Fractal

Το προσωπείο και το Πρόσωπο

Γράφει η Ελένη Σ. Αράπη //

 

arlekinos_cover

 

Γιώργος Λίλλης «Αρλεκίνος», εκδ. «Περισπωμένη», σελ. 40

 

Το ποίημα του Γιώργου Λίλλη «Αρλεκίνος» από τις εκδόσεις Περισπωμένη είναι ένας ύμνος στον Έρωτα.

 

«Άκουσε με, δεν έχει περιθώριο η φωνή να επιστρέψει πίσω

στην πετρωμένη μου συνείδηση.

Το αίμα μου καταιγίδα του ισημερινού

κεραυνοβολεί τα δέντρα, γονατίζει τα αδύναμα σπαρτά.

Ένα άγριο ποτάμι το αίμα μου, μαβί.

 

Επικαλούμαι την προσοχή σου, όπως τα πουλιά

όταν σιωπούν

τρομαγμένα μετά από έναν πυροβολισμό.»

 

Ο ποιητής επικαλείται τη Μούσα του. Καταθέτοντας το προσωπικό του αδιέξοδο εκφράζει το συλλογικό που χαρακτηρίζει τη σημερινή μας κοινωνία. Μοναδική λύση για την σωτηρία μας ο Έρωτας, ο οποίος στην περίπτωση του λαμβάνει σάρκα και οστά στο πρόσωπο της αγαπημένης.

Έκδηλη είναι η αδυναμία του ποιητή να ορθώσει το ανάστημα του απέναντι στο κοινωνικό αδιέξοδο.

 

«Οι πρίγκιπες αδυνατούν να υψώσουν ανάστημα.

Οι σιδερόφραχτοι νάνοι τους φίμωσαν.

 

Κι όμως, αυτούς

εμπιστεύομαι, ανάβοντας κερί στο πιο απόκρημνο

εκκλησάκι.»

 

Νιώθει παραδομένος.

 

«Δεν υπάρχει απόλυτος έλεγχος

δεν υπάρχει επιστροφή.»

 

Arlekinos_book

 

Υποφώσκει όμως πάντοτε η ελπίδα ότι η αγαπημένη, η Μούσα του παραμένει διαυγής, άστρο της αυγής, γι’ αυτό συνεχίζει να την εκλιπαρεί να τον ακούσει, να εναποθέσει την ουσία, τη φλόγα της πλάι του.

 

«Το ότι ακόμα παραμένεις διαυγής, ξεκάθαρη, άστρο της αυγής

με βοηθά, κι ας αμφιβάλλω, να συνεχίζω την αναζήτηση.

 

Λίγο χώμα, μωρέ, και λίγο νερό, αρκεί να προσπαθήσουμε ξανά

απ’ την αρχή.»

 

Ο Αρλεκίνος έχει φως, η ελπίδα, η ζωή, παρόλη την θλίψη τον διαποτίζει.

 

Η επιλογή του τίτλου δεν είναι φυσικά τυχαία. Φορώντας το προσωπείο του Αρλεκίνου ο ποιητής αλλάζει μορφές στο θέατρο του σύγχρονου παραλόγου, για να μην προδώσει το αληθινό του πρόσωπο.

 

«Στο θέατρο που μου υπέδειξες να παίξω, υποδύομαι τον Πρωτέα.

Αλλάζω μορφές, για να μην προδώσω το αληθινό μου πρόσωπο.

Προφάσεις οι λέξεις

σμιλευμένες στην πέτρα, χαραγμένες στο δέρμα

ανεξίτηλη προσευχή.»

 

Μας θυμίζει την περιλάλητη φράση του Sartre «Ο άνθρωπος αναγκάζεται να φοράει σε όλη του τη ζωή προσωπείο και, όταν θελήσει να το βγάλει, ανακαλύπτει με φρίκη και οδύνη ότι δεν υπάρχει πρόσωπο».

 

Ο ποιητής διακατέχεται από αυτήν την υπαρξιακή αγωνία να ξαναβρεί το πρόσωπο του, γι’ αυτό επικαλείται την Μούσα του.

 

«Σώσε με. Φοβάμαι τα πρόσωπα των θεατών».

 

Παντού παρούσα, αιώνιο αρχέτυπο Γυναίκας, η Βερενίκη του, που θα τον οδηγήσει ως άλλο Δάντη εν ζωή στον Παράδεισο του.

 

Σκάβοντας μέσα του, ασκώντας την πιο οδυνηρή αυτοκριτική, τη μοναδική που μπορεί να δώσει λύση στο σημερινό αδιέξοδο, αποθεώνοντας τον Έρωτα, ο ποιητής καθαίρεται και εξυψώνεται.

 

«Στον βωμό της λογικής δεν σε είδα ποτέ να θυσιάζεσαι.

Μόνο εγώ

ο αφελής, ο χτίστης γεφυριών, ενώνοντας

το τίποτα με το παν, εγώ

που έριχνα το αγκίστρι

και το μόνο που ψάρευα ήταν την υπόνοια ενός κεραυνού.

Ο γεωργός που σφάλιζε στις χούφτες του σπόρους

κι όμως δεν είδε ποτέ

να καρπίζει η γη του.

 

Ενώ εσύ, με πόση ευκολία ρυμουλκούσες

το αδύνατο στο δυνατό

θεϊκή και συνάμα γήινη

με το δόρυ του μισού φεγγαριού στην κατοχή του

διώχνοντας μακριά τους υφαντές δυσοίωνων ονείρων.»

 

Ο ποιητής απογοητεύεται μα δεν παραδίδεται, ελπίζει, φιλοσοφεί.

 

«Η αυτογνωσία θεωρείται αμαρτία

η δικαιοσύνη αυταπάτη.

Θα μου πεις, έτσι ήταν πάντοτε.

Πίστευα, είχα την ελπίδα – ακόμα την έχω-

πώς μετά από τόσους νεκρούς

κρεματόρια, βόμβες ουρανίου

μετά από τόσο πόνο

θα μαθαίναμε.

 

Τίποτα δεν μάθαμε. Το στόμα μου πικρό

το δάκρυ

διαστέλλει τον θυμό, όχι για εκείνους, αυτό θα το

διαχειριζόμουν

αλλά για μένα που ενέδωσα σιωπώντας.»

 

Στέκει ενώπιον των ευθυνών του. Η σιωπή μέγιστο αμάρτημα.

 

«Αδικεί πολλάκις ου μόνον ο ποιών τι αλλά και ο μη ποιών» λέει ο Μάρκος Αυρήλιος και δείχνει να βρίσκει σύμφωνο τον ποιητή.

 

Εκφράζει την λαχτάρα του, την βαθύτερη επιθυμία του για γόνιμο διάλογο.

 

«Αυτό που επιθυμώ είναι ο γόνιμος διάλογος.

Να βγάλουμε τις μάσκες, να αποθέσουμε τα σπαθιά στο έδαφος.

Οι γύπες χόρτασαν από σάρκες.

Ας δώσουμε την ευκαιρία στα αηδόνια να τραγουδήσουν.»

 

Μια ποιητική συλλογή γεμάτη λυρισμό, εικόνες, ήχους. Μια ποιητική συλλογή που γαληνεύει την ψυχή, γεμάτη εξαιρετικές μεταφορές που σε ταξιδεύει, σε ξεδιψάει, σε κάνει να πιστεύεις στο ανέλπιστο, να διεκδικείς και εντέλει να αλλάζεις ζωή. Μια ποιητική συλλογή που αποθεώνει τη Γυναίκα. Είναι αυτή που μπορεί να συγχωρεί, ακόμα και να θυσιαστεί για το ύψιστο, τον Έρωτα, τη μοναδική δύναμη που μπορεί να εξανθρωπίσει τον άνθρωπο, να τον βγάλει από τα συλλογικά του αδιέξοδα.

 

Η Γυναίκα σε αυτήν την ποιητική συλλογή λαμβάνει σάρκα και οστά, γίνεται Ήλιος, γίνεται φως, γίνεται Παναγία, ακούει στο όνομα Μαρία.

 

«Να σε αγγίζω και να πέφτει στα χέρια μου η αγνότητα.

Να σε μυρίζω και να ελευθερώνεται θυμωμένος ο λίβας.

Να σε γεύομαι και να σουρουπώνουν τα χείλη μου.

Να σε ακούω και να τρίζει το στήθος σαν κατάρτι.

Να σε βλέπω και να γεμίζουν οι δεξαμενές της νοσταλγίας.»

 

Ο Γιώργος Λίλλης για μια ακόμη φορά με τον «Αρλεκίνο» του μας παραδίδει μαθήματα υψηλής ποίησης, της μόνης που μπορεί τον άνθρωπο μέσα μας να αφυπνίσει.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top