Fractal

Διήγημα: “H αθωότητα”

 Του Θεόδωρου Πάλλα // *

 

 

f19

 

γυναίκα κι εραστής

 

Κάποιος τάραξε την ησυχία της εγκατάλειψης, η αράχνη τέντωσε τον ιστό της να δει, μια γνώριμή της φωνή αντήχησε στους τοίχους, συνάντησε τις αναμνήσεις της.

«Εγώ είμαι…» τον άκουσε που τρεμούλιαζε, μπήκε και περιπλανήθηκε το βλέμμα του στον χώρο.

«Ώστε εδώ είναι…»

Ναι, εδώ είναι το πατρικό της.

Ο παλιός κούκος τεντώθηκε, χτύπησε τον ξύπνιο του, τρόμαξε το πουκάμισο ενός φιλιού που κουβαριάστηκε περισσότερο, η μάνα άπλωσε τα χέρια της και τη σκέπασε.

«Κάνει κρύο εδώ μέσα,» συνέχισε αυτός σκωπτικά.

Τόσες φορές αγκαλιάστηκαν τα γυμνά τους κορμιά, μα τώρα ένιωσε άβολα στο δωμάτιό της το παιδικό που έτριξε.

Στο ανατρίχιασμά του περασμένα λόγια, η αρχή και το τέλος ενός παραμυθιού και η οικοδέσποινα θα εμφανιστεί να τον φιλέψει τρεις κουταλιές γλυκό κυδώνι, κι η άλλη, η μεγάλη της αδερφή, θ’ αφήσει πάνω τους το στερνό της γέλιο, κρεμασμένη απ’ τον καταρράκτη του κάδρου. Ήταν η εποχή του εμφυλίου… κι όμως, ήταν παιδί… στα οκτώ της.

Κυνικά λόγια αιωρούνται, ταλαντεύονται σε άνομες πράξεις.

Σκεπασμένοι με την κουβέρτα των νιάτων της, όχι γιατί κρυώνουν μα για να κρύψουν την γύμνια από τις αναμνήσεις της, τον άκουσε.

«Τρομάζω… θαρρώ πως μυρίζω εγκαταλειμμένα, ανοχύρωτα όνειρα να κλαίνε αγκιστρωμένα από το ξεφλούδισμα των τοίχων… τα όνειρά σου…»

«Τα όνειρά μου ήταν αθώα και δεν στέργει να μας κυνηγούν. Όσο δύσκολη κι αν ήταν η ζωή, οι γονείς μου δεν της επέτρεπαν να σκαλώνει πάνω μου πόνους και θλίψεις. Είχα ήσυχα παιδικά… αμόλυντα νιάτα. Μετά, με τον γάμο άλλαξαν όλα…»

Ένας δροσερός και βαυκαλιζόμενος ήχος- κρότος από τσόκαρα σε καλντερίμι ή γοβάκια δωδεκάποντα σε δρύινο πάτωμα- η μια ανάμνηση μετά την άλλη.

«Είχα ήσυχα εφηβικά χρόνια και μελένια όνειρα. Φοιτήτρια, ένιωσα μια διαφορετική ζωή, το ίδιο όμορφη κι ακύμαντη…»

Στην άλλη άκρη του χάρτη του μυαλού της ένα φορτηγό μεταφέρει κυψέλες. Σε όλες η ίδια βασίλισσα. Δεν υπάρχουν κηφήνες παρά μονάχα γυναίκες που πλένουν τα ρούχα τους στο ποτάμι. Το νερό ο μόνος ήχος που ακούγεται. Και το ψαχούλεμα του ανέμου στα στήθια τους. Από μακριά, το γάργαρο γέλιο των παλικαριών σπάει τη μονοτονία.

Γεμίζει τον πίνακα (των αναμνήσεων) με χρώματα. Όλα τόσο ανοιχτά που μπορείς να καθρεφτιστείς μέσα τους.

Πήρε στα χέρια της το τσιγάρο του και δοκίμασε τα στεγνά του χείλια. Ο καπνός την έπνιξε.

«Τ’ αγόρια που αγάπησα, ήταν αγόρια. Δεν πρόφτασαν ν’ αντρωθούν. Είχαν καθάριο βλέμμα και μπορούσαν να σηκώσουν ψηλά όνειρα. Μετά ήρθε ο γάμος…»

Απλωμένες μολόχες και μια βουκαμβίλια να κρύβει την σπηλιά των στοχασμών της. Στα σπασμένα τζάμια των αναμνήσεων ένα μπουρί να φεύγει ο καπνός από τις απογοητεύσεις. Οι έρωτες κάηκαν σαν θρασίμια σε μια βουκολική μέρα, τη μέρα του γάμου της.

«Κι όμως… πολύ τον αγάπησα».

Λιανοπούλια τα παιδιά, παλικάρια ίσα με κει πάνω, μην θαρρείς κάτι ψεύτικο, όλα όσα δέθηκε. Κι ήρθε αυτός…

«Πολύ τον αγάπησα, σου είπα… σκέπασέ με… είμαι πολύ κουρασμένη…»

«Μ’ αγαπάς;»

Τον κοίταξε. Άπλωσε το χέρι κι αναστάτωσε τα μαλλιά του.

«Είμαστε μεγάλοι για έρωτες».

«Μικροί για να κλαίμε τη ζωή μας».

Του χαμογέλασε. Πόσο δίκαιο είχε;

«Όπως σου είπα πολύ τον αγάπησα. Είχα τελειώσει το μεταπτυχιακό μου στην παιδοψυχολογία, ετοιμαζόμουν να φύγω για διδακτορικό…»

Τίποτα δεν θυσίασε. Απλά έμεινε στη ζεστασιά του μισό χρόνο και μετά έφυγε. Σαν γύρισε εκείνος την περίμενε. Αυτή δεν περίμενε… χύθηκε στην αγκαλιά του και στα στέφανα του γάμου.

«Δεν ήταν η πρώτη μου σχέση, μήτε η δεύτερη. Αλλά ο πρώτος μου έρωτας. Το πίστευα. Τώρα, τις δύσκολες ώρες, λέω πως ίσως να μην ερωτεύθηκα ποτέ ή πως ο έρωτας με τύφλωσε και ο άντρας-έρωτας που παντρεύτηκα είχε ένα καλά καλυμμένο προσωπείο θεριού, που κάποια μέρα η βροχή έλιωσε το καλούπι και μου έδειξε το υποχθόνιο εγώ του».

Την άφησε στον μονόλογό της. Με τις σιωπές και τα δύσκολα λόγια. Την άκουγε μέσα από τον καπνό του τσιγάρου που σήκωνε και στο αποπνικτικό του κάποιες μνήμες της κάναν παρέλαση κι εκείνη παρουσίαζε κάθε μπουλούκι που εμφανιζόταν.

«Την πρώτη φορά που με χαστούκισε ήμουν έγκυος. Στην κόρη μου. Με χαστούκισε γιατί λέει άργησα από το γραφείο και δεν του ετοίμασα φαγητό. Με χαστούκισε κι έφυγε. Κι εγώ, τον περίμενα στο σκοτάδι με χτυποκάρδι. Γύρισε αργά και βρομοκοπούσε. Ποτό και καπνίλα. Του ζήτησα συγγνώμη…»

Δεν τ’ άκουγε για πρώτη φορά. Μα τώρα δεν ήταν μια εξομολόγηση σ’ αυτόν, αλλά στο απάγκιο του παιδικού της.

Αυτός της έκανε όλα τα χατίρια. Την αγάπησε από την πρώτη στιγμή που την είδε. Για τον έρωτά της ήρθε εδώ. Σ’ αυτήν την κάμαρη του εγκαταλειμμένου πατρικού της.

«Κι ήρθε η δεύτερη κι η τρίτη φορά κι άλλες πολλές. Κι εγώ δαγκωνόμουν από την ενοχή μου, ναι ένιωθα ένοχη, και κάθε φορά τον καρτερούσα να του ζητήσω συγγνώμη».

Μπορούσε να την ακούει με τις ώρες. Παρατηρούσε το λακκάκι στο δεξί της μάγουλο, ν’ ανοίγει και να κλείνει, τον λαιμό της να τεντώνεται, να ρυτιδαίνει. Έσκυψε και την φίλησε στο αυτί. Εκείνη ανατρίχιασε.

Συνέχισε…

«Τα εξομολογήθηκα… εγώ η παιδοψυχολόγος με περγαμηνές, στη φίλη μου, την ψυχίατρο. Πόσος καιρός πάει… χρόνια! Εκείνη απλά με κοίταξε. Κούνησε το κεφάλι. «Είναι σίγουρα κάποιο άνοστο αστείο σου,» μου είπε. Της τα ξαναείπα. Ακόμη δεν πιστεύει. Πως τόσα χρόνια τον ανέχομαι. Πως του έκανα τρία παιδιά. Πως και τώρα ακόμη που τα παιδιά φύγαν από το σπίτι ζω μαζί του. «Αυτό είναι μαζοχισμός,» μου λέει και «δεν θέλω να ακούσω τίποτα για το θέμα αυτό πια. Σήκω και φύγε ή πάρε ένα μαχαίρι και καθάρισέ τον τόν στούπα, τον ένα κι εξήντα». Τόσα χρόνια μαζί του. Πόσο ένοχη και γιατί;»

Τον απόσπασε από τον εναγκαλισμό τους για να δει τα γαλανά του.

«Πιστεύεις πως δεν τιμωρήθηκα αρκετά;»

«Πάμε να φύγουμε μακριά. Τα παιδιά δεν σ’ έχουν ανάγκη».

Ένας καγχασμός της πνίγηκε στην ώχρα του ταβανιού.

«Τα παιδιά! Τα παιδιά τα γνωρίζουν όλα. Επιμένουν να φύγω. Κανένα δεν μιλά με τον πατέρα τους. Ο μικρός του χύθηκε δυο τρεις φορές. Εγώ τον συγκράτησα… Πότε πιστεύεις πως θα τελειώσει η τιμωρία μου;»

«Ποτέ δεν μου είπες τι του έκανες κι αισθάνεσαι τόσο ένοχη».

Ποτέ… Την αγάπησε και δεν ζητούσε τίποτα παρά να της δίνεται. Να αισθάνεται το γέλιο και τον πόνο της. Τα νύχια της να τον χαρακώνουν.

Αυτή κοίταξε ψηλά από ένα χαλασμένο κομοδίνο. Σα να υπήρχε μια φωτογραφία κι έπρεπε να της δικαιολογηθεί…

«Ξέρεις… ο γάμος δεν ήταν και πολύ η συμπάθειά του. Του είπα ψέματα. Ναι… δεν ξέρω πως μου ξέφυγε και του είπα ψέματα. Το παιδί που θα γεννούσα… ένα ψέμα. Σου είπα… πολύ τον αγάπησα…»

«Πάμε να φύγουμε. Σ’ αγαπάω. Υπάρχει μέλλον μακριά του. Μια άλλη ζωή».

«Δεν ξέρω πότε θα τελειώσει η τιμωρία μου. Άλλωστε στο είπα… πολύ τον αγάπησα!»

Το απόγευμα τράβηξε τον δρόμο του. Ένα εκθαμβωτικό ηλιοβασίλεμα χαρχάλευε την κορφή. Το βουνό από ψηλά κατέβαζε την ψύχρα του.

«Φορές, βλέπω στον καθρέφτη τη λέξη ΕΝΟΧΗ και την τονίζω κάθε φορά και διαφορετικά».

Τα λόγια της περπάτησαν στην ματωμένη αναστάτωση του παρελθόντος.

Η παιδική κουβέρτα άφηνε τα πόδια τους στο κρύο. Έσκυψε και της χουχούλιασε τον κόρφο.

«Ώστε… είμαι συνένοχός σου;» της είπε κι εκείνη έσκασε ένα λαρυγγίσιο γέλιο.

 

Άντρας

 

Θα στεριώσω το πόδι πάνω στην καρέκλα, η καρέκλα θα γείρει λίγο δεξιά, πάνω στην κοκκινόμαυρη κουρελού, την κουρελού την απλωμένη μπροστά στο τζάκι, που τον τελευταίο χρόνο με κοιτά με το μαύρο του μαντέμι ικετεύοντας για λίγη ζεστασιά.

Δεν το ανάβω ξεπίτηδες. Για την «κυρία» Άννα, τη γυναίκα μου.

Απλώνω τη βέργα την ξεφλουδισμένη, πάνω της μυρίζει το κορμί της Άννας, κι ανακατεύω τ’ απομεινάρια μιας αιώνιας στάχτης που ξέμεινε αναίτια σε μια γωνιά, για να θυμάμαι τον έρωτά μου. Στάχτη κι αυτός.

Κάπου τώρα αυτή, η Άννα, θα ξεπουλά το κορμί της. Κάποιος τη χαίρεται. Χρόνια μυρίζω πάνω της τη μοιχεία. Βαρέθηκα…

Και θα γυρίσει, από το πατρικό της καθώς είπε, θα καθίσει στην πολυθρόνα απέναντι από τη φεγγαρίσια νύχτα και θα δέχεται με τα φώτα της πόλης, τα όνειρα και θα λαμποκοπά ένα πρόσωπο αγγελικό και θα με εμπαίζει. Εμένα και τον έρωτά μου. Την αρρώστια μου… γιατί τι είναι ο έρωτας παρά αρρώστια.

Πλέκει την ελπίδα, ο έρωτας ή η αρρώστια, πως θα επιστρέψει καθάρια και θα χωθεί στην αγκαλιά μου για πάντα. Κι εγώ, που υφαίνω μια καταδικασμένη προσμονή θ’ αφήσω τα βαρίδια να τυλίξουν το χθες ως φίδια. Να το δηλητηριάσουν. Σε πόσο χρόνο θα σβήσει;

Ποτέ δεν ήταν κατάδικιά μου. Ποτέ δεν μου ανήκε αποκλειστικά. Ένα μέρος της ήταν δίπλα μου. Η άλλη ταξίδευε. Σε μακρινές θάλασσες. Και τις χαιρόταν.

Η αφ’ υψηλού… η Άννα! Με διδακτορικά και άλλα! Κι εγώ απλά ένας πολιτικός μηχανικός.

Πάντα αφ’ υψηλού. Να χτίζει παλάτια στη διαμαντένια ακροθαλασσιά και να χορεύει με τον άνεμο και τους άντρες που την τριγυρίζουν. Τους δράκους της…

Κι εγώ γονυπετής να την παρακαλώ ν’ αλλαξοπιστήσει. Να πιστέψει στη μοναδικότητα της αγάπης μου. Αυτή ανένδοτη στον έρωτά μου μού πετά πορτοκαλόφλουδες- ειρωνείες.

Θα πεις πώς παντρευτήκαμε; Υπήρχε έρωτας;

Σαν την πρωτόδα θαμπώθηκα απ’ το κάλλος της. Όπως όλοι. Η θεά που αναδύθηκε μπροστά μου μού τα έκλεψε όλα. Ψηλότερή μου, με μάτια ρουμπίνια, κορμί κυκλώνας που τα παρασύρει όλα στο διάβα του, φτάνει στον αιθέρα και συνομιλεί με τους αγγέλους. Κι εγώ ένας κακομούτσουνος παλιάτσος που όσα χρώματα κι αν ντυθεί δεν είναι παρά το αποπαίδι μιας γιορτής.

Αυτή με πλησίασε κι εγώ παραδόθηκα. Δεν ζήτησα τίποτα. Έμεινε μαζί μου κάποιον καιρό και μετά τράβηξε γι’ άλλους ανέμους. Σε άλλη χώρα. Γι’ άλλες σπουδές.

Κάθε μέρα άνοιγα το άλμπουμ με τις φωτογραφίες μας για να πειστώ πως δεν ήταν όνειρο. Πως αυτή, ένας παρθένος άγγελος, πέρασε απ’ τη ζωή μου. Πως αυτή, η χρυσή βροχή, με διαπέρασε κάποιες φορές κι εγώ εγκυμόνησα μια ανέσπερη ευτυχία. Μια ζωή θα περνούσα κι άλλη μια, μες στη γνώση πως αυτή η πανέμορφη καλλονή ξάπλωσε κάποιες φορές μαζί μου, μου είπε λόγια ερωτικά είτε τα εννοούσε είτε της ξέφυγαν.

Η ομορφότερη περίοδος της ζωής μου. Να ζω μακριά της τρισευτυχισμένος. Δεν απαίτησα τίποτα από τις περασμένες στιγμές, παρά την επανάληψή τους ως ανάμνηση.

Κι εκεί, καθώς ζούσα σαν κοσμοκαλόγερος με μια θεριεμένη ευτυχία, χειροπιαστή πραγματικότητα που ποτέ και ως όνειρο στον ύπνο μου δεν θα ερχόταν, η Άννα επέστρεψε. Επέστρεψε στην αγκαλιά μου…

Κι εγώ, αχινός που τον ξέντυσε το νερό κι απόμεινε στην απονεριά και προσπαθεί να ζήσει χωρίς τη θωπεία της θάλασσας, την αγκάλιασα απογυμνωμένος από τα θέλω μου.

Κι έτσι κύλησε ο καιρός. Καιρός που πάλευα να πιστέψω πως δεν πρωταγωνιστώ σε μύθο.

Και σαν πάτησα στη γη ήρθαν και τα ψέματά της. Ψέματα! Ψέματα ντυμένα με γλυκόλογα, με δήθεν πάθη. Και το κορμί της να μυρίζει αψέντι περιφρόνησης.

Προσπάθησα… προσπάθησα να ξαναβρώ τον ρόλο μου. Ν’ αποδεχτώ τους δεύτερους και να γίνω κομπάρσος της ζωής της. Κι αυτή να χτίζει το ένα ψέμα πάνω στο άλλο. Και να μου ρίχνει λάσπη στα μάτια. Με τις εγκυμοσύνες της, με τις συγγνώμες της, με τα γλυκόλογά της. Από αυτά πολλά και όμορφα κατέχει.

Την πρώτη φορά το χέρι έφυγε αυθόρμητα. Βρήκε αυτό που επιθυμούσε. Το μάγουλό της και την αηδία μου. Το ότι μετά επιζήτησε συγγνώμη και άφεση, αποδείχνει το δίκαιο της πράξης μου.

Δεν συγχωρούνται οι αμαρτίες σου, καταστάλαξε μέσα μου.

Λένε πως η συνήθεια σε οδηγεί. Η συνήθεια της ν’ αμαρτάνει προδίδοντας τον έρωτά μου. Γέμιζε το κορμί της κολώνιες κι άλλα αρώματα για να μην μυρίζω. Εξαφάνιζε κάθε σημάδι από το σώμα της μην ενοχοποιηθεί. Μα εγώ διείσδυα απ’ τα μάτια της. Ψηλάφιζα από κει τα μύχια της, τις ενοχές της.

Δεν σε συγχωρώ της φώναζα την κάθε φορά, κι αυτή, σαν μετανοημένη Μαγδαληνή να μου πλένει τα πόδια.

Μένει μαζί μου για να με τυραννά. Να την βλέπω και να οργίζομαι. Βαρέθηκα πια. Βαρέθηκα να προσπαθώ να βρω σε κομμάτια του δέρματός της, τώρα τελευταία αφημένα ξεπίτηδες, τα φιλήματα του άλλου. Του κάθε άλλου.

Η αγάπη μου με οδηγεί και της επιτρέπω να πλαγιάζει δίπλα μου, να μου πιάνει το χέρι. Χέρι νεκρής που εξακολουθεί να παραμένει ζεστό. Δεν αγαπά τη ζωή παρά την εκδίκηση. Την εκδίκηση για τον έρωτά μου που δεν μπόρεσε ποτέ της ν’ ανταποκριθεί…

 

 

η ζωή (άντρας και γυναίκα)

 

«Με πόσα ψέματα αποχωριστήκατε απόψε;»

«Με ποιον;»

«Το ευχαριστήθηκες τουλάχιστον;»

Απλωμένος στην πολυθρόνα. Το ποτήρι με το κρασί στο μπράτσο της. Μπροστά του το σκοτάδι διαπερνούσε την ψύχρα του δωματίου κουβαλώντας τα φώτα του δρόμου που τίναζαν από πάνω τους μια διστακτική βροχή.

Η τζαμαρία εμπόδιζε την έξω θλίψη να καθίσει (επικαθίσει) στη θλίψη τους.

Σφίχτηκε στη ζακέτα της παρατηρώντας (μετρώντας) την καμπουριασμένη ράχη του. Ένα τρέμουλο της έσφιξε το στόμα. Αποπειράθηκε να προχωρήσει. Τα πόδια της κόλλησαν στα λόγια του.

«Δεν με νοιάζει πια. Μια απατηλή ζωή μαζί σου. Φρικιαστικό όνειρο η κάθε μέρα. Προσπαθούσα πιστεύοντας στην αθωότητα, να παλέψω την πραγματικότητα».

«Σε αγαπούσα κάποτε… και τώρα…»

«Επιπλέω στο σκοτάδι και λέω πως κάποτε θα έρθεις όπως δεν σε είδα ποτέ. Με μια λαχτάρα έρωτα στα μάτια. Εσύ, σε φαντάζομαι, τυλίγεις τα χέρια σου στο λαιμό του άλλου, του κάθε άλλου. Αλήθεια, πόσοι περάσανε από τη ζωή σου;»

«Σε αγαπούσα τότε… και τώρα… μονάχα εσένα…»

«Κι έρχεσαι με χαρακωμένα πάνω σου ξένα αγγίγματα, λόγια που σε φιλούσαν το λαιμό, τ’ απόκρυφα και στήνεσαι αντίκρυ μου. Αθώα! Πόσο θέατρο τόσα χρόνια;»

«Σε αγαπούσα τότε… και τώρα… αυτή είναι η αλήθεια… η μόνη…»

«Και στην αρχή μ’ έκαιγε. Δε λέω. Η μοιχεία με συνέτριβε. Γινόμουν κάποιος άλλος. Κάποιος έξω από εμένα. Τον άφηνα κι αυτόν, τον δεύτερο εαυτό μου, να ζει και τον δικαιολογούσα. Όπως συγχωρούσα κι εσένα. Τις νυχτιές έκλαιγα στις παγωμένες σκάλες της πλατείας, στα μπαρ με την εξοντωτική μουσική, τον αγοραίο έρωτα, γεμάτος αμυχές. Μετά επέστρεφα ν’ ακούσω τη συγγνώμη σου. Δεν μέρωνα, απλά μια πίστη, κάθε φορά, με ξεγελούσε, πως θα ήταν η στερνή σου αμαρτία. Πίστευα κάποτε, πως θα ‘ρθεις, θα καθίσεις πλάι μου και θα μου πεις την αλήθεια».

«Σε αγαπούσα από πάντα… αυτή είναι η αλήθεια…»

Προχώρησε, και κάθισε δίπλα του. Άφησε το σκοτάδι να της κρύψει το μισό πρόσωπο. Το γελαστό.

 

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top