Fractal

Πέντε ποιήματα

Του Άρνολντ Α. Κίξονς (Arnold A. Keaxons) // *

 

 

 

 

Εργοστάσιο παραγωγής φρίκης

 

Στριγκλιές ακούγονται απ’ το όγδοο υπόγειο

Και ανεβαίνουν προς τα πάνω,

Τρέχουν στους ατσάλινους διαδρόμους

Και τις σκάλες,

Και φτάνουν στα μεγάφωνα,

Για να τις ακούσουν

Όλοι όσοι έχουν απομείνει

Σ’ αυτή τη γλοιώδη πόλη.

Νεκροζώντανοι υπάλληλοι πολυεθνικών

Παρακαλάνε για συγχώρεση

Το Χάρο,

Μα δεν είναι στη δικαιοδοσία του

Να κρίνει και να συγχωρεί.

Το δρεπάνι κατεβαίνει

Και κόβει όλους του λαιμούς

Και το αίμα εκτοξεύεται

Στην κοκάλινή του φάτσα.

Και τώρα οι νέοι εργάτες

Φοράνε την καινούρια τους στολή,

Και κατεβάζουν τους μοχλούς,

Και γυρνούνε τις βαλβίδες,

Και πατάνε τα κουμπιά,

Κι η μηχανή παράγει φρίκη.

 

 

Η προφητεία

 

Καρφιά τρυπάν τα σωθικά μου,

Πνίγομαι μέσα στο ίδιο μου το αίμα,

Και γελάω χαιρέκακα,

Γιατί ξέρω πως αυτό το αίμα

Θα τους πνίξει στο τέλος όλους –

Είναι όλα σχεδιασμένα.

Τρώτε, πίνετε, κοιμάστε,

Γαμιέστε και σπέρνετε απογόνους,

Ξερνάτε τ’ αντερά σας μες στις χέστρες σας,

Πλένετε τη μούρη με νερό,

Βουρτσίζετε τα κίτρινα σας δόντια,

Σκουπίζετε τον κώλο σας

Με χαρτί σχεδιασμένο ειδικά για κωλομέρια,

Και τραγουδάτε στις ντουζιέρες σας

ηλίθια σουξεδάκια.

Κανείς σας δεν έχει ιδέα,

Ούτε καν που το φαντάζεται,

Πόσος πόνος και πόση φρίκη

Πλησιάζει.

Ω κι όταν θα φτάσει η ώρα!

Όταν ο Πανικός κι ο Φόβος και η Βία

Θα ξεχυθούν στους δρόμους

Αυτής της άθλιας πόλης!

Τότε με τα πετσιά σας

Θα φτιάξουνε τσαντάκια

Και δερμάτινα μπουφάν,

Με τις τρίχες σας

Θα φτιάξουνε χορδές για τις κιθάρες τους,

Και μάλλινα πουλόβερ,

Και τα μάτια σας

Θα τα κάνουνε μπαλάκια για να παίζουν γκολφ,

Και τα πόδια σας μπαστούνια,

Και τα πνευμόνια σας

Θα τα γεμίσουν με νερό

Και θα τα κάνουν βάζα για λουλούδια,

Και τα αυτιά σας μενταγιόν,

Τ αρχίδια σας βραχιόλια,

Τα νύχια σας φακούς μυωπίας,

Τις καρδίες σας στολίδια

Για το χριστουγεννιάτικο τους δέντρο,

Και με το αίμα από τις φλέβες σας

Θα ζωγραφίσουνε τον νέο ήλιο

Που ανατέλλει.

 

 

Μέρα της κρίσης

 

Της κολάσεως μουνιά,

Μαύρα κοράκια

Με νύχια γαμψά,

Τριγυρνάνε μες στην πόλη μας

Και κουτσουλάνε τους πεζούς.

Στα πεζοδρόμια έχουν στήσει τις κρεμάλες

Και στον υπόνομο πετάν τα πτώματα,

Κι εκεί τα βρίσκουνε οι λίγοι ζωντανοί,

Τους κλέβουν τα ρολόγια,

Και τα τρώνε.

Στη χώρα μας πια δεν υπάρχουνε ποτάμια,

Μόνο πισίνες και υπόνομοι,

Γι’ αυτό και όταν βρέχει

Οι σταγόνες μυρίζουνε χλωρίνη και σκατά.

Αυτή η σκατίλα

Σημαίνει την άφεση αμαρτιών,

Την ύστατη ελπίδα λύτρωσης,

Και τώρα όλοι τρέχουνε γυμνοί,

Γυμνοί κι εκστασιασμένοι,

Και τραγουδάν τραγούδια της φωτιάς,

Του ανέμου, του θανάτου,

Και το σκηνικό γύρω είν’ κατακόκκινο,

Κι απ’ τον ουρανό πέφτουν ανθρώπινα μέλη,

Και γίνονται ένα με τους ζωντανούς,

Κι όλοι τώρα έχουν δέκα χέρια,

Δέκα πόδια, δέκα μάτια και αυτιά,

Και μοιάζουν σα μεταλλαγμένοι,

Και ανεβαίνουν πάνω στους σταυρούς,

Καρφώνονται μονάχοι,

Κλείνουν τα μάτια μην τα κάψει η φωτιά,

Και περιμένουν να ψοφήσουν.

 

 

Ουροβόρος

 

Σκίζει το δέρμα του,

Δαγκώνει μ’ όλη του τη δύναμη

Τις ανοιχτές πληγές του,

Και με τα νύχια σκαλίζει ζωγραφιές

Κι ακατανόητα σύμβολα

Επάνω στο κορμί του.

Διψάει και τα χείλη του έχουν ξεραθεί,

Και φτύνει στα τρύπια χέρια του

Μα ακόμα και το σάλιο του μοιάζει με άμμο,

Και μέχρι να το τρίψει στο καμένο σώμα του

Εκείνο έχει εξατμιστεί.

Ανοίγει το στομάχι του

Μπας και βρει λίγη αχώνευτη τροφή

Για να την ξαναφάει,

Μα το οξύ που χύνεται

Τον καίει κι άλλο και ουρλιάζει.

Τώρα πια βγάζει τα νύχια του,

Και με την άδεια σάρκα των δαχτύλων

Ξύνει τις ουλές του.

Τραβά τις τρίχες από το κεφάλι του,

Μούσια, μαλλιά και φρύδια,

Τις ξεριζώνει μία μία,

Και τις δαγκώνει με τα μαύρα δόντια του,

Και κείνες τυλίγονται στα ούλα,

Και σε μια στιγμή γίνονται σίδερο,

Κλωστές από ατσάλι, σύρμα,

Και του ξεσκίζουνε το στόμα του,

Το διαλύουνε και το γεμίζουν μ’ αίμα,

Αίμα ξερό και άνυδρο,

Αίμα σαν μπρούτζινο ποτάμι.

Και τώρα πάλι ουρλιάζει,

Ουρλιάζει, ουρλιάζει υστερικά,

Κι η φωτιά γύρω του καίει,

Και τρομάζει με τη θέα του κορμιού του,

Καταριέται τα δαιμόνια,

Κι αφού το βλέπει πως δεν έχει επιλογή,

Και πως η μνήμη δεν ξεχνιέται,

Κι ότι η ντροπή δε γίνεται να ξεπλυθεί,

Βουτάει τα χέρια του μες στις σχισμές

Και βγάζει τα ίδια του τα μάτια.

 

 

Νέο τελευταίο ξημέρωμα

 

Τοίχοι γκρεμίζονται λουσμένοι στο αίμα

και την πίσσα.

Κατσαρίδες σέρνονται κι αφήνουν πίσω τους

κομμάτια από σάπιες, φαγωμένες πέτσες,

νύχια και τρίχες και βρωμιές.

Ξέχειλες φάτσες κοιτούν άδειες το διάδρομο,

το διάδρομο που δεν έχει ούτε κερί να τον φωτίσει,

που τρέφει το σκοτάδι που γεννά τα τέρατα,

τα όντα με τα χίλια μάτια

και τις γλώσσες της φωτιάς.

Τίποτα δεν έχει μείνει πια εδώ.

Καμιά μορφή, καμιά στριγκλιά, κανένας ρόγχος του θανάτου.

Μονάχα κάτι βουβά ζώα που έρπονται,

κι οι κόκκινες σταγόνες που πέφτουν στο τσιμέντο και στο χώμα

κι εξατμίζονται.

Τα οστά ζαρώσανε και γίναν μαύρα,

μαύρα και πηκτά σαν τον καινούριο ουρανό μας,

σαν τους βούρκους που απομείνανε απ’ την αρχαία θάλασσά μας.

Πλέον ανοίξανε οι ρωγμές της γης,

πλέον ρουφάνε σαν πληγές έναν-έναν τους νεκρούς μας.

Ξερός τόπος

φέρνει μονάχα ξεραΐλα,

σήψη, αποσύνθεση, βρωμάει σαν ψοφίμι.

Κι όπως το πράσινο έγινε ωχρό,

το κόκκινο έγινε μαύρο,

και το γαλάζιο κίτρινο,

έτσι κι ο Θάνατος έγινε θεός,

η ελπίδα έγινε χρόνος,

και η σταγόνα ανάγκη.

 

 

 

* Ο Άρνολντ Α. Κίξονς (Arnold A. Keaxons) γεννήθηκε λίγες δεκαετίες πριν τον Αρμαγεδών και επιβίωσε για μερικές ημέρες μετά την μεγάλη καταστροφή. Είναι ο τελευταίος συγγραφέας της εποχής του.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top