διάστημα μαζί τους. Η όποια χαρά του όμως στην αρχή,  μετριάζεται αργότερα από την απροσδόκητη απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου.

Ο Σλοβένος μυθιστοριογράφος Ντράνγκο Γιάντσαρ ξεκινά τον πολύπλοκο  και πολυεπίπεδο διαλογισμό του με την αφήγηση του Στέβαν Ραντοβάνοβιτς για τον πόλεμο και τις διάφορες φρικιαστικές καταστάσεις που προκαλεί στους άντρες. Παρά τα γενναία του λόγια, ο Ραντοβάνοβιτς, ο πρώτος από τους πέντε αφηγητές, δεν έχει ξεχάσει τις συνέπειες της αποδοχής μιας ειδικής αλλά ταυτόχρονα περίεργης και εν πολλοίς ασυνήθους για το αυστηρό επάγγελμά του αποστολής. Η συγκεκριμένη αποστολή δεν έχει καμία σχέση με τα  στρατιωτικά του καθήκοντα, αφού καλείται από τους ανωτέρους του να διδάξει μια χαριτωμένη νεαρή γυναίκα από τη Λιουμπλιάνα πώς να ιππεύει. Η Βερόνικα Ζάρνικ, είναι η σύζυγος του στενού φίλου του διοικητή, ενός σκιώδους επιχειρηματία ο οποίος εμπλέκεται σε πολλές συμφωνίες οι οποίες λαμβάνουν χώρα καθώς η Ευρώπη κατευθύνεται ολοταχώς και χωρίς επιστροφή προς τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, το 1938. Ζει με τα μέλη της οικογένειάς του σε έναν πύργο, όπου, ‘… οι  κομμουνιστές που κυβερνούν τώρα εκεί, από την άλλη πλευρά των συνόρων, δεν συμπαθούν και πολύ τους πυργοδεσπότες, αλλά αγαπούν την περιουσία τους…’!

Ο Ραντοβάνοβιτς απολαμβάνει την δημιουργηθείσα κατάσταση με κάποια δυσκολία, τουλάχιστον στην αρχική φάση. Αλλά βεβαίως δεν έχει άλλη επιλογή και εναλλακτική λύση από αυτή, αφού ο διοικητής του  που έχει δώσει την σχετική εντολή, σε  ένα σημείο υπενθυμίσει με επαγγελματικό ύφος στον Ραντοβάνοβιτς να παραμένει ευθυγραμμισμένος με την τιμή και τις γνωστές αρχές που διέπουν την όλη πορεία και προσωπική και επαγγελματική ζωή του αξιωματικού. Η Βερόνικα είναι μια δυναμική για την εποχή της γυναίκα και φαίνεται αποφασισμένη, με το δικό της φυσικά τρόπο, ότι σφόδρα επιθυμεί να το κάνει πραγματικότητα, όπως άλλωστε διατείνεται ένας άλλος αφηγητής του βιβλίου, λίγο αργότερα, η μητέρα της. Ήταν η εποχή δύσκολη, μας αφηγείται ο Σέρβος αξιωματικός, γιατί ‘…. είχαν ήδη αρχίσει να  μαζεύονται τα σύννεφα της επερχόμενης θύελλας, στη Γερμανία γίνονταν πορείες με στρατιωτικό βηματισμό και πολιτικές συγκεντρώσεις, στην Ιταλία τα ειδικά δικαστήρια καταδίκαζαν Σλοβένους πατριώτες, …’, αλλά η διαταγή στον Ραντοβάνοβιτς ήταν ξεκάθαρη.

Το πρώτο μάθημα πηγαίνει μάλλον άσχημα, αλλά η συνέχεια υπήρξε διαφορετική, όσον αφορά την εκπαίδευση της ταλαντούχας, ικανής και μορφωμένης Βερόνικας! Η ικανότητάς της για ιππασία εξελίσσεται πολύ γρήγορα και μέσα σε μόλις δύο μήνες έχει κάνει εκπληκτικές προόδους.  Η γοητεία της είναι προφανής και αδιαμφισβήτητη, καθώς μαρτυράει κάθε ένας από τους επόμενους αφηγητές, με την αποτύπωση της ιστορίας αυτής. Οι αφηγήσεις είναι στιγμιότυπα της ζωής της Βερόνικας, πλεγμένα  στο φόντο του πολέμου. Ο εραστής της, Ραντοβάνοβιτς, βιώνει ακολούθως διάφορες και πολλαπλές πτυχές της ακόρεστης απληστίας της. Τα άλογα είναι ελεύθερα πλάσματα, είπε κάποια στιγμή εκείνη στον εκπαιδευτή της, πιο ελεύθερα από τους ανθρώπους και θα έπρεπε να τα αφήνουμε να τρέχουν στα λιβάδια και στα δάση, εκφράζοντας έτσι  τη θέση της ευθαρσώς, αλλά με πολλές έννοιες, αιχμές  και φυσικά αποδέκτες. Ο συγγραφέας εδώ δεν φαίνεται να θέλει να δωρίσει τη συμπάθεια του αναγνώστη απέναντι στην ανήσυχη και μυστηριώδη ηρωΐδα του βιβλίου του.

Ο Λέο Ζάρνικ, ο σύζυγος της Βερόνικας, παρουσιάζεται  σαν ένας άντρας χωρίς πυγμή και πάντα σταθερά δίπλα στη σύζυγό του, αν και ασχολείται και με εργοστάσια και διάφορα ορυχεία στη Σερβία, όπως αποδεικνύεται όταν αργότερα την συγχωρεί για τη φυγή της προς τα νότια με τον  εραστή και δάσκαλό της στην ιππασία, Ραντοβάνοβιτς. Απέναντι σε μια τόσο εγωιστική και αμφιλεγόμενη ηρωΐδα, ο Ραντοβάνοβιτς ο άπειρος όπως φαίνεται  εραστής της, είναι πιο συμπαθητικός και πειστικός, έχοντας επίγνωση ότι ανήκει σε κατώτερη κοινωνική τάξη από αυτήν. Τόσο ο Λέο, όμως, όσο και ο Ραντοβάνοβιτς, έχουν ο καθένας τους το μερίδιο της ταπείνωσης που τους αντιστοιχεί μέσα στα χέρια της φιλόδοξης και εγωίστριας Βερόνικας, η οποία φαίνεται ξεκάθαρα πως παίζει ανοιχτά με τους άνδρες που εκείνη επιθυμεί να βρίσκονται δίπλα και μέσα στη ζωή της.

Η δύναμη του μυθιστορήματος ‘Αυτή τη νύχτα την είδα’ βρίσκεται στις  πολεμικές ακολουθίες, στις οποίες η γυναίκα και ηρωΐδα του βιβλίου, η Βερόνικα, οριοθετείται στο κέντρο της ιστορίας, ενώ τριγύρω περιφέρονται λεπτομέρειες, πολυποίκιλοι χαρακτήρες και οι ενέργειές τους, και μάλιστα σε περιόδους δύσκολες όπου κυριαρχεί το χάος, η δυσπιστία που υπονομεύει τις όποιες συμμαχίες, σε περιόδους τουτέστιν έντονης αναταραχής της ιστορίας. Ο Ντράνγκο Γιάντσαρ, μας εισαγάγει στο κλίμα μεταφέροντας και μεταδίδοντας τις πολιτισμικές πολυπλοκότητες τις οποίες τοποθετεί σε διάφορα μέρη των Βαλκανίων, ιδιαίτερα στη Γιουγκοσλαβία όπως ήταν βεβαίως κατά τον Δεύτερο  Παγκόσμιο Πόλεμο. Σ’ ένα σημείο ο  Ραντοβάνοβιτς, μας λέει για τη Βερόνικα, ότι ‘…είχε έρθει σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν άλλοι κανόνες από εκείνους που ισχύουν στους χώρους περιπάτου της Λιουμπλιάνας…’, γιατί ‘…εδώ μια γυναίκα δεν μπορεί να περπατήσει  στο δρόμο δίχως όλοι οι άντρες να καρφώνουν το βλέμμα επάνω της’! Ο αξιωματικός του ιππικού μας γράφει και εξιστορεί  για μια αγάπη που όχι μόνο τον πονάει αλλά και τον εμποδίζει σε γενικές γραμμές να προχωρήσει, ενώ την ίδια στιγμή η μητέρα της Βερόνικας ζει με την ελπίδα ότι η θαυμαστή κόρη της θα επιστρέψει από τις γνωστές περιπέτειές της. Για την ηλικιωμένη ετούτη κυρία, ο κόσμος γύρω της έχει αλλάξει δραματικά και ο μόνος που καταλαβαίνει πια είναι ο Πέτερ, ο αγαπημένος νεκρός σύζυγός της στην φωτογραφία του οποίου απευθύνεται συχνά με τον τρόπο της και εμπιστεύεται. Γνωρίζει πλέον αρκετά καλά ότι η νιότη  είναι εφήμερη, γιατί κάποτε και αυτή πίστευε πως είναι αιώνια, τότε που ταξίδευε με τον Πέτερ στην Ίστρια.

Με την τρίτη, και κάπως δυνατότερη αφήγηση, ξεκινάει η πραγματική ιστορία, που λέγεται όμως από έναν Γερμανό στρατιωτικό γιατρό. Πρόκειται για μια εύγλωττη και βασανιστική αναφορά ενός άνδρα για έναν πόλεμο που ξεδιπλώνεται μπροστά τους και για το σοβαρό τραυματισμό του, ενώ παράλληλα παραμένει στα γεγονότα ως απλός παρατηρητής. Ο γιατρός, ο οποίος ήταν επίσης και αυτός με κάποιο τρόπο  ερωτευμένος με την Βερόνικα, είναι κατά πάσα πιθανότητα ο πιο περίεργα εξαναγκασμένος χαρακτήρας του βιβλίου. Ένα μέρος του γιατρού αρνείται να θυμηθεί, αλλά δεν μπορεί τελικά να αποφύγει τις επίμονες και επώδυνες αναμνήσεις: ‘… Μόλο που σε τούτο το μέρος πριν από μόλις λίγους μήνες έπεφταν βόμβες, αυτό είναι ήδη παρελθόν και όλοι όσοι συμμετείχαμε σε αυτόν το συφοριασμένο πόλεμο θα είμαστε αύριο κιόλας άνθρωποι του παρελθόντος. Εγώ είμαι από σήμερα ήδη άνθρωπος του παρελθόντος, επειδή δεν θέλω να θυμάμαι. Πάνω από το παρελθόν και τις αναμνήσεις μου απλώνεται το πέπλο της λήθης… Η ζωή μου έχει γείρει προς την άλλη πλευρά, προς εκείνη όπου βρίσκονται οι νεκροί σύντροφοί μου, αυτοί που σκοτώθηκαν στους βάλτους της Ουκρανίας, στους λασπωμένους δασικούς δρόμους της Σλοβενίας, όπου πέφτοντας σε μια ενέδρα δεχτήκαμε βροχή τις παρτιζάνικες σφαίρες… τη χρονιά του ’45 υποχωρώντας προς τις Άλπεις’.

Υπάρχει επίσης η φωνή μιας οικονόμου του πύργου, που θυμάται τη νύχτα που έφτασαν οι παρτιζάνοι και δεν είχε κανένα πρόβλημα να φέρει στη μνήμη της και να εξιστορήσει ή και να ξεχάσει τα τρόφιμα και τον εξοπλισμό που πήραν από έναν σεβαστό άνθρωπο που τον θεωρούσαν συνεργάτη τους ή κάποιες φορές και συνεργάτη ακόμα των Γερμανών.  Είναι ηλικιωμένη, αρκετά έμπειρη και γνωρίζει καλά τι πρόκειται να ακολουθήσει και κυρίως τι θα συμβεί στους ανθρώπους που υπηρετούσε τόσο καιρό! Η τελευταία αφήγηση ανήκει σε έναν επιζώντα του πολέμου, ο οποίος πρέπει να ζήσει σε ολόκληρη τη ζωή του δεμένος άρρηκτα με την ντροπή του, αλλά   κατηγορεί γι’ αυτό τον πόλεμο και όχι τον εαυτό του. Κάθε ανάμνηση, κάθε περιγραφή  δημιουργεί ένα διακριτικό χαρακτήρα και μας προσφέρει μια άλλη όψη της γυναίκας που τους άγγιξε όλους. Ο καθένας αφηγητής παρέχει επίσης μια διαφορετική άποψη για τον πόλεμο. Επειδή όμως ο συγγραφέας εκθέτει και τα πέντε τμήματα ως αναμνήσεις πρώτου προσώπου, υπάρχει κάποια αναπόφευκτη επανάληψη των ιστοριών, αλλά αυτό δεν προκαλεί έκπληξη για ένα μακρύ μονόλογο και ενισχύει, μάλλον,  την αίσθηση της προφορικά εξιστορούμενης υπόθεσης.

Η φιλία και η προδοσία, η ελπίδα και η ενοχή, καθώς και το βασανιστικό μαρτύριο της μνήμης, είναι τα αγαπημένα εδώ θέματα του Ντράνγκο Γιάντσαρ, σε αυτό το μυθιστόρημα του πολέμου το οποίο κινείται συνεχόμενα σε διαφορετικές κατευθύνσεις στις παρυφές των ταραγμένων γεγονότων των Βαλκανίων πριν και κατά τη διάρκεια του Δευτέρου  Παγκοσμίου Πολέμου. Οι χαρακτήρες και οι χρονικές στιγμές δεν αφήνουν ποτέ τον αναγνώστη να ξεχάσει τον πόλεμο, την αναταραχή της ενωμένης κάποτε Γιουγκοσλαβίας και φυσικά  την υπόθεση του κομμουνισμού σε αυτή τη χώρα.

‘… Ο φίλος μου που τον θαύμαζα ξαφνικά μου δίνει διαταγές και σχεδόν με απειλεί. Τι είναι πάλι ετούτο; Να κατασκοπεύω ανθρώπους που είναι τόσο καλοί μαζί μου, και που στο κάτω-κάτω με πληρώνουν πολύ καλά για την κάθε δουλειά’, αναρωτιέται με έκδηλη αγωνία ο πέμπτος αφηγητής, χωρίς να είναι σε θέση να  διακρίνει αν όλα αυτά είναι κάποια πλάκα, ή μήπως άλλα δυσάρεστα και απειλητικά! Ένα αρκετά συναρπαστικό μυθιστόρημα από μια χώρα όχι τόσο γνωστή λογοτεχνικά σε μας!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top