Fractal

Η αιώνια φλόγα του ζωροαστρικού ναού του Ateshgah στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

‘‘Ο Ζωροάστρης είναι ο ιδρυτής ή πιο σωστά  αυτός που άλλαξε τη θρησκεία των Παρσών. Γεννήθηκε στη Μέση Αυτοκρατορία ή στο Αζερμπαϊτζάν ή  Ατροπατένα… Σήμερα οι άτυχοι Πάρσες έχουν δύο πατρίδες: Τη Βομβάη όπου ζουν χάριν της προστασίας των Βρεττανών και το Μπακού υπό την προστασία των Ρώσων’’

Αλέξανδρος Δουμάς, Ταξίδι στον Καύκασο, 1859.

sx1

 

Στα πιο ενδιαφέροντα και ιδιόμορφα ιστορικά μνημεία κοντά στο Μπακού, σίγουρα συγκαταλέγεται ο ναός της φωτιάς των Ινδών προσκυνητών που ονομάζεται Ateshgah. Βρίσκεται σε μια επίπεδη περιοχή, όχι μακριά από τη θάλασσα, προς τα νότια-ανατολικά του χωριού Surakhani, προάστιο ουσιαστικά τώρα του Μπακού, στη χερσόνησο Αμπσερόν. Surakhani σημαίνει πιθανότατα ‘‘μια περιοχή με τρύπες’’, είναι περσική λέξη για την τρύπα, αλλά ίσως να είναι και κάποια αναφορά στην λάμψη της πυρκαγιάς. Σήμερα περιβάλλεται πανταχόθεν από άχαρες εγκαταστάσεις πετρελαίου. Τα κελιά και ο ναός κατασκευάστηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές μεταξύ του 17ου και 19ου αιώνα και περικλείονται μέσα σε ένα περίβολο που έγινε στο τέλος του 18ου αιώνα. Ο ναός Ateshgah κατασκευάστηκε από Ινδούς που ζούσαν στο Μπακού, η πλειοψηφία των οποίων προερχόταν από τη Βόρεια Ινδία και ήταν μέλη της κοινότητας Σιχ. Συγκεντρωτικά τα κτίρια του συγκροτήματος θυμίζουν καραβανσεράι, κι έχουν σχεδιαστεί ως ένα κλειστό πεντάγωνο που αποτελείται από 24 κελιά και δωμάτια τα οποία χρησιμοποιούνταν για να φιλοξενήσουν τους επισκέπτες προσκυνητές. Το 1975 μετατράπηκε σε μουσείο και τώρα δέχεται περισσότερους από 20.000 επισκέπτες το χρόνο.

 

sx2

Η είσοδος και τα προστατευτικά τείχη του ζωροαστρικού ναού Ateshgah.

 

Μια σύντομη σχετικά διαδρομή σε ανεκτούς δρόμους, ανάμεσα σε όχι και πολλά υποσχόμενες γειτονιές της πόλης, οδηγεί στο σημείο εκείνο. Η είσοδος εξωτερικά φαίνεται σαν διώροφη. Υπάρχει μια πέτρινη σκάλα που οδηγεί αμέσως στην εσωτερική αυλή, αρκεί κανένας να πληρώσει εθελοντικά ένα  συμβολικό ποσό ολίγων μόλις ευρώ, που περιλαμβάνει την φωτογράφιση και βιντεοσκόπηση των ευρισκομένων και τεκταινομένων στο εσωτερικό του συγκροτήματος. Ο εξωτερικός τοίχος του σχηματισμού που ενώνει όλα τα κελιά και τα κτίρια του Ateshgah, δίνει την εμφάνιση ενός αρχαίου περσικού καραβανσεράι. Φαίνεται πάντως ότι ο Ateshgah κατασκευάστηκε και από τους τοπικούς τεχνίτες που εργάστηκαν πάνω σ’ ένα σχέδιο των Ινδών, μαζί μ’ αυτούς, οι οποίοι και είχαν την σύλληψη της ιδέας της ανέγερσης αυτού του μνημείου.

 

sx3

Το κέντρο του όλου συγκροτήματος.

 

Στο εξωτερικό τοίχο της διώροφης εισόδου, υπάρχουν  ινδικές γραφές πάνω από την πύλη, οι οποίες μας εισαγάγουν χωρίς περιστροφές στην ιστορία της δομής, δύο τρείς συνήθεις υπάλληλοι στην πύλη και περισσότερα μικρά παιδιά στον περίβολο που παίζουν αμέριμνα και απορούν με τους επισκέπτες και περισσότερο με το σκοπό του ερχομού τους, αν και τα μεγαλύτερα συνήθισαν, όπως φαίνεται πια, το καθημερινό θέαμα αφίξεως επισκεπτών. Όλο το συγκρότημα του Ateshgah στο Surakhani αποτελείται από ένα ναό, τα  μοναστικά κελιά για τους Ινδούς ασκητές και τα μέρη στα οποία κάποτε φιλοξενούνταν οι επισκέπτες και προσκυνητές. Μέσα στην αυλή, που περικλείεται από ένα περιφραγμένο πεντάγωνο, βρίσκεται  ο ιερός ναός με τη μορφή μιας ροτόντας, στη μέση της οποίας υπήρχε ένα πηγάδι, απ’ όπου και έβγαινε το φυσικό αέριο, το μεθάνιο συγκεκριμένα, που καιγόταν στις τέσσερες γωνιές της κτιριακής δομής. Το ιερό είναι μια τετράπλευρη κατασκευή, ανοιχτή σε όλες τις πλευρές, και τέσσερις ορθογώνιες στήλες, ενωμένες μεταξύ τους με καμάρες. Η όλη δομή  ολοκληρώνεται με έναν τρούλο. Οι τοίχοι του ιερού καλύπτονται από λεπτές μεσαίου μεγέθους πλάκες ασβεστόλιθου. Στο βόρειο τοίχο του ιερού, υπάρχει κάποια ινδική γραφή πάνω ακριβώς από την αψίδα. Σήμερα οι φωτιές στο συγκρότημα τροφοδοτούνται με φυσικό αέριο, το οποίο μεταφέρεται μέσω αγωγών από το Μπακού, αποκλειστικά και μόνο προς επίδειξη  των επισκεπτών.

Περνάω με προσοχή τις μικρές πόρτες που οδηγούν απ’ ευθείας στον εσωτερικό χώρο των κελιών. Τα εσωτερικά τοιχώματά τους είναι σοβατισμένα και στα περισσότερα δεν υπάρχουν κάποιες απεικονίσεις ή στολίδια. Σε ολόκληρη την οροφή, υπάρχουν τρύπες πάνω από κάθε κελί για να επιτρέπουν την έξοδο των αερίων και του καπνού. Η οροφή κάθε κελιού έχει ένα μικρό στρογγυλό θόλο. Δεν υπάρχουν παράθυρα στα κελιά, η πόρτα της εισόδου τους είναι χαμηλή και πάνω από κάθε μια απ’ αυτές υπάρχουν υποσημαινόμενες χαραγμένες επιγραφές. Σχεδόν σε κάθε κελί όπου ζούσαν οι ινδοί προσκυνητές, υπάρχουν μικρές υψωμένες προεξοχές στους πλευρικούς τοίχους, που χρησιμοποιούνταν προφανώς για κατάκλιση, ανάπαυση και ύπνο. Στο κελί με το νούμερο 13 στον τοίχο που βρίσκεται προς την πλευρά της εσωτερικής αυλής, βρίσκονται τέσσερις πέτρινοι κύκλοι στους οποίους κάποτε έδεναν άλογα, κι ακόμα ειδικές θήκες λαξεμένες στους τοίχους για τοποθέτηση της τροφής των αλόγων. Σε κάποιο κελί με νούμερο 19,  στην εσωτερική πλευρά του τοίχου, υπάρχουν αμυδρά ίχνη από φυτικά μοτίβα, που έγιναν με κόκκινο χρώμα και ίχνη μιας εικόνας σε χρώμα πράσινο. Στο ίδιο κελί μια ξεθωριασμένη εικόνα απεικονίζει μια θεά πάνω σ’ ένα ζώο με σηκωμένα τα έξι χέρια της.

 

sx4

Οι είσοδοι διαφόρων κελιών.

 

Κοντά στο ναό, προς τα βορειοανατολικά, υπάρχει μια τετράπλευρη τρύπα, η οποία τώρα είναι πλέον εντελώς γεμάτη με πέτρες, όπου κάποτε καίγονταν τα σώματα  των νεκρών  στην ιερή φωτιά.  Υπάρχει  ακόμα ένα πηγάδι με  νερό  στα νοτιοανατολικά του ναού, που είναι επίσης σήμερα γεμάτο με βράχους. Στην επάνω πλευρά του εξωτερικού τοίχου του ναού υπάρχει ένα στηθαίο διακοσμημένο με μοτίβα πολύ χαρακτηριστικά της ινδικής αρχιτεκτονικής. Στους τοίχους των κελιών, πάνω σε πέτρες μπορεί ακόμα να δει κανένας σκαλισμένες διάφορες επιγραφές. Η παλιότερη ανάγεται στα 1713, η πλέον πρόσφατη στα 1827.

Εξήντα τρείς προσκυνητές είχε ο ναός στα 1803. Ο τελευταίος τον εγκατέλειψε μόλις στα 1880!

Η ιστορία του Ateshgah πηγαίνει πίσω στην εποχή των Σασσανιδών, όταν ο Ζωροαστρισμός ήταν η κύρια θρησκεία αυτής της περιοχής. Αλλά στα 643 ο στρατός του αραβικού χαλιφάτου εισέβαλε στον Καύκασο, φέρνοντας μαζί του δυναμικά το ολοένα και ανερχόμενο Ισλάμ, οπότε και οι ναοί της  φωτιάς άρχισαν σταδιακά να παρακμάζουν.  Μερικοί ωστόσο από τους προσκυνητές της φωτιάς, δεν υιοθέτησαν ως θρησκεία το Ισλάμ και τελικά αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ινδία, όπου συνέχισαν την ιστορία της θρησκείας της φωτιάς. Ένα μέρος όμως του πληθυσμού του Καυκάσου παρέμεινε ζωροαστρικό ακόμα και μετά τον ερχομό του Ισλάμ. Ο Al-Istahri τον 10ο αιώνα,  έγραψε ότι οι προσκυνητές αυτοί ζούσαν πολύ κοντά στο Μπακού, στη χερσόνησο Αμπσερόν.

Υποστηρίχτηκε επίσης, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, ότι και πριν από την κατασκευή του Ινδικού Ναού της Φωτιάς (Ateshgah) στο τέλος του 17ου αιώνα, οι ντόπιοι  λάτρευαν ετούτη την τοποθεσία λόγω των επτά οπών της γης που έβγαζαν από μέσα φλόγες. Η φωτιά θεωρείται ιερό πράγμα στους Ινδο-ιρανικούς κλάδους του Ινδουισμού αλλά και του Ζωροαστρισμού, και φυσικά υπάρχει ακόμα αντιπαράθεση στην υπόθεση εάν η θέση του Ateshgah ήταν εξαρχής Ινδουιστικός ή Ζωροαστρικός ναός. Η τρίαινα τοποθετημένη στην κορυφή της δομής είναι συνήθως ένα ευδιάκριτο ινδουιστικό ιερό σύμβολο και έχει αναφερθεί, και από μελετητές του Ζωροαστρισμού, ως ένας επιπλέον συγκεκριμένος λόγος για να θεωρηθεί η περιοχή Ateshgah ως τόπος Hindu (ινδουιστικός). Η τρίαινα ωστόσο είναι και ζωροαστρικό σύμβολο που παραπέμπει  ‘‘στις καλές σκέψεις, τα καλά λόγια και στις καλές πράξεις’’.

 

sx5 Κάποια από τις πολλές πληροφοριακές επιγραφές του εσωτερικού του συγκροτήματος για τους υποψιασμένους επισκέπτες του ναού.

 

Στα τέλη του Μεσαίωνα υπήρχαν σημαντικές ινδικές κοινότητες σε όλη την κεντρική Ασία. Στο Μπακού ειδικότερα, ινδοί έμποροι από την περιοχή Μουλτάν του Πουντζάμπ, ήλεγχαν μαζί με τους Αρμένιους ένα μεγάλο μέρος του εμπορίου και της οικονομίας. Επίσης στα παράλια της Κασπίας σεβαστό μέρος των αναγκαίων ξύλινων κατασκευών στα πλοία, γινόταν από Ινδούς τεχνίτες. Έτσι πολλοί πιστεύουν ότι η ινδική κοινότητα του Μπακού ήταν υπεύθυνη για την κατασκευή ή και την ανακαίνιση του εν λόγω αρχαίου ναού, όποτε αυτό απαιτήθηκε.  Με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να έρχονται στην Κεντρική Ασία και την ινδική υποήπειρο, ευρωπαίοι ακαδημαϊκοί και εξερευνητές. Οι τελευταίοι επιβεβαίωναν τις  συναντήσεις τους με δεκάδες ινδουιστές στο ιερό εδώ καθώς και με τους ινδουιστές προσκυνητές που βρίσκονταν καθ’ οδόν μεταξύ της βόρειας Ινδίας  και της πόλεως  του Μπακού.

sx6 Φωτογραφία του ναού των αρχών του προηγούμενου αιώνα.

 

Στα 1784 ο George Forster, της Δημόσιας Διοίκησης της Βεγγάλης, ανέφερε ότι το τετράγωνο κτίσμα είχε περίπου 30 γιάρδες πλάτος, περιβαλλόταν από ένα χαμηλό τοίχο με  πολλά διαμερίσματα, καθένα από τα οποία συντηρούσε μια μικρή φωτιά με θειούχα σαν χωνί στο σχήμα ινδουιστικού βωμού, που χρησιμοποιούνταν  για τη λατρεία, το μαγείρεμα και τη θέρμανση, και την οποία σε τακτά χρονικά διαστήματα έσβηναν. Το όλο συγκρότημα παρομοίαζε σαν ένα καραβανσεράι με μια μεγάλη κεντρική αυλή, όπου τα καραβάνια σταματούσαν  για την υποχρεωτική ανάπαυση της  νύχτας. Υπάρχουν διάφορες επιγραφές στο Ateshgah. Είναι όλες στα σανσκριτικά ή στα Πουντζάμπ, με  εξαίρεση μια περσική επιγραφή, και όλες ανάγονται στην περίοδο 1668 με 1816. Αυτό σε συνδυασμό με την εκτίμηση ότι η δομή φαίνεται σχετικά νέα, οδήγησε ορισμένους μελετητές στην υπόθεση του δέκατου έβδομου αιώνα ως πιθανής χρονικής περιόδου κατασκευής. Τοπικά δημοσιεύματα πάντως ισχυρίζονται επίσης, ότι η δομή χτίστηκε από την ινδουιστική κοινότητα του Μπακού τη χρονική περίοδο της πτώσεως της δυναστείας των Shirvanshahs και την προσάρτηση της περιοχής από τη ρωσική αυτοκρατορία μετά τον Ρωσο-περσικό πόλεμο (1722-1723).

Το 1876, ο James Bryce που επισκέφτηκε την περιοχή διαπίστωσε ότι  ‘‘το πιο αξιόλογο προϊόν είναι η μεταλλική νάφθα,  η οποία εξέρχεται σε πολλά σημεία, αλλά κυρίως κοντά στο Μπακού, στις ακτές της Κασπίας, σε ισχυρές πηγές, μερικές από τις οποίες λέγεται ότι πάντα καίνε’’. Χωρίς να αναφέρει το ναό Ateshgah με το όνομα, ανέφερε ότι  ‘‘οι Ζωροάστρες μετά τον βίαιο εκπατρισμό τους από τα εδάφη της Περσίας  από τους Μωαμεθανούς, οι οποίοι τους μισούν απέραντα, κάποιες λίγες φορές έρχονταν εδώ για προσκύνημα και ότι λόγω της  ανεκτικής συμπεριφοράς του Τσάρου, ένα μοναχικός ιερέας από την περσική κοινότητα της Βομβάης συντηρούσε ετούτη τη φωτιά απ’ τα έγκατα της γης, πάνω από την οποία βρισκόταν ένας μικρός ναός’’.

sx7 Κάποια από τις γωνιές του συγκροτήματος.

 

Το 1925, ένας Ζωροάστρης ιερέας, ο ακαδημαϊκός Ervad Jivanji Jamshedji Modi (1854-1933),  μετέβη αυτοπροσώπως στο Μπακού για να διαπιστώσει εάν πράγματι ο ναός ήταν τόπος ζωροαστρικής λατρείας. Μέχρι τότε όπως και σήμερα, την  περιοχή επισκέπτονταν πολλοί  Ζωροάστρες προσκυνητές από την Ινδία. Στα  ‘‘Ταξίδια έξω από τη Βομβάη’’, ο Modi παρατήρησε ότι  ‘‘όχι μόνο εγώ, αλλά κάθε πέρσης ο οποίος είναι λίγο εξοικειωμένος με την ινδουιστική θρησκεία των  αδελφών μας, τους ναούς και τα έθιμά τους, αφού εξετάσει αυτό το κτίριο, τις  επιγραφές, την αρχιτεκτονική, κ.λπ., θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό δεν είναι ζωροαστρικός αλλά ινδουιστικός ναός, του οποίου οι ιερείς συνήθιζαν να λατρεύουν τη φωτιά’’.

 

sx9 Σε κάποιο από τα κελιά του ναού.

 

Εκτός από τα φυσικά στοιχεία που δείχνουν ότι το συγκρότημα ήταν ινδουιστικός τόπος λατρείας, τα υπάρχοντα δομικά χαρακτηριστικά δεν είναι συγκρίσιμα, ούτε συμφωνούν με οποιοδήποτε άλλο μέρος ζωροαστρικής λατρείας, όπως για παράδειγμα τα κελιά των ασκητών,  το ανοιχτό τζάκι απ’ όλες τις πλευρές, ο λάκκος των  οστεοφυλακίων   και η απουσία πηγής νερού. Η φωτιά κάποτε ετροφοδοτείτο από ένα υπόγειο κοίτασμα αερίου κάτω ακριβώς από το συγκρότημα, αλλά η μεγάλη εκμετάλλευση των αποθεμάτων φυσικού αερίου στην περιοχή κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εποχής, είχε σαν αποτέλεσμα να σταματήσει η φωτιά το 1969 και έτσι σήμερα η φωτιά του Μουσείου να τροφοδοτείται μέσω σωληνώσεων από την κεντρική παροχή αερίου της πόλεως  του Μπακού.

sx10

Γραμματόσημο του Αζερμπαϊτζάν του 1919 με το  Ναό της Φωτιάς στο Μπακού. Πέντε εξέδρες και γερανοί πετρελαίου απεικονίζονται στο βάθος της εικόνας.

 

Με Προεδρικό Διάταγμα που εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 2007, το όλο συγκρότημα ανακηρύχθηκε ως ένα ξεχωριστό ιερό απόκτημα της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν αλλά και του παγκόσμιου πολιτισμού,  με ότι συνεπαγόταν αυτό, όπως οι πρόσφατες χρηματοδοτήσεις για την επισταμένη  συντήρησή του.

Βεβαίως ο ναός ήταν σημείο επισκέψεως πολλών άλλων, νεαρών ως επί το  πλείστον, μελετητών και περιηγητών, κυρίως επώνυμων, μορφωμένων και εύπορων οικογενειών της κεντρικής Ευρώπης, οι οποίοι επισκέπτονταν κάποια μέρη της ανατολής για χρονικό διάστημα που συνήθως κυμαινόταν γύρω στους έξι μήνες, χωρίς βέβαια τίποτα να ήταν επακριβώς καθορισμένο και σίγουρο. Το εκπαιδευτικό αυτό, ας το ονομάσουμε έτσι, ταξίδι-θεσμός, το ‘‘Grand Tour’’ για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση της εποχής εκείνης, που σφράγισε τις τέχνες και τα γράμματα από  τον δέκατο έβδομο έως τον εικοστό αιώνα στην ευρωπαϊκή ήπειρο,  περιελάμβανε κυρίως την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και τις τριγύρω περιοχές, το Κάιρο με τις πυραμίδες του και μερικά άλλα διπλανά μέρη, διαδρομές που δεν αποτελούσαν και τον κανόνα του εγχειρήματος. Σε λιγότερες περιπτώσεις, η αποστολή έφτανε και πλέον απομακρυσμένα μέρη. Σ’ αυτό ο ευρωπαίος νεαρός περιηγητής συνοδευόταν  από ένα ή δύο άτομα του στενού κύκλου ή του υπηρετικού προσωπικού, αναλόγως των οικονομικών δυνατοτήτων, για την απαραίτητη καθημερινή μέριμνα. Μάλιστα το ταξίδι αυτό των νεαρών Ευρωπαίων, εθεωρείτο ως αναγκαίο εισιτήριο και προϋπόθεση για να εισέλθει ο ταξιδευτής στον δύσκολα προσπελάσιμο κόσμο των διανοουμένων του περίγυρου, της περιοχής του, αλλά  και της χώρας του. Στο πέρας του ταξιδιού, κάπως σαν άγραφος νόμος, επιβαλλόταν εκ μέρους του η χαρτογράφηση με σκίτσα όλων των ενδιαφερόντων πόλεων, αρχαιολογικών τόπων και όλων των μερών που επισκέφτηκε και  ακόμα η δημοσίευση των εμπειριών του οδοιπορικού του και πιο συχνά του συνόλου των ταξιδιωτικών εντυπώσεων, θετικών, αρνητικών ή και δυσμενών πολλάκις,   σε έντυπη μορφή, κυρίως σε κάποιο βιβλίο. Πολλά απ’ αυτά έγιναν αργότερα, και αποτελούν μέχρι και σήμερα, σημεία αναφοράς για τα μέρη στα οποία αναφέρονταν οι περίεργοι εκείνοι περιηγητές το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και προσέφεραν πολλά όχι μόνο στους μελλοντικούς μελετητές και ταξιδευτές των τοποθεσιών αλλά και στους πολίτες των χωρών εκείνων, ειδικά ως πολύτιμα μέσα και τρόποι αυτογνωσίας. Είναι αυτά τα βιβλία, ας τολμήσουμε να το δηλώσουμε, τα αντίστοιχα της σειράς ‘‘Ταξιδεύοντας’’ στη χώρα μας, σήμα-κατατεθέν της έμφυτης ανάγκης για εξερεύνηση του Νίκου Καζαντζάκη, ο οποίος και εγκαινίασε την ταξιδιωτική γραφή-λογοτεχνία ως κάποιο νέο είδος λογοτεχνικής παρουσίας ταλαντούχων, σε διάφορα επίπεδα, προσωπικοτήτων στη χώρα μας, το έτος 1927 με τις προσωπικές του αποκλίσεις, ιδιορρυθμίες, τρόπο έκφρασης,  ταξιδιογραφίας και πνευματικής κατάθεσης. Κι όλα αυτά παρά την εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη, πολύ καιρό  αργότερα, ενός πνευματικού τέκνου της Ιταλίας, του  Ίταλο Καλβίνο όπως αυτή ειπώθηκε σε μια διάλεξή του σε ακροατήριο αποτελούμενο από τους μαθητές του Graduate Writing Division του Πανεπιστημίου Columbia της Νέας Υόρκης, με θέμα, τι άλλο, τις ‘‘Αόρατες Πόλεις’’ του στις 29 Μαρτίου του 1983: ‘‘Η Ανατολή είναι ένα θέμα που πρέπει να αφήνουμε στους ειδήμονες κι εγώ δεν είμαι ειδήμων’’, όταν δεκατρία χρόνια μετά την έκδοση του προαναφερθέντος βιβλίου του, ακόμα προβληματιζόταν για τη συνοδεία που προσέφερε στον δικό του Μάρκο Πόλο στα φανταστικά ταξίδια της μνήμης του στα βάθη της Ασίας!

 

 sx11

Πληροφορικά στοιχεία σε κάποια γωνία του συγκροτήματος.

 

Το 1858, ο μεγάλος Γάλλος μυθιστοριογράφος Αλέξανδρος Δουμάς (ο πατέρας, 1802-1870),  επισκέφθηκε την περιοχή του  Καυκάσου.  Στο  εννέα μηνών  ταξίδι του σε ολόκληρη την περιοχή, ένα από τα μέρη που αιχμαλώτισε το ενδιαφέρον του και τη φαντασία του, ήταν ο Ναός της Φωτιάς Ateshgah. Ο Δουμάς έγραψε μερικές από τις εντυπώσεις του γι’ αυτό το μνημείο στο βιβλίο του, ‘‘Ταξίδια στην περιοχή του Καυκάσου’’, το οποίο δόθηκε στη δημοσιότητα τον επόμενο χρόνο στο Παρίσι. Μάλιστα κινητοποίησε τους συναδέλφους του να μην καθυστερήσουν την επίσκεψή τους σ’ αυτό το ναό. Προφανώς είχε δίκιο! Σήμερα, το συγκρότημα Ateshgah μετατράπηκε πλέον σε μουσείο και δεν θυμίζει σε τίποτα  το ζωντανό μνημείο που περιέγραψε ο Δουμάς. Οι προσκυνητές της φωτιάς ανήκουν προ πολλού στο παρελθόν,  και οι φλόγες δεν βγαίνουν πια αυτόματα προς τον θολωτό τρούλο. Σήμερα, η αιώνια φλόγα τροφοδοτείται, όπως ήδη αναφέραμε, από φυσικό αέριο το οποίο διοχετεύεται εδώ μέσω σκουριασμένων σωληνώσεων τόσο άβολα τοποθετημένων πάνω στο χώμα! Αυτή είναι η σκηνή, όπως την περιέγραψε ο Δουμάς περίπου εκατόν πενήντα χρόνια πριν: ‘‘Μετά το πρωινό, πήραμε τις θέσεις μας στην άμαξα  που μας περίμενε στην πόρτα και θα μας πήγαινε στο διάσημο ναό Ateshgah που είναι γνωστός σ’ ολόκληρο τον κόσμο με μόνη εξαίρεση τους Γάλλους, οι οποίοι σπάνια ταξιδεύουν. Αυτή η θέση στην οποία καίει η φωτιά μέρα και νύχτα βρίσκεται σε απόσταση 26 χιλιομέτρων  από το Μπακού. Η αιώνια φλόγα προέρχεται από την καύση του μαύρου και του αργού πετρελαίου κάτω από το έδαφος’’.

 

sx12 Αναπαράσταση παλιάς εποχής σε κάποιο κελί του ναού.

 

Και συνεχίζει την ιστορική περιγραφή του:  ‘‘Μας πήρε δύο ώρες για να φτάσουμε στο  Ateshgah. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μέρους του ταξιδιού μας, πηγαίναμε κατά μήκος της ακτής. Στο Ateshgah, ανεβήκαμε στην κορυφή ενός λόφου, από όπου μπορούσαμε να δούμε όλο το ναό με  τις φωτιές του.  Απλώς φανταστείτε μια έκταση 4,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων… Μεγάλες γλώσσες φλογών εκτοξεύονταν στον αέρα από τις εκατοντάδες μικροσκοπικές ρωγμές του εδάφους. Ο αέρας σκόρπιζε τις φλόγες, τις στράβωνε σε καμπύλο σχήμα κι ύστερα τις τέντωνε πάλι ίσια σκορπώντας τες κατά μήκος του εδάφους και στη συνέχεια ανασηκώνοντάς τες μέχρι τους ουρανούς και πάλι. Αλλά ήταν αδύνατο όμως να τις σβήσει ο άνεμος. Υπήρχε ένα μεγάλο τετράγωνο κτίριο το οποίο επίσης φωτιζόταν από μια φωτιά. Οι αντανακλάσεις που προκαλούσαν οι φλόγες χόρευαν στους τοίχους του κτιρίου, με αποτέλεσμα το κτίριο να φαίνεται ότι  ήταν σε κίνηση. Υπήρξε ένας κατάλευκος ναός, που περιβαλλόταν από λίγους σχηματισμούς δίκην φούρνων γεμάτους  πάλι με γλώσσες από φλόγες. Το αέριο καιγόταν με τόσο δυνατό θόρυβο ώστε κάθε ένας απ’ αυτούς τους φούρνους να ακούγεται σαν ένα μεγάλο καμίνι. Στη στέγη, μεγάλες γλώσσες από φλόγες, εκτοξεύονταν προς κάθε μία από τις τέσσερις γωνίες του μεγάλου τρούλου. Αλλά αυτές όμως οι φλόγες ήταν πιο αδύναμες κοντά στην ανατολική είσοδο του ναού… ’’.

Και συνεχίζει εντυπωσιασμένος:   ‘‘…Προσεγγίσαμε το συγκρότημα μέσω μιας πύλης που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του. Κι ύστερα, μια εντυπωσιακή και πολύ όμορφη θέα άνοιξε μπροστά στα μάτια μας. Λέγεται ότι ο τόπος αυτός φωτιζόταν συνήθως μόνο στις γιορτές. Αποδείχθηκε ότι ο Μ. Pigulevski (η ρωσική αρχή του Μπακού) είχε ενημερώσει τους ανθρώπους του Ateshgah για την άφιξή μας. Αυτοί οι προσκυνητές της φωτιάς που είχαν βιώσει την  καταπίεση για περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια, υπάκουσαν στις διαταγές του και προετοίμασαν τα πάντα όσο καλύτερα μπορούσαν. Οι συμπατριώτες μου οι οποίοι θα ήθελαν να δουν αυτούς τους λατρευτές της φωτιάς, θα πρέπει να βιαστούν. Οι μόνοι προσκυνητές που απέμειναν είναι ένας γέρος και δύο άλλοι περίπου 30-35 ετών.  Ένας απ’ αυτούς τους νεαρούς άνδρες είχε μόλις φθάσει εδώ από την Ινδία, συγκεκριμένα πριν από έξι μήνες. Δηλαδή, πριν από αυτόν υπήρχαν μόνο δύο προσκυνητές  στο Ateshgah… Μπήκαμε μέσα από μια πόρτα η οποία ήταν εντελώς τυλιγμένη στις φλόγες. Στη μέση μιας μεγάλης τετράπλευρης αυλής,  υπήρχε ένα θολωτό κτίριο με ένα βωμό μέσα σε αυτό. Στο κέντρο του βωμού, έκαιγε η αιώνια φλόγα. Οι φλόγες του φυσικού αερίου επίσης εκπέμπονταν και από τις τέσσερις γωνίες του τρούλου. Ήταν απαραίτητο να ανεβούμε  πέντε ή έξι σκαλοπάτια για να προσεγγίσουμε το βωμό. Περίπου είκοσι κελιά  βρίσκονταν κατά μήκος των εξωτερικών τοίχων που άνοιγαν προς την αυλή. Τα κελιά αυτά χτίστηκαν για τους μαθητές που προετοιμάζονται για να γίνουν Ζωροάστρες. Ένας από τους προσκυνητές ήταν ντυμένος  με την ενδυμασία του ιερέα. Ένας άλλος που ήταν σχεδόν γυμνός, έριξε κάτι σαν πουκάμισο πάνω του κι άρχισε την τελετή της  λατρείας. Κατά τη διάρκεια της τελετής, ο ιερέας έψελνε αλλάζοντας τη φωνή του με ένα ασυνήθιστο τρόπο. Απέδωσε επίσης ένα τραγούδι το οποίο αποτελούνταν από τέσσερα ή πέντε χρωματικές νότες οι οποίες  κυμαίνονταν  μεταξύ του ‘‘σολ’’ και του ‘‘μι’’, και ενδιάμεσα ανέφερε συχνά το όνομα του Ινδού Θεού Brahma. Μερικές φορές, ο ιερέας υποκλινόταν μπρούμυτα στο έδαφος, ενώ ένας άλλος από  τους προσκυνητές χτυπούσε κάτω τις  πορσελάνινες πλάκες που κρατούσε στα χέρια του, προκαλώντας  θόρυβο. Όταν τελείωσε η τελετή λατρείας, ο ιερέας  έδωσε στο καθένα μας από ένα κομμάτι  καραμέλας  και εμείς με τη σειρά μας του δώσαμε από ένα ρούβλι’’.

Και ο Δουμάς έκλεισε τις εντυπώσεις του από το ναό, γράφοντας: ‘‘Ο Ateshgah είναι ανώτερος από το Βεζούβιο, το ηφαίστειο της Νάπολης, γιατί καίει αιώνια. Έπειτα επιστρέψαμε στο Μπακού’’!

Οι σχέσεις μεταξύ της Ινδίας και του Αζερμπαϊτζάν επεκτείνονται πίσω στην αρχαιότητα, ωστόσο ήταν ιδιαίτερα έντονες κατά την περίοδο του  Μεσαίωνα. Ιστορικά, ο εορτασμός του Μπακού ως η πόλη της ‘‘Ιερής Φλόγας’’, ήταν  σημαντικό συστατικό και χαρακτηριστικό των σχέσεών τους. Είναι γνωστό άλλωστε ότι στο Αζερμπαϊτζάν λατρευόταν η φωτιά και ο χριστιανισμός πριν από την Αραβική εισβολή και ότι υπήρχαν πολλά θρησκευτικά κέντρα και ιερά. Ένα από τα κύρια κέντρα της λατρείας της  φωτιάς, ήταν λοιπόν η αρχαία πόλη του Μπακού. Είναι ευρέως γνωστό ότι, στις αρχές του Μεσαίωνα, το Μπακού αναφερόταν ως η θέση της αιώνιας άσβεστης φωτιάς. Η πρώτη τέτοια αναφορά έγινε από ένα Βυζαντινό συγγραφέα του 5ου αιώνα, πληροφορίες που αφορούν σίγουρα την αιώνια φλόγα του Μπακού. Κι αργότερα όμως κατά τον μεσαίωνα, πολλοί συγγραφείς αναφέρθηκαν στα καύσιμα αέρια της χερσονήσου Αμπσερόν και των γύρω βουνών.

sx13Το εσωτερικό ενός κελιού σήμερα.

 

Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Ινδίας υπήρχαν  κατά την αρχαιότητα, πολλούς αιώνες πριν από τον Χριστό. Διάφορα ευρήματα  οστράκων και άλλα αρχαιολογικών στοιχείων αποδεικνύουν το γεγονός αυτό περίτρανα. Τέτοια όστρακα βρέθηκαν σε μεγάλες ποσότητες σε χώρους ταφής σε οικισμούς και πόλεις του Αζερμπαϊτζάν και πιστεύεται ότι ανάγονται στην Εποχή του Χαλκού, δηλαδή προς στα τέλη της δεύτερης και στην αρχή της πρώτης χιλιετίας π. Χ. Τα όστρακα αυτά, άφθονα στον Ινδικό και Ειρηνικό Ωκεανό, και η ευρεία  χρήση τους ως νόμισμα, έχουν τις ρίζες τους στην Ινδία και τις γειτονικές χώρες τις οποίες υπηρετούσαν οικονομικά.  Οι άγγλοι αγόραζαν τέτοια όστρακα  στην Ινδία και τα πωλούσαν  αργότερα στη Γουινέα  δύο ή τρεις φορές πάνω από την τιμή αγοράς, αφού υπήρχε μεγάλης έκτασης εμπόριο τότε στην Κεντρική και Δυτική Αφρική και χρησιμοποιούσαν τα κοχύλια  ως τρόπο των οικονομικών τους συναλλαγών.

Ας ρίξουμε μια ματιά σε μερικά από τα αρχαιολογικά στοιχεία που μαρτυρούν την λατρεία της φωτιάς και την διάδοσή της στο Αζερμπαϊτζάν. Στην παλιά πόλη του Μπακού ανακαλύφθηκε ένα τοξωτό μνημείο το 1964, στην αυλή ενός τζαμιού κοντά στον γνωστό μας πύργο Maiden. Αυτή η κατασκευή δεν είχε καταστραφεί κατά τη διάρκεια της κατασκευής του τζαμιού, και επέζησε μέχρι τις μέρες μας. Το, σε τρείς βαθμίδες, οκταγωνικό βάθρο και όλα τα άλλα ευρήματα συνηγορούν για μια ακόμη φορά ότι το Μπακού κατοικείτο  ήδη από τα αρχαία χρόνια χωρίς την παραμικρή αμφιβολία από λάτρεις της φωτιάς. Όπως γνωρίζουμε, η λατρεία της φωτιάς  ήταν διαδεδομένη στο δεύτερο μισό της πρώτης χιλιετίας στη χερσόνησο Αμπσερόν, ενώ ο Χριστιανισμός στις αρχές του Μεσαίωνα σε αρκετές περιοχές του Αζερμπαϊτζάν.

Τον 15ο αιώνα, υπήρχε εδώ μια αποικία ινδών εμπόρων, η οποία είχε καραβανσεράγια στο Μπακού, αλλά και σε μερικές άλλες πόλεις του Αζερμπαϊτζάν. Το από τον 15ο αιώνα  ινδικό καραβανσεράι Multana, στέκεται ακόμα στο αρχαίο φρούριο του Μπακού, στην παλιά δηλαδή πόλη. Οι ινδοί έμποροι αγόραζαν κυρίως ακατέργαστο μετάξι που παραγόταν στο Σιρβάν, τη  Σεμάκα και σε κάποια άλλα μέρη, κι αυτό συνεχίστηκε μέχρι τον 16ο αιώνα και  αργότερα. Το κτίριο αυτό φέρει ακόμα το αρχαίο όνομα μιας ινδικής φυλής Ζωροαστρών προσκυνητών. Το καραβανσεράι  αποκαταστάθηκε και πάλι τον 17ο αιώνα, ενώ η τελευταία στατική και αισθητική παρέμβαση έγινε στα χρόνια 1974-76. Κατασκευασμένο ακριβώς δίπλα από τον υψηλό πέτρινο τοίχο γύρω από το ναό, όχι πολύ μακριά από τις κεντρικές πύλες της πόλης, οι οποίες βρίσκονται λίγο πιο δυτικά, το συγκεκριμένο καραβανσεράι χρησίμευσε ως καταφύγιο για τους Ζωροάστρες προσκυνητές από  τη μακρινή Ινδία, γιατί οι ναοί του Μπακού γέμιζαν τακτικά από τους οπαδούς της θρησκείας των Ζωροαστρών. Απέναντι από αυτό τα καραβανσεράι, βρισκόταν ένα άλλο, το ονομαζόμενο Μπουχάρα, που ήταν  το καραβανσεράι των εμπόρων της Κεντρικής Ασίας. Το τελευταίο είχε ανακατασκευαστεί τον 15ο αιώνα στη θέση παλαιότερου κτιρίου που ήταν κατά πάσα πιθανότητα  καταφύγιο για τους προσκυνητές από τη Σογδιανή, τη Χορασμία και τη Βακτριανή. Φαίνεται πάντως ότι αυτά τα καραβανσεράγια λειτουργούσαν με διττό τρόπο, αφού επέτρεπαν στους εμπόρους των μακρινών χωρών να συνδυάσουν τις εμπορικές τους  δουλειές  με τη λατρεία του Θεού τους στο συγκεκριμένο συγκρότημα.

Οι οικονομικές σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Ινδίας κατά την αρχαιότητα και το Μεσαίωνα, έδωσαν επίσης ώθηση στην ανάπτυξη των πολιτιστικών σχέσεων στους τομείς της φιλοσοφίας, της ποίησης, λογοτεχνίας, αρχιτεκτονικής, στην τέχνη και τη μουσική, ειδικά μεταξύ του 16ου και του 18ου  αιώνα, κατά τη διάρκεια της δυναστείας των  Baburid στην Ινδία. Στο τέλος του 18ου αιώνα και στα μέσα του 19ου αιώνα, κατά τη διάρκεια της βρεττανικής αποικιοκρατικής εισβολής στην Ινδία, η απώλεια της ανεξαρτησίας και η βρεττανική κυριαρχία διέκοψαν αυτές τις εξελίξεις. Οι οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Ινδίας άρχισαν να ευημερούν και πάλι μετά την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν.

Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ορισμένοι άνθρωποι στο Αζερμπαϊτζάν εξακολουθούν να πιστεύουν ότι το Τζαμί Juma που βρίσκεται μέσα σε τείχη της παλιάς πόλης του Μπακού, χτίστηκε στη θέση ενός αρχαίου ναού της φωτιάς. Ένας ταξιδευτής ο οποίος είδε το Τζαμί Juma στο Μπακού στα 1873, περιέγραψε τέσσερα τόξα στη μέση του τζαμιού με αψίδες που ήταν αρχαία ιερά ενός ναού της  φωτιάς και το οποίο ανακατασκευάστηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Έτσι φαίνεται ο ναός ήταν ανοιχτός στις τέσσερις πλευρές και καλυπτόταν με τρούλο. Στη μέση υπήρχε μια τρύπα  όπου η φωτιά  από καύσιμο αέριο έκαιγε συνεχώς. Ένας άλλος, τέλος, συγγραφέας, ο οποίος επισκέφθηκε το Τζαμί Juma το 1887 βρήκε πολλές ομοιότητες με το ναό της φωτιάς στο Surakhani.

 

 

Βιβλιογραφία σχετικών παραθεμάτων και αναφορών

Ελληνική

  • Αζερμπαϊτζάν. Η νοτιοανατολική γωνία της Υπερκαυκασίας. Παγκόσμια Πολιτιστική Εγκυκλοπαίδεια. Τόμος 12ος (σελίδες 342-367).  Τα μνημεία της Ουνέσκο. Εκδόσεις ΔΟΜΗ Α.Ε.  1999. Αθήνα.
  • Calvino Italo: Οι αόρατες πόλεις. Μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης. Εκδόσεις Καστανιώτη. Φεβρουάριος 2004. Αθήνα.

 

Ξενόγλωσση

  • Alakbarov Farid: Azerbaijan – Land of Fire. Observations from the Ancients. Azerbaijan International. Summer 2003 (11.2).
  • ‘‘Atashgan Temple’’. State Historical –Architectural Preserve. Ministry of Culture and Tourism of the Republic of Azerbaijan. 2011. Baku. Azerbaijan.
  • Cavendish Marshall: Peoples of Western Asia. Marshall Cavendish Corporation. 2007. New York.
  • Dale Frederic Stephen: Indian Merchants and Eurasian Trade, 1600-1750. Cambridge University Press. 1994.
  • Dumas Alexander: Adventures in the Caucasus. Publisher: Peter Owen Ltd; April, 1986. First US Edition.
  •  Haines Miranda, Thorowgood Sarah: The Traveller’s Handbook. Wexas International, 1997.
  •  Hanway Jonas: An Historical Account of the British Trade Over the Caspian Sea: With a Journal of Travels from London through Russia into Persia; and Back Again Through Russia, Germany and Holland. To which are Added, The Revolutions of Persia during the Present Century, with the Particular History of the Great Usurper Nadir Kouli, Τόμος 1. 1753 (Google e-book).
  •  Minocher K.Spencer: Religion in Life. Indian Publishers Distributors, 1947. University of Michigan.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top