Fractal

Η δεύτερη ανακάλυψη της Αμερικής

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

augie«Οι περιπέτειες του Ώγκι Μαρτς» του Σωλ Μπέλοου, μτφ: Μιχάλης Μακρόπουλος, σελ. 864, Εκδ. Καστανιώτης

 

Η σαϊτιά έρχεται από την πρώτη πρόταση: «Είμαι Αμερικανός, γέννημα του Σικάγου, αυτής της σκοτεινής και μελαγχολικής πόλης· ό,τι κάνω το κάνω όπως έχω μάθει από μόνος μου, δίχως κανόνες, κι έτσι θα γράψω την ιστορία της ζωής μου …». Κάτι περισσότερο από δήλωση προθέσεων, γεωγραφικού προσδιορισμού, στοχαστικής πρόσδεσης σε μια συγκεκριμένη ταυτότητα, ο Ώγκι Μαρτς, τούτος ο θαυμαστός αντι-ήρωας του Σωλ Μπέλοου, εμφανίζει εμπρός μας ένα πεπρωμένο που καθορίζει και το χαρακτήρα του (ναι, του αρέσει αυτός ο ορισμός διότι του θυμίζει τον Ηράκλειτο).

Τυχαίος δεν είναι ο τίτλος του μυθιστορήματος, καθώς οι περιπέτειες παραπέμπουν σε μια αέναη περιπλάνηση, σε μια ροπή προς το φευγιό, σε μια τυχοδιωκτική φύση που αναιρεί κάθε έννοια λιμνάσματος. Τω όντι, κάπως έτσι είναι (αν και ο τυχοδιωκτισμός δεν περιλαμβάνεται στην πανοπλία του ανδρός). Αφήστε πίσω τις περιπέτειες του Χακ Φιν, του Γκάτσμπυ και του Κόλφιλιντ. Ο Ώγκι, ως άλλος Οδυσσέας ή Χριστόφορος Κολόμβος, ξεκινάει από το πουθενά για το πουθενά. Στο ενδιάμεσο, ίσως, και να ανακαλύψει μια άλλη σκοτεινή Αμερική. Είναι ένας άνθρωπος δίχως ιδιότητες, αλλά και με όλες μαζί. Ένα παιδί που ταιριάζει πάντα στις διαθέσεις των άλλων, που γεννήθηκε στον αστερισμό του προσήλυτου, ένας ρομαντικός επιζών και δραπέτης.

Ο Ώγκι Μαρτς ξεκινάει το ταξίδι του από τα μέσα του 1920, κατά της διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, μεγαλωμένος σε φτωχά σοκάκια του Σικάγου και το πνεύμα του ταξιδιού να έχει εμποτίσει το μυαλό του. Ο πλάνης βίος και οι αμετρίαστες αποστάσεις του μεγάλου κόσμου είναι το δικό του όνειρο. Κανένας στόχος, μόνο μια μπραβούρα αποφάσεων, πράξεων, λοξοδρομήσεων, ταξιδιών. Εντέλει, μια ζωώδης εφόρμηση προς το μεγάλο άγνωστο. Το γεγονός ότι ο Ώγκι είναι Εβραίος και ζει με Εβραίους και μετανάστες στα πρώτα χρόνια του, το γεγονός ότι επιθυμεί να ξεφύγει από το περίκλειστο γκέτο του στενού του περιβάλλοντος και για να γίνει κοινωνός του θαύματος του κόσμου, αποτυπώνει, εν μέρει και τη ζωή που έζησε ο Σωλ Μπέλοου, κλείνοντας έτσι πονηρά το μάτι στον αναγνώστη πως δημιουργός και δημιούργημα κάπου συναντώνται, γίνονται ένα σώμα και μια φωνή και κάπου ο καθένας παίρνει το δικό του δρόμο. Άλλωστε, σ’ αυτό το πικαρέσκο που έστησε με απαράμιλλη μαεστρία ο Μπέλοου όλα είναι δρόμος. Ο Ώγκι θα κάνει τα πάντα για να επιβιώσει και να εξελιχθεί σε μηχανή κοινωνικής πνοής. Από μπάτλερ έως παιδί για θελήματα και από πωλητής παπουτσιών έως φύλακας σκύλων. Θα ταξιδεύσει σε θάλασσες, βουνά, ερήμους και πόλεις. Θα γνωρίσει το Παρίσι, το Μεξικό και μύριες όσες πόλεις. Θα συναναστραφεί με κάθε λογής ανθρώπους: καυχησιάρηδες, κομπιναδόρους, τυχοδιώκτες, ημίτρελους, παθιασμένους, οραματιστές, τυχοκυνηγούς, πένητες και πλούσιους. Με όλους κάτι θα έχει να πει, με καθέναν θα μοιραστεί το ανάδεμα του ταξιδιού. Θα γευτεί τον έρωτα και θα πονέσει γι’ αυτόν: το σώμα του θα πέσει πάνω σε έκλυτες γυναίκες, σε ντελικάτες, αλλά και σε εκείνες που ξέρουν να ανάβουν φωτιές στις καρδιές των ανδρών. Ο Ώγκι είναι μια φιγούρα που κινείται μεταξύ του ιεραπόστολου δίχως θρησκεία και του κονκισταδόρου που δεν αναζητάει το δικό του χρυσόμαλλο δέρας. Πάντα η Οδύσσεια, όχι με λίγες ταλαιπωρίες, περιπέτειες, απολαύσεις και συγχύσεις, θα είναι ο δικός του σκοπός. Η οικογένειά του δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια τυπική αμερικανική οικογένεια της εποχής: ο πατέρας είναι εξαφανισμένος, η μητέρα του βρίσκεται υπό το κράτος της εξουσίας της τετραπέρατης γιαγιάς Λους, που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της, ο μεγάλος αδελφός του, ο οποίος ομοίως διεκδικεί και κερδίζει επαξίως το δικό του μερτικό στην περιπλάνηση και την αναζήτηση της δικής του Αμερικής και ο μικρότερος, ο Τζόρτζι, που είναι καθυστερημένος και καταλήγει σε ίδρυμα.

Η πραγματική Αμερική δεν ανακαλύφθηκε από τον Χριστόφορο Κολόμβο, αλλά από τούτους τους φτωχοδιάβολους που την διέτρεξαν πόντο-πόντο με τις φθαρμένες σόλες τους (κάποιες φορές κατάφεραν να φορέσουν και ακριβά παπούτσια), που αναζήτησαν την τύχη τους στον μακρινό δρόμο, που ιχνηλάτησαν όλες τις ευκαιρίες που βρέθηκαν στο διάβα τους, που πλανήθηκαν, αλλά και περιπλανήθηκαν.

 

Saul Bellow

Saul Bellow

 

Έχουμε να κάνουμε με μια Αμερική που περνούσε από τη βασανιστική εποχή της Μεγάλης Ύφεσης σε μια προσπάθεια αναστύλωσης του φρονήματος και της οικονομίας. Το Σικάγο, γενέθλιος τόπος του Ώγκι, συγκεφαλαιώνει αυτή τη μετάβαση: η πόλη των ανέμων είναι σκορπισμένη από αντιθετικά ρεύματα. Οι φτωχογειτονιές των απόκληρων κι αυτών που ήταν κάποτε σπουδαίοι, αλλά έχασαν τα πάντα. Οι συμμορίες, ο υπόκοσμος, η ανάπτυξη της βιομηχανίας, η μελαγχολία μιας ζωής δίχως λάμψη, αλλά και η μαχητική αναζήτηση του κέρδους, της μεγάλης ιδέας που θα φέρει ξανά το χρήμα. Για να έρθει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και να αποτελειώσει νωρίς νωρίς το όνειρο. Ο Ώγκι θα καταταχθεί στο στρατό, αλλά ούτε κι αυτό θα είναι το τέρμα του δρόμου. Δεν είναι καν ο γάμος ο τερματισμός του, αν και τον διαπράττει, αλλά όχι με τη γυναίκα που ήταν ερωτευμένος και για χάρη της έφτασε μέχρι το Μεξικό για να εκπαιδεύσει ένα άγριο γεράκι. Φευ, δεν θα πάρει σάρκα και οστά ούτε το όνειρό του να ζήσει με την οικογένειά του σε ένα αγρόκτημα και να διδάσκει εγκαταλελειμμένα παιδιά. Δεν είναι φτιαγμένος από τέτοιο υλικό ο Ώγκι.

Σαν σφουγγάρι καταπίνει τα πάντα: εμπειρίες, λέξεις, ανθρώπους, κουβέντες. Του αρέσει η Ιστορία, γι’ αυτό και πολλές φορές οι σκέψεις του παραπέμπουν άλλοτε στη Βίβλο και άλλοτε σε γνωστές ιστορικές καταστάσεις και πρόσωπα. Από την άλλη, ο Μπέλοου δεν διστάζει να εντάξει στον ποταμό του μυθιστορήματός του ακόμη και πραγματικά πρόσωπα, όπως ο φυγάς Λέον Τρότσκι, δίδοντάς τους έτσι μια μυθιστορηματική διάσταση.

Με αυτό το μυθιστόρημα, ο Μπέλοου βρήκε τη φωνή του. Το 1954 έλαβε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου και δύο δεκαετίες αργότερα το Βραβείο Νομπέλ. Ο μύθος του είχε ήδη δημιουργηθεί. Συν τοις άλλοις, όμως, με τις «Περιπέτειες του Ώγκι Μαρτς» το αμερικανικό μεταπολεμικό μυθιστόρημα απέκτησε μια ευρύτερη διάσταση που ξεπερνούσε το πεπερασμένο τοπικό βάθος και προσπάθησε να μιλήσει για τα πάντα απλώνοντας τις συντεταγμένες του σε όλη τη χώρα. Ο Μπέλοου θέλησε να συμπεριλάβει όλη την Αμερική σε αυτό το μυθιστόρημα, να συνυπάρξουν οι λέξεις του με την κοινωνική κινητικότητα της εποχής και με τη μεγάλη, ανεκπλήρωτη ελπίδα της δεκαετίας του ’30 που έδωσε τη θέση της στην πνευματική ενέργεια των κατοπινών δεκαετιών. Ναι, έχουμε να κάνουμε με το καλύτερο μυθιστόρημα της Αμερικής. Ο Μπέλοου μαζί με τον Σάλιντζερ ανδρώθηκαν το 1950 και στη συνέχεια έδωσαν τη σκυτάλη στα τότε νιόβγαλτα ταλέντα (βλ. Μέιλερ, Βιντάλ, Βόνεγκατ, Σάλτερ κ.α.). Η συνέχεια είναι γνωστή.

Νέτα-σκέτα: η μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπολου είναι μνημειώδης.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top