Fractal

“Πένθιμοι αναστοχασμοί”

Του Γιώργου Δελιόπουλου // *

 

Για την ποιητική συλλογή της Σοφίας Πόταρη «Ασφόδελοι και Κυπάρισσοι» (εκδ. Όστρια, 2017)

 

Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Σοφίας Πόταρη ξεχωρίζει μέσα στην τρέχουσα ποιητική παραγωγή για πολλούς λόγους. Καταρχάς, όπως μαρτυρά κι ο τίτλος της με τα δύο πένθιμα φυτά της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, ο βασικός θεματικός άξονας των ποιημάτων είναι ο θάνατος. Όμως, η ποίηση της Πόταρη δεν υπαινίσσεται τον θάνατο ως ένα αδιόρατο και ασαφές αίσθημα απώλειας, αλλά τον παραδέχεται χωρίς περιστροφές, ως απτή και αμετάκλητη απουσία. Σε μια εποχή που φοβάται να ψελλίσει τον θάνατο και το γήρας, σε μια εποχή που προσκολλάται άπληστα σε ό,τι σημαίνει ζωή και δείχνει νέο, η ποίηση της Πόταρη κινείται στο αντίθετο ρεύμα. Αποδέχεται το τετελεσμένο με γενναιότητα και μεταφράζει το πένθος σε υπόμνηση ζωής.

Ένα άλλο στοιχείο που εντυπωσιάζει στη συλλογή της Πόταρη είναι η προσκόλλησή της στον παραδοσιακό στίχο, σε μια εποχή κυριαρχίας της ελευθερόστιχης και πεζόμορφης ποιητικής φόρμας. Στο πρώτο μέρος της συλλογής τα ποιήματα ακολουθούν μια συμβολιστική και ενίοτε παρνασσιστική τεχνοτροπία, με επιμελημένη στιχουργική, ποικίλες ρίμες και σταθερό μέτρο. Στα ποιήματα του πρώτου μέρους η Πόταρη αναδεικνύει τη στιχουργική της μαεστρία και μάλιστα σε αυστηρές ποιητικές φόρμες, όπως το σονέτο.

Στο δεύτερο μέρος, η ποιήτρια γράφει μοιρολόγια, ακολουθώντας τους στιχουργικούς κανόνες και το λεξιλόγιο της δημοτικής μας ποίησης. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι διαβάζει γνήσια δημοτικά τραγούδια και προς στιγμή ξεχνάει ότι τα μοιρολόγια της συλλογής ανήκουν στη λόγια λογοτεχνική παραγωγή. Στους θρήνους της Πόταρη απαντώνται όλα τα βασικά χαρακτηριστικά της δημοτικής μας ποίησης: ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, η ζωντανή και παραστατική γλώσσα, ο λιτός και πυκνός λόγος, ο παμψυχισμός και η πλούσια εικονοποιία1. Με τους θρήνους της η Πόταρη αναδεικνύει τη βαθιά μαθητεία της στο δημοτικό τραγούδι. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε ότι η καταγωγή της ποιήτριας από τη Μάνη εξηγεί εν πολλοίς τη βιωματική της σχέση με το δημοτικό τραγούδι και τα μοιρολόγια. Στη Μάνη, το μοιρολόι ως μορφή τραγουδιού κυριάρχησε έναντι των άλλων ειδών μουσικής έκφρασης.

Τα μοιρολόγια της Πόταρη συνεχίζουν μια μακραίωνη παράδοση θρήνων στη λαϊκή και λόγια λογοτεχνία. Αυτή η παράδοση ξεκινά από τα ομηρικά μοιρολόγια της Εκάβης και της Ανδρομάχης, συνεχίζει με τα ταφικά επιγράμματα και τα ελεγεία της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου, στη συνέχεια με τα βυζαντινά ανακλήματα και τα δημοτικά μοιρολόγια, φτάνοντας μέχρι τον «Τάφο» του Παλαμά, τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου και τη σύγχρονη ποίηση2. Πάνω σ’ αυτή την παράδοση εδράζεται η ποίηση της Πόταρη και αξιοποιεί τα μοιρολόγια, έναν τελετουργικό θρήνο με έντονα παραστασιακά στοιχεία.

Η σχέση των θρήνων της Πόταρη με τα δημοτικά μοιρολόγια δεν εξαντλείται μόνο σε ορισμένες εξωτερικές ή τεχνοτροπικές ομοιότητες. Υπάρχει και μια κατ’ ουσίαν συνάφεια περιεχομένου και νοήματος. Τα μοιρολόγια της Πόταρη προσεγγίζουν τον θάνατο μέσα από την κοσμοθεωρία της δημοτικής μας παράδοσης. Καταρχάς, όπως και στα δημοτικά μοιρολόγια, έτσι και στους θρήνους της Πόταρη ο Χάροντας παρουσιάζεται παντοδύναμος και ανίκητος. Προσωποποιείται συχνά ως ένας μαύρος καβαλάρης, άσχημος, γερασμένος, στον αντίποδα της ομορφιάς και της ζωής. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να τον νικήσει ή να τον ξεγελάσει. Ο θάνατος είναι το άφευκτο πεπρωμένο όλων μας.

–Μάνα μου μην παρακαλάς και μη μαλλιοτραβιέσαι

ο Χάροντας με νίκησε κι εσύ να μη χαλιέσαι

μαύρο λιθάρι ρίξαμε, δέκα οργιές το φτάνω

κι ο μαυροχάρος έριξε, το φτάνει δεκαπέντε

κι απέ μαζί παλέψαμε στο ξερολίθι απάνω

κι ο Χάροντας με ξέζωσε και το σπαθί μου χάνω

(Του Ηλία Μαυρομιχάλη, σελ. 56)

Εντούτοις, αυτή η παντοδυναμία του θανάτου δεν τρομάζει. Ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την τελεσίδικη μοναξιά του, την οριστική διακοπή της επικοινωνίας ανάμεσα στον νεκρό και τον πάνω κόσμο. Την παραδέχεται με γενναιότητα, χωρίς ηττοπάθεια και παραίτηση. Σε πολλούς θρήνους μάλιστα ο άνθρωπος πολεμά τον θάνατο μέχρι εσχάτων, ενώ σε άλλους φαίνεται τόσο εξοικειωμένος με την αποδημία του, ώστε την προετοιμάζει επιμελώς, σαν να πρόκειται να φύγει για ένα οποιοδήποτε ταξίδι ή σαν να πηγαίνει σε αρραβώνα και γάμο.

–Γω πάω στον αρρεβώνα μου, γω πάω στον καλό μου

στο σπίτι το νυφιάτικο να στρώσω το προικιό μου

ν’ αλλάξω τ’ άσπρο νυφικό, να στολιστώ στα μαύρα

ψωμί να βγάλω και κρασί σ’ αραχνιασμένη τάβλα

τα πανεθύρια μου κλειστά κι η πόρτα αμπαρωμένη

ήλιος να μη με ματαϊδεί, στη μαύρη γης χωμένη

(Της Λένης, σελ. 51)

Ο φυσικός κόσμος δε στέκει αμέτοχος στον ανθρώπινο θρήνο. Στο ποιητικό σύμπαν της Πόταρη και της λαϊκής μας παράδοσης η φύση συμμετέχει, συμπάσχει και αντανακλά τον ανθρώπινο πόνο. Άλλωστε, η φύση στο δημοτικό τραγούδι δεν αποτελεί αντικείμενο προς χρήση και εκμετάλλευση. Είναι οργανικά συνδεδεμένη με τη λαϊκή ψυχή και την καθημερινότητα των ανθρώπων. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο που στο δημοτικό τραγούδι τα άψυχα αποκτούν ζωή και συμπεριφέρονται ως άνθρωποι.

Οι ουρανοί μαυρίζουνε, τα σύγνεφα στενάζουν

οι στέρνες ξεραθήκανε κι οι νερομάνες βράζουν

ο ήλιος εσκοτείνιασε και το φεγγάρι εκρύβη

τ’ άνθια εμαραθήκανε και το αηδόνι εθλίβη

(Της Λένης, σελ. 51)

 

 

Στους θρήνους –ίσως πιο εμφατικά σε σχέση με άλλα είδη ποίησης- αντιπαραβάλλεται η ασχήμια του θανάτου με την ομορφιά της ζωής. Ο πένθιμος πόνος αποτελεί την αναγκαία συνθήκη, για να φωτιστεί πιο έντονα το μεγαλείο της ζωής. Οι θρήνοι της Πόταρη αναδεικνύουν την υπόρρητη ελπίδα που μετριάζει τη θλίψη, την υπόσχεση δηλαδή ότι η λεβεντιά, η τιμή κι η ομορφιά παραμένουν και μετά τον θάνατο, καθώς αποτελούν, σε πείσμα της φθοράς, την αναγκαία μαγιά στην ατομική και συλλογική μνήμη, για να συνεχίσει η ζωή.

–Κόρη μου και πεντάμορφη και χρυσοθυγατέρα

μην κλαίς και μην οδύρεσαι ετούτη την ημέρα

το παληκάρι αθάνατο θα ζει στα κορφοβούνια

και η θανή του θα γεννά της λεβεντιάς τραγούδια

θα τονε πάρει το βουνό λαμπρό χρυσαετό του

να λιάζει τα φτεράκια του, να λέει τον καϋμό του

(Του κλέφτη, σελ. 57)

Η ποίηση της Πόταρη στο σύνολό της θέτει δύο ενδιαφέροντα ζητήματα. Το πρώτο αφορά στην ποιητική διαπραγμάτευση του θανάτου. Η Πόταρη μας υπενθυμίζει τη γενναία στάση των δημοτικών μας μοιρολογιών απέναντι στον Χάροντα, με αξιοπρέπεια, γενναία παραδοχή του ανέκκλητου τέλους και διαρκή ανάμνηση της ζωής. Το δεύτερο ζήτημα αφορά στη λειτουργία του παραδοσιακού στίχου στη σύγχρονη ποίηση. Θεωρώ ότι η μαθητεία στην παραδοσιακή στιχουργική έχει να μας προσφέρει πολλά ως προς την καλλιέργεια του ρυθμού και της αναγκαίας ποιητικής οικονομίας στην έκφραση. Ο παραδοσιακός στίχος δεν ξόφλησε. Περιμένει τους ποιητές να τον μελετήσουν, να πειραματιστούν μαζί του και να του δώσουν ένα καινούριο περιεχόμενο, ώστε να μη μοιάζει μουσειακό κατάλοιπο μιας ποιητικής του παρελθόντος. Για την Πόταρη, που έχει αυτή τη μοναδική βιωματική σχέση με το δημοτικό τραγούδι, οι πειραματισμοί με τον παραδοσιακό στίχο αποτελούν έναν δρόμο για την ίδια στην Ποίηση. Οψόμεθα.

 

 

  1. Καψωμένος, Ε. (2008). Δημοτικό τραγούδι: μια διαφορετική προσέγγιση. Αθήνα: εκδόσεις Πατάκης.
  2. Μότσιος, Γιάννης (2000). Το ελληνικό μοιρολόγι. Αθήνα: εκδόσεις Κώδικας.

 

 

* Ο Γιώργος Δελιόπουλος είναι ποιητής.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top