Fractal

Διήγημα: “Ένσημα ζωής”

Του Αβραάμ Σεκέρογλου // *

 

f2

 

Δεν την είχα προσέξει ποτέ αυτή την πόρτα εδώ. Κάθε μέρα περνάω από μπροστά της, στέκομαι δίπλα της περιμένοντας το ασανσέρ. Ίσως κάποια φορά να έχω πέσει και πάνω της από το αγενές σπρώξιμο ενός πολίτη που νομίζει ότι θα του πάρω τη σειρά στην ουρά της υπηρεσίας. Είναι περίεργο πώς ο εγκέφαλος επιλέγει τι πληροφορία θα θεωρήσει σημαντική από τις χιλιάδες που λαμβάνει καθημερινά.

Ανεβαίνω στον πέμπτο και προχωρώ σκεπτική προς το γραφείο μου. Το ταμπελάκι που γράφει “Σοφία Κυριακίδου Προϊσταμένη Ταμείου Ασφαλιστικών Εισφορών” κρέμεται από την πόρτα. Όπως κάθε πρωί. Σαλιώνω τον αντίχειρά μου και το κολλάω πρόχειρα για να το βρω αύριο σίγουρα στην ίδια πεσμένη θέση. Τηλεφωνώ στο διαχειριστή του κτιρίου και ρωτάω για την πόρτα. Μου λέει με απολύτως φυσικό αλλά συνάμα και ράθυμο ύφος “η αποθήκη του αρχείου συντάξεων είναι”. Του απαντώ πως το αρχείο αυτό είναι στον έκτο όροφο, μαζί με τα αρχεία όλων των άλλων υπηρεσιών που συστεγάζονται στο κτίριο. “Έχω το κλειδί, ελάτε να το πάρετε και να δείτε μόνη σας” μου λέει και κλείνει το τηλέφωνο. Ίσως εξάντλησα την υπομονή του με την επικοινωνία είκοσι δευτερολέπτων που είχαμε, τον καταλαβαίνω. Τηλεφωνώ σε έναν υπάλληλο της υπηρεσίας Συντάξεων στον δεύτερο όροφο. Μιχάλης, σαρανταπεντάρης, ελεύθερος ακόμα, συμπαθητικός τύπος, έχουμε πιει και τρεις καφέδες στο κυλικείο μαζί. Μου απαντάει πρόσχαρος όταν του λέω ποια είμαι – μάλλον είναι αμοιβαία τα αισθήματα. “Ναι, είναι το αρχείο ανεκτέλεστων υποθέσεων, θα σου πω λεπτομέρειες στο μεσημεριανό διάλειμμα. Έχω δουλειά τώρα, τα λέμε μετά έτσι Σοφάκι;” και μου το κλείνει κι αυτός. Εντάξει Μιχαλάκη, θα τα πούμε μετά. Δεν με ικανοποιεί η απάντηση. Η γυναικεία περιέργεια με κατακλύζει. Κατεβαίνω στον επιστάτη και παίρνω το κλειδί.

Η αποθήκη είναι σκοτεινή και σκονισμένη. Κατακλύζεται μέχρι το ταβάνι με μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Ανοίγω μια από αυτές και είναι γεμάτη με καρτέλες ενσήμων. Το αυτόματο ηλεκτρονικό σύστημα μπήκε σε εφαρμογή το 2002. Όσοι έχουν ένσημα πριν από αυτή την ημερομηνία τα έχουν σε φυσική μορφή. Ατέλειωτες καρτέλες με μικρά ένσημα κολλημένα πάνω τους σαν την πιο βαρετή συλλογή γραμματοσήμων. Κάποιες ξεκινάνε από τη δεκαετία του 50, οι περισσότερες από αυτές του 70 και του 80. Ζωές ολόκληρες, μόχθοι, ιδρώτας ανθρώπων κλεισμένα σε μαύρες σακούλες σε μια σκοτεινή αποθήκη.

Συναντώ τον Μιχάλη το μεσημέρι. Μου εξηγεί πως εκεί είναι τα ένσημα όσων έκαναν αιτήσεις για συνταξιοδότηση αλλά δεν πρόλαβαν. Στην ερώτηση “τι εννοείς δεν πρόλαβαν” μου εξηγεί καταπίνοντας μια τεράστια μπουκιά από το σάντουιτς τόνος μαρούλι που τρώει. “Τα τελευταία χρόνια η αναμονή για τις συντάξεις έχει φτάσει στα 3 και τα 4 χρόνια. Πολλοί δεν προλαβαίνουν να την πάρουν και πεθαίνουν περιμένοντας. Εκεί υπάρχουν οι αιτήσεις και τα ένσημα αυτών των ανθρώπων.”

Γυρνάω σπίτι μουδιασμένη. Το σκέφτομαι όλο το απόγευμα και το βράδυ ο ύπνος με παίρνει μόλις δυο ώρες πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Αυτό είμαστε λοιπόν; Αυτό μένει από μας; Ένσημα σε μια καρτέλα. Την επόμενη μέρα κάθομαι μετά το ωράριό μου και μπαίνω πάλι στην αποθήκη. Παίρνω στην τύχη μια καρτέλα. Αριστείδης Κωνσταντινίδης. Έχει μια διεύθυνση με στοιχεία επικοινωνίας πάνω. Πηγαίνω πάλι στο γραφείο και αναζητώ τη διεύθυνση και το όνομα στον λευκό οδηγό. Εξηγώ σε μια κυρία που μου συστήνεται σαν κόρη του Αριστείδη, ποια είμαι και τι θέλω. Την επόμενη μέρα έρχεται στο γραφείο μου, καλοστεκούμενη ξανθιά στα 50 της, με κομψό ταγεράκι και διακριτικό μακιγιάζ. Είναι διστακτική, φοβισμένη όπως κάθε Έλληνας που μπαίνει πλέον σε μια δημόσια υπηρεσία. Παρά τις διαβεβαιώσεις μου ότι δεν πρόκειται να πληρώσει κάτι, είναι φανερό πως δεν με πίστεψε. Της δίνω το φάκελο με την καρτέλα και τα ένσημα του πατέρα της. Της λέω πως θεώρησα σωστό να τα επιστρέψω κι ας έχουν περάσει 7 χρόνια από το θάνατό του. Τα βλέπει και δεν μπορεί να συγκρατήσει ένα δάκρυ. Με ευχαριστεί για την ευγένεια και εξαφανίζεται από τη ζωή μου, τόσο γρήγορα όσο εμφανίστηκε.

Τις επόμενες μέρες κάθομαι για τρεις ώρες μετά τη δουλειά, κάποιες φορές και παραπάνω, ξεδιαλέγω τα ονόματα και επικοινωνώ τηλεφωνικά. Δέχομαι καθημερινά επισκέψεις από συγγενείς που παραλαμβάνουν άκομψα ενθύμια μιας ζωής συγγενικών τους προσώπων σε ένα μνημόσυνο ξεχωριστό, σε μια αποκατάσταση της μνήμης τους που μοιάζει σωστή, μοιάζει γλυκιά και με κάνει να πιστεύω κάθε μέρα πως δεν έχουν χαθεί όλα ακόμα.

 

 

* Ο Αβραάμ Σεκέρογλου γεννήθηκε στις Σέρρες το 1976. Ζει στην Αθήνα. Έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες διηγημάτων και παρακολουθεί εδώ και 3 χρόνια το εργαστήρι δημιουργικής γραφής του συγγραφέα Βαγγέλη Προβιά. Μόλις γυρίστηκε το πρώτο μικρού μήκους σενάριό του, “Play”, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Λυμπερόπουλου.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top