Fractal

Διήγημα: “Αθανασία”

Της Αφροδίτης Φραγκιαδουλάκη // *

 

 

f1

 

 

Κοίταξε την πεταλούδα στο χέρι της. Ήταν γαλάζια. Τα φτερά της από πλαστικό βουτούσαν κι έσκαβαν τη φλέβα της. Έδεναν την αρτηρία της με τη συσκευή που λειτουργούσε ακούραστα δίπλα της. Η Αθανασία έμενε ώρες ξαπλωμένη, ενωμένη με το μηχάνημα που καθάριζε το αίμα της από τις τοξίνες και τα βλαβερά υπολείμματα των τροφών. Είχε συνηθίσει πια τη διαδικασία και την υπέμενε με στωικότητα. Ευκαιρία να τα πει με τον εαυτό της, συλλογιζόταν, μια ευγενική χορηγία των νεφρών της που υπολειτουργούσαν. Σκεφτόταν τα πιο απίθανα πράγματα ετούτες τις ώρες. Πράγματα που δεν είχαν καμία απολύτως συνοχή μεταξύ τους. Το μυαλό της πηδούσε από την μια ασήμαντη λεπτομέρεια στην επόμενη χωρίς να μπορεί να τις στοιχίσει σε μια φαινομενικά λογική σειρά. Μα δεν την ένοιαζε. Το άφηνε. Σήμερα λόγου χάρη ξεκίνησε με τη μια της κάλτσα που είχε πάρει ένα ροζουλί χρώμα στο πλυντήριο κι ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το κατάλευκο ζευγάρι της. Το πρωί βιαζόταν ως συνήθως και φόρεσε γελώντας τις αταίριαστες κάλτσες. Τέντωσε τα δάχτυλα των ποδιών της πάνω στο ντιβάνι του κέντρου αιμοκάθαρσης και γέλασε ξανά. Κι ύστερα το μυαλό της μεταπήδησε στον βολβό της μικρής ανεμώνης που ειχε το ίδιο ροζουλί χρώμα με την κάλτσα της. Προσπαθούσε χθες να τον τοποθετήσει με τρυφερότητα σε ένα πανέμορφο λαχανί γλαστράκι αλλα το χώμα της ξέφευγε και λέρωνε το μωσαϊκό της βεράντας με κόκκους στιγμιαίου καφέ. Η μικρή ανεμώνη έμοιαζε να απορεί μέσα στην ακαταστασία. Χαμογέλασε. Και μετά ήρθε στη σκέψη της το χρυσόψαρό της που τις παρατηρούσε, από το περβάζι της κουζίνας. Λάτρευε να το χαζεύει να κολυμπάει αμέριμνο και να επιδίδεται σε ταχυδακτυλουργικά κόλπα με τα ευαίσθητα πτερύγιά του. Οι πορτοκαλί ανταύγειες, έτσι που σάλευαν στο νερό της γυάλας, της υπενθύμιζαν πόσο νωχελικό και συνάμα γλυκό είναι να υπάρχει ένα απόγευμα, σε μια βεράντα, με μια ανεμώνη κι ένα χρυσόψαρο.

Κι απόψε, αφού πρώτα έκλεισε κουρτίνες, τηλέφωνα, φόρεσε τις ωτοασπίδες της και παραδόθηκε σε έναν βαθύ, χωρίς όνειρα ύπνο, έπιασε την γυάλα σταθερά στα δάχτυλά της και της άλλαξε το νερό της στο νεροχύτη. Την κρατούσε ακόμα όταν άκουσε θόρυβο στην πόρτα της. Ένα κλειδί εισχώρησε στην κλειδαριά της κι η πόρτα άνοιξε. Ξαφνιάστηκε τόσο πολύ που η γυάλα γλίστρησε από τα χέρια της και έγινε θρύψαλα. Το μικρό ψάρι σπαρταρούσε ανάμεσα στα κομμάτια από συνθετικό κοράλλι και στις λιμνούλες που σχηματίστηκαν εδώ κι εκεί στα πλακάκια. Η Αθανασία έμπηξε τα κλάματα. Ο εισβολέας μπήκε στην κουζίνα της και έσκυψε από πάνω της. Οι λυγμοί της δεν την εμπόδισαν να τον αναγνωρίσει. Ήταν ο Βασίλης, ο γείτονάς της, στον οποίο είχε δώσει το κλειδί της για ώρα ανάγκης. Δεν ήταν λίγες οι φορές που εγκατέλειψε το σπίτι της χωρίς αυτό, χάρη στη χρόνια αφηρημάδα της. Όταν κουράστηκε να τηλεφωνεί στον κλειδαρά, πήρε το θάρρος και του το πρότεινε. Φυσικά δεν της χάλασε χατίρι. Μόνος του ζούσε επίσης και έδειξε κατανόηση.

“Μην κλαις Αθανασία, μην κλαις! Ανησύχησα. Σου χτυπούσα…” το βλέμμα του πίσω από τα χοντρά μυωπικά γυαλιά, την παρηγόρησε. “Θα πάρεις άλλο ψάρι… δε τέλειωσε η ζωή εδώ για σένα.”

“Κανένα ψάρι δεν είναι σαν κι αυτό… καμιά ζωή δεν είναι σαν κι αυτή για την οποία παλεύω!” του φώναξε απελπισμένη.

Τότε ο Βασίλης σηκώθηκε και έτρεξε στο μπάνιο. Άρπαξε τον κουβά του σφουγγαρίσματος και τον έβαλε κάτω από τη βρύση. Έπειτα γύρισε στην κουζίνα, έπιασε το χρυσόψαρο και το πέταξε αστραπιαία στο νερό. Η Αθανασία τον παρακολουθούσε σαστισμένη να ψάχνει τα ντουλάπια της μέχρι να βρει αυτό που γύρευε. Και το βρήκε. Μια παλιά γυάλινη κανάτα. Στην επιφάνειά της η Αθανασία, σε μια έκλαμψη δημιουργικότητας, είχε ζωγραφίσει ένα κλαδί αμυγδαλιάς. Ένα γαλάζιο πουλάκι τσιμπούσε τα κλειστά μπουμπούκια του.

Ο Βασίλης άδειασε προσεχτικά το νερό του κουβά μέσα στην κανάτα. Την έφερε μπροστά στα μάτια της. Η Αθανασία σκούπισε με τις γροθιές της, τα δάκρυά της. Όταν στέγνωσαν οι βλεφαρίδες της, είδε το χρυσό της ψάρι να τινάζει την ουρά του και να κολυμπά ανάμεσα στις αμυγδαλιές. Να ανοιγοκλείνει το στόμα του και να φλερτάρει ασύστολα με το ζωγραφιστό πουλάκι.

“Είναι καλύτερα τώρα, έχει παρέα Αθανασία… Εγώ… δε θέλω πια να κλαις, μονάχα να χαμογελάς… και να σε βλέπω…” της χάιδεψε το κεφάλι και φίλησε απαλά τα μαλλιά της.

 

 

 

* Η Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη είναι συγγραφέας, κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «το ραντεβού», έπεται μια ερωτική νουβέλα, η «Κερασία» και μια συλλογή με μικρά ποιήματα και χαϊκού. Τη βρίσκετε στο φέισμπουκ με το όνομά της και στο τουίτερ ως @afroui

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top