Fractal

Σαρκασμός και απαισιοδοξία

Γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου //

 

athooiΜαρία Κούλη, “Αθώοι αμνοί”, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014, σελ. 54

 

H Μαρία Κούλη, η οποία έχει γεννηθεί στην Αθήνα, όπου και ζει, δεν έχει απασχολήσει εκείνους που ασχολούνται με την ποίηση ή παρουσιάζουν ποιητικά βιβλία σε έντυπα και σε ηλεκτρονικά μέσα. Κι όμως έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές που μπορούν να σταθούν ισάξια δίπλα στα έργα καθιερωμένων δημιουργών: Απόψε το καράβι μου (2006), Ξεχασμένοι σπόροι (2008), Λευκό μπλουζάκι (2009), Καλησπέρα μπαμπά (2012) και Αθώοι αμνοί (2014). Ειδικά, η τελευταία της συλλογή δείχνει μιαν ώριμη ποιήτρια που προβληματίζεται πάνω σε φλέγοντα θέματα της καθημερινότητας. Από το πρώτο ποίημα της συλλογής, το «Για ένα ποίημα χρειάζεται…», όπου διαβάζουμε όσα γράφει με τρόπο σαρκαστικό, βγάζουμε τα σχετικά συμπεράσματα για τη γραφή της:

Αλεύρι εσωτερικής αλέσεως/Δάκρυα αγγέλων/ Ει δυνατόν φρεσκοστυμμένα/Μαγιά ανθρώπου φύεται στο ηλιακό πλέγμα/Ελάχιστο ξύσμα ψυχής/Το περισσότερο πικρίζει/Μέντα και λουίζα/Ευδοκιμούν στον εξώστη του ποιητή…

Τον ίδιο πικρό σαρκασμό συναντάμε και στα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής, καθώς η Μαρία Κούλη επιχειρεί να διακωμωδήσει τα συμβαίνοντα στις ανθρώπινες σχέσεις, στις οικογένειες και στην ελληνική κοινωνία. Ιδού δείγμα γραφής από το «Χορεύετε;»:

Εμείς συνήθως παραδοσιακά/Πατρίς θρησκεία οικογένεια/Ξεύρετε βήματα γνωστά/Δοκιμασμένα πάππου προς πάππου/Οι βασιλείς σε κάδρο/Εγώ επίτροπος ναού/Ημιυπόγειον Βύρωνα μεριά/Αυθαίρετο στη Λούτσα/Εξ αδιαιρέτου με την κουμπάρα/Χορεύουμε εθνικοφρόνως πάντοτε…

Θέλοντας να μιλήσει με ελαφρότητα για σοβαρά πράγματα, καταφεύγει στους κλασικούς, ας πούμε στον Καβάφη, μεταφέροντας το πνεύμα του στο σήμερα, κάτι που αποτυπώνεται στο «Τελικά δε μας ορίσανε…»:

Να φυλάμε Θερμοπύλες/Μονάχα δρομάκι αδιέξοδο/ Επαρχιακό/Ξεχασμένα οπωροφόρα θάλασσα γλυφή/Ενδώσαμε/Ο Ξέρξης είναι καιρό εδώ/Συνταξιούχος του ΟΓΑ δηλώνει/Φοράει πράσινη αδιαφορία…

Σύμφωνα με την ποιήτρια, δεν υπάρχει σωτηρία, η ζωή είναι ρουτίνα, το βαρετό παρόν θα συνεχίζεται αενάως στο ζοφερό μέλλον, χωρίς ελπίδες, χωρίς προοπτικές. Επομένως, η ελαφρότητα των στίχων της παράγει απαισιοδοξία, όπως στο τελευταίο ποίημα, το «Καλοντυμένοι…»:

Πρωί επτάμιση όπως τότε/Περνούν δήθεν τυχαία/Παλιό καφενείο/Χρηματιστήριο ερώτων/Κοιτάνε δεξιά αριστερά/Τους βλέπει άραγε κανείς;/Αναστενάζουν λιγάκι/Θυμούνται/Και μετά σπίτι πάλι.

 

at1

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top