Fractal

Χρώματα σε κατάσταση εγρήγορσης

Γράφει ο Σταύρος Σταμπόγλης //

 

Νίκος – Οχάνες Μικιρδιτσιάν “Ατάραχα έμειναν τα πουλιά στα σύρματα”, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα Φεβρουάριος 2018

 

Προσθέτω την έννοια «Πρώτη Συλλογή» σαν  πολύτιμο κόσμημα ή πολεμικό παράσημο για την ποιητική του ψυχίατρου Νίκου Μικιρδιτσιάν.  Η «έγερση» κάθε φορά είναι κάτι που έρχεται «τελευταία» κατά την αντίδραση του υποκειμένου καθώς διασχίζει το αντικειμενικό με ωριμότητα.  Κι  εδώ έχουμε δυο  ωριμότητες, την πολύπαθη εμπειρία του ποιητή και την ποιητική του.  Μια ποιητική συλλογή οφείλει να είναι ο γενναίος και υπερευαίσθητος  ουραγός, Υπερασπιστής-Προστάτης,  και όχι μια ορμητική προφυλακή. Μόνο έτσι η ποίηση αποκτά την προφητική της διάσταση, όπως σε τούτη τη συλλογή.

Αλλά εδώ, καταρχήν,  η  ιδιαίτερη δύναμη  βρίσκεται  στο απλό-καθημερινό λεξιλόγιο και στις  μεταφορές εν οικονομία, ηρεμία και αφαίρεση, όπως ακριβώς μπορούν να εκφραστούν γείτονες  σε μια τυχαία ή αυθόρμητη μάζωξη στα παγκάκια της πλατείας . Μπορεί να μιλά για χαμένο έρωτα  ή για μια ιδέα. Η ιδέα σαν ομορφιά της επιβίωσης. Μια αιχμή να μας κεντρίζει.   Μια αφή που μας εγκαταλείπει. Ο αναπόφευκτος  μετασχηματισμός  μετρούμενος με πόνο και μοναξιά.  Ας αποφασίσει ο αναγνώστης  ψιθυρίζει η επίγευση.  «Όταν δεν με νιώθεις κοντά σου / Παθαίνω αφυδάτωση-ξαγρυπνώ τον ύπνο / Τα κόκαλά μου τρίζουν-γίνομαι σκατά. / Όταν χαϊδεύεις τη γύμνια μου / Χρυσώνω χάπια συνουσίας / Χρεώνομαι  άνοιξες και αιματοχυσίες».  Λόγος μεστός, παρηγορητικός· της αποδοχής· μια διαμαρτυρία εν καρτερία.

Ο Μικιρδιτσιάν είναι αποφασισμένος δημιουργός καβάλα σε δυο διαφορετικούς  αιώνες. Στον σπουδαιότατο 20ο  , που δεν έχει καλοχωνευτεί ακόμη,  και στον ομιχλώδη, προς ώρας,  21ο και γι  αυτό ιδιαίτερα  ολισθηρό.  Όπου οι ποιητές είναι ήδη χρεωμένοι με  βαρύτατο καθήκον.  Ας πούμε υποχρεώσεις κάτι σαν του Αισχύλειου φύλακα  στην επιλογή-υπογράμμιση του Γ. Σεφέρη, («Μεταγραφές»,- Λέσχη 1980- και «Αγαμέμνων»), «…ἣν κοιμώμενος στέγαις  Άτρειδῶν ἄγκαθεν, κυνός δίκην…».

Ποιες να είναι άραγε οι επιρροές στην ποίηση του Μικιρδιτσιάν; Μα τα πάντα και γι΄  αυτό τίποτα που να ομολογεί. Όπως το γαλάζιο χρώμα της αβύσσου. Ένα χρώμα αυτεξούσιο  και την ίδια στιγμή αποτέλεσμα συνόλων. Ή μήπως ξεχωρίζουν  τα ηχοχρώματα του μοντέρνου, η εξαιρετική αίσθηση   της Ελληνικής γλώσσας, η γνώση του κοινωνικού γίγνεσθαι, η αίσθηση ήχου και ρυθμών μπλουζ ακόμη και σε στιγμές έντασης;  Να κάποιου είδους  «επιρροές»  που αγκαλιάζουν αναμφίβολα ετούτη την ποιητική. Κατά τη γνώμη μου η καλή επιρροή εξυψώνει αντιμετωπίζοντας τον λόγο  ως αναπόφευκτη συνθήκη συνέχειας. Κίνηση σε τελευταία ανάλυση.  Σε μια Νέα Εποχή  όπου όλα έχουν ειπωθεί και συγχρόνως όλα είναι στο τραπέζι, που θα μπορούσαμε  να σκαλίσουμε; Πως και γιατί τελικά να αναζητά κάποιος εμμονικά επιρροές  όταν μάλιστα ο δημιουργός τις έχει ξεπεράσει με  εξαιρετικές Μεταφορές και άρτια αρχιτεκτονική εν οικονομία;

Σήμερα η τεχνική δεν βαδίζει σε ανεξερεύνητα εδάφη. Γι  αυτό  έχουμε πιότερο από παλιά την ανάγκη τής   ευαισθησίας ή αν θέλετε του ταλέντου εκ φύσεως. Να ένα εξαιρετικό απόσπασμα,  «Όλα μπορούν να πέσουν, όχι με τον νόμο της βαρύτητας, αλλά να εκπέσουν. Τα πολιορκεί η πρόκληση, μαινάδα τα καταπίνει». Οι στίχοι ετούτοι δεν επηρεάζονται μόνο  απ΄ τα βάθη των πεπραγμένων της κοινωνικής πράξης, (praxis κατά Μαρξ),   αλλά έχουν  έναν ολότελα δικό τους τρόπο ν΄ αποκαλύπτουν τη διαλεκτική της επιβίωσης  και του  φόβου όπως αυτός καλλιεργείται σήμερα με πρωτοφανούς  ισχύος μέσα. Ο ποιητής εδώ ολοκληρώνει την κυρίαρχη εικόνα του κόσμου  με 4 ουσιαστικά και 5 ρήματα συμπυκνώνοντας το σύγχρονο. Και ούτε ένα άκαμπτο επίθετο να βαραίνει τη γραφή.

Ο Μικιρδιτσιάν έχει ένα δικό του τρόπο να μιλάει για συντριβή, την ώρα που του λόγου μας βρισκόμαστε σε συνήθη προσωρινό ή φαντασιακό θρίαμβο,  αγνοώντας ασυνείδητα ή μήπως συνειδητά  τη συντριβή μας.  Είναι μια εποχή όπου θα έπρεπε η έννοια του Κέρδους κάθε είδους και κατηγορίας,  να μην σημαίνει πλέον μέλλον, «Χαμηλά στον πάτο είναι ένα ρούχο παλιό / μια πέτρα, ένα παιχνίδι ξύλινο, μια φωτογραφία, / μια αθωότητα, ένας καθρέφτης. / Αν γυρίσω εκεί, ξέρω πως θα πετάξω το όπλο μου, / τις σφαίρες και τους κάλυκες». Μια Στροφή βιοτικής φουτούρας , ελέγχου  συναισθηματικών αγκυλώσεων, καταγγελίας μιας γραφειοκρατικής διαμόρφωσης, ή πως η γυναίκα του Λοτ δεν κινδυνεύει να γίνει πλέον στήλη άλατος αλλά γεννήτρια επαλήθευσης. Εκπαιδευτήκαμε να μην κοιτάμε πίσω. Επαναλαμβάνομε    τα ίδια εγκλήματα, συχνά ασυνείδητα και ως  άτομα και ως σύνολα.

Ο αναγνώστης στέκει έκπληκτος ενώπιον της απλότητας του ορυκτού.   Κονιορτοποιήσεις παλαιών  υλικών.  Εμπλουτισμός με νέα ύλες. Συμπίεση.  Απόσταξη.  Παραγωγή  εννοιών και εικόνων εντός και υπέρ την  αντικειμενική πραγματικότητα.  Σήμερα ακόμη και η έννοια της αφαίρεσης, «εργαλείο» σμίλευσης,  έχει μάλλον ολοκληρώσει την πορεία του ανηφορικού. Στην κορφή η αφαίρεση αγκαλιάζεται από την συμπύκνωση. Άλλωστε Αφαίρεση  δεν σημαίνει καταγγελία της γενναιοδωρίας , δεν σημαίνει απαστράπτουσα κατατομή αλουμινίου, αλλά τουλάχιστον κατατομή με τη βαρύτητα του σφυρήλατου μορφοσίδερου. Άλλο να αποκλείεσαι  στο 0, άλλο να ανοίγεσαι στο 1. Ή μήπως πρόκειται για  στιβαρό  βηματισμό επί λάβας.

Και η μορφή δείχνει να έχει εξαντληθεί στο πεπερασμένο τής  ποικιλίας της. Αλλά στα ποιήματα του Μικιρδιτσιάν, το λεπτότατο  άρωμα μιας  μορφής   είναι που επιμένει. Πότε ένα νευρικό πέταγμα χελιδονιού, πότε η ήρεμη πορεία ενός αποδημητικού. Το  τεθλασμένο ετούτης της συλλογής  δεν είναι παρά μια ενότητα, μια ευθεία πειραγμένη, όπου  ο Ρυθμός έχει στενή συγγένεια  με την Μορφή,    «Εκεί στο εφηβαίο, σαν χυδαία /είναι όλη η δημιουργία / των σωμάτων, των ψυχών και των πνευμάτων».

Ετούτη η ποιητική   ξέρει  να πλέει στην αιωνιότητα μιας παρθενίας που ωστόσο  χάνεται συνεχώς αναγεννώμενη. Ανθρώπινη ανάγκη.  Άφεση δίχως ομολογία δεν μπορεί να υπάρχει. Και άφεση δίχως ανάληψη ευθύνης δεν υφίσταται. Όλα  εδώ είναι ομολογία  κάποιου που ζυγιάζει  τους ρόλους κατά την συντριβή του. Όπου γνωρίζοντας την καταλυτική δύναμη της αντικειμενικής πραγματικότητας έχει το ήθος και το σθένος να ζητά μερίδιο ευθύνης.

 

Νίκος – Οχάνες Μικιρδιτσιάν

 

Η γενναιότητα της γραφής είναι κάτι που υπάρχει εδώ. Ποιήματα όπως  Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ, ΟΛΑ ΟΣΑ ΤΟΣΑ , ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ, ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ ΜΙΚΡΗ ΣΑΝ ΧΕΛΩΝΑ, ΟΛΟΚΛΗΡΕΣ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ, ΕΥΚΑΛΥΠΤΟΣ, και άλλα βεβαίως, στηρίζουν τρεις, και δεκατρείς μπορώ πω, ποιητικές συλλογές του μέλλοντος.

«Δεν ήταν τα πανύψηλα βουνά… Δεν ήταν η καυτή έρημος… Δεν ήταν οι καταρράκτες… ούτε οι σεισμοί…  Δεν ήταν οι λιμοί… ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας ή του Ιράκ… Δεν ήταν ο παγκόσμιος πόλεμος και οι γενοκτονίες / Ήταν μόνο μια πέτρα μικρή σαν χελώνα, που σκόνταψα και έπεσα και τραυματίστηκα βαριά… όσο πουθενά αλλού στον κόσμο».

Ο άνθρωπος αποκαλύπτει τη θεϊκή φύση του κατά την στιγμή της αποδοχής του άλλου και του εαυτού του. Όπου η ανάγκη του άλλου είναι το κόλπο του σύμπαντος να ξεφεύγει από την αδίστακτη λογική της νομοτέλειας του.  «Σήμερα το μυαλό μου δεν είναι λευκή ή φαιά ουσία, ένζυμα και διαβιβαστές αλλά μια παραφορά και ταύτιση με την  χλωροφύλλη, το πλαγκτόν, τα ανόργανα άλατα στα βράχια. Είναι μια στιγμή πριν κεντρίσει η μέλισσα τον χυμό, μια μακαριότητα που βοσκά με ένα κοπάδι πρόβατα». Σύνθετη λογική με απλές κινήσεις-λέξεις.  Και  η ποιητική ιδιαιτερότητα  εδώ μέσα είναι παράθεση εννοιών  με απλές κινήσεις- λέξεις,

« Ήρθε ο καιρός των απωλειών / Των απορφανισμών / Ήρθε ο καιρός που κλείνουν τα μαγαζιά νωρίς / και το περπάτημα γίνεται στους πίσω δρόμους, / στους πιο κλειστούς και αδιέξοδους. /… Ήρθε ο καιρός που πρέπει να πάρεις μια βαθιά ανάσα για να συνεχίσεις». Το απλό ξεπηδά απ΄ την άβυσσο  του.     Μας ακολουθεί το κατανοητό, ( ως μετάφραση του σύνθετου ),  απ΄ την  αρχή. Από την 7η σελίδα με το βαθύ πηγάδι της  κι ως το τελευταίο ποίημα.  Το αίμα της ζωής είναι η αγάπη, «…Χωρίς όμως / Χωρίς φοβάμαι / Χωρίς πεθαίνω».

Εδώ μέσα ο αναγνώστης  παίρνει το δικαίωμα να περιφέρεται και να κορφολογεί  από το έγκυρο του απλού  καθώς αυτό κατισχύει την απλούστευση.

Τώρα δα οι περισσότεροι νέοι και νεότεροι ποιητές είναι Ειδικοί επιστήμονες και η σύνθεση ενός ποιήματος άρτιου από τεχνική άποψη δεν είναι παρά μια απλή διαδικασία.  Σχεδόν μια κάστα, συγνώμη μια κοινωνική ομάδα, όπου οι τεχνικές της ποιητικής και της καλλιγραφίας ανήκουν στα  προσόντα του τίτλου τους.  Άρα παραμένει το δώρο της φύσης και  η προσωπική συντριβή ως ζητούμενα για να καθοριστεί το πολύτιμο,  για να μεταφραστεί  η βεβαιότητα της  ασάφειας των οριζόντων όπως ψαλμωδεί  ο Μικιρδιτσιάν , «…οι υπολογισμοί μας, όχι αυτοί που λέμε αλλά αυτοί που ξέρουμε θα βγουν σωστοί / Τα χρόνια θα περνούν και κάθε χρόνο θα ανακαλύπτουμε / πως περνούν  γρήγορα. / Θα κοιτάζουμε τα πράγματα με τα ίδια μάτια αλλά με άλλο βλέμμα, / σφαιρικά θα λένε κάποιοι, ελλειπτικά άλλοι».  Αντιφάσεις; Ναι αντιφάσεις, και λοξή πορεία, μιας σύγχρονης ποιητικής.

Εντέλει   αυτό που σε κατακλύζει αποχωρώντας από τούτη την «παράσταση αλλεπάλληλων και επάλληλων καταστροφών», δεν είναι η  τεχνική και ο καθημερινός λόγος  εν οικονομία, ούτε  η ψήφος υπέρ της αποστασιοποίησης , ούτε η οδύνη και η σύγχρονη μοναξιά, αλλά  η ψυχραιμία και η αντοχή του υπερευαίσθητου ανταποκριτή να ίσταται ορθάνοικτος ενώπιον. «Δεν είναι άδεια τα βλέμματα / είναι γεμάτα απόγνωση και ρύπους / σκαρφαλώνουν στα συρματοπλέγματα ικετεύοντας / λίγο αίμα / από τις πληγές της απόδρασης».

Και να  φωτογραφίες  χείμαρρου  όπου  η κοίτη υπάρχει μόνο και μόνο για να συνεχίζεις προς  την αβεβαιότητα της  εξόδου, προς ένα στεγνό δέλτα. Το ορμητικό νερό κοχλάζει κάτω από τον πάγο της δίψας, αν θεωρήσουμε τη μνήμη ως αναγκαία και ικανή απόσταση από την πραγματικότητα μιας ανομβρίας. Αν θέλετε, μπροστά σας κρέμονται επί τοίχου συμβάντα οριοθετημένα από κομψά και   διακριτικά στην απλότητα τους πλαίσια. Πίνακες μαυρόασπροι με ουδετερότητα  νεορεαλιστικών αποτυπώσεων,  όπου η αφαίρεση και η ικανοποιητική ελλειπτικότητα  προσδίδουν κύρος «Γκουέρνικα». Βουβές κραυγές ήχων και σωμάτων σε παγωμένη κίνηση.  Εξαιρετικά σχήματα καθώς η διήγηση ξεχειλίζει πέρα από τα όρια της, «Ολόκληρες οι λέξεις, με κουκούτσια, με υποδιαστολές, κόμματα, γράμματα bοld, κύματα, μουσική Baobab,  σαν κάτι ζεστό-πουλόβερ, καρέκλα, κουνιστή πολυθρόνα, καπέλο ριγμένο στο πρόσωπο; – κρυμμένο πρόσωπο, ασπρόμαυρο, δεν με κοιτάζει – κοιτάζει εντός, εκεί που δεν βρίσκεται κανείς». Ρεαλιστική ζωγραφική με λέξεις να περιγράφεται η έκπτωση. Κατανόηση μιας   κατάστασης πέρα από τη βαρύτητα της μοναξιάς. Και φωνές εσωτερικές. Όπως διαβάζεις με τα μάτια, όπως συνομιλείς με τα μάτια. Όπως κατανοείς τη γάτα σου κατά τις στιγμές της κομψής αδιαφορίας  της . Συνεννόηση  μεταξύ συντρόφων. Μόνο με τη λάμψη των ματιών. Μόνο με τη στάση του σώματος. Μόνο με τον ρυθμό της αναπνοής. Μια δύσκολη γλώσσα για τους τρίτους.

Συχνά εδώ σημασία έχουν οι συμβολισμοί. Τα σύμβολα. Εξυμνείται η μαθηματική σκέψη; Μα η ποίηση πάει παράλληλα αλλά και πέρα από την Μαθηματική σκέψη πού απλά  είναι η λαλιά του Σύμπαντος. Ενώ το ποίημα, υπονοεί ο Μικιρδιτσιάν, είναι ο λυγμός της σύνθετης σκέψης του Σύμπαντος,  ή μήπως ο ελπιδοφόρος σχολιασμός του. Ικανότητα  συνεχώς εξελισσόμενη κατά την επανάληψη, ακόμα και κατά τον συρμό. Ναι, «ο συρμός».  Ο συρμός είναι κάτι με ψυχή και σώμα καθώς τρέφει και τρέφετε από την κίνηση. Γιατί η ποίηση δεν  είναι ακλόνητη ως νομοτέλεια  και θέληση άκαμπτου Θεού, δεν ούτε μια άνοιξη- στάση σε τακτικό δρομολόγιο, «Περιμένω αδιάκοπα /σήμερα δεν είναι Τρίτη είναι Τετάρτη / η ακρυλική άνοιξη προβάρει την καινούργια νεροποντή / θα μουσκέψουν πολλά γύρω μας / σαν επισφράγισμα των δακρύων». Κίνηση – λυγμός- κίνηση – λυγμός. Σήματα  προς το μέλλον. Κάποιος ακούει. Του λόγου  μου ακούω. Μην σταματάς την πορεία, μην σταματάς να μεταδίδεις.

 

 

Η συλλογή, στο σύνολο της, φτάνει εκεί όπου το  μάρμαρο γίνεται έρωτας ανάμεσα στα δάκτυλα, γίνεται άγαλμα στα μάτια, και τα μάτια ψυχή, πνεύμα,  σιγαλιά. Δύναμη συμπαντική η σιγή ως μέσον μεταφοράς .   Το  ότι δεν μας μιλά με λέξεις ο ορίζοντας  δεν σημαίνει κατάντια αγλωσσίας. Γιατί; Μα διότι τα χρώματα είναι γλώσσα. Χρώματα απλωμένα ανοιγμένα, μια ακόμη λαλιά που πρέπει να την μάθουμε και όχι να την συνηθίσουμε.   Γι  αυτό δεν είναι εύκολη η ποιητική Μικιρδιτσιάν. Η γραφή εδώ μέσα στηρίζεται στην ανωτερότητα

της απλότητας όπως   μια αλγεβρική εξίσωση απέναντι  σε υπέρβαρα  προβλήματα   4 πράξεων της απλής αριθμητικής. Αντιφάσεις; Ναι αντιφάσεις. Οι αντιφάσεις  τρέφουν την ποίηση του Μικιρδιτσιάν. Ετούτη  η γραφή σημαίνει σοφία  κερδισμένη βήμα βήμα, άλμα το άλμα, αλλά και νεότητα. Η σοφία αναπαράγει το νεαρό, την αιώνια ομορφιά εντέλει. Αλλιώς η σοφία θα μύριζε σαν  τον Λάζαρο, ενώ βεβαίως ευωδιάζει καλημέρα, το ήθος να αποδέχεσαι τον αναπόφευκτο μετασχηματισμό, την εξέγερση ως αναγέννηση, ακόμη και την εξέγερση της μοναξιάς που κουβαλάνε  μαζί τους η γνώση, η επίγνωση, η κόπωση και η επιβολή. « Κι ύστερα έρχονται οι αμφιβολίες / μήπως κόψω το χέρι μου με το μαχαίρι που καθαρίζω τις πατάτες / μήπως δεν έκλεισα το μάτι της κουζίνας / μήπως αμάρτησα που χάιδεψα στο μπάνιο το αιδοίο μου; / Μήπως ξαφνικά με πιάσει η κραυγή / την ώρα της λειτουργίας και φωνάξω / «Α γαμηθείτε όλοι,  τομάρια, / που μ΄ έχετε φορτώσει όλες τις ενοχές του κόσμου».

Η «πρώτη» ποιητική συλλογή λοιπόν ενός «θρασύτατου»  τύπου  που τόλμησε  να  αψηφήσει την γραφειοκρατική λογική, ό,τι  μαστίζει τον Τόπο, σε μια ηλικία όπου   σου επιτρέπεται μόνο η συμμετοχή σε αγώνες μπριζ συνοικιακού επιπέδου,  έστω μια φιλήσυχη παρτίδα σκάκι με αντίπαλο όλο κατανόηση· σε συντρίβει σε λογικό χρόνο να πας νωρίς για ύπνο σύμφωνα

με τις οδηγίες συζύγου και οικογενειακού  γιατρού.  Όχι, ο ποιητής  δεν αντέχει τέτοιο πρωτόκολλο επιβίωσης.

Ο χρόνος για τον Μικιρδιτσιάν  δεν είναι παρά  μια ακόμη ανθρώπινη εφεύρεση για να υπολογίζει  η θνητότητα  την  αθανασία με το κόλπο της δημιουργίας. Ακόμα κι ο Θεός ως ποιητής των πάντων έτσι μετρά την αθανασία του, με το κόλπο του ανθρώπου.

Απ΄ το πρώτο ποίημα ένας ρυθμός μπλουζ  σε κατακλύζει, « Είναι αυτό που βλέπω η Άννα, ο Παύλος, ο Γιώργος, / η Μαίρη, εγώ; / Ο καιρός με την πανέμορφη θάλασσα και τη / μολυσμένη ακτή / Ο καιρός με τον Ορφέα και την Ευρυδίκη στην ίδια / ταβέρνα / Ο καιρός χωρίς χρόνο παρά μόνο για ξόδεμα».

Έτοιμος  από καιρό αποδέχεται δίχως κραυγές, κρίνει σαν ουδέτερος ανταποκριτής, προφητεύει, αρνείται  την μεταφυσική διάσταση της ικανότητας των ποιητών αλλά… αλλά αποδέχεται το μαρτύριο της επανάληψης στην αναπόφευκτη  πορεία προς τα μελλούμενα,  «έτσι όπως μιλάμε, ή μάλλον  όχι, έτσι όπως κοιτάζουμε / το άδειο ωδείο, μουσική πουθενά… κάτι πράσινο μόνο / καυτό τυλιγμένο σε κάτι αόριστα κίτρινο… κάτι σαν / εντάξει ή τα λέμε ή θα σε πάρω το βράδυ… δεν ακούγεται ο φόνος / σαν ο φόνος να μην έχει φωνή, απλά συντελείται». Μερικές φορές προκαλεί με  εικόνες υπερρεαλισμού αναλαμβάνοντας την ευθύνη.   Κι ύστερα; Ύστερα  όλα επαφίενται  στον αναγνώστη. Τελειώνω με τον εν βρασμό ακροτελεύτιο στίχο του ποιήματος «ΟΛΑ ΟΣΑ ΤΟΣΑ»,  «Ξαναβάζω μέσα στα μάτια τον μαρκαδόρο να γεμίσει μελάνι».  

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top