Fractal

Διήγημα: «Au revoir»

Της Κατερίνας Ανδριανάκη // *

 

 

 

Ξεκίνησαν να μιλούν στο τηλέφωνο νωρίς το απόγευμα και ήταν σχεδόν δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα όταν κατέβασε το ακουστικό. Η γραμμή έμεινε νεκρή. Όπως ακριβώς η σχέση τους, η οποία είχε διαλυθεί πριν από ένα χρόνο, στην πιο δύσκολη περίοδο για εκείνον. Αν δεν ένιωθε τα βλέφαρά του να κλείνουν από την κούραση και τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, θα μπορούσε να την ακούει μέχρι το πρωί. Αν γινόταν κάτι τέτοιο, τότε θα έπρεπε να πάρει το μετρό, χωρίς να έχει κοιμηθεί καθόλου, στις επτά και τέταρτο και γύρω στις δέκα θα ένιωθε στη δουλειά μια έντονη ζαλάδα, κι ο δυνατός καφές που θα έπινε θα τον ενοχλούσε στο στομάχι ̶ χωρίς να έχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα, να τον ξυπνήσει τελείως και να του δώσει την ενέργεια για την υπόλοιπη μέρα.

Σε όλο του το κορμί, από τα δάχτυλα των ποδιών μέχρι το τριχωτό του κεφαλιού του, θα ένιωθε την κούραση να εισβάλλει, όπως γλιστράει η άμμος μιας κλεψύδρας, αργά και βασανιστικά. Θα ήταν άλλη μία από εκείνες τις συνηθισμένες μέρες του τελευταίου χρόνου που η άθλια εικόνα του εαυτού του στον καθρέφτη τον πλήγωνε ακόμη περισσότερο, γιατί το να πέφτει διαρκώς στο απόλυτο κενό της απόγνωσης τον έκανε να εγκαταλείπει και την παραμικρή προσπάθεια για να βρει λύσεις στα αναπάντητα ερωτήματά του. Θα ήταν σαν μία από εκείνες τις μέρες που έχανε τη γη κάτω από τα πόδια του, καθώς προσπαθούσε μάταια να μαζέψει όσες δυνάμεις τού είχαν απομείνει, ενώ δεν ήταν σε θέση να καταλάβει για ποιο σκοπό υπήρχε, κι ένιωθε σαν ακρωτηριασμένος. Ή θα θύμιζε την επόμενη μέρα μετά από ένα γερό μεθύσι, όπου μπορεί να είχε συγκρατήσει αποσπασματικά μια χειρονομία ή κάποιες σκόρπιες κουβέντες, αλλά όχι το πώς βρέθηκε στο κρεβάτι με μια άγνωστη γυναίκα δίπλα του. Από την άλλη, σκεφτόταν ότι δεν θα τον πείραζε καθόλου αν έπεφταν όλα τα σκοτάδια και όλες οι κακουχίες του κόσμου πάνω του, αρκεί να διέκρινε έστω ένα αχνό φως που θα του έδειχνε ότι υπάρχει μια μικρή ελπίδα για να δει τα πράγματα λίγο πιο αισιόδοξα, κάτι που θα ήταν καθοριστικό για το μέλλον του. Γιατί μέχρι τώρα δεν έβλεπε να έχει κανένα· το χειρότερο ήταν η διαπίστωση ότι, ακόμη κι αν είχε τη δυνατότητα να απολαμβάνει κάθε στιγμή στη ζωή του, θα του ήταν αδύνατο στην πράξη κάτι τέτοιο, αφού γνώριζε καλά πόσο ανώφελη είναι η σκέψη να πολεμά κάποιος για την ευτυχία του.

Είχαν να μιλήσουν ακριβώς ένα χρόνο. Ξαφνιάστηκε ή μάλλον αιφνιδιάστηκε τελείως με το τηλεφώνημά της και στην αρχή έδειξε την αμηχανία του σχηματίζοντας κοφτές, αβέβαιες προτάσεις. Αμέσως κατάλαβε ότι κάτι ιδιαίτερο της είχε συμβεί. Άκουγε με μεγάλη προσοχή στο τηλέφωνο τον μονόλογο της Αλίας, της φίλης του. Από πολύ μικρός είχε το σύνδρομο του καλού παιδιού, που είναι δίπλα στους φίλους του για να τους ακούει, να τους στηρίζει, να τους συμβουλεύει, να έχουν έναν ώμο για να κλάψουν. Ήταν ευσυνείδητος και έκανε το καλύτερο για τους άλλους, ξέροντας ότι οι πράξεις του μπορούν να κάνουν τη διαφορά, όσο μικρές κι αν είναι. Ήταν κάτι που το είχε μάθει από τη μητέρα του, όχι στα λόγια, αλλά με τις πράξεις της. Ήταν ευσπλαχνική με όλους.

Στην αρχή της συνομιλίας τους, αν και η Αλία βρισκόταν σε απόλυτη σύγχυση και σαστιμάρα μαζί, είχε όλη την προσοχή του τεταμένη για να ξεδιπλώσει τις σκέψεις του, να της πει τι να κάνει και να απαλύνει κάπως τον πόνο της. Όταν όμως εκείνη έχανε την ψυχραιμία της και ξεσπούσε σε κλάματα και αναφιλητά, άρχιζε να σφίγγει τα χείλη του, να ανασηκώνει τους ώμους του και να απαντάει μονολεκτικά με ένα ναι ή με ένα όχι. Όταν τον ρωτούσε σε έντονο ύφος: «γιατί να συμβαίνουν όλα αυτά;», της απαντούσε ότι δεν ήξερε και δεν τον ενδιέφερε να μάθει, αφού δεν έβρισκε νόημα σε τίποτε πια. Μάλλον δεν ένιωθε ικανός να αλλάξει τον κόσμο, όπως παλιά. Κατάλαβε αμέσως ότι αυτό δεν ήταν ένα ελπιδοφόρο μήνυμα και, για να αποφύγει τις προσωπικές εξομολογήσεις και τις ανιαρές ερμηνείες, άλλαξε αμέσως την κουβέντα τους μιλώντας για τον καιρό.

Έξω ήταν πράγματι ένα πανέμορφο κυριακάτικο απόγευμα με αρκετή λιακάδα και πολύ κρύο. Τα προγνωστικά του καιρού ειδοποιούσαν για έντονα φαινόμενα με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Ένα πρωτοφανές κύμα παγετού είχε σαρώσει όλη τη χώρα. Θα έπρεπε να διαγράψει από το μυαλό του τη σκέψη να βγει για καμιά βόλτα. Δεν χρειαζόταν ούτε καθαρό αέρα ούτε άλλες παραστάσεις. Θα εξερευνούσε την καινούρια του γειτονιά με τα πλούσια σπίτια και τους πράσινους κήπους μια άλλη φορά. Ενώ κρατούσε το ακουστικό του ασύρματου τηλεφώνου στο αυτί, έκανε παράλληλα διάφορες μικροδουλειές, έφτιαξε ένα σάντουιτς με τόνο, έβαλε τα ρούχα στο πλυντήριο, έπλυνε τα πιάτα που είχαν μαζευτεί στον νεροχύτη, συνέδεσε την τηλεόραση και τακτοποίησε στα ράφια μερικά βιβλία από τις κούτες της πρόσφατης μετακόμισης. Δεν κατάφερε όμως να κάνει όλα όσα είχε προσχεδιάσει για εκείνη τη μέρα, όπως το να ολοκληρώσει το διήγημα που ήθελε να στείλει σε έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό, και αυτό τον γέμιζε με τύψεις. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτή την κατάσταση που βρισκόταν με το να την εντάξει μέσα στο γραπτό του και να δημιουργήσει μια σημαντική δραματική κορύφωση στην πλοκή που είχε σχεδιάσει. Με το αδιάκοπο πηγαινέλα λόγω του εκνευρισμού του από δωμάτιο σε δωμάτιο και τους αναστεναγμούς της φίλης του στο αυτί προσπαθούσε να κάνει κάποιες φευγαλέες και ανούσιες σκέψεις που θα τον έκαναν να ξεχαστεί κάπως. Η φαντασία αποτελούσε την πρώτη του ασφαλιστική δικλίδα όταν ένιωθε να ασφυκτιά. Αναρωτήθηκε, λοιπόν, με ποιον τρόπο θα έκαιγε το λίπος στην κοιλιά του, το οποίο είχε συσσωρευτεί τα τελευταία χρόνια από τις πολλές μπίρες και την έλλειψη σωματικής άσκησης. Το καταραμένο αυτό σωσίβιο δεν έμοιαζε να μετακινείται προς τα πάνω ή προς τα κάτω ούτε στο ελάχιστο. Δεν θα του φαινόταν καθόλου εξωπραγματική η ιδέα να μπορεί να χάνει κανείς πολλές θερμίδες χωρίς να χρειάζεται να γυμνάζεται, παρά μόνο καθώς θα μιλάει ακατάπαυστα στο τηλέφωνο. Πώς όμως θα εξελισσόταν μια τέτοια εφεύρεση; Στα μεγάλα επιστημονικά συνέδρια το νέο αυτό θα αποτελούσε μια εξαιρετικά δυσάρεστη έκπληξη για τη μεγάλη βιομηχανία που έχει στηθεί γύρω από το πρόβλημα της παχυσαρκίας. Θα ήταν ένα μείζον ζήτημα, γιατί θα έπρεπε να κλείσουν κέντρα αδυνατίσματος, γυμναστήρια με personal trainers, φαρμακευτικές εταιρείες που προσπαθούσαν μέχρι τώρα να το καταπολεμήσουν με ένα σωρό σκευάσματα ̶ και οι εξαντλητικές δίαιτες θα ανήκαν πια στο παρελθόν. Από την άλλη, αυτή η ανακάλυψη θα έκανε ευτυχισμένους εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη, αφού θα τους απάλλασσε από ένα μεγάλο σύμπλεγμα ενοχών για το σώμα τους. Θα ένιωθαν απελευθερωμένοι και δεν θα βασανίζονταν πια από τύψεις, μετρώντας με σχολαστικότητα τις θερμίδες των πιάτων τους. Έκανε τέτοιες εξωφρενικές σκέψεις, μόνο όταν έπιανε τον εαυτό του να θέλει να ξεφύγει από κάτι ή όταν βαριόταν αφόρητα, όπως ακριβώς εκείνη τη στιγμή που είχε την έντονη επιθυμία να κλείσει το τηλέφωνο, γιατί δεν άντεχε άλλο, αλλά αυτό θα ήταν πολύ σκληρό, θα ήταν σαν να επιτίθεται κατά μέτωπον στην άμοιρη Αλία, που δεν του έφταιγε σε τίποτα. Έπρεπε να σεβαστεί την εξομολόγησή της, και το πιο σημαντικό, να μην της δείξει ότι παθαίνει κρίσεις ασφυξίας, καθώς οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που άκουγε δεν στόχευαν στην πνευματική του ηρεμία, αλλά, αντίθετα, του έφερναν στο μυαλό άσχημες μνήμες. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να αφεθεί παντελώς στη μοίρα του και να πάρει βαθιές αναπνοές.

Όταν έφτιαξε καφέ, πήγε και κάθισε στον λευκό καναπέ, που τώρα είχε αποκτήσει ένα υποκίτρινο χρώμα από την πολυκαιρία, έγειρε ελαφρά και έκλεισε τα μάτια του. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα άνοιξε τα βλέφαρά του και το φως τον τύφλωσε αμέσως. Εκεί, στο βάθος του μυαλού του δεν είχε γίνει καμία επιφοίτηση.

Αδυνατούσε να συνεχίσει αυτή τη συζήτηση, γιατί είχε εξαντλήσει όλα τα επιχειρήματά του και δεν είχε τίποτα καινούριο να προσθέσει. Στα αυτιά του η φωνή της Αλίας αντηχούσε ήδη φλύαρη, γιατί κι εκείνη επαναλάμβανε τα ίδια και τα ίδια εδώ και ώρα. Έπρεπε να δώσει ένα συμπονετικό τέλος στην κουβέντα τους.

«Πρέπει να ξεκουραστείς», της είπε με τρυφερότητα. Και ύστερα από λίγο πρόσθεσε: «Οι γυναίκες είστε πιο δυνατές από εμάς τους άντρες. Θα το ξεπεράσεις. Θα σου πάρει λίγο καιρό, αλλά θα το ξεπεράσεις. Ξέρεις τι λέω;

Κάνε ένα ντους και κοιμήσου. Και σταμάτα να πίνεις, γιατί αύριο θα έχεις φριχτό πονοκέφαλο. Αύριο, που είναι η μέρα της κηδείας, χρειάζεσαι όλες τις δυνάμεις σου. Κουράγιο και καληνύχτα, γλυκιά μου».

«Ναι, νομίζω ότι έχεις απόλυτο δίκιο, αγαπημένε μου. Τι θα έκανα αν δεν είχα κι εσένα!» του είπε.

Τον ευχαρίστησε για τις συμβουλές του και την κατανόηση που της έδειξε και έκλεισαν το τηλέφωνο. Δεν έτρεφε μεγάλες ψευδαισθήσεις για την τωρινή κατάστασή της. Ήξερε ότι μόνο ο χρόνος θα μπορούσε να απαλύνει τον πόνο της. Κανένας δεν καταφέρνει να είναι ψύχραιμος τις πρώτες ώρες που χάνει τον δικό του πατέρα ή τη μητέρα, ανεξαρτήτως της καλής ή κακής σχέσης που είχε μαζί τους, γιατί όλο το παρελθόν, έρχεται καταπάνω του σαν καταρράκτης αναμνήσεων και συναισθημάτων. Όλα ανακατεμένα: αγκαλιές, γλυκόλογα, γιορτές με συγγενείς και φίλους, εκδρομές, μαλώματα, καβγάδες, φωνές, συμβιβασμοί. Είναι οι ώρες που αισθάνεται κανείς σαν ναυαγός σε μια θάλασσα που αφρίζει από θυμό και οργή, ενώ τα πράγματα μπορεί να τελειώσουν καλά μόνο όταν βγει στη στεριά ζωντανός και καταφέρει να μείνει όρθιος στα πόδια του. Αυτό που δεν της αποκάλυψε ήταν ο Γολγοθάς που την περίμενε, γιατί μέσα σε αυτή την ολοκληρωτική συντριβή της θα έπρεπε παράλληλα να αντιμετωπίσει και ένα σωρό γραφειοκρατικά θέματα, όπως το να πάρει το πιστοποιητικό θανάτου, να συλλέξει το συντομότερο δυνατό όλα τα απαραίτητα έγγραφα, τίτλους ιδιοκτησίας, τραπεζικούς λογαριασμούς, να αναζητήσει όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις του θανόντος για να κλείσει το φορολογικό του μητρώο, να κάνει αποδοχή ή αποποίηση της κληρονομιάς και να τρέξει σε συμβολαιογράφους και δικηγόρους για να αναλάβουν όλες τις απαραίτητες ενέργειες. Ένας διαδικαστικός κυκεώνας που απαιτούσε γερά νεύρα και πολλή υπομονή για να τα βγάλει κανείς πέρα. Η πρόσφατη εμπειρία του θα της ήταν πολύ χρήσιμη και εκείνος θα φρόντιζε να τη βοηθήσει όσο μπορούσε περισσότερο.

Φυσικά, δεν ήταν ιδιαίτερα καλός στο να ακούει θλιβερές ιστορίες, αλλά η Αλία ήταν η μοναδική φίλη που είχε εδώ και πολλά χρόνια. Στις αρχές της μέσης ηλικίας που βρίσκονταν, δεν είχε κάνει κανείς από τους δυο τους οικογένεια, ούτε είχαν παιδιά για να τους αφήσουν την περιουσία τους, και το γεγονός ότι είχαν μερικά κοινά σημεία που τους ένωναν, όπως η αγάπη για τα βιβλία, την ηλεκτρονική μουσική και το θέατρο, είχε ομολογουμένως εδραιώσει τη σχέση τους σε καλές βάσεις.

Η γνωριμία τους είχε γίνει περίπου πριν από δέκα χρόνια από την Κάλι, την ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου μεταχειρισμένων βιβλίων όπου σύχναζαν και οι δύο, η οποία είχε το μοναδικό χάρισμα να φέρνει σε επαφή ανθρώπους που τους κυρίευε το ίδιο πάθος και που το ρεπερτόριο των απόψεων και της ιδεολογίας τους ταυτιζόταν σε μεγάλο βαθμό. Αυτό που μπορούν να μοιραστούν δύο άνθρωποι, ειδικά όταν μιλάνε για βιβλία, είναι η αίσθηση της ευφορίας που τους πλημμυρίζει κάθε φορά που οι ευρηματικές αφηγήσεις, οι περιγραφές, η οξύνοια της πλοκής ή οι χαρισματικοί ήρωες του συγγραφέα τούς προκαλούν έκπληξη και θαυμασμό. Οι τελευταίοι μπορεί να τους κάνουν να ξεφύγουν από τη ρουτίνα της καθημερινότητας μυώντας τους σε κόσμους και σκέψεις που δεν είχαν μέχρι τότε φανταστεί, και να τους δείξουν άλλες προοπτικές ώστε να επανεξετάσουν τη ζωή τους. Και ανεξαρτήτως του τι γράφει ένας συγγραφέας, οι διαφορετικές ερμηνείες που θα δώσει ο κάθε αναγνώστης ξεχωριστά οριοθετούν μια νέα διάσταση στο κείμενο, όπου το έργο δεν ανήκει πια μόνο στον δημιουργό, αλλά δικαιωματικά και στο αναγνωστικό κοινό.

Ο κοινός ενθουσιασμός τους για τη λογοτεχνία άρχισε να γίνεται ένα συγκλονιστικό γεγονός στη ζωή του που του έδινε μεγάλη χαρά, αφού απαραιτήτως μία φορά το μήνα συναντιόντουσαν οι δυο τους έχοντας κατά κάποιον τρόπο δημιουργήσει την ιδιωτική τους λέσχη ανάγνωσης. Ξεκινούσαν από την απλή ερώτηση αν άρεσε το βιβλίο που πρότεινε ο ένας στον άλλο και συζητούσαν για το θέμα του, τους χαρακτήρες, για τον τρόπο γραφής και επέμεναν στα σημεία που τους είχαν δυσκολέψει ή μπερδέψει. Και όταν η Αλία τον ρωτούσε τι μπορεί να εννοεί ο συγγραφέας, εκείνος, παίζοντας το παιχνίδι τους, με ύφος φανφαρόνου προσπαθούσε να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να την εντυπωσιάσει. Μερικές φορές τα κατάφερνε, άλλες όχι.

Με αφορμή τα βιβλία άρχισαν να βρίσκονται πιο συχνά και πολλές φορές έβγαιναν για να πάνε στο θέατρο ή να ακούσουν μια συναυλία που τους ενδιέφερε. Σιγά σιγά απέκτησαν την οικειότητα ενός χαρούμενου ζευγαριού, χωρίς να περνάει καθόλου από το μυαλό τους να έχουν ερωτική σχέση. Ψέματα, μια φορά είχαν πει να κάνουν ένα παιδί μαζί, αλλά ήταν τόσο μεθυσμένοι ή απελπισμένοι, που την επόμενη μέρα, όταν το ανέφεραν, κυλιόντουσαν στο πάτωμα από τα γέλια. Η αλήθεια είναι ότι, εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα έχαναν τη φιλία τους και αυτό δεν θα το συγχωρούσαν ποτέ στον εαυτό τους.

Δυστυχώς, πριν από ένα χρόνο εκείνος συνειδητοποίησε ότι δεν βλεπόντουσαν πια τόσο συχνά όπως παλιά ̶ κάποτε είχαν φτάσει να συναντιούνται σχεδόν καθημερινά, ακόμη και στις διακοπές δεν αποχωριζόταν ο ένας τη συντροφιά του άλλου. Τους είχαν απορροφήσει οι δουλειές τους ή μήπως είχε έρθει η ώρα να μοιραστεί ο καθένας με άλλους καινούριους «φίλους» τη ζωή του; Δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι από τα δύο συνέβαινε, κι ήθελε να δώσει μια αναίμακτη δικαιολογία στον εαυτό του για την ξαφνική αλλαγή που είχε διαισθανθεί στη συμπεριφορά της Αλίας, γιατί είχε μεσολαβήσει μεγάλο διάστημα χωρίς να έχει νέα της. Όσες φορές την είχε πάρει στο τηλέφωνο για να συναντηθούν, εκείνη έβρισκε πάντοτε μια χαζή δικαιολογία για να τον αποφύγει. Δεν ήταν βλάκας. Απλώς αναρωτιόταν αν είχε κάνει κάποιο λάθος άθελά του.

Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα την πήρε όταν η Αλία ξεστόμισε κάτι που κυριολεκτικά έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Ένα απόγευμα που καθόταν σε ένα καφέ του κέντρου της πόλης συνομιλώντας με μια φίλη του, την είδε να περπατάει στο απέναντι πεζοδρόμιο κατευθυνόμενη προς το σπίτι της. Η απόσταση που τους χώριζε δεν ήταν ούτε εκατό μέτρα. Φώναξε δυνατά το όνομά της και αμέσως εκείνη γύρισε προς την πλευρά του. Έτρεξε να τη συναντήσει με εκείνον τον εφηβικό ενθουσιασμό που είχε κάθε φορά που την έβλεπε. Το χαμόγελό του εξαφανίστηκε μόλις την άκουσε να του λέει: «Ναι, είμαι καλά, αλλά δεν νομίζω να έχουμε να πούμε κάτι εμείς οι δυο. Τελειώσαμε». Έμεινε αποσβολωμένος για μερικά δευτερόλεπτα. Της είπε:

«Σου έκανα κάτι; Τι συμβαίνει;». Θα μπορούσε να είχε κάνει μια απλή κίνηση, να φύγει, αλλά περίμενε κοιτώντας την στα μάτια την απάντησή της. Ήταν ακριβώς η ίδια. Χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο. Δεν μπορούσε να το χωνέψει και για αυτό δεν τόλμησε να συνεχίσει την κουβέντα. Τη χαιρέτησε και την είδε να απομακρύνεται. Από τότε είχε να μάθει νέα της.

Πάντως, είχαν ωραίες αναμνήσεις μαζί. Εκτός από τα ταξίδια στο εξωτερικό που έκαναν οδικώς με ένα Cherokee της δεκαετίας του ’90, συνήθιζαν να πηγαίνουν πολύ τακτικά στο εξοχικό της σπίτι στο νησί. Είχαν περάσει εκεί μαζί τρία ή τέσσερα καλοκαίρια. Ήταν ένα πέτρινο δίπατο σπίτι αναπαλαιωμένο. Η Αλία είχε σπουδάσει αρχιτεκτονική και είχε η ίδια ασχοληθεί με τη συντήρηση και την αποκατάσταση της ερειπωμένης μέχρι τότε κατοικίας. Στον πάνω όροφο έμενε η φίλη του και στον κάτω, που επικοινωνούσε με μια μικρή εσωτερική σκάλα, κοιμόταν εκείνος. Με θέα απέναντι το βουνό, ύστερα από τις εξορμήσεις τους στις γειτονικές παραλίες, το βράδυ ετοίμαζαν το φαγητό και κάθονταν στη βεράντα με ένα μπουκάλι καλό κρασί και συζητούσαν με τις ώρες για τα μελλοντικά τους σχέδια, τους παθιασμένους έρωτές τους και κυρίως για τις ερωτικές τους απογοητεύσεις.

Του ήταν δύσκολο να το προσδιορίσει, αλλά το μέρος αυτό ήταν για εκείνον η χώρα του «ποτέ», ένα φανταστικό σύμπαν με έμβλημά του την ανεμελιά, όπου όλα τα προβλήματα λύνονταν μαγικά και η μόνη τους έννοια ήταν μόνο η διασκέδαση. Ήταν μια μικρή όαση. Όσες φορές είχαν πάει χειμώνα στο νησί, το πρώτο βράδυ τουρτούριζαν από το κρύο και την υγρασία ̶ δεν σταματούσαν να βάζουν ξύλα στο τζάκι και να βλέπουν εκστατικοί τις φλόγες της φωτιάς. Τα καλοκαίρια, στους περιπάτους που έκαναν, κατηφόριζαν συνήθως το μονοπάτι που οδηγούσε στο ποτάμι μέσα στην πυκνή βλάστηση από βελανιδιές, όπου ζούσαν οι νύμφες που χαίρονται τη βροχή, οι οποίες κλαίνε όταν τα δέντρα δεν έχουν φύλλα και πεθαίνουν όταν αυτά κόβονται, όπως λένε οι μύθοι. Το φθινόπωρο με τα πρωτοβρόχια μάζευαν μανιτάρια και άγρια χόρτα, και όταν ο ήλιος έδυε, γυρνούσαν πίσω εκστασιασμένοι με τη μαγεία του τοπίου που είχε μπει στο σώμα τους, καθώς τους έφευγε ένα βάρος και ανέπνεαν ήρεμα με ένα αίσθημα απελευθέρωσης.

Αυτή ήταν μια γλυκιά κούραση η οποία πραγματικά τους κυρίευε. Η πηγή της έμπνευσής τους τώρα ήταν μόνο η φύση. Περιέγραφαν με περιέργεια τα χρώματα και τις μυρωδιές του δάσους που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια τους, όπως το βαθύ πράσινο των φυλλωμάτων, το σκούρο καφέ των κορμών, το κόκκινο στους στρογγυλούς καρπούς των γκι, το ανοιχτό πράσινο που είχαν τα βρύα πάνω σε βράχους ή σε πεσμένους κορμούς δέντρων και, όταν γυρνούσαν πίσω στο σπίτι, έκαναν ατέλειωτες συζητήσεις για τον τρόπο που επιδρούσαν στις ψυχές τους. Παρακολουθούσαν ο ένας τον άλλο με μεγάλη προσοχή, γιατί οι συγκεκριμένες περιγραφές δεν ήταν και τόσο ακίνδυνες, όπως θα φανταζόταν κανείς. Είχαν γίνει η αφορμή για να ξεθάψουν τα πορφυρά χρώματα που έκρυβαν οι ίδιοι μέσα τους, τα οποία έμοιαζαν ακριβώς με εκείνα που ξεπρόβαλλαν στο τοπίο μόλις έπεφτε το σούρουπο. Για έναν ανεξήγητο λόγο, εκμυστηρεύονταν μερικές από τις πιο νοσηρές τους αναμνήσεις, που κάποιοι θα μπορούσαν ίσως να τις θεωρήσουν εφηβικές ευαισθησίες ή αλκοολικές εκμυστηρεύσεις, αλλά για τους ίδιους, που δεν ήταν πια υποχρεωμένοι να τις ψιθυρίζουν γιατί είχαν την τόλμη να εξομολογηθούν τις εμπειρίες που τους είχαν στιγματίσει, ήταν μια τρανταχτή απόδειξη για το ότι τώρα πια μπορούσαν να βγάλουν στην επιφάνεια τα εσώψυχά τους χωρίς να φοβούνται κανέναν και τίποτε. Μόνο έτσι μπορούσαν να ξεπεράσουν τις εσωτερικές τους συγκρούσεις, τις πιο βαθιές αποτυχίες τους ή τις δυσκολίες που συναντούσαν, και στο τέλος των διηγήσεών τους ένιωθαν τέτοια δύναμη και ηρεμία μέσα τους, που δεν χρειαζόταν να διορθώσουν ούτε καν μια λέξη.

Στη μνήμη του σήμερα τα πάντα επιταχύνονταν, φέρνοντας μπροστά του όλες εκείνες τις εικόνες και τα συναισθήματα που εναλλάσσονταν το ένα μετά το άλλο κάτω από ένα αμυδρό τρεμοφέγγισμα, όπως της φλόγας του κεριού στον αέρα. Παλιότερα οι δυο τους ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, να σπάσουν τους κανόνες και τους νόμους, να διαγράψουν ολόκληρες παραγράφους και σελίδες από την ανιαρή ρουτίνα τους, να χαρούν τις καινούριες ιδέες που είχαν και επιθυμούσαν να τις δουν να πραγματοποιούνται. Σύντομα θα έμπαινε το καλοκαίρι και ήθελε πάρα πολύ να βρεθούν ξανά κάτω από τον καθαρό ουρανό στα αγαπημένα τους μέρη. Μόνο που τώρα, παρ’ όλο που είχαν καταφέρει να μείνουν όρθιοι, τα μεγαλόπνοα σχέδια της νεότητας είχαν μπει στο συρτάρι.

Άρχισε να βηματίζει νευρικά στο δωμάτιο, κρατώντας ένα τσιγάρο που δεν ήξερε τι να το κάνει. Τότε συνειδητοποίησε πόσο πολύ έμοιαζε στον πατέρα του, ο οποίος φοβόταν τα πάντα. Πρόσεχε να μην αρρωστήσει, αν και δεν ήταν καθόλου φιλάσθενος, έκανε μια πολύ μετρημένη ζωή, που ήταν αποτέλεσμα του άκρατου συντηρητισμού με τον οποίο είχε γαλουχηθεί από το σπίτι του, χωρίς να απολαμβάνει τις μικροχαρές που του πρόσφερε η οικογένειά του. Ήταν ένας «απών» πατέρας, ο οποίος ένιωθε μεγάλη ενόχληση και νευρικότητα κάθε φορά που ήταν αναγκασμένος να περάσει τις μέρες των γιορτών μαζί τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της προσωπικότητάς του ήταν ότι δεν είχε εκφράσει ποτέ αυτά που αισθανόταν ή έστω που ήθελε να κάνει, δεν επιχείρησε να πραγματοποιήσει όσα ονειρευόταν και έτσι αθόρυβα και διακριτικά είχε αναβάλει τη ζωή του. Πέθανε το φθινόπωρο που εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα και δεν είχε νιώσει τίποτε για εκείνον ως γιος του.

Προσπάθησε να πάρει μια βαθιά ανάσα για να αποκτήσει ξανά τον έλεγχο των παλμών της καρδιάς του και να καταπνίξει τη δυσάρεστη αίσθηση που είχε νιώσει για τον θάνατο της μητέρας της φίλης του. Αν του τηλεφωνούσε και του έλεγε ότι η μητέρα της είχε εξαφανιστεί, ότι έφυγε από το σπίτι της και δεν ξαναγύρισε, σίγουρα θα ανησυχούσε και θα έψαχναν παντού για να τη βρουν. Είχε βρεθεί όμως μπροστά σε ένα τετελεσμένο γεγονός. Στην Αλία δεν έδειξε τίποτα. Δεν ήθελε να τη φορτίσει περισσότερο. Είχε τον δικό της πόνο να αντέξει. Το μέγεθος μιας συμφοράς απαρτίζεται από τα αναπάντεχα γεγονότα που συμβαίνουν και τον τρόπο που τα αντιμετωπίζει κανείς. Αντιμέτωπος με τέτοιες καταστάσεις μπορεί να αισθάνεσαι τρελός ή μπερδεμένος.

Το πώς διαχειρίζεται κανείς την απώλεια είναι μια δύσκολη και αδιέξοδη κατάσταση. Ακόμα κι όταν είσαι εξοικειωμένος με τον θάνατο από πολύ μικρός, όπως συνέβη και με τον ίδιο · είχαν μείνει πολύ ζωντανά στη μνήμη του οι τακτικές επισκέψεις με τη γιαγιά του στο νεκροταφείο ̶ να ραντίζουν με ένα βαρύ άρωμα το κρανίο και τα κόκαλα του άντρα της. Θυμάται τον εαυτό του να είναι γεμάτος με την ίδια χαρά που έχει ένα μικρό παιδί όταν πάει να συναντήσει τον αγαπημένο του παππού. Απορούσε μαζί της γιατί ποτέ δεν είχε δει τη γιαγιά του να κλαίει, ούτε να στεναχωριέται. Μάλλον δεν μπορούσε τότε να φανταστεί τι πραγματικά ένιωθε ή τι σήμαινε για εκείνη το πένθος του πολυαγαπημένου της άντρα, ή το πόσο σκληραίνει η απώλεια τους ανθρώπους. Αυτό πάντως που έβλεπε σε αυτή την ιεροτελεστία γινόταν ακόμα πιο αινιγματικό για εκείνον, κάτι πολύ ιδιαίτερο, γιατί δεν μπορούσε να συνδυάσει τις φωτογραφίες του παππού του, ο οποίος είχε πεθάνει πολλά χρόνια προτού γεννηθεί, με τα κόκαλα που απαριθμούσε με τόση σχολαστικότητα η μητέρα της μητέρας του, κάθε φορά που τα έβγαζε από την πάνινη θήκη τους. Παρ’ όλα αυτά ο θάνατός της του είχε στοιχίσει.

Πριν από ένα χρόνο είχε πεθάνει και η κόρη της, η δική του μητέρα και ακόμα δεν είχε πάψει να τη σκέφτεται και να τη βλέπει στα όνειρά του. Δεν είχε περάσει ούτε μια μέρα που να μην ξυπνούσε στις τρεις ή τέσσερις το πρωί ασφυκτιώντας από τους εφιάλτες, και έτσι καταλάβαινε ότι δεν ήθελε να πιστέψει πως είχε χαθεί για πάντα, ότι είχε εγκαταλείψει το παιχνίδι της ζωής στη μέση. Στα τελευταία της είχε παραιτηθεί από τα πάντα.

Ο χειρότερος εφιάλτης του ήταν εκείνος όπου από μια λοξή γωνία σαν να είναι ο ίδιος το μάτι κινηματογραφικού φακού, παρατηρεί την αποσύνθεσή της. Στην αρχή εστίαζε στα ένζυμα που έχει το πάγκρεας, τα οποία θυμίζουν πίνακες του Miro. Αυτά είναι που θα αναγκάσουν τα όργανα να αφομοιωθούν το ένα με το άλλο και στη συνέχεια τα βακτήρια θα επιτεθούν ομαδικά πάνω τους δίνοντας στο σώμα ένα πρασινωπό χρώμα ξεκινώντας από την κοιλιά. Η σήψη θα συνεχιστεί ως την πλήρη διάλυση του πτώματος. Τα σμήνη των εντόμων, που τα προσελκύει η οσμή, θα αφήσουν τα αυγά τους κατά εκατοντάδες και τα σκουλήκια που θα εκκολαφθούν σε οκτώ με δεκατέσσερις ώρες θα καταβροχθίσουν τα υγρά της σάρκας. Μέσα στις επόμενες 10 με 12 μέρες θα τα παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα, μέχρι να μεταμορφωθούν σε νύμφες και έπειτα σε τέλεια έντομα. Αυτή η ανθρωποφαγία θα τελειώσει όταν το όγδοο σμήνος απογυμνώσει τελείως τα οστά. Μόνο τότε ξυπνούσε, πάντοτε αποσβολωμένος από αυτές τις φρικιαστικές εικόνες, έχοντας ως τελευταία παράσταση στο μυαλό του τα κόκαλα να ανυψώνονται θριαμβευτικά μέσα από τα χώματα, καθαρά και πάλλευκα, γυαλίζοντας στις ζεστές ακτίνες του ήλιου. Ίσιωνε το σώμα του, το ψηλάφιζε και το κοιτούσε νομίζοντας ότι δεν ήταν ζωντανός, ότι είχε μπει και αυτός με τη σειρά του στον κόσμο των νεκρών.

Σε γενικές γραμμές, είχε ζήσει μια μποέμικη ζωή, πιστεύοντας ακράδαντα από έφηβος κιόλας, όταν έκλεινε πίσω του την εξώπορτα του πατρικού σπιτιού για να σπουδάσει σε μια μεγαλύτερη πόλη, ότι έπρεπε να δοκιμάσει την τύχη του χωρίς δεκανίκια, πατώντας γερά στα πόδια του, τελείως μόνος του. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που δεν είχαν υπάρξει μεγάλες αντιπαλότητες ανάμεσα σε εκείνον και στους γονείς του· είχε φύγει νωρίς από την οικογενειακή εστία, τους έβλεπε μόνο στις διακοπές, κι ένιωθε πολύ διαφορετικός κάθε φορά που τους συναντούσε. Ο δικός του τρόπος σκέψης απείχε πολύ από τις μικροαστικές τους αντιλήψεις και ύστερα από τόσα χρόνια ένιωθε δικαιωμένος για αυτή την επιλογή. Εκτός από τις παράπλευρες απώλειες που σε όλους συμβαίνουν, μετά από πολύ διάβασμα και επιμονή είχε πραγματοποιήσει τους βασικούς στόχους του, όπως το να έχει μια σταθερή δουλειά ως καθηγητής και ελεύθερο χρόνο για να τον διαθέτει στο γράψιμο, στους έρωτες και στα ταξίδια.

Μόνο που η απερίσκεπτη επιλογή του να αφήσει τη μητέρα του να ζει για δεκαετίες στην άγνοιά της για το ποιος πραγματικά ήταν, χωρίς ποτέ της να καταλάβει τους κινδύνους που έκρυβαν οι αποφάσεις του, χωρίς να μοιραστεί μαζί της τους φόβους του, δημιούργησε μια απόσταση που έφτασε να μοιάζει με λαβύρινθο χωρίς καμία διέξοδο.

«Γιατί δεν έρχεσαι να μας δεις πιο συχνά; Δεν σου λείπουμε;» του έλεγε πολλές φορές στο τηλέφωνο. «Ακόμα και όταν μας επισκέπτεσαι, κάθεσαι με τις ώρες μπροστά στην τηλεόραση και εμείς είναι σαν να μην υπάρχουμε. Γιατί είσαι τόσο θυμωμένος μαζί μας; Τι σου κάναμε;»

«Γιατί, με χρειαστήκατε πραγματικά ποτέ και σας έλειψα; Πρέπει να είστε ευχαριστημένοι που έρχομαι ακόμα! Τι άλλο θέλετε από μένα;» ήθελε να της απαντήσει, αλλά σιωπούσε. Όταν προσπαθούσε να της εξηγήσει με κάποια αγανάκτηση όσα δεν είχε κάνει για το παιδί της και εκείνη αρνιόταν τα πάντα, ο κόσμος του ήταν σαν να είχε γυρίσει ανάποδα. Κάποτε έπρεπε να ακούσει έστω και για μια φορά από την ίδια ότι είχε δίκιο, ότι ήταν τερατώδες να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τον εαυτό της. Ήταν μητέρα, έπρεπε να δείχνει την αγάπη της και σε αυτόν, ήταν δικός της γιος. Η μόνη εικασία που θα μπορούσε να κάνει για να τη συγχωρέσει και να προχωρήσει στη ζωή του ήταν ότι και εκείνη είχε στερηθεί την αγάπη από τη μητέρα της. Δεν τον ενθάρρυνε ποτέ να κάνει πράγματα και μάλλον αυτό ήταν η πηγή της δυστυχίας του. Και ήταν αλήθεια ότι δεν τον προέτρεψε να δώσει εξετάσεις στο πανεπιστήμιο ούτε τον στήριξε οικονομικά και έπρεπε να δουλεύει για να συντηρεί τον εαυτό του. Της ήταν αδιάφορο όταν κάποτε είχε χάσει τη δουλειά του και έριξε σε εκείνον όλο το φταίξιμο όταν πήρε διαζύγιο από την πρώην γυναίκα του. Δεν την είχε συμπαθήσει ποτέ της και, όταν χώρισαν, το θεώρησε ως μια λογική συνέπεια γιατί δεν την είχε εγκρίνει για τον γιο της. Το δύσκολο κομμάτι που έπρεπε να αντιμετωπίζει ήταν το γεγονός ότι τον υποχρέωνε να δικαιολογείται συνεχώς μπροστά της για αυτό το τραγικό «λάθος» που είχε κάνει στη ζωή του.

Όλα αυτά όμως ήταν παρελθόν, και η συμφιλίωση μαζί του, όσο μεγάλωνε, έκρινε ότι ήταν απαραίτητη, αλλά δεν του ήταν εύκολο να απωθήσει όσα έγιναν. Ωστόσο, βλέποντας στο κομοδίνο τα δύο δαχτυλίδια και το ρολόι της, ένιωθε ακόμα πιο δυστυχισμένος. Θυμήθηκε τα όμορφα μακριά της δάχτυλα που κρατούσε μέσα στα δικά του, όταν ήταν να μπει στο χειρουργείο, και κατηγορούσε όλο και περισσότερο τον εαυτό του που υπήρξε τόσο σκληρός μαζί της όλα αυτά τα χρόνια.

Σήμερα του έλειπε η παρουσία της. Ύστερα από πέντε μήνες που ήταν στο κρεβάτι κατάκοιτη, είχε δει όλη τη φθίνουσα και μακάβρια πορεία της προς ένα θάνατο που δεν αξίζει σε κανέναν. Είχαν κλείσει ραντεβού για τις ετήσιες γενικές εξετάσεις της στον παθολόγο που την παρακολουθούσε τα τελευταία χρόνια και για να είναι ξεκούραστη αποφάσισε να τη φέρει στο σπίτι του. Η πρώτη νύχτα όμως δεν κύλησε ομαλά. Έφαγαν και της ετοίμασε το δωμάτιό της, έστρωσε το κρεβάτι της. Της έδειξε τα απαραίτητα μέσα στο σπίτι του, κρέμασε καθαρές πετσέτες στο μπάνιο, τη βοήθησε να αλλάξει την πάνα για την ακράτεια και, πριν την καληνυχτίσει, της άφησε ένα φως ανοιχτό λέγοντάς της συνέχεια να προσέχει το υπερυψωμένο επίπεδο που υπήρχε στο μέσο του δωματίου και ότι, αν χρειαζόταν κάτι, να τον φώναζε. Μέχρι τότε περπατούσε με δυσκολία ή χρησιμοποιούσε το μπαστούνι της. Διαπίστωσε ότι η μητέρα του είχε γεράσει, φτάνοντας αισίως στα ογδόντα τέσσερα.

Δεν έκανε τίποτα από αυτά που της είχε πει. Σηκώθηκε, παραπάτησε και στις τρεις τα ξημερώματα τη βρήκε πεσμένη στο πάτωμα εκλιπαρώντας τον για βοήθεια. Κάλεσε το ασθενοφόρο. Το νοσοκομείο που διανυκτέρευε, βρισκόταν ευτυχώς δίπλα στο σπίτι του, και πήγαν στα «Επείγοντα». Οι ακτινογραφίες έδειξαν ότι είχε κάταγμα ισχίου. Έκαναν εισαγωγή στην ορθοπεδική κλινική.

Για δεκαεπτά μέρες πηγαινοερχόταν εκεί καθημερινά, γνωρίστηκε και με άλλες οικογένειες με τις ίδιες ακριβώς περιπτώσεις ηλικιωμένων γονιών που είχαν σπάσει το ισχίο τους, μοιράστηκε μαζί τους τις ιστορίες τους. Την πρώτη βδομάδα αναβαλλόταν συνέχεια η επέμβαση, ένα μικρό κρύωμα, που είχε εξελιχθεί σε σοβαρή αναπνευστική μικροβιακή λοίμωξη, έπρεπε να αντιμετωπιστεί με ισχυρή αντιβίωση. Στην πραγματικότητα, οι γιατροί διαπίστωσαν ότι έπασχε και από τη νόσο ΧΑΠ, που σημαίνει χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, η οποία έχει ως βασικό αίτιο το κάπνισμα. Ψάχνοντας άρθρα για το ΧΑΠ έμεινε έκπληκτος όταν διάβασε ότι 350.000.000 άνθρωποι στον κόσμο πάσχουν από αυτή και ότι το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών δεν το γνωρίζει. Βλέποντας, επίσης, τα συμπτώματα αναρωτήθηκε αν έπασχε κι ο ίδιος, αφού ήταν χρόνιος καπνιστής, όπως η μητέρα του. Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι, αν πήγαινε καλά το χειρουργείο, θα έκανε όλες εκείνες τις προληπτικές εξετάσεις που χρειάζονταν.

Τώρα δεν του απέμενε τίποτε άλλο από το να περιμένουν να υποχωρήσει η λοίμωξη. Ένιωθε τρομερά ανασφαλής και περισσότερο από μια αίσθηση καθήκοντος προσπαθούσε να αντέξει όλες αυτές τις αποκρουστικές εικόνες που έβλεπε για πρώτη φορά μπροστά του και για τις οποίες δεν είχε ιδέα μέχρι τότε. Γιατί αυτό που αντίκριζε ήταν η εικόνα μιας χώρας σε πλήρη αποσύνθεση, με μια μεγαλειώδη ανεπάρκεια νοσηλείας των δημόσιων νοσοκομείων της, με τα περιστατικά να αυξάνονται καθημερινά, τους γιατρούς και τους νοσηλευτές να είναι αδύνατον να αντεπεξέλθουν λόγω έλλειψης προσωπικού, κι οι οποίοι αναγκάζονταν να δέχονται και να αντικρούουν τα παράπονα, τις κατηγορίες και την οργή χιλιάδων πολιτών που ήθελαν στην κυριολεξία να τους λιντσάρουν. Οι χώροι άθλιοι, βρόμικοι, απαράδεκτες συνθήκες υγιεινής, σωληνάκια πεταμένα στο πάτωμα, στο προαύλιο τεράστιες μάζες σκουπιδιών, μαύρες σακούλες, παλιά ράντζα και κατεστραμμένες αναπηρικές πολυθρόνες, οι άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, σε εγκατάλειψη, με κατεβασμένα κεφάλια, ηλικιωμένες γυναίκες και άντρες που πονούσαν, η μυρωδιά αποπνικτική και αφόρητη.

Την τρίτη και την τέταρτη μέρα μετά την εγχείρηση πήρε τα ηρεμιστικά της μητέρας του για να καταφέρει να κοιμηθεί στον διπλανό θάλαμο που ήταν άδειος. Ευτυχώς το χειρουργείο είχε πάει καλά. Στη συνέχεια πήγαν στο κέντρο αποκατάστασης και πίστευε ότι πια είχαν περάσει τα δύσκολα.

Όμως, τα αναπνευστικά προβλήματα που είχε, οι αβάσταχτοι πόνοι, οι πληγές στα πόδια της από τη συνεχή κατάκλιση, οι πυρετοί που έκανε, οι αλλεπάλληλες λοιμώξεις, που προσπαθούσαν με ισχυρή αντιβίωση να καταπολεμήσουν οι γιατροί, η άνοια που προχωρούσε με αλματώδη βήματα άρχισαν να απομακρύνουν τις ελπίδες για γρήγορη ανάρρωση. Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι η ίδια δεν έκανε καμιά προσπάθεια για να σηκωθεί και να περπατήσει. Και το σώμα της συνεχώς συρρικνωνόταν. Οι μύες ξετυλίγονταν από τα κόκαλα, η σάρκα της έμοιαζε να γλιστρά, η ομιλία γινόταν με ελάχιστες λέξεις. Πολλές φορές οι νοσηλευτές στο κέντρο αποκατάστασης αναγκάζονταν να της δένουν τα χέρια στο κρεβάτι με γάζες, γιατί έβγαζε το σωληνάκι του οξυγόνου από τη μύτη ή προσπαθούσε να σχίσει την πάνα της με βίαιες κινήσεις ή να πετάξει τον καθετήρα της.

Υπήρχαν μέρες καλές, με σταθερή την πορεία της υγείας της, και μέρες άσχημες, που την έβλεπε να είναι τελείως άβουλη, μάλλον δεν καταλάβαινε πια ούτε ποιος ήταν, εστίαζε το βλέμμα της κάπου, σε μια γωνιά του κρεβατιού, και μεσολαβούσαν εκείνες οι στιγμές που προσπαθούσε να μπει στο ταραγμένο της μυαλό, κάτι του έλεγε ότι μάλλον βήμα βήμα πήγαινε προς τα πίσω, στα παιδικά της χρόνια. Ζούσε μέσα στη σιωπή της σαν να ήταν κρατούμενη στη δική της φυλακή.

Δίπλα της είδε κι άλλες γυναίκες να νοσηλεύονται με το ίδιο πρόβλημα, οι οποίες βρίσκονταν ήδη σε κατάσταση μαρασμού, ανυπαρξίας και λήθης, χωμένες στα σεντόνια τους σαν μούμιες. Οι νοσοκόμες περνούσαν τακτικά για τις ταΐσουν, να τους δώσουν τα φάρμακά τους και για να τις καθαρίσουν, διώχνοντας τους επισκέπτες από τους θαλάμους. Και τότε άκουγε πιο καθαρά τα βογκητά και τις φωνές εκείνων των γυναικών ή κοιτούσε τα πρόσωπα των συγγενών τους που βρίσκονταν σε απόγνωση και σκεφτόταν πόσο δύσκολο ήταν να τις κρατήσουν στη ζωή με τους φρικτούς πόνους που ένιωθαν για όσο διάστημα χρειαζόταν.

Δεδομένης της κατάστασης, η καθημερινότητά του μοιραζόταν ανάμεσα στη δουλειά και στο κέντρο αποκατάστασης. Έπαιρνε τις νυχτικιές της που ήταν γεμάτες αίματα για να τις πλύνει και τις έφερνε πάλι πίσω καθαρές. Προμηθευόταν τα απαραίτητα, μαζί του κουβαλούσε μεγάλα μπουκάλια νερού και πολλά πακέτα με μωρομάντιλα. Τα βράδια έτρωγε πάντα κάτι πρόχειρο, έκανε ντους και τον έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ με ανοιχτή την τηλεόραση. Η επόμενη μέρα έμοιαζε με την προηγούμενη με κάποιες μικρές παραλλαγές.

Στην πορεία οι δύο μεταγγίσεις αίματος της έδωσαν μια μικρή παράταση ζωής και κάποιες μεγαλύτερες ελπίδες σε εκείνον. Ένα κομματάκι αυτού του κόσμου ένιωθε ότι του ανήκε. Είχε την εντύπωση ότι η εξέλιξη της υγείας της θα ήταν πιο θετική τώρα.

Αποδείχτηκε πως στην πραγματικότητα έκανε λάθος. Η καθημερινή ρουτίνα της άρρωστης μητέρας παρέμενε στάσιμη, ενώ εκείνη βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στην ανυπαρξία, η επικοινωνία της με τον έξω κόσμο είχε σταματήσει και σιγά σιγά το σώμα της αδυνατούσε να τραφεί κανονικά. Η αλήθεια ήταν ότι η μητέρα του δεν θα σηκωνόταν πια για να ξαναπατήσει στα πόδια της. Έμενε ακινητοποιημένη στο κρεβάτι. Όσες προσπάθειες κι αν έκαναν οι νοσοκόμοι και οι φυσικοθεραπευτές, κατέληγαν σε πλήρη άρνηση από την πλευρά της. Έμοιαζε να μη σκέφτεται, να μην αισθάνεται ή να μην ακούει. Της μιλούσε και παρατηρούσε το βλέμμα της, καθώς μεταξύ τους δεν μπορούσαν να ανταλλάξουν κουβέντα. Τον κοιτούσε εκστατικά, με τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Και για μερικά λεπτά καταλάβαινε ότι ήθελε κάτι να του πει σαν να ήταν η δεύτερη απόπειρά της για να ζήσει, με ένα μαύρο βλέμμα, χωρίς δύναμη και γεμάτο αθωότητα. Περίμενε με αγωνία. Τότε τη ρώτησε: «Πες μου, τι θέλεις να κάνω;». Έγειρε προς το πρόσωπό της και εκείνη ψέλλισε αδύναμα: «Έλα μαζί μου».

Στην τρίτη μετάγγιση περίμεναν στα επείγοντα του δημόσιου νοσοκομείου, που εφημέρευε, πέντε ώρες στο φορείο. Ο κόσμος που έβλεπε εκεί του προκαλούσε μόνο λύπη και αηδία. Τα έκτακτα περιστατικά συσσωρεύονταν το ένα μετά το άλλο. Προσπαθούσε να της δώσει κουράγιο μιλώντας τρυφερά και πιάνοντάς της το χέρι. Προσπαθούσε να παραμείνει ψύχραιμος και να μη βαρέσει το κεφάλι του στον τοίχο. Εκείνη έμενε βουβή και ασάλευτη σαν κέρινη κούκλα με το τροφοδοτικό σωληνάκι στη μύτη. Τις τελευταίες μέρες δεν δεχόταν καθόλου τροφή, πράγμα που έδειχνε πως ήταν στα τελευταία της.

Οι ειδικευόμενοι γιατροί την ταλαιπώρησαν καθώς δεν έβρισκαν φλέβα για να της κάνουν τις απαραίτητες αιματολογικές εξετάσεις, ενώ στο ακτινολογικό τμήμα την πέταξαν σαν άδειο σακί από το φορείο στο εξεταστικό κρεβάτι. Μπήκαν στο δωμάτιο, και αφού την τακτοποίησε, κάθισε μαζί της για λίγο, την καληνύχτισε και έφυγε. Στη στάση των λεωφορείων έβαλε τα κλάματα. Την επόμενη μέρα δεν κατάφερε να τη δει, το επισκεπτήριο ήταν αυστηρό, μόνο δύο ώρες, και αυτός το έχασε, βρίσκοντας την είσοδο της πτέρυγας κλειστή. Όσο κι αν χτυπούσε το κουδούνι, δεν του άνοιγαν. Στις τέσσερις το απόγευμα, ημέρα Κυριακή, την ώρα που ετοιμαζόταν να πάει στο νοσοκομείο, χτύπησε το τηλέφωνο.

«Σας τηλεφωνώ από την παθολογική κλινική, είμαι ο εφημερεύων γιατρός. Λυπάμαι πολύ, αλλά η μητέρα σας απεβίωσε πριν από λίγο. Έπαθε ανακοπή. Σας παρακαλούμε να έρθετε για το πιστοποιητικό θανάτου της».

Δεν την ξαναείδε μετά παρά μόνο στην κηδεία της. Την είχαν πάρει από τον θάλαμο και ο υπεύθυνος του γραφείου τελετών του είπε να φέρει τα ρούχα της με τα οποία θα την έντυναν για την κηδεία και ότι θα ήταν καλύτερα να μην τη δει στο νεκροτομείο. Ασυνείδητα σε όλη τη διάρκεια της νεκρώσιμης τελετής και της ταφής που ακολούθησε την επόμενη μέρα σκεφτόταν τις διηγήσεις της από τα δύσκολα παιδικά της χρόνια και τις πρώτες όμορφες αναμνήσεις που είχε ως παιδί μαζί της. Σε αυτή τη σκηνή του αποχαιρετισμού ήθελε να τη θυμάται με τρυφερότητα. Τη φίλησε στα κρύα μάγουλά της και της ψιθύρισε ότι την αγαπούσε. Όταν έφτασε στο σπίτι του, πακετάρισε όμορφα τα ρούχα της και τα έβαλε μέσα σε σακούλες για να τα δώσει σε απόρους. Στάθηκε μπροστά τους και τα κοιτούσε. Άρχισε να τα κλοτσάει με μανία. Ύστερα τα πήρε αγκαλιά και κοιμήθηκε μαζί τους. «Πόσο σκατά νιώθω», είπε και έκλεισε τα φώτα.

Ήξερε ότι της άξιζε κάτι καλύτερο. Είχε μεγαλώσει μέσα στην Κατοχή, ο πατέρας της ήταν αντάρτης στο βουνό, η μητέρα της είχε άλλα δύο κορίτσια να θρέψει μόνη και αβοήθητη. Τα όνειρα που είχε μικρή να σπουδάσει είχαν γίνει απλησίαστα και έπρεπε να δουλέψει, για αυτό έζησε χωρίς να ονειρεύεται, χωρίς επιθυμίες και απαιτήσεις.

Ο γάμος της με τον πατέρα του δεν την είχε κάνει ποτέ ευτυχισμένη και όσο περνούσαν τα χρόνια η αποξένωση μεταξύ τους γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Πέταξε τη ζωή της στα σκουπίδια, σκέφτηκε, ενώ θα μπορούσε, αν διέθετε ισχυρή θέληση, να φύγει μακριά και να σώσει τον εαυτό της. Μια φορά του είχε πει να μαζέψει τα πράγματά του, γιατί είχε πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει τον πατέρα του, αλλά ποτέ δεν τόλμησε να το κάνει στην πράξη. Είχε μείνει μόνο στα λόγια.

Τον πρώτο καιρό οι μέρες του περνούσαν με δυσκολία. Η ζωή δεν αντιμετωπίζεται χωρίς μητέρα. Γίνεται σχεδόν αφόρητη. Η συνείδησή του δεν ήταν καθαρή, με τις ενοχές να τον βασανίζουν ως μια φυσιολογική αντίδραση στο πένθος. Για όσα δεν έκανε και για όσα ποτέ δεν της είπε. Σαν δύο όψεις ενός και του αυτού νομίσματος: ο ένας είχε εγκαταλείψει τον άλλο, κρύβοντας πράγματα για τα οποία, αν μιλούσαν ανοιχτά, θα συγκρούονταν και θα πληγώνονταν. Έτσι, για το καλό και των δύο, όποτε την έβλεπε, απλώς χαμογελούσε και την άκουγε να μιλάει για ανώδυνα θέματα.

Όμως, αυτός ο πόνος δεν είναι σαν τους άλλους, που μπορεί να σε ταλαιπωρούν ανά διαστήματα και με μερικές μαλάξεις και βαθιές εισπνοές έξω στον καθαρό αέρα να εξαφανιστούν. Αυτός είναι ένας πόνος που μπορεί να τον έχεις «συλλαβίσει», να του έχεις δώσει ένα όνομα, αλλά που ποτέ δεν ρώτησες τι γυρεύει στο σώμα σου, για ποιο λόγο εξακολουθεί να υπάρχει και δεν έχει εξαφανιστεί τελείως. Ποιός έδωσε το δικαίωμα στη λέξη «απώλεια» να εισβάλει σαν πεινασμένος συγγενής για να κλέψει αυτό που έχεις ως ιδιοκτησία σου, την ίδια σου τη ζωή; Κανείς, φυσικά. Παρά μόνο εσύ ο ίδιος, αν έχεις επιτρέψει να γίνει κάτι τέτοιο. Όταν, λοιπόν, σηκώσεις το βλέμμα σου από αυτή την άβυσσο στην οποία βρίσκεσαι, ο πόνος αυτός μπορεί να έχει ξεγλιστρήσει αίφνης από μια χαραμάδα που δεν έχεις κλείσει, όταν όλα δείχνουν ότι βαίνουν καλώς, όταν έχει περάσει ένα εύλογο διάστημα που νομίζεις ότι τον έχεις ξεχάσει, αλλά απροσδόκητα σου τηλεφωνεί μια «πρώην» φίλη που θέλει να σου πει τον δικό της πόνο, ότι έχει χάσει τη μητέρα της.

Η αρρώστια του μυαλού είναι ύπουλη. Μοιάζει με κάλεσμα που λέει: «Καλώς ήρθατε, Κύριε! Σας περιμέναμε» και τα τέρατα που κατοικούν «εκεί» περιμένουν με αδημονία να φάνε ό,τι απέμεινε από τη σάρκα, όπως συμβαίνει με το τελευταίο σμήνος των εντόμων σε ένα πτώμα. Αυτά δεν έχουν ούτε λουρί ούτε και αλυσίδα. Τρώνε τα πάντα, χορταίνουν και πολλαπλασιάζονται σαν τα ποντίκια.

Χτύπησε το τηλέφωνο και βγήκε ο αυτόματος τηλεφωνητής.

«Έλα, εγώ είμαι πάλι. Μέσα στη ζάλη μου ξέχασα να σου πω ότι η κηδεία είναι στις 11ː.00 το πρωί, στο Α΄ Νεκροταφείο. Αν είσαι εκεί, σήκωσέ το. Καλά, μάλλον κοιμάσαι. Τα λέμε αύριο».

Μόνο που δεν ήταν η φωνή που ήθελε να ακούσει. Θα της έλεγε ότι είχε αρχίσει να ταΐζει τα περιστέρια κάθε πρωί με ψίχουλα, όπως έκανε εκείνη. Θυμήθηκε ότι στο σπίτι της μητέρας του ερχόταν κι ένα περιστέρι που του έλειπε το ένα του πόδι. Όπως του είχε πει, αυτό το αγαπούσε περισσότερο από τα άλλα.

Άφησε το τηλέφωνο να χτυπάει για μέρες. Μέσα του υπήρχε ακόμα μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στο άσπρο και στο μαύρο, μια διαρκής πάλη ανάμεσα στην ανάγκη του να παραιτηθεί και στη θέλησή του να ζήσει. Ένιωθε μόνος μέσα στη σιωπή, σε έναν κενό χώρο, όπου τα νοήματα αποδομούνται το ένα μετά το άλλο, ενώ ο κόσμος προχωράει αδιάλειπτα και συνεχώς προς τα εμπρός.

Τώρα τον απασχολεί μόνο να πάει από το σημείο Α στο σημείο Β. Αν τα καταφέρει, μπορεί να συνεχίσει. Ήξερε το μυστικό. Μικρά βήματα κάθε φορά. Είχε να περπατήσει νέους δρόμους. Θα ήταν καλύτερα αν πήγαινε σε ένα μπαρ και να γίνει λιώμα; Αναρωτήθηκε πώς θα ήταν η τελευταία μέρα του καλοκαιριού με την Αλία να γελάνε, τα φύλλα να πέφτουν και τις πρώτες στάλες της βροχής να κυλάνε στα πρόσωπά τους. Άφησε να τον παρασύρει αυτή η γλυκιά αίσθηση για μερικά δευτερόλεπτα.

Ήταν λάθος του που την άφησε μόνη εκείνο το βράδυ όταν έκανε την τελευταία εισαγωγή και δεν κοιμήθηκε κοντά της, στο διπλανό κρεβάτι που ήταν ελεύθερο. Ήταν λάθος του που έχασε το επισκεπτήριο της προηγούμενης μέρας. Ήταν λάθος του που δεν την είδε ζωντανή για μερικά λεπτά. Ήταν λάθος του που δεν της κράτησε το χέρι όταν έπαθε ανακοπή. Που δεν ξεψύχησε στα δικά του χέρια. Μια άλλη γυναίκα που ήταν δίπλα της του είπε ότι ήταν μπροστά την ώρα που έφυγε.

Οι κούτες από τη μετακόμιση παρέμειναν εκεί χωρίς να τις έχει ανοίξει όλες ακόμη, χωρίς να έχουν ολοκληρώσει την αποστολή τους. Ορθογώνια κουτιά σε καφέ χρώμα, με τις ταινίες πάνω τους άθικτες. Δεν υπήρχε απολύτως κανένας λόγος να τις ανοίξει.

Ξαφνικά θυμήθηκε ότι κάτι του είχε ζητήσει η μητέρα του.

«Δεν θα μου πάρει πολύ», σκέφτηκε.

 

 

 

 

* Η Κατερίνα Ανδριανάκη γεννήθηκε στην Καβάλα. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. (Τμήμα Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής), πτυχιούχος βιολοντσέλου του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, πτυχιούχος της Ανώτερης Δραματικής Σχολής του Κ.Θ.Β.Ε και πτυχιούχος της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. (Τμήμα Θεάτρου). Έχει εκδώσει: συλλογή διηγημάτων Μικρές μπουκιές (Γαβριηλίδης, 2013), συμμετοχή στο συλλογικό έργο 2ος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Μίμης Σουλιώτης (LIBRON ΕΚΔΟΤΙΚΗ, 2016). Τα «Ανοξείδωτα ζευγάρια» (εκδόσεις «Κέδρος», 2016) είναι η δεύτερη συλλογή διηγημάτων της.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top