Fractal

«Εδώ Δεν Υπάρχει Άσυλο». Πράξη όγδοη. «Τα ζόμπι δεν είναι χορτοφάγα»

Επιμέλεια: Γιάννης Παναγόπουλος //

 

Το Fractal και οι δημιουργοί του «Εδώ Δεν Υπάρχει Άσυλο», θα πορευτούν μαζί ως τη στιγμή που το φιλμ τους κάνει πρεμιέρα σε αίθουσες. Αυτή την εβδομάδα το Fractal περιγράφει την εμπειρία του από το τελευταίο γύρισμα της ταινίας.

 

Asylo_logo

Του Θανάση Γιαννόπουλου.

 

«Εγώ νομίζω πως αν ήταν πληκτικά τα 80s, τούτο οφειλόταν σ’ ένα μεγάλο μέρος του και στο ελληνικό rock της εποχής, που είχε απολέσει το fun του ’60, βηματίζοντας μέσα στο μαράζι και την σκουντούφλα. Δηλαδή, αδελφάκι μου, θα πρέπει να ήταν κάποιος εντελώς… νεκροζώντανος για να γούσταρε ν’ ακούει από το πρωί ίσαμε το βράδυ τους Yell-O-Yell (κι εγώ τους άκουγα σε… μικροποσότητες, αλλά δεν άκουγα μόνον αυτούς και τους όμοιούς τους), και πολύ… προχωρημένος για να σιχαινόταν τη δροσιά και το χιούμορ της ‘Ευλαμπίας’», έγραφε (μεταξύ άλλων) πριν κάνα χρόνο ο καλός… φίλος του Γιάννη Παναγόπουλου, ο Φώντας Τρούσας. Τα ξαναδιάβαζα τώρα τελευταία και σκεφτόμουν –«μήπως τελικά ήμουν νεκροζώντανος το ΄80;» Γιατί, εντάξει, και τους Yell-o-Yell τους άκουγα και South of no North άκουγα και Metro Decay και Χωρίς Περιδέραιο και μάλιστα σε μεγάλες ποσότητες κι ακόμα χειρότερα, θεωρούσα ότι αυτά (και άλλα) συγκροτήματα είχαν και φρεσκάδα και χιούμορ. Άσε που οι Ευλαμπίες, οι Μπούλες, οι βοβάλες και η Ριταριτάκι μου προκαλούσαν χασμουρητά στην καλύτερη (και αναγούλα στη χειρότερη) περίπτωση. Τι πήγαινε στραβά με μένα και δεν ήθελα να χαρώ;

image000

Λοιπόν, αν με ρωτήσεις ποιο ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα της δεκαετίας του ’80 θα σου απαντήσω: «με την πλάτη στον τοίχο». Αυτό ένιωθα.

Ξεκίνησα να πηγαίνω μετά κόπων, βασάνων και ποδαροδρόμων σε κλαμπάκια στην Πλάκα στο ξεκίνημα της δεκαετίας και κάποια ωραία μέρα (που ήταν νύχτα) πληροφορήθηκα ότι τα κλαμπάκια κλείνουν γιατί θα γίνει τουριστική ανάπλαση στην περιοχή (δηλαδή τσολιάδες, γκλίτσες κρεμασμένες δίπλα σε κρασοβάρελα και γκαρσόνια που δε σου δίνανε νερό, κι ας ψόφαγες μπροστά στα μάτια τους –αν δεν έκανες παραγγελία).

Κλείσανε την Πλάκα, μεταφέρθηκε η μουσική σκηνή στα Εξάρχεια –«δε γαμιέται;» σκέφτηκα, «θα πηγαίνω εκεί». Και πήγαινα ν’ ακούσω τη μουσική που ήθελα. Όπου ξεκινάει η φοβερή «Επιχείρηση Αρετή» και αρχίζουν να σκουπίζουν τα Εξάρχεια –πήγαινες ν’ ακούσεις Anti Troppau Council στον ΠΗΓΑΣΟ και κατέληγες στο διπλανό αστυνομικό τμήμα να περιμένεις το ξημέρωμα! Τόσο τους έπαιρνε (γύρω στις 4 με 5 ώρες) να ψειρίσουν την ταυτότητά σου και να «επικοινωνήσουν με τα κεντρικά» για να πληροφορηθούν περί του αν ήσουν διαβόητος τρομοκράτης, φυγόδικος ή ο λήσταρχος Νταβέλης με μαλλί-κοκόρι. Θα πεις «τη δουλειά τους κάνανε οι άνθρωποι» και θα συμφωνήσω. Αλλά κάθε βράδυ; Και πάντα τους ίδιους; Στο τέλος μας γνωρίζανε προσωπικώς –«περάστε για εξακρίβωση, αφού τα ξέρετε!» μας έλεγαν. Κι εμείς τα ξέραμε κι αυτοί μας ξέρανε –αλλά το πρόγραμμα απαράλλακτο.
Μέχρι που είδαν οτι δεν μειώνεται η συμμετοχή στο «πολιτιστικό δρώμενο» κι αρχίσανε να αγριεύουν –ξύλο άνευ λόγου, προφυλακίσεις, δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις προαναγγέλλονταν στα δελτία ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης από το προηγούμενο βράδυ –«ανοίξαμε και σας περιμένουμε με ανανεωμένο μενού και πολλές εκπλήξεις!»

Απηύδησε τότε ο κόσμος –«δεν γίνεται από τη μια κύριε Κράτος μου να κάνεις Πολιτιστικές Πρωτεύουσες και να μας φέρνεις τους Stranglers και τους Clash κι από την άλλη να μας σαπίζεις στο ξύλο όταν πάμε να παίξουμε σαν αυτούς!» Ξεκίνησε τότε μια πορεία από τα Εξάρχεια, κλείστηκαν 45 άτομα στο Χημείο, απειλούσαν οτι θα ανατινάξουν την Αθήνα ολόκληρη. Και μετά σκότωσε ο ματατζής ο Μελίστας τον Καλτεζά (ετών 15) και ξανακλείστηκε ο κόσμος στο Χημείο αλλά τους βγάλανε δεμένους με σκοινιά (μετά από σχετική άδεια του πρύτανη βεβαίως) σα να ήτανε ζώα που το έσκασαν από το τσίρκο. Και είχε έρθει κι ο Λεπέν στο Caravel εκείνα τα χρόνια –πήγε ο κόσμος να φωνάξει «έξω οι φασίστες» και έφαγε «σοσιαλιστικό» ξύλο.

lostari

Εντάξει –συμβαίνουν αυτά, νέος ήμουν και άντεχα, άλλωστε όσο και να κλείνανε τα κλαμπάκια υπήρχαν και τα Πανεπιστήμια. Γίνονταν κι εκεί συναυλίες –πήγαινα όπου μπορούσα.
Μια ωραία μέρα (απόγευμα ήταν), ξεροσταλιάζαμε έξω από την ΑΣΟΕΕ, θα βλέπαμε κάμποσα συγκροτήματα –αλλά βγήκε ένας και μας είπε: «δεν μας αφήνουν να κάνουμε εδώ τη συναυλία, θα την μεταφέρουμε στο Πολυτεχνείο». Πήγαμε στο Πολυτεχνείο (σιγά την απόσταση) και μας περίμεναν αυτοί οι κανίβαλοι της Πανσπουδαστικής που είχαν κλειδώσει τις πόρτες και μας έριχναν με πυροσβεστήρες –σα φρατζόλες για φούρνισμα μάς είχαν καταντήσει. «Ανοίξτε», «δεν ανοίγουμε» -έπεσαν κάτι ψιλές εκεί πέρα και την άλλη μέρα έγραφαν οι εφημερίδες: «οι πανκ καίνε την Αθήνα». Οι ποιοι; Την ποια;

Και για να μη στα πολυλογώ –έπεφτε ξύλο πολύ εκείνη την εποχή. Περισσότερο τρώγαμε παρά ρίχναμε. Βαράγανε οι «αγανακτισμένοι πολίτες», βαράγανε οι Κνίτες, βαράγανε οι φασίστες, βαράγανε τα ΜΑΤ –εμένα με είχαν πλακώσει και κάτι λεωφοριατζήδες στην Ακαδημίας μια φορά, επειδή ήμουν σε μια πορεία για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων και με περάσανε για λεσβία (άλλο πάλι και τούτο)!

Κοντολογίς, έτσι θυμάμαι τη δεκαετία του ΄80. Κι αφού έτσι τα θυμάμαι, έλα εσύ και πες μου πώς να με πιάσουν στίχοι όπως: «μου πες θα με πλύνεις μα εσύ μ’ έχεις γδάρει/ πήρες σμυριδόπανο αντί για σφουγγάρι», «Ρίτα 18 χρονών κι εγώ 45/ Ρίτα εσύ ήσουν στην αρχή κι εγώ στο παρά πέντε», «τα χρόνια σου 16/ μα είχες ξεπετάξει/ ολόκληρο τον Κολωνό»;

Στο τέλος της δεκαετίας του ’80 αθωώθηκε ο Μελίστας για τη δολοφονία Καλτεζά. Καταλαβαίνεις πώς νιώσαμε τότε; Ε, πες μου λοιπόν –τι θα βάζαμε στο πικάπ; Το «Drifters» ή το «Τσικαμπούμ»;

epemvasi ximeio3

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top