Fractal

Διήγημα: “Αρχές Αυγούστου”

Της Μορφούλας Καρφάκη // *

 

 

 

Στον φάρο μου άρεσε να πηγαίνω από μικρό παιδί πάντα ήταν η πόρτα ανοιχτή για μένα, βλέπετε ο νονός μου ήταν ο φαροφύλακας του μικρού χωριού μας. Ξένος ήταν δεν ήταν απ τα μέρη μας μα αγάπησε το χωριό μας όσο κανείς άλλος.

Τα καλοκαίρια μου τα περνούσα εκεί, μόλις τελείωνε το σχολείο πετούσα την τσάντα και έτρεχα στον φάρο. Έτρεχα να φτάσω λες και δεν θα με περίμενε λες και θα έφευγε. Λαχανιασμένος έφτανα στην σιδερένια πόρτα, απ’ το κουζινάκι ακουγόταν το ραδιόφωνο που έπαιζε τραγούδια της εποχής. Ο νονός μου ελεύθερος ακόμα δεν είχε γνωρίσει την γυναίκα του, έκανε όλες τις δουλειές μόνος του μαγείρευε, έπλενε, σκούπιζε φρόντιζε τον φάρο σαν παιδί.

Οι υπόλοιποι άντρες του χωριού τον κοίταζαν με ένα μάτι και κουνούσαν το κεφάλι τους. Έλεγαν άντρας είν’ αυτός ή νοικοκυρούλα τόσα ήξεραν όμως τόσα έλεγαν.

Τώρα πια είμαι σίγουρος ότι τον ζήλευαν γιατί ήταν κάτι που αυτοί δεν θα γίνονταν ποτέ αληθινός άνθρωπος. Το πέμπτο καλοκαίρι του έφυγε για δεκαπέντε μέρες σε άδεια….τον αντικατέστησε ένας άλλος υπάλληλος της υπηρεσίας πάρα πολύ σοβαρός και ακατάδεκτος με όλους. Ήταν οι χειρότερες δεκαπέντε μέρες μου αυτές, δεν πάτησα το πόδι μου στον φάρο αλλά ήμουν συνέχεια στην στάση του λεωφορείου να περιμένω μπας και τον δω φτάνει.

Οι δεκαπέντε μέρες πέρασαν και ο νονός μου δεν φαινόταν με είχαν ζώσει τα φίδια. Αποφάσισα να μιλήσω στον πατέρα μου που ήταν απ τους καλύτερους φίλους του αν ήξερε που είχε πάει αν ήταν καλά και αν θα γύριζε πίσω σε μας.

-Ο νονός σου φτάνει αρχές Αυγούστου με την γυναίκα του, παντρεύτηκαν στην Αθήνα με ταχύτατες διαδικασίες.

-Τι θες να πεις πατέρα …με ταχύτατες διαδικασίες;

-Φοβήθηκε μην χάσει την νύφη μου είπε και έβαλε τα γέλια. Τον κοίταξα παραξενεμένος δεν μπορούσα να βγάλω άκρη, μα να κάνει γάμο και να μην μας πει τίποτα να μην μας καλέσει;

Ούτε ξέρω πως πέρασαν οι μέρες μέχρι να έρθει ο Αύγουστος. Ένα μεσημέρι εκεί που τρώγαμε χτύπησε το τηλέφωνο και η μητέρα μου πήγε στο σαλόνι να απαντήσει έφτασε χαμογελαστή μέσα σε λίγα λεπτά.

-Αντώνη είπε στον πατέρα μου να κατεβείς στην χώρα να πάρεις το καλύτερο αρνί αύριο φτάνει ο Γιάννης με την γυναίκα του αυτός ήταν στο τηλέφωνο. Μου είπε να πάω να συμμαζέψω τον φάρο αν μπορώ .

Τινάχτηκα πάνω σαν να με χτύπησε ρεύμα. Το πιάτο μου με όλο το φαγητό έπεσε κάτω. Δεν με μάλωσε όμως κανείς. Πήγα την επόμενη μέρα μαζί με την μητέρα μου και κάναμε φασίνα ο αγέλαστος και ακατάδεκτος φαροφύλακας δεν ήταν εκεί. Πάλι καλά.

Με ξύπνησαν τα κατσαρολικά που έπεφταν απ τα χέρια της μάνας μου. Σηκώθηκα και πήγα αμέσως στην κουζίνα απ’ την αγωνία της να τα προλάβει όλα τα έριξε κάτω κρεμμύδια ντομάτες τηγάνια κουτάλες που τώρα κυλούσαν στο πάτωμα. Μου χαμογέλασε και μου ζήτησε συγνώμη που με ξύπνησε.

-Δεν πειράζει μάνα της είπα θα σε βοηθήσω και μετά θα ετοιμαστώ κι εγώ, έτσι έγινε το τραπέζι είχε στρωθεί ήμασταν όλοι έτοιμοι καθαροί και συγυρισμένοι.

Το σπίτι μας έλαμπε η μάνα μου έτρεχε μέσα-έξω να δει μήπως είχε ξεχάσει κάτι. Ήταν όλα εντάξει η ώρα ήταν δύο παρά το μεσημέρι ο πατέρας πήγε στην στάση να πάρει τον νονό μου με την γυναίκα του. Σε δέκα λεπτά το πολύ θα ήταν εδώ. Το σπίτι μας ήταν κοντά στην πλατεία και δεν θ αργούσαν. Μα το δεκάλεπτο πέρασε και η ώρα είχε πάει τρεις παρά τέταρτο. Η μάνα μου ανησύχησε όπως και εγώ και μου είπε να πάω να δω τι γίνεται και να τους φωνάξω στο σπίτι μας. Μάλλον θα είχαν σταματήσει στο καφενείο να τους κεράσει τσίπουρο ο πρόεδρος ή ο παπάς.

Έτρεξα όπως μου είπε τα πόδια μου πήραν φωτιά και σε πέντε λεπτά είχα φτάσει στην πλατεία, δεν είχε κόσμο καθώς ήταν μεσημέρι και οι περισσότεροι ήταν στα σπίτια τους για φαγητό. Μπήκα μέσα στο καφενείο διστακτικά εκεί είδα μια μεγάλη παρέα. Ο δάσκαλος ο πρόεδρος, ο παπάς, ο πατέρας μου δυο -τρείς γείτονές μας και στην κορυφή του τραπεζιού ο νονός μου με λευκό πουκάμισο ανοιχτό στο στήθος να γελάει και να αγκαλιάζει την γυναίκα του. Η γυναίκα του η Αγνή όπως μου συστήθηκε αργότερα ήταν μια κούκλα χαμογελούσε στον νονό μου και τα μάτια της έλαμπαν.

Είχε μακριά μαύρα μαλλιά που τα είχε πιάσει στο πλάι μ’ ένα τσιμπιδάκι που είχε πάνω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Το ελαφριά μαυρισμένο πρόσωπό της σε συνδυασμό με τα μαύρα γεμάτα καλοσύνη μάτια της σε κέρδιζε αμέσως. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα και όποτε σήκωνε το ποτήρι της να ευχηθεί, έπεφτε η τιράντα και κάθε τόσο την σήκωνε. Πήγα τους χαιρέτησα και τους αγκάλιασα. Ο πατέρας μου με πήρε αγκαλιά και κάθισα στα γόνατά του. Με κέρασαν μια βυσσινάδα και όταν έκανα να πιω την πρώτη γουλιά άνοιξε η πόρτα του καφενείου και μπήκε μέσα ο αγέλαστος και ο ακατάδεκτος φαροφύλακας.

-Πέρασα να σας ευχηθώ κι εγώ και να πιω ένα ποτήρι στην υγειά σας είπε και κοίταξε με ένα επίμονο βλέμμα την Αγνή. Εκείνη ακούμπησε ενστικτωδώς πάνω στον νονό μου και του έπιασε το χέρι. Δεν την άρεσε αυτός ο άνθρωπος όπως σε κανέναν εκεί μέσα.

Αναγκαστικά και για να τον ξεφορτωθούν ήπιαν όλοι ένα ποτήρι μαζί του. Καθώς σήκωνε το ποτήρι του να πιεί είδα τα μάτια του γεμάτα ζήλεια και λαγνεία να κοιτάζουν την νονά μου. Δεν μου άρεσε καθόλου.

Δεν μιλούσε κανένας σηκώθηκα επάνω και είπα

– Να μας συγχωρείτε πρέπει να φύγουμε η μητέρα περιμένει σπίτι και το τραπέζι έχει στρωθεί από ώρα.

Όλοι σαν να ανακουφίστηκαν καρέκλες άρχισαν να κουνιούνται και να τρίζουν. Σηκώθηκαν όλοι απ την θέση τους και χαιρετήθηκαν. Χωρίς να το περιμένω ο πατέρας μου με πήρε αγκαλιά και με σήκωσε στον αέρα και καθώς μου έκλεισε το μάτι είπε

– Είσαι καλό παιδί και έξυπνο…….να το ξέρεις…..και μου έδωσε ένα φιλί.

Πήραμε τον δρόμο για το σπίτι με την νονά μου να μου χαϊδεύει το κεφάλι και να με ρωτάει για το σχολείο. Όμως ένιωθα τα μάτια αυτού του κακού ανθρώπου να μας τρυπάνε και ανατρίχιασα.

 

 

Η Μορφούλα Καρφάκη περπατάει ανάμεσα στα βιβλία και ταξιδεύει με τις ιστορίες….

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top