Fractal

Ρινίσματα της μακρόχρονης Αρμενικής ιστορίας

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

“Οι Τούρκοι συνέχισαν την προηγούμενη πολιτική τους. Δεν θα σταματήσουν να διαπράττουν μαζικές και πιο απαίσιες σφαγές,
που ακόμα και ο Ταμερλάνος δεν θα τολμούσε να κάνει”.

Βαλέρι Γιακόβλεβιτς Μπριούσοφ (Ρώσος ποιητής), 1917.

 

Ιστορικοί ισχυρίζονται, στηριζόμενοι σε κάποιες ισχυρές  ενδείξεις, πως οι άνθρωποι κατοίκησαν το αρμενικό οροπέδιο και τον Καύκασο εδώ και εκατό χιλιάδες χρόνια. Ωστόσο, λίγα είναι γνωστά για αυτούς, αλλά κάποια σχέδια που διασώθηκαν σε σπηλιές και βράχους μαρτυρούν την ύπαρξή τους. Η περιοχή, που βρίσκεται ανάμεσα σε μερικούς από τους σημαντικότερους υδροφόρους σχηματισμούς της Γηραιάς Ηπείρου, θεωρείται γενικώς ως σημαντικό λίκνο του ανθρώπινου πολιτισμού. Επιπλέον, η Αγία Γραφή αναφέρει ότι η Κιβωτός του Νώε ήρθε και προσάραξε πάνω στο ιστορικό όρος της Αρμενίας, το γνωστό μας Αραράτ, και υπάρχουν πολλές αναφορές σχετικώς με την κάθοδό της από το βουνό, μετά τη μεγάλη πλημμύρα.

Αρχαιολογικά και ιστορικά γεγονότα εστιάζονται στην ανάπτυξη πολιτισμού στην περιοχή με τη δημιουργία του βασιλείου Ουραρτού (Urartu)  γύρω στα 980 π. Χ. Διάφοροι κυβερνήτες των Ουραρτού έχτισαν πόλεις-πρωτεύουσες στην περιοχή, όπως γύρω από τη λίμνη Βαν στον δέκατο τρίτο αιώνα π. Χ.  που χτίστηκε από τον Argishti Ι το 782 π. Χ. Η πρώτη αναφορά των Αρμενίων στην ιστορικές γραφές βρίσκεται σε επιγραφές στο Behistun, κοντά στην πόλη Κερμανσάχ του σημερινού Ιράν, οι οποίες χρονολογούνται από τα 600 π. Χ. Ο μύθος λέει ότι ο αρμένιος πατριάρχης Χάικ (Hayk) νίκησε τον κακό Ασσύριο κυβερνήτη Μπελ (Bel) σε μια επική μάχη παρόμοια με εκείνη του Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ, με σκοπό πάντοτε την εξασφάλιση της ελευθερίας του λαού του. Η γη την οποία κατέλαβαν οι άνθρωποι του Χάικ, πήρε το όνομα  Hayastan, ένα όνομα που χρησιμοποιείται ακόμη από τους Αρμενίους. Αυτός ο μύθος είναι ένα μόνο παράδειγμα του πλούσιου και συνάμα χιλιοτραγουδισμένου παρελθόντος των Αρμενίων, σύμφωνα με τον οποίο οι Αρμένιοι ήρωες πολέμησαν σθεναρά τους εισβολείς με αντικειμενικό και απώτερο σκοπό να κερδίσουν την ελευθερία τους.

 

 

Αυτοί οι μύθοι δεν είναι τόσο εξεζητημένοι, όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως, και αυτές οι ιστορίες τις περισσότερες φορές συσχετίζονται με καίρια ιστορικά γεγονότα, αφού σε όλη την ιστορία της, η Αρμενία δεχόταν επιθέσεις λαών που προσπάθησαν να κατακτήσουν τη γη τους και να εκμεταλλευτούν, το σπουδαιότερο, τους πόρους της χώρας. Το ορεινό έδαφος βοήθησε βέβαια την προστασία της  Αρμενίας από τέτοιου είδους εισβολείς, κράτησε επίσης πολλούς θυλάκους Αρμενίων φυλών ανεξάρτητους, αλλά ταυτόχρονα και ανίκανους για  μια πιο ενωμένη και πιο αποτελεσματική σε τελική ανάλυση αντίσταση. Στους επόμενους αιώνες, βεβαίως, η εμφάνιση ισχυρών Αρμενίων ηγεμόνων, η υιοθέτηση του Χριστιανισμού ως επίσημης κρατικής θρησκείας και η έλευση του αρμενικού αλφαβήτου, προώθησαν με επιτυχία τη δημιουργία μιας ισχυρής αρμενικής εθνικής ταυτότητας.

 

 

Η Δυναστεία Artashisian ιδρύθηκε το 189 π. Χ. στην Αρμενία. Ο Τιγράνης ο Β’ ή Μέγας (Tigran II, 140-55 π. Χ.) ο διάδοχος του θρόνου, ανακηρύχτηκε βασιλιάς της Αρμενίας στα 95 π. Χ., μετά το θάνατο του πατέρα του. Έχοντας σπουδάσει την τακτική του πολέμου και διπλωματία δίπλα σε Πέρσες ευγενείς, ο Τιγράνης επεξέτεινε τα σύνορα της Αρμενίας στο μεγαλύτερο μέγεθος που είχε ποτέ η χώρα. Υπό την ηγεσία του, το έδαφος της Αρμενίας κάλυπτε τη γη που εκτεινόταν ανατολικά μέχρι την Κασπία και δυτικά ως τη Μεσόγειο Θάλασσα. Όσο η Αρμενική Εκκλησία αναπτυσσόταν, οι αρμένιοι ιερείς προσπάθησαν να αποκτήσουν και βελτιώσουν τις γνώσεις τους και να συμβάλουν με τη σοφία τους στο καλό της κοινωνίας. Λόγω της έλλειψης συγκεκριμένης αρμενικής γραφής, οι διδασκαλίες τους γίνονταν σε ξένες γλώσσες, κυρίως Ασσυριακά και Ελληνικά. Όπως ήδη τονίστηκε σε προηγούμενο άρθρο, σημαντική εν προκειμένω υπήρξε η συμβολή του μοναχού Μεσρώπ Μαστότς (Mesrop Mashtots, 362-440) στο τέταρτο αιώνα μ.Χ.

 

Αρχαίος χριστιανικός ναός στην όχθη της λίμνης Σεβάν, στο Αρμενικό οροπέδιο.

 

Το αρμενικό Οροπέδιο και ο Καύκασος βρίσκονταν πάντα στο σταυροδρόμι των πολιτισμών, τόσο από γεωγραφικής όσο και από πολιτιστικής άποψης. Από τους αρχαίους χρόνους, οι άνθρωποι διέσχιζαν αυτή την περιοχή, η οποία χρησίμευσε ως σημαντικό τμήμα του περιβόητου Δρόμου του Μεταξιού, για να οδεύσουν από την Ανατολή προς τη Δύση και αντίστροφα. Ήδη από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Αρμενία είχε αυξημένο γεωπολιτικό ενδιαφέρον για τους Ασσύριους, Πάρθους και  Ρωμαίους. Οι Άραβες απέκτησαν τον έλεγχο της Αρμενίας στον έβδομο αιώνα, και έτσι παρέμεινε έως τη δημιουργία της   δυναστείας των Βαγρατιδών τον ένατο αιώνα, οπότε και ελευθερώθηκε από την Αραβοκρατία. Η δυναστεία των Βαγρατιδών (Bagratid) ήταν υπεύθυνη για τη δεύτερη Χρυσή Εποχή της Αρμενίας, μια περίοδο κατά την οποία η  ειρήνη έφερε αξιοσημείωτη ευημερία στη γη και στους ανθρώπους της. Πολλά μοναστήρια που θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν το αποκορύφωμα της αρμενικής αρχιτεκτονικής, ανατέθηκαν από τους κυβερνήτες των Βαγρατιδών και πήραν  σάκα και οστά στην Αρμενία και τη διπλανή  Γεωργία.

Η ειρήνη και ευημερία, δυστυχώς, γκρεμίστηκαν από την άφιξη των Σελτζούκων Τούρκων τον ενδέκατο αιώνα. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι πολέμησαν εναντίον των Περσών, χρησιμοποιώντας τα εδάφη της Αρμενίας ως πεδία  μάχης και σπέρνοντας τον όλεθρο στη χώρα. Με την εμφάνιση των Μογγόλων κατά τον 13ο αιώνα, διαδοχικά κύματα επιδρομών συνέχισαν να καταστρέφουν τα εδάφη της. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς, η Αρμενία ακολούθησε την ίδια μοίρα, στις αρχές του 16ου αιώνα. Οι Πέρσες επέμεναν βέβαια  να έχουν απαιτήσεις στο  αρμενικό έδαφος και ο Σάχης Αμπάς υποχρέωσε τους Οθωμανούς να αποτραβηχτούν έξω από την Τιφλίδα, το Ερεβάν, το Ναχιτσεβάν, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ και το Αζερμπαϊτζάν. Επίσης πήρε στα εδάφη τους για να προστατέψει δεκάδες χιλιάδες Αρμένιους, γνωστούς για τις καλλιτεχνικές και επιχειρηματικές δεξιότητές τους, συγκεκριμένα από την προγονική πατρίδα τους το Ναχιτσεβάν, και τους οδήγησε με ασφάλεια στη Νέα Τζόλφα, την καινούργια συνοικία του Ισφαχάν.

 

Παλιό αρμενικό νεκροταφείο με τις χαρακτηριστικές του πέτρινες επιγραφές.

 

Στα μέσα του 1600, οι Οθωμανοί και οι Πέρσες έλυσαν μερικώς τις διαφορές τους με τη διαίρεση της Αρμενίας ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες τους. Ωστόσο, με την αύξηση της δύναμης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, μειώθηκε ο ρόλος της Περσικής Αυτοκρατορίας στην περιοχή, ειδικά κατά τον 19ο αιώνα, όταν η Ανατολική Αρμενία παραχωρήθηκε στην Ρωσία στο πλαίσιο της Συνθήκης του Τουρκμεντσάι, το 1828.

Το 1820, η Ελλάδα άρχισε τους αγώνες της για να απελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό που την είχε υποδουλώσει για πάνω από τρεις αιώνες, αλλά η οθωμανική αυτοκρατορία του Αμπντούλ Χαμίτ κάλυπτε ακόμα ένα τεράστιο ποσό εδάφους, που εκτεινόταν από την Ανατολική Ευρώπη μέσω της Εγγύς Ανατολής, στην Μέση Ανατολή, καθώς και στο αρμενικό οροπέδιο. Οι διάφορες εθνοτικές ομάδες όμως, πίεζαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία για μεταρρυθμίσεις που θα τους έδιναν ίσα δικαιώματα και αν γινόταν την πολυπόθητη ελευθερία τους. Ο Αμπντούλ Χαμίτ αποφάσισε ότι η καλύτερη απάντηση θα  ήταν η δράση εναντίον μιας ομάδας, με σκοπό τον εκφοβισμό των άλλων. Για το σκοπό αυτό επέλεξε τους Αρμένιους! Έτσι το 1896, ο σουλτάνος ​​διέταξε σφαγές, οι οποίες στοίχισαν τη ζωή σε πάνω από 300.000 Αρμένιους. Αυτό φυσικά ήταν μόνο η αρχή της πιο σκοτεινής σελίδας της αρμενικής ιστορίας. Μετά την αλλαγή του αιώνα, τα εδαφικά όρια της Οθωμανικής Τουρκίας συνέχισαν να συρρικνώνονται παρά τις προειδοποιήσεις του Σουλτάνου στις εθνοτικές ομάδες. Φοβούμενοι την πλήρη κατάρρευση της αυτοκρατορίας τους, μια ομάδα Τούρκων που εκπαιδεύτηκε στην Ευρώπη, σχεδίασε και εκτέλεσε ένα πραξικόπημα εναντίον του Σουλτάνου και εγκαταστάθηκε στο τιμόνι της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

 

Οι ξένοι, για τους δικούς τους λόγους ο καθένας, αρκέστηκαν απελπιστικά μόνο στις αναφορές και στις καταγραφές (Le Petit Journal. May 2, 1909)!

 

Αν και η νέα κυβέρνηση είχε υποσχεθεί μεταρρυθμίσεις που θα έδιναν δικαιώματα σε εθνικές μειονότητες, όπως στους Αρμένιους, το καθεστώς των Νεότουρκων δεν ακολούθησε τη συγκεκριμένη τακτική, αφού στην πραγματικότητα άρχισε να ενστερνίζεται μια ενιαία, συμπαγή και ευκολότερα διαχειρίσιμη αυτοκρατορία. Με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Νεότουρκοι συμμάχησαν με τη Γερμανία και τις Δυνάμεις του Άξονα κατά των Γάλλων, Βρεττανών, Ρώσων, και τελικά των ΗΠΑ. Οι Νεότουρκοι είδε τον πόλεμο ως μια καλή ευκαιρία για την υλοποίηση των παν-τουρκικών ιδεών τους. Ως το πρώτο βήμα, στις 24 Απριλίου 1915, οι Νεότουρκοι συγκέντρωσαν τους πνευματικούς ηγέτες της αρμενικής κοινότητας που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη και εκτέλεσαν τους περισσότερους χωρίς να δώσουν οποιοδήποτε λόγο ή εξήγηση για τις ειδεχθείς πράξεις τους. Στη συνέχεια, οι Νεότουρκοι έστρεψαν την προσοχή τους στο αρμενικό οροπέδιο, όπου ζούσε η πλειονότητα των Αρμενίων της Τουρκίας για χιλιετίες. Οι άνδρες μεταφέρθηκαν μακρυά από τις εστίες τους και  κανένας δεν τους είδε ξανά. Πολλοί υπηρέτησαν στον τουρκικό στρατό ως άοπλοι εργάτες, καταπονήθηκαν και υποσιτίστηκαν. Όσοι επέζησαν από την κόπωση, τις ασθένειες και το λιμό αναγκάστηκαν να σκάψουν τους δικούς τους τάφους πριν τους σκοτώσουν οι Τούρκοι στρατιώτες. Με το που έφευγαν οι αρμένιοι άντρες, Τούρκοι και Κούρδοι εισέβαλαν τα σπίτια τους, και ακολουθούσαν βιασμοί, δολοφονίες και απαγωγές  αρμενίων γυναικών και παιδιών, ενώ οι άλλοι υποχρεώθηκαν σε πορείες-απελάσεις εξόντωσης με ψευδή προσχήματα. Καταστάσεις που η ιστορία κατέγραψε και ανέλυσε δεόντως!

Μέχρι το 1923, εκτιμάται ότι περίπου 1,5 εκατομμύριο από τα σχεδόν δύο εκατομμύρια Αρμενίων που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία  δολοφονήθηκαν ή πέθαναν λόγω των άμεσων δράσεων και ενεργειών των Τούρκων. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους αρμενικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Τουρκίας κατάφεραν να διαφύγουν σε γειτονικές χώρες, κι αργότερα προς την Ευρώπη ή την Αμερική, ιδρύοντας έτσι τις γνωστές και σήμερα κοινότητες της αρμενικής Διασποράς.

 

Το όρος Αραράτ όπως φαίνεται από τα σύνορα Αρμενίας-Τουρκίας.

 

Με τη βοήθεια των Ρώσων συμμάχων τους, οι Αρμένιοι στην Ανατολική ή τη ρωσική Αρμενία ήταν πια σε θέση να αποκρούσουν τις τουρκικές προσπάθειες για την ενοποίηση της Τουρκίας με το Αζερμπαϊτζάν. Μετά από διάφορες αποφασιστικές μάχες, τα άτακτα αρμενικά στρατεύματα, ώθησαν προς τα πίσω τους Τούρκους. Η Αρμενία δήλωσε την ανεξαρτησία της, στις 28 Μαΐου 1918.  Ενώ όμως, η Αρμενική Δημοκρατία αγωνιζόταν για τη δημιουργία πολιτικών θεσμών, όπως ένα κρατικό πανεπιστήμιο το 1919, οι προσπάθειές της υπονομεύονταν από δύο νέες δυνάμεις στην περιοχή, την Δημοκρατία της Τουρκίας που ιδρύθηκε από Τούρκους εθνικιστές του Μουσταφά Κεμάλ, από τη μια μεριά, καθώς και από τους  Μπολσεβίκους της  Ρωσικής Επανάστασης, από την άλλη. Η απάθεια των δυτικών προς την Αρμενία και η τουρκική και ρωσική επιθυμία για επέκταση των συνόρων τους, σήμαινε ότι οι μέρες της νεοσύστατης δημοκρατίας, ήταν πλέον μάλλον μετρημένες.

Τον Νοέμβριο του 1920, λίγο περισσότερο από δύο χρόνια μετά την ανεξαρτησία της Αρμενίας, οι μπολσεβίκοι επιτέθηκαν και κατέλαβαν τη Δημοκρατία της Αρμενίας. Την ίδια στιγμή, τα τουρκικά στρατεύματα σε συμπαιγνία με τους Σοβιετικούς επιτέθηκαν και κατέλαβαν τις αρμενικές πόλεις  Kars και Γκιουμρί. Οι Σοβιετικοί συνήψαν ειρήνη με την Τουρκία παραχωρώντας τις υπόλοιπες δυτικές Αρμενικές επαρχίες Καρς και Αρνταχάν, αφήνοντας στην Αρμενία την ανατολική επαρχία του Ερεβάν και επιστρέφοντας την πόλη Γκιουμρί. Αν και οι άνθρωποι επαναστάτησαν ενάντια στην καταπίεση των Μπολσεβίκων, η Αρμενία ήταν παντελώς αδύναμη και ανίκανη μπροστά στη   νεοσύστατη και άκρως φιλόδοξη Σοβιετική Ένωση. Μεταξύ των ετών 1921 και 1936, η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν και η Γεωργία ενσωματώθηκαν ως Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Υπερκαυκασίας.

 

Κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας Ερεβάν.

 

Το 1923, η ΕΣΣΔ συνθηκολόγησε περαιτέρω με τις απαιτήσεις της Τουρκίας με το να  μεταφέρει τις αρμενικές επαρχίες του Ναχιτσεβάν και του Ναγκόρνο Καραμπάχ στο Σοβιετικό  Αζερμπαϊτζάν, δίνοντας έτσι στην Τουρκία τα πολυπόθητα σύνορα με το Αζερμπαϊτζάν. Για μια ακόμη φορά, οι Αρμένιοι αναγκάστηκαν ή να εγκαταλείψουν τα σπίτια των προγόνων τους ή να αντιμετωπίσουν εκ νέου τους γνωστούς διωγμούς. Το 1936 εγκρίθηκε ένα νέο σοβιετικό σύνταγμα, σύμφωνα με το οποίο η Αρμενική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία χωριζόταν από το Αζερμπαϊτζάν και τη Γεωργία. Το Ναχιτσεβάν και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όμως, παρέμειναν υπό τη δικαιοδοσία του Αζερμπαϊτζάν ως αυτόνομη διοικητικά περιφέρεια. Παρά τις δυσκολίες αυτές, η Αρμενία γνώρισε μια μακρά περίοδο εκβιομηχάνισης και σχετική ευημερία εντός της ευρύτερης σοβιετικής δομής. Η Σοβιετική Αρμενία έγινε το κέντρο της επιστημονικής έρευνας, της κατασκευής προϊόντων που κυμαίνονταν από υφάσματα μέχρι τεχνολογικά αγαθά, ενώ ταυτόχρονα προσέλκυσε τουρίστες από όλες τις γωνιές της Σοβιετικής Ένωσης.

Με τις σοβιετικές μεταρρυθμίσεις του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ της γκλάσνοστ και της περεστρόικα, που είχαν ως στόχο να τονώσουν την αποτελεσματικότητα και την ανοχή στο παραπαίον σοβιετικό σύστημα, οι Αρμένιοι στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ πήγαν στις κάλπες και ψήφισαν για να αποχωρήσουν από το Αζερμπαϊτζάν. Στο Μπακού, την πρωτεύουσα του Σοβιετικού Αζερμπαϊτζάν, οι  δυνάμεις του κατάσφαξαν τον αρμενικό πληθυσμό με σκοπό να δείξουν την αποδοκιμασία του Αζερμπαϊτζάν στο δημοψήφισμα  που θα επανασύνδεε το Ναγκόρνο-Καραμπάχ με την Αρμενία. Σε αλληλεγγύη με τον αγώνα των συμπατριωτών τους, οι Αρμένιοι συσπειρώθηκαν και βγήκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας  Ερεβάν.

Στις 7 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, 1988,  ένας σεισμός έπληξε τις βόρειες περιοχές της Σοβιετικής Αρμενίας. Όπως ήταν επόμενο και φυσιολογικό, για μικρό χρονικό διάστημα η προσοχή του κόσμου στράφηκε προς το μικρό κράτος της Αρμενίας, και η υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας μετά το τραγικό συμβάν, βοήθησε προσωρινά στην ανάκαμψη της Αρμενίας. Ο τραγικός σεισμός στοίχισε τη ζωή σε 25.000 ζωές, με τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς, άφησε αμέτρητους άστεγους, και τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις της χώρας ουσιαστικά σε αχρηστία. Αν και σοβιετικές αρχές υποσχέθηκαν να παράσχουν βοήθεια για την ανοικοδόμηση της σεισμόπληκτης  περιοχής, η διάλυση της ΕΣΣΔ που ήρθε στο προσκήνιο της ιστορίας, άφησε τους  Αρμένιους να βρουν τις  λύσεις μόνοι τους.

Μετά από σχεδόν εβδομήντα χρόνια σοβιετικής κυριαρχίας, η Αρμενία ήταν στο δρόμο για ανεξαρτησία, που σήμαινε με απλά λόγια, ότι οι Αρμένιοι θα αντιμετώπιζαν πια μόνοι τις δύσκολες προκλήσεις της παροχής αρωγής στους επιζώντες του σεισμού. Ταυτόχρονα οι πρόσφυγες εκδιώχθηκαν από το Αζερμπαϊτζάν και η προοπτική να αναγκασθούν να υπερασπισθούν τη γη και τους ομοεθνείς τους, οδήγησε σε ένοπλη σύγκρουση για το ζήτημα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ.

Στις 21 Σεπτεμβρίου 1991, σχεδόν ένα χρόνο μετά την επιλογή των Αρμενίων πολιτών να ψηφίσουν για την ανεξαρτησία του κράτους τους, η Αρμενία δήλωσε την ανεξαρτησία της από το άρμα της Σοβιετικής Ένωσης, πριν από την επίσημη διάλυση της ΕΣΣΔ αργότερα το ίδιο έτος. Το νέο κράτος βρέθηκε αντιμέτωπο και πάλι με εχθρικούς γείτονες στα δυτικά και τα ανατολικά. Η Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν επέβαλαν αποκλεισμό-εμπάργκο των μεταφορών στη χώρα, αφήνοντας μόνο τα σύνορα της Γεωργίας προς τα βόρεια και ένα μικρό κομμάτι στα σύνορα με το Ιράν στα νότια, ως μέσο για τη μεταφορά των τόσο αναγκαίων αγαθών, συμπεριλαμβανομένης της διεθνούς ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη χώρα. Παρά τις προσπάθειες των αντιπάλων εθνών, οι προσπάθειες τους να πνίξουν τη νεοσύστατη δημοκρατία της Αρμενίας, δεν καρποφόρησαν και αυτό οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στην αρμενική επιμονή, καθώς και στις ενισχύσεις που ήρθαν από τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές κοινότητες  των Αρμενίων της Διασποράς.

Η μετάβαση στη δημοκρατία και στην ελεύθερη αγορά δεν έγινε  εύκολα στην Αρμενία, όπως άλλωστε και οποιοδήποτε από τα καινούργια ανεξάρτητα κράτη και χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που προέκυψαν  από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Το 2001, η Αρμενία γιόρτασε τη δέκατη επέτειο της ανεξαρτησίας της, και εξέφρασε ικανοποίηση για τις διεθνείς προσωπικότητες, όπως τον Πάπα Ιωάννη Παύλο ΙΙ, που τίμησαν την μνήμη της 1700ης επετείου από την υιοθέτηση του Χριστιανισμού ως επίσημης  θρησκείας της Αρμενίας. Η ανεξαρτησία όμως είχε σύμφυτες δυσκολίες και για τη νέα αρμενική Δημοκρατία, και η ύπαρξη του Ναγκόρνο-Καραμπάχ είναι, στην καλύτερη περίπτωση, άκρως επικίνδυνη. Ο αρμενικός πληθυσμός του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, υπέστη θρησκευτικές και άλλες πολιτιστικές διώξεις. Οι αρμενικές εκκλησίες και οι τάφοι των αρμενίων παραμορφώθηκαν, η γλώσσα απαγορεύτηκε και τα σχολεία υποχρηματοδοτούνται, με σκοπό η  μουσουλμανική μειονότητα να αναγκάσει τον εγχώριο αρμενικό πληθυσμό μέσω της συνεχούς παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εκδίωξή τους από τη συγκεκριμένη και δυνητικά ανά πάσα στιγμή επικίνδυνη γεωγραφική  περιοχή.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, καθώς οι επαναστατικές ομολογουμένως μεταρρυθμίσεις του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ  τέθηκαν σε ισχύ, οι Αρμένιοι  του Ναγκόρνο Καραμπάχ, άσκησαν τα δικαιώματά τους, ψηφίζοντας για το διαχωρισμό τους από το Αζερμπαϊτζάν και την ένωσή τους με την Αρμενία. Απειλήθηκε ξανά καινούργια γενοκτονία του αρμενικού έθνους, που το ανάγκασε να πάρει τα όπλα και να αντεπιτεθεί. Ακολούθησαν  ευρείας κλίμακας ένοπλες συγκρούσεις  μεταξύ του 1991 και του Μαΐου 1994, και οι Αρμένιοι του Ναγκόρνο Καραμπάχ, υπερασπίστηκαν το δικαίωμά τους στην αυτοδιάθεση. Η κατάπαυση του πυρός βρήκε την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν και τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη να κάθονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι Αρμένιοι του Ναγκόρνο Καραμπάχ, άδραξαν την ευκαιρία να δημιουργήσουν μια de facto κυβέρνηση, ανεξάρτητη από την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν. Με τη βοήθεια της Δημοκρατίας της Αρμενίας, καθώς και ενός μεγάλου μέρους της διασποράς, η ανεξάρτητη Δημοκρατία του Ναγκόρνο-Καραμπάχ άρχισε την ανοικοδόμηση μιας καινούργιας χώρας. Ενώ η επίσημη κατάσταση και το πρόβλημα της περιοχής παραμένει άλυτο και καμιά κυβέρνηση στον κόσμο δεν αναγνωρίζει την κυριαρχία του, οι Αρμένιοι που ζουν και εργάζονται στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, διεκδικούν σθεναρά το δικαίωμά τους στην αυτοδιάθεσή  τους.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top