Fractal

Διήγημα: “Απόψε δεν θα πω ψέμα…”

Της Αθηνάς Λατινοπούλου // * 

 

 

f5a

 

Ο καναπές έγερνε απ’ την μια του πλευρά υπερφορτωμένος από εφημερίδες και βιβλία, ενώ απ’ την άλλη είχε μια γούβα, όπου το βελούδινο ύφασμα γυάλιζε απ’ την πολύχρονη χρήση. Να… Κατέφθασε μασουλώντας κι εκείνη, χωμένη στην κόκκινη ρόμπα της. Ξάπλωσε μέσα στο κοίλωμα του καναπέ της αναπαυτικά και ξαναπαίρνοντας στα χέρια το βιβλίο, συνέχισε να διαβάζει «το παράπονο» του Οδυσσέα Ελύτη φωναχτά. Γιατί, όπως έλεγε, ακούγοντας τη φωνή της ένοιωθε πως είχε παρέα:

« –Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω. Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους. Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους. Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα. Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν. Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα. Όσο κι αν κανείς προσέχει όσο κι αν το κυνηγά πάντα, πάντα θα “ναι αργά, δεύτερη ζωή δεν έχει. …»

Σταμάτησε το διάβασμα προβληματισμένη. Αισθάνθηκε να ξυπνούν μέσα της αμφιβολίες. «Πόσο κοφτερά και ορθά τα λέει ο Ελύτης!» είπε με θαυμασμό, βάζοντας το χέρι στην τσέπη. Έβγαλε ένα σοκολατάκι. Το άνοιξε, το έβαλε στο στόμα και καθώς εκείνο έλιωνε απολαυστικά πάνω στη γλώσσα, το μυαλό της ξεμάκραινε: «Αχ! Πέρασαν τα χρόνια, άραγε έκανα πολλά λάθη; «Έκανες, τα ξέχασες;» Αχ εαυτέ μου, εσένα δεν μπορώ να σε ξεγελάσω. Ναι έκανα πολλά και ούτε τα ξέχασα. Όμως όλοι οι άνθρωποι κάνουμε λάθη… Έτσι δεν είναι; Τώρα θα μου πεις ότι αυτό είναι κακή δικαιολογία. «Εμ… Καλά το κατάλαβες». Μα σα νέα γυναίκα έκανα κι εγώ τις παρεκτροπές μου. Όμως απόψε ο Ελύτης με ταρακούνησε. Νοιώθω πραγματικά ότι κολυμπώ στα σφάλματα του παρελθόντος κι έχω υπόνοιες ότι είμαι ένοχη για κάποια πράγματα.

»Κι έτσι, όταν ήμουν νέα και άμυαλη, ήρθε ο έρωτας που λέει και το σήριαλ στην τηλεόραση. Ερωτεύτηκα, παντρεύτηκα, έκανα παιδιά κι έχω τσούρμο τις αναμνήσεις. Όμως οι πιο πολλές φαντάζουν σήμερα δυσάρεστες, γιατί δεν έκανα έλεγχο στις πράξεις μου και γι’ αυτό αντί να καμαρώνω τώρα, νοιώθω ενοχές. Δεν ζήσαμε με τον άντρα μου καλά και οι άλλοι καλύτερα που λένε και τα παραμύθια. Είχε πολλά και άλυτα προβλήματα η ζωή μας. Δηλαδή βουνό οι δυσκολίες. Το χειρότερο βέβαια, ήταν που τα ‘μπλεξε με την άλλη κι η αλήθεια είναι, τώρα που τα σκέφτομαι αυτά, ότι εγώ είχα το φταίξιμο. Γιατί ποτέ δεν ήμουν προσηλωμένη στον άντρα μου, αλλά απορροφημένη απ’ τη μια με το μεγάλωμα των παιδιών κι απ’ την άλλη με τη δουλειά μου. Δεν είχα καιρό για χάσιμο, όπως νόμιζα δηλαδή. Καταντήσαμε να μην πηγαίνουμε πουθενά σαν ζευγάρι, παρά μόνο στα μακρινά ταξίδια όπου, τρομάρα μου, τον έσερνα με το ζόρι. Δεν του άρεσε βλέπεις να βγαίνει απ’ την Ελλάδα και καβγαδίζαμε. Αλλά πες μου τώρα, γίνεται όλοι να ταξιδεύουν στο εξωτερικό κι εμείς όχι; «Αυτό το κακορίζικο σε έφαγε». Δυστυχώς, έτσι σκεφτόμουν τότε εαυτέ μου, αλλά τι να πω; Καλά τα λέει ο Ελύτης: «Και να μη νιώθεις, καμία φορά, ευλογημένος…».

»Ναι, στην πραγματικότητα δεν χαιρόμουν τίποτα. Στο σπίτι βρισκόμουν συνεχώς απασχολημένη με τα σιγυρίσματα, ή ήμουν στο γραφείο. Απ’ την άλλη το μυαλό μου ήταν ολοένα καρφωμένο στα παιδιά και στην εικόνα μας προς τα έξω. Βέβαια! Γι’ αυτό είχα και παραδουλεύτρα κι ας μην την χρειαζόμουνα στ’ αλήθεια. Δεν υπήρχε σπίτι χωρίς αλλοδαπή υπηρέτρια, μπορούσα να υστερήσω εγώ; Και το καλοκαίρι είχαμε τις διακοπές. Ξέρεις εαυτέ μου, πόσο στοιχίζουν για τέσσερα άτομα; Μπορούσαμε όμως να μην πάμε; Μόλις άρχιζε το τραγούδι ο τζίτζικας, άρχιζαν οι ερωτήσεις. Όποιον γνωστό συναντούσα στο δρόμο με ρωτούσε: «Που θα πάτε φέτος; Που θα παραθερίσετε;» Κι έτσι θέλαμε όλο και περισσότερα χρήματα. Καλέ… μόλις έπαιρνα το μισθό μου έκανε φτερά. Δεν έφθαναν ούτε κι αυτά που έβγαζε ο άνδρας μου κάνοντας δυο δουλειές ο έρμος. Βέβαια, δούλευε μοναχά στη μια, γιατί ήταν υπεράριθμος υπάλληλος του δημοσίου χωρίς να έχει το χώρο για να δουλέψει, αλλά ευτυχώς πληρωνόταν και απ’ τις δυο. «Και το βρίσκεις σωστό αυτό που έκανε;» Σήμερα εαυτέ μου, δεν μπορώ να πω ότι έκανε σωστά. Αλλά δεν ήταν κι ο μόνος βρε αδερφέ και στο κάτω κάτω δεν έφταιγε ο ίδιος. «Λάθος, για ό,τι συμβαίνει είναι υπεύθυνοι όλοι!»

»Καλά, σωστά τα λες, αλλά ας τα αφήσουμε τώρα αυτά, η πραγματικότητα ήταν ότι δεν μας έφταναν τα λεφτά. Πώς να φτάσουν; Τα παιδιά είχανε πολλά έξοδα κι εγώ ήθελα να τους δώσω όλα όσα επιθυμούσαν. Να μην πάω την κόρη μου στο μπαλέτο ή στο πιάνο; «Εκείνη ήθελε να πάει;» Ε… καλά τώρα, θα τη ρωτούσα; Όλα τα κοριτσάκια πήγαιναν. Και μόνον αυτό; Να μην τα πάω και τα δυο στην πισίνα; Όλα τα παιδιά κολυμπούσαν. Μέχρι κι απ’ τη δουλειά μου έφευγα νωρίτερα για να τα γυροφέρνω. Ευτυχώς στο δημόσιο κανένας δε μας έκανε έλεγχο. Όχι πως νιώθω ότι δίκαια έπραττα, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά, πώς να το κάνουμε; Και το γιο μου τον πήγαινα για κιθάρα, χορό, γυμναστήριο, ενώ απ’ την άλλη τα είχα και τα δυο στο σπίτι με ιδιαίτερους δασκάλους. Ο ένας πήγαινε κι ο άλλος ερχόταν. Να μην είχαν βοήθεια στα μαθήματά τους; Να μην μαθαίνανε ξένες γλώσσες; Άσε τα ψώνια για τα ρούχα τους. Όλα ποιοτικά από τις γνωστότερες φίρμες. Αλλιώς δεν τα θέλανε. Μόνο το ακριβό τους ενδιέφερε, γιατί αυτά φορούσαν και οι συμμαθητές τους.

»Και τα χρόνια περνούσαν και το αγόρι μου κόντευε τα δεκαοκτώ, οπότε, σε λίγο θα μου ζητούσε να του πάρω και αυτοκίνητο. Όλοι έπαιρναν στα παιδιά τους, πώς να του το αρνηθώ εγώ; Όχι πες μου μπορούσα; «Άλλο θα σου πω εγώ. Θέλω να ξέρω, πώς θα τα βγάλουν πέρα σε μια δύσκολη ώρα αυτά τα απαιδαγώγητα παιδιά». Ένα λεπτό, δεν ήταν μόνο τα δικά μου… κακομαθημένα. «Αυτό δεν σε δικαιώνει».

»Τέλος πάντων, ευτυχώς υπάρχει λύση. Τα δάνεια απ’ την τράπεζα! «Κούνια που σε κούναγε…» Μα εαυτέ μου, αυτά τα δάνεια μας έσωσαν απ’ τα έξοδα, δεν καταλαβαίνεις; Ακόμη και των ταξιδιών μας: Λονδίνο, Παρίσι, Άμστερνταμ. Μέχρι την Αίγυπτο και το Βιετνάμ επισκεφτήκαμε και μέναμε στα καλύτερα ξενοδοχεία. Βέβαια! Όλη μέρα ψώνια και το βράδυ χορό, σαμπάνιες, χαβιάρι, μεγάλη ζωή σου λέω σαν σε παραμύθι! Στο μεταξύ πριν απ’ τα ταξίδια, έκανα και μια επίσκεψη στο σαλόνι ομορφιάς. «Όλα τα ‘χει η Μαργιωρή – » Τι, απεριποίητη θα πήγαινα; Όμως, το πώς καταφέρναμε να τα διακανονίζουμε κάθε φορά τα δάνεια, είναι μια άλλη ιστορία υπερβολικά μπερδεμένη. Πάντως, απ’ τη μια τράπεζα παίρναμε και στην άλλη δίναμε. Φαύλος κύκλος σου λέω.

»Τι να κάνω; Τώρα έχω και τα εγγόνια. Το ένα θέλει αυτό, το άλλο θέλει εκείνο. Μόνο τα κινητά τους κοστίζουν μια περιουσία. Και δεν έχουν ένα. Σε κάθε τσέπη κι από άλλο, όμως, δεν είναι σωστά πράγματα αυτά. Όχι δεν είναι. Τι να πω; Την υγεία τους να έχουν Θεέ μου γιατί σήμερα, όπως φαίνεται, έτσι ζουν όλα τα παιδιά αν και διαφωνώ κάθετα. Αισθάνομαι χωμένη μέσα σ’ ένα λούκι, μαζί με όλο τον κόσμο, μη μπορώντας να κάνω πίσω παρά μόνο μπροστά, ακολουθώντας την ίδια πλεύση με τους άλλους. «Δικαιολογίες… » Έχεις δίκιο, αχ, όλες αυτές οι υπερβολές… δεν ξέρω αν αληθεύει, αλλά αυτόν τον καιρό κάτι ψιθυρίζετε, ότι δηλαδή θα προκύψει οικονομική κρίση και ανησυχώ πολύ. Ευτυχώς, όμως, εγώ έχω τις ωραίες συντάξεις μου. Μία που παίρνω απ’ τη δουλειά μου και μια σαν χήρα. Παίρνω και μια μικρή αγροτική για κάποιο χωράφι που είχε κάπου ο παππούς μου, ο Θεός να τον συχωρήσει, νοικιάζω και δυο μαγαζιά στο κέντρο, οπότε, τι να φοβηθώ καλέ; Άσε που μπορεί να είναι μόνο λόγια τα περί οικονομικής κατάρρευσης. Και τα παιδιά μου ευτυχώς, στο δημόσιο είναι ταχτοποιημένα. Από ‘κει κανείς δε μπορεί να τα κουνήσει. Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει κι ο μισθός στο χέρι, και να τα επιδόματα, να τα δώρα Χριστούγεννα Πάσχα καλοκαίρι και στο τέλος να, το ποθητό φουσκωμένο εφάπαξ. Απ’ την άλλη τα παιδιά μου έχουν αρκετά ακίνητα! Άκου εαυτέ μου τι είπα τώρα: Έχουν αρκετά ακίνητα. «Εμ… δεν ακούω;» Δεν ξέρω, αλλά απόψε ντρέπομαι για κάποια πράγματα. Κάτι δεν λογάριασα σωστά. Κάπου έχασα το μέτρο μου φαίνεται και παρέσυρα και τον άνδρα μου. Και τώρα να δεις τι θυμήθηκα. Τη βραδιά που ο γαμπρός μου με πέταξε έξω απ’ το σπίτι τους. Μα τι έκανα η καημένη; Καλά, με άλλα λόγια ανακατεύτηκα λίγο… στη ζωή τους. Για το καλό τους όμως. «Λίγο;» Εντάξει καλέ… «Και τον αποκάλεσες προικοθήρα η τρελή». Ναι… είμαι τρελή, πώς είναι δυνατόν να βγήκε μια τέτοια λέξη απ’ το στόμα μου! Ομολογώ το έκανα, αλλά έχω ένα ελαφρυντικό. Δηλαδή μόλις παντρεύτηκαν, τους πήραμε δώρο ένα μεγάλο σπίτι. Έτσι θα αφήσουμε το κορίτσι μας; Να πληρώνει ενοίκιο; Έλεγα στον άντρα μου. Μετά τους χτίσαμε νύχτα… ένα εξοχικό μια δρασκελιά απ’ το κύμα και γι’ αυτό όμως, κοκκινίζω σήμερα.

»Αχόρταγα είναι κι αυτά τα παιδιά. Αλλά δεν φταίνε αυτά, εμείς τους μάθαμε έτσι και περισσότερο εγώ. Πάρτε αυτό, πάρτε εκείνο, πάρτε ό,τι θέλετε, χωρίς ίχνος συμβουλών και σωστής διαπαιδαγώγησης, χωρίς συνειδησιακή αφύπνιση από μέρους μου. Το παίρνω επάνω μου όλο το φταίξιμο. Η αλήθεια είναι ότι τα θέλαμε όλα δικά μας και τα παιδιά όλα δικά τους εδώ και τώρα. «Το παρακάνατε βρε παιδί μου». Το παρακάναμε ναι. Και τι άγχος εαυτέ μου, και τι τρέξιμο απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ χωρίς μια στιγμή για τον εαυτό μας κι όλα για να ‘χουμε περισσότερα χρήματα. Για τίποτε άλλο. «Και στο φινάλε τι καταλάβατε; Καταφέρατε μόνο ένα πράγμα: Να μην ζήσετε!» Όπως το λες, ν’ αγιάσει το στόμα σου. Απόψε έχω τύψεις, ναι, απόψε δεν θα πω ψέμα… Έχω μεγάλες τύψεις. Σωστά τα λέει ο Ελύτης: «Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά. Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα – ».

»Αχ… έτσι η ζωή μας προσπερνάει… Πόσο όμορφοι και καλότυχοι είναι οι άνθρωποι που μπορούν να ζουν από επιλογή απλά, χωρίς να ψάχνουν για το ακριβοπληρωμένο, το σπάνιο, το καυχησιάρικο, το εγωιστικό. Τους ζηλεύω αυτούς τους ανθρώπους. Σήμερα το καταλαβαίνω. «Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα!» Όπως το λες εαυτέ μου.

»Τι στοχάζομαι απόψε Θεέ μου! Μ’ αρέσει, μ’ αρέσει πολύ που κατά κάποιον τρόπο απόψε, σε ανακαλύπτω ειλικρινή εαυτέ μου. «Καιρός ήταν να γυρίσεις να κοιτάξεις και μένα». Όπως το λες, το βράδυ αυτό ξύπνησε η συνείδησή μου. Καταλαβαίνω την ώρα αυτή ότι εσύ κι εγώ είμαστε υπαίτιες της τύχης μου. «Όλα κι όλα, ώρα είναι τώρα να μου πεις ότι κι εγώ ευθύνομαι για τις απερίσκεπτες ενέργειές σου». Μα εσύ δεν είπες ότι για όλα φταίμε όλοι; «…» Λοιπόν, εβδομήντα χρονών είμαι, εαυτέ μου και τώρα σε μαθαίνω και θα εξακολουθώ, αν έχω την υγειά μου. «Εβδομήντα τεσσάρων παρακαλώ». Καλά ντε με ποιόν είσαι;

»Όσο τα περί κρίσης, ελπίζω ότι είναι ψέματα. «Από κείνη την πλευρά να κοιμάσαι». Θα μας πάρει και θα μας σηκώσει αν τελικά συμβεί κάτι τέτοιο. Και λοιπόν, άλλο τίποτα δεν μ’ ενδιαφέρει, ούτε που γέρασα. Το μυαλό μου να ‘ναι καλά, το μυαλό μου. Απόψε νιώθω ελεύθερη σαν να γιατρεύτηκε το μέσα μου. Όμως, τι ωραία τα λέει ο Ελύτης. Σήμερα νιώθω τη σημασία των λόγων του, κάπως αργά βέβαια, γιατί όπως ο Ελύτης μας λέει: «Δεύτερη ζωή δεν έχει».

»Ο άνθρωπος δυστυχώς αργεί να καταλάβει, αργεί πολύ, αλλά βρε παιδί μου απ’ την άλλη, ποτέ δεν είναι αργά, όπως αισιόδοξα μας λέει ο Ρίτσος μας: «Τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις ζήσαμε ακόμα…»

»Ναι, ελπίζω… ότι δεν τις ζήσαμε ακόμα…!»

 

 

 

* Η εικαστικός, Αθηνά Λατινοπούλου, γεννημένη στη Θεσσαλονίκη σπούδασε ζωγραφική – διακοσμητική και κεραμική – γλυπτική. Έχει πραγματοποιήσει 21 ατομικές εκθέσεις και 64 ομαδικές. Έργα της βρίσκονται και σε πολλές ιδιωτικές Συλλογές και Μουσεία.Έχει συγγράψει ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο με τίτλο: «Οι κορδέλες της δικής μου πραγματικότητας» 2010.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top