Fractal

✔ Προδημοσίευση: «Ο Αρχίλοχός του» – Ιστορικό μυθιστόρημα του Γρηγόρη Τεχλεμετζή

 

texl2Το πρώτο κεφάλαιο, σε δίγλωσση μορφή (Ελληνικά-Αγγλικά), του ιστορικού μυθιστορήματος Ο Αρχιλοχός του, του Γρηγόρη Τεχλεμετζή, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης τον Ιούνιο του 2016. Η έκδοση θα γίνει στην ελληνική γλώσσα.

 

 

Ο ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ ΤΟΥ

Ποιος λοιπόν δαίμονας και με ποιον χολιασμένος;(3)

 

Α΄

 

Το πλοίο γλίστραγε στα νερά, που στραφτάλιζαν ακύμαντα ανάμεσα στις φαλακρές, ξυρισμένες από αιγαιοπελαγίτικους ανέμους Κυκλάδες, την πρωινή καλοκαιρινή αυγούλα, ενώ εκείνος στεκόταν όρθιος, γυρτός στο παραπέτο του καταστρώματος, στην πλώρη, κρατώντας ημυπαράλυτα με το ένα χέρι το ποτήρι του κρασιού του και με το άλλο μια μικρή φέτα ψωμί. Ένα ελαφρό αεράκι μέριασε απ’ το πρόσωπό του τα μακριά μαύρα μαλλιά, που ανέμιζαν παράλυτα φίδια, και φώλιασε στα γένια του, ενώ ο λεπτός χιτώνας του παραμέρισε, καθώς ήταν συγκρατημένος στην αριστερή του ωμοπλάτη με περόνες, ξεσκεπάζοντας το δεξί του στήθος, που ανατρίχιασε στην πρωινή δροσούλα.

Το πρόσωπό του μελαχρινό, ηλιοκαμένο, μόνιμα τεντωμένο, με τα σαρκώδη μέρη του σφιχτά κολλημένα στις θέσεις τους, καμπυλωτά εξογκώματα, και με μια γκριμάτσα έντασης διαρκώς αποτυπωμένη πάνω τους. Έμοιαζε με καρικατούρα αστείου ρόλου, παρά με έναν άνθρωπο σε καθημερινά φυσιολογική κατάσταση, παρόλο που ήταν πιο εξαντλημένα αποφορτισμένος από ποτέ.

Έφερε το ξεροκόμματο στο στόμα, μασούλισε το ψωμί και μερικά ψυχούλα λέρωσαν τα γένια του ένα γύρω. Σκουπίστηκε με το ανάστροφο της παλάμης κι ασυναίσθητα ακούμπησε το χείλος της κούπας κρασιού στο στόμα του. Λεία αίσθηση ένοιωσε στα ξεραμένα του χείλη και ξηρός παριανός οίνος έκαψε τη γλώσσα του. Ήταν επίτηδες ανέρωτος. Μια αυγινή αχτίδα λόγχισε τα μάτια του. Η ώρα του φωτός πλησίαζε.

Ήθελε να πιεί, να ξεχάσει, να αφήσει. Δεν είχε τίποτα πια πίσω του παρά μόνο συντρίμμια, αποτυχίες και μερικά γέλια φίλων σε συμπόσια και γιορτές, που σκόρπισαν ανεπιστρεπτί, μαζί με τις επευφημίες που σίγασαν. Η μόνη περιουσία του το δόρυ, η ασπίδα, ένα ασκί για το κρασί του και λιγοστοί πάπυροι, που με φειδώ χρησιμοποιούσε, για να γράφει κάποια ποιήματα, όταν πίστευε ότι επιτέλους είχαν κατασταλάξει.

Η οργή από τον κατεστραμμένο αρραβώνα του με τη Νεοβούλη είχε πλέον κοπάσει, μετά από τα θυελλώδη συμβάντα και τις εκτροπές του με την αδελφή της. Μια θλίψη την είχε υποκαταστήσει, γιατί δεν περίμενε η ποιητική οργή του, με τα καυστικά κοροϊδευτικά στιχάκια του, που τα εκφωνούσε σε κάθε γωνιά της αγοράς ή στα πανηγύρια, να είχαν τόσο μεγάλη και φοβερή δύναμη, ευχή και κατάρα της εύνοιας των Μουσών. Η ατμόσφαιρα ήταν πηχτή, εξοργίστηκαν εχθροί και φίλοι, τον κοιτούσαν με μισό μάτι σαν απόβλητο, με σφιγμένα, αποστραγγισμένα πρόσωπα.

Ήταν και αυτή η αθεράπευτη μανία του να λέει ωμά την αλήθεια. Βέβαια πάντα περιφρονούσε τη γνώμη του κόσμου, άλλωστε το είχε απαγγείλει με περίσσια ανακουφιστικό ύφος στο φίλο του:

Αισιμίδη, κανένας που νοιάζεται για τους ψόγους του κόσμου

δεν θ’ απολαύσει και πάρα πολλά πράγματα.(4)

και ’συ απ’ τους φίλους κρεμάστηκες(5), του ανταπάντησε καρφώνοντας τη φράση στο μυαλό του.

Γιατί του έκαναν πλέον τη ζωή δύσκολη, κάτι που είχε αρχίσει με τη γενικότερη κακοκεφιά, που ξίνιζε τα συμπόσια και δηλητηρίαζε τις φιλίες. Μόνο να φύγει δεν του λέγανε, γιατί πού θα βρίσκανε τέτοιον διασκεδαστή; Όταν γέλαγαν ξεχνούσαν τα πάντα. Ό,τι και να έλεγε τον συγχωρούσαν. Μόνο εκείνος που τον προσέβαλε σκωπτικά εξοργιζόταν, αλλά σύντομα στρεφόταν στον επόμενο, για να γελάσει και ο προηγούμενος με τη σειρά του.

Μετά όμως από τόσο καιρό είχαν αρχίσει όλα να τα σκέφτονται, γιατί λέγε-λέγε κάτι έμενε σαν μομφή, κι όλα συσσωρεύονταν αχώνευτα στο στομάχι τους, με κουβέντες που ήταν έτοιμες να του τις πετάξουν κοτρώνες στο κεφάλι και, το σημαντικότερο, τον δυσκόλευαν στο να τους συγχρωτίσει με τα στιχάκια του και του κατέστρεφαν την τέχνη του, το πιο σημαντικό πλέον πράγμα στη ζωή του.

Ήρθε και η συμφορά εκείνης της αιφνίδιας ανοιξιάτικης μπόρας, που βρήκε μεσοπέλαγα τον γαμπρό του Περικλή και τους καλούς του φίλους, ενώ γυρνούσαν από τη Μίλητο(6).

Ο Τρίτωνας φύσηξε μανιασμένος μέσα στα κοχύλια του· βροντερά σάλπισαν εκείνα, τρομάζοντας το πλήρωμα, που πανικόβλητο έτρεχε να μαζέψει τα πανιά. Ίσα που πρόλαβαν, μα μαύρισε ξαφνικά ο ουρανός, χόχλασε αφρίζοντας η θάλασσα και τρομερή αντάρα σήκωσε κύματα βουνά. Αναποδογύρισε το πλοίο σαν καρυδότσουφλο κι τους κατάπιε ο μαύρος βυθός.

Άκαυτα γύριζαν τα πτώματά τους στο μυαλό του, ξερασμένα σε ακροθαλασσιές, πασπαλισμένα με αλμύρα και φύκια της φουρτούνας. Ακόμα και ο Κοίρανος που γλύτωσε, λέει, καβάλα σε ένα δελφίνι, ελάχιστα θυμόταν στην ταραχή του(7). Έτσι κι αλλιώς, μισοαναίσθητος και αλλοπαρμένος που βρέθηκε, σε μια σπηλιά σε ένα κοντινό νησί, ελάχιστη βάση στα λόγια του μπορούσες να δώσεις.

Όσο και να τους θρήνησε, γυρνώντας σαν χτικιό, στα βράχια και στις ακρογιαλιές, με στραβοκομμένα άχαρα τα μαλλιά του(8), ελπίζοντας να αντικρύσει κάτι στον ορίζοντα· όσο και να τους τραγούδησε στις ελεγείες του, παρηγορώντας θλιμμένους φίλους και συγγενείς σε συμπόσια, μήπως και τους φτιάξει τη διάθεση, τους ξυπνήσει τη χαμένη σπίθα για διασκέδαση και μπορέσει να κάνει τη δουλειά του(9) -που λέει ο λόγος-, τελικά δεν μπόρεσε να τους ξεχάσει. Τον έτρωγε το παράπονο, πώς ένας άντρας σαν τον Περικλή, επιδέξιος στο κουμάντο και στις μπόρες, δεν κατάφερε να τους σώσει και τους κατάπιαν τα κύματα, πετσοκόβοντάς τους στα απόκρημνα βράχια των ξερονησιών.

Παρόλο που υπήρχε η ποίηση να τον ηρεμεί, τα θυελλώδη συναισθήματά του λυσσομανούσαν ανεξέλεγκτα. Πόσα δεινά είχε ακόμα να του στείλει ο Απόλλωνας;

Ούτε το κρασί μπορούσε να τον γιάνει. Οι πόρνες του φαινόντουσαν αισχρές, χιλιοπηδηγμένες κουρούνες(10), με ξεχειλωμένα αιδοία και πρωκτούς, που μόνο για λίγο τραβούσαν τον πόθο του. Μετά επέστρεφε η σιωπή, η αηδία και η παρακμή, αναμιγμένες με το ανέκφραστο πρόσωπό τους και την ολοκλήρωση που της απαξίωνε και έμοιαζε με μικρό θάνατο.

Τις κορόιδεψε με περίσσια ειρωνεία, στο περιπαιχτικό ποίημα του για την πόρνη, που με κόπους και πόνους μάζευε χρόνια τις οικονομίες της και στο τέλος κατέρρευσε το έντερό της ξεσκισμένο(11). Βλέπεις ήθελε να αποφύγει δυσάρεστες εγκυμοσύνες -όπως συνηθιζόταν- και την πάτησε. Η ματαίωση κι η αηδία μετουσιώθηκε -με την ψυχολογική του άμυνα- σε εικόνες γκροτέσκο, αναμιγμένου οίκτου, γέλιου και κρυφής λαγνείας.

Έτσι ζούσε τις στιγμές, με ήχους ποιημάτων και μέσα από τα ποιήματα, κυριεύοντάς τον ο ρυθμός τους, που πλέον τον εξωθούσε μακριά.

Μόνο μπροστά λοιπόν του έμενε να πάει. Στην αποικία στη Θάσο, που κάποτε ίδρυσε ο πατέρας του Τελισικλής και συγκέντρωνε τις τελευταίες ελπίδες του για ένα καλύτερο αύριο.

Συνέτυχαν και οι περιστάσεις, με την ομάδα αποίκων που ετοιμαζόταν, μαζεύοντας συμμετοχές, από φτωχούς, άκληρους, δευτερότοκους και φιλόδοξους, που ένα πρωί μαζεύτηκαν στην προκυμαία, δίνοντας βαριούς όρκους και κάνοντας θυσίες, για αυτά που ζητούσαν, μα κυρίως γι’ αυτά που θα αφήναν πίσω τους οριστικά, υπό το αυστηρό βλέμμα θεών και κατοίκων του νησιού(12). Αλλά αυτός  δεν ήθελε πολλά, ούτε δόξα, ούτε πλούτη και τιμαλφή, ούτε εξουσία να διατάζει άμοιρους στρατιώτες, που όσο ήταν δίπλα του θα τον έτρεμαν και θα τον τιμούσαν πονηρά σαν φίλο, άλλα όταν έφευγε θα τον κατέκριναν κοροϊδευτικά και θα τον έβριζαν ξεσπαθώνοντας.

Μόνο ένα σπιτάκι αναζητούσε, ένα ζεστό παραγώνι, μια όμορφη σκλάβα να τον ποδένει το πρωί με τα λευκά χεράκια της, για να κινήσει για το χωράφι του, παρέα με τους υποτακτικούς, ενώ το σούρουπο σε σπίτια φίλων να σκαρώνει στιχάκια, πειράζοντας τους πάντες, γελώντας χορτάτος κι ευτυχισμένος.

Γι’ αυτά ήταν έτοιμος να πολεμήσει με βάρβαρες φυλές, δίπλα στους συμπολίτες του και το φίλο του το Γλαύκο, καθώς με την ασπίδα θα προστάτευε στιβαρά και αποφασιστικά την αριστερή του πλευρά, στην πυκνή τους φάλαγγα, σύμφωνα με τις νέες αποτελεσματικές τεχνικές, γιατί τον φίλο του τον αγαπούσε και μόνο αυτός και λιγοστοί άλλοι του είχαν απομείνει αποκούμπι στην πορεία προς το άγνωστο.

Δύο δελφίνια πήδησαν ένα στάδιο περίπου παραπέρα στη θαλάσσια μαρμαρυγή και ’μοιαζαν χαρούμενα και παιχνιδιάρικα στην ολογάλανη εωθινή ξαστεριά. Έπρεπε να είναι ευτυχισμένος. Η απόφαση είχε παρθεί. Πήγαινε μπροστά. Μόνο μπροστά!

 

hw

 

The first chapter, in bilingual version (Greek-English), the historical novel His Archilochus, by Gregory Techlemetzi, that is going to be released by Gavrielides publications in June 2016. The publication is going to be in Greece.

 

HIS ARCHILOCHUS

Which demon and angry with whom? (3)

 

Α΄

 

The ship was slipping into the water, which was shining calm among Cyclades that were bald, shaved by Aegean winds, during summer dawn, while he was standing, bent onto the railing of the deck, at the bow, holding without power with one of his hands a glass of wine and with the other a small slice of bread. A slight breeze removed from his face his long black hair that were waving as paralyzed snakes, and nested into his beard, while the thin tunic went aside, as he was restrained in his left shoulder with pins, exposing the right breast, which shivered in the morning dew.

His face of dark, suntanned, permanently stretched, with its the fleshy parts solidly attached at their position, curved ribs, having a grimace of intensity continuously imprinted on them. He looked more like a caricature of a funny role, rather than a man in everyday normal state, although it was more exhaustively discharged than ever.

He brought the stale food at his mouth, he chewed his bread and some bits stained his beard. Wiped himself to the inverse of his palm and unconsciously touched the lip of the cup to his mouth. He felt a smooth sensation to his parched lips and the dry wine of Paros burnt his tongue. It was deliberately neat. A dawn’s shine speared his eyes. The time of first light was close.

He wanted to drink, to forget, to let go. He had nothing behind him anymore, but only debris, failure and some friends’ laughter in consortia and feasts, which were scattered irreversibly along with all the cheering that stopped. His only belongings were his spear, his shield, his sack of wine and a few scrolls, so sparingly used, to write down some poems, when he believed that finally they have settled in.

His rage from the devastated engagement with Neovouli, followed by the stormy events and diversions with her sister, abated at last. A grief substituted it, because he never expected his poetic rage, with the jokingly caustic verses, which he announced in every corner of the agora or in festivals, to have so great power, a blessing and a curse of the Muses’ favor. The atmosphere was dense, both friends and enemies were furious, they stared at him with half eye like a waste, with their tense and drained faces.

And it was this incurable mania of his to tell the truth bluntly. He despised the opinion of the others of course, he had even recited it with an excess comforting style to his friend:

Aisimides, no one caring for the accusations of the others

will he ever enjoy many things. (4)

even you were hanged (5) by your friends he answered keeping this phrase into his mind

Because they have made his life difficult, begun with the general misery which was destroying the consortia and was poisoning the friendships. The only thing that they didn’t tell him was to leave, because where in earth would they find such an entertainer? When they were laughing they were forgetting everything. They were forgiving him no matter what he was saying. Only the one who was offended so uncharitably by him was outraged, but soon enough he was directing to the next one, so that the previous could laugh on his turn.

But after all this time they had begun to think everything, because with all these talking something was left as an impeachment, and all accumulated indigested to their stomachs, with words that were ready to be thrown like rocks onto his head and, most importantly, it was difficult for him to bring them together with his poems and they ruined his art, the most important thing in his life.

And the calamity of that sudden spring storm that found in the middle of the sea his brother-in-law, Pericles, and his good friends while returning from Miletus came along(6).

Triton blown furiously within the shells; they trumpeted thunderously, scaring the crew, who ran in panic to pick up the sails. They were barely on time, but suddenly the sky darkened, the sea flowed frothy and a terrible storm lifted waves so enormous like mountains. It turned the ship upside down like a nutshell and the dark bottom swallowed them.

Their bodies turned unburned in his mind, stranded at seashores, sprinkled with sea salt and algae from the storm. Even Koiranos that was saved , as he says, by riding the back of a dolphin, few he remembered in his turmoil(7). In any case, as he was found half-unconscious and socked, in a cave on a nearby island, you could give little attention to his words.

No matter how much he lamented, cruising as a shagged person, on the rocks and the beaches having his hair askew and inelegant (8), hoping to face something on the horizon;no matter how much he sang in his elegies for them, consoling grieving friends and relatives in consortia, to cheer them up, to awaken the lost spark for fun and be able to do his job (9) – so to speak – finally he could not forget them.
He could not find the reason why someone like Perikles, competent in sailing and familiarized with bad weather, didn’t manage to save them and they were all “swallowed” by the sea, pounded away at vegetated sea cliffs of desert islands.

Even though he was having poetry to calm down, his tempestuous feelings were raging uncontrollably. How much misery would Apollon send him?

He could not find the remedy not even at wine. Prostitutes seemed shameless, as crows laid for a thousand times(10), having over stretched vaginas and anus, which could only briefly take his lust. Then returned the silence, disgust and decay, blended with the inexpressive face and the completion that frustrated them and looked like a small death.

He fooled them with excess irony in his mocking poem about the prostitute, who was saving money after many years’ labors and pains and finally had her torn gut collapsed(11). You see she wanted to avoid unwanted pregnancies – which used to be the case at that time – and she made a mistake. The frustration and disgust were denatured – with his psychological defense –  in grotesque images, a combination of pity, laughter and concealed lust.

In that way he was living, with the sounds of poems and through poems, captured by their rhythm, which was pushing him away.

He had no other choice but to go ahead. In the colony in Thassos, founded in the past by his father Telisiklis. There he was hoping to find a better tomorrow.

The circumstances, with the settlers group who were preparing, collecting contributions from the poor ones, the landless, secondborns and ambitious, who were gathered one morning at the wharf, giving strong vows and made sacrifices for those they were asking, but mainly for those they would leave definitively behind, under the strict glance of gods and the residents of the island (12). But he was not asking many things, neither glory, nor wealth and valuables, nor power to order hapless soldiers, who as long they would be next to him they would tremble and honor slyly him as a friend, but when he would leave they would criticize him mockingly and they would boldly curse him.

The only thing he was looking for was a house, a cozy fireplace, a beautiful slave to dress him up in the morning with her white hands, in order to go to his field, along with his minions, while in the dusk he would go to friends’ houses to improvise verses, teasing everyone, laughing full and happy.

So these things he was ready to fight against barbarian tribes, alongside fellow citizens and his friend Glaucus, as using his shield he would protect robustly and decisively his left side, in their dense phalanx, according to the new effective techniques, because he loved his friend and he had only him and some others as shelter against the unknown.

Two dolphins jumped one stadion away into the silent sea and looked happy and playful at the blue dawn clear sky. He had to be happy. The decision was taken. He was going ahead. Only ahead!

 

Translated by S. Manolakou

(DeskNET Translations Center)

 

 

 

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Τι θέλει ο Αρχίλοχος από τον Δημήτρη; Γιατί τον επισκέπτεται στα όνειρά του; Γιατί γεγονότα και εικόνες από μια απόμακρη εποχή έρχονται ανεξέλεγκτα στο μυαλό του; Μήπως τρελάθηκε;

Εκδικούνται τα όνειρα;

Ένα ιστορικό μυθιστόρημα, για τη γοητευτική φυσιογνωμία του ποιητή Αρχίλοχου, με φόντο το Αιγαίο και την πολυτάραχη, αποικιακή Αρχαϊκή εποχή.

Καινοτόμος, τολμηρός, απόλυτα ως ανεπίτρεπτα ανθρώπινος, σκωπτικός, ηδονιστής, βλάσφημος, εκδικητικός, άγαρμπα ειλικρινής,  χωρίς να νοιάζεται για την υστεροφημία του, θέλοντας μόνο να ζήσει απολαμβάνοντας την κάθε στιγμή, γεμάτος κέφι και ζωντάνια, σατίρισε την αριστοκρατική τάξη και τα ιδανικά της κι έστρεψε την ποίηση στον ψυχικό κόσμο του καθημερινού ανθρώπου.

Ερωτεύτηκε, απογοητεύτηκε, πολέμησε, αγαπήθηκε και μισήθηκε, παραδίδοντάς μας ένα αδρό και σφριγηλό έργο.

Ταυτόχρονα, ο εγκλεισμός του ανθρώπου στις επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις και η καταπλάκωση των δυνατοτήτων, των ονείρων και των επιθυμιών του, ακολουθώντας τους σύγχρονους κοινωνικούς ρυθμούς και απαιτήσεις.

Ένα βιβλίο με ποικιλία τρόπων γραφής, που αφομοιώνει παρελθόν και παρόν, δημιουργώντας ένα ενιαίο και ταυτόχρονα αντιφατικό κλίμα.

 

Το βιβλίο περιέχει 177 χρήσιμες παραπομπές.

 

texl1

 

Σύντομο Βιογραφικό: Ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής γεννήθηκε το 1968. Σπούδασε θετικές επιστήμες. Συμμετείχε στην Ανθολογία Αντώνης Σαμαράκης β’ (Καστανιώτης 2004). Συνεργάστηκε με πολλά Λογοτεχνικά περιοδικά. Το μυθιστόρημά του με τίτλο Αφιερωμένο στην Έλενα εκδόθηκε από τις εκδόσεις Ηριδανός το 2007. Η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Η όψη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Από το 2011 διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Ο Σίσυφος. Ασχολείται επίσης με το δοκίμιο για τη λογοτεχνία (ποίηση και πεζογραφία). Έχει επιμεληθεί, μαζί με τον ποιητή Κώστα Ριζάκη, τα αφιερώματα του Σίσυφου για τη Λεία Χατζοπούλου Καραβία, τον Τάσο Πορφύρη, την Έρση Λάγκε, τον Διονύσιο Μαγκλιβέρα, τη Γιώτα Αργυροπούλου και την Έλσα Κορνέτη. Συμμετείχε με κείμενά του σε αφιερώματα πολλών περιοδικών ή συλλογικών εκδόσεων. Διατηρεί τα blogs www.tehlemetzis.blogspot.gr & www.osisyfos.blogspot.gr  (tehlemetzis@gmail.com)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top