Fractal

“Άρκτος” – Διήγημα του Κυριάκου Αθανασιάδη

 

Συνήθως πηγαίναμε σε μία από τις δύο ντισκοτέκ του νησιού, στην πλατεία της χώρας, αλλά εκείνο το βράδυ είχαμε πάει δήθεν κρυφά από τους γονείς μας στο Κέντρο Διασκεδάσεως Η Αρκούδα, ψηλά στο βουνό, με τα πόδια βέβαια, κάπου τρία τέταρτα ανηφόρα αλλά μισή ώρα όλη κι όλη στο κατέβασμα, καναδυό ώρες μετά τα μεσάνυχτα πια, και έχοντας πιει και από ένα-δυο ποτά ο καθένας, μπίρα συνήθως ή ρούμι με κόκα-κόλα, ή Μπατίντα για τα κορίτσια, όπως η Μαρία, μαθήτρια πρώτης Λυκείου, που της την είχα κεράσει εγώ, μα που, αφού την πήρε καλά-καλά από το χέρι μου με ένα χάχανο, χόρευε όλο με τον Αχιλλέα, όλο το βράδυ τον Αχιλλέα, ένα ψωροφαντασμένο ψηλό παιδί που θα πήγαινε του χρόνου στο εξωτερικό για σπουδές, και γελούσαν σαν ηλίθιοι στην πίστα της Αρκούδας και με έδειχναν και γελούσαν ξανά.

 

hero2

 

Ήμαστε καμιά δεκαπενταριά, όλα σχεδόν τα παιδιά από το παραθεριστικό συγκρότημα που ύψωνε τον τσιμεντένιο όγκο του ανάμεσα στα πεύκα τρία χιλιόμετρα έξω από το χωριό, πλουσιόπαιδα της επαρχίας τα περισσότερα, ή μάλλον όλα τους εκτός από εμένα, ανάμεσα στα δεκατρία όπως εγώ και τα δεκαεφτά-δεκαοχτώ, ανάκατες ηλικίες, και γυρίζαμε με τα πόδια όπως κάθε βράδυ, μέσα στο σκοτάδι, αρχές Αυγούστου, ιδρωμένοι και ζαλισμένοι. Δεν είχε πολλά αυτοκίνητα τότε στο νησί, ούτε πολύ τουρισμό, και ο ουρανός ψηλά ήταν διάστικτος με χιλιάδες άστρα, και οι αστερισμοί ήταν όλοι ευδιάκριτοι, και τους ήξερα όλους με το όνομά τους, μόνο εγώ, και πηγαίναμε γελώντας και κάποιοι κρατημένοι χεράκι-χεράκι —ειδικά εκείνοι οι δύο, η Μαρία και ο Αχιλλέας: χεράκι-χεράκι— και λέγοντας τολμηρά αστεία και βγάζοντας ανόητες κραυγές τα αγόρια και γελώντας όλοι, εκτός από εμένα, κι άλλο μέσα στη νύχτα. Στα μισά του δρόμου ήταν το εκκλησάκι, χτισμένο από τούβλα και μέταλλο και τζάμια στη μνήμη ενός νεαρού που είχε σκοτωθεί εκεί με το μηχανάκι πριν από κάμποσα χρόνια. Δεν ήταν στην άκρη-άκρη του στριφογυριστού παραθαλάσσιου δρόμου, αλλά βαλμένο μέσα, βαθιά, καμιά εικοσαριά βήματα από την άσφαλτο, και πια κρυμμένο σχεδόν ολόκληρο πίσω από θάμνους και πουρνάρια — δεν φαινόταν έτσι και δεν ήξερες πού να ψάξεις για να το δεις. Και πάντα μα πάντα τα παιδιά έλεγαν τα ίδια αστεία όταν το φτάναμε, και προκαλούσαν ο ένας τον άλλο ξανά και ξανά, για το ποιος θα τολμούσε, λέει, να πάει μόνος ώς το εκκλησάκι, να σηκώσει τα δύο καντήλια που έκαιγαν πάντα εκεί, να τα σβήσει με ένα διπλό φύσημα και να γυρίσει πίσω χωρίς να τρομάξει και χωρίς να τρέξει σαν να τον κυνηγούσαν δαίμονες. Και ποτέ κανείς δεν το τολμούσε, γιατί ήταν νύχτα, και γιατί γύρω πετούσαν παράξενα πουλιά χωρίς να κάνουν θόρυβο, και γιατί καμιά φορά αυτά τα πράγματα λέγονται μονάχα για αστείο, κι αυτό το ξέρουν όλοι.

 

hroas5

 

Και τότε γύρισε η Μαρία και είπε πολύ καθαρά για να την ακούσουν και οι υπόλοιποι, «Γιατί δεν πας εσύ; Δεν τολμάς;» και ο Αχιλλέας γέλασε δίπλα της, και χαμογέλασα κι εγώ κι ας μην μπορούσαν να δουν το χαμόγελό μου μέσα στο σκοτάδι, και γύρισα αμέσως την πλάτη και άρχισα να βαδίζω προς το εκκλησάκι, και η καρδιά μου έτρεμε και χτυπούσε έξαλλη και με προειδοποιούσε να μην το κάνω, να γυρίσω πίσω, πίσω στην ασφάλεια. Μα δεν την άκουσα, δεν γινόταν και δεν έπρεπε να την ακούσω, άκουγα μόνο τους αστερισμούς εκεί επάνω, και προχώρησα, κι έκανα εκείνα τα είκοσι βήματα σάμπως μέσα σε ένα πηχτό υγρό, και παραμερίζοντας τους θάμνους, και αγκυλώνοντας το παντελόνι μου στα πουρνάρια, και ακούγοντας τα ωραία, ψυχρά, μαλακά άστρα, ώσπου έφτασα δίπλα στο παλιό εκκλησάκι, και η καρδιά μου τιναζόταν μέσα μου σαν να ’θελε να φύγει μόνη της, και ο λαιμός μου ήταν ολότελα ξεραμένος, και είδα τις φλόγες από τα καντήλια, και είπα από μέσα μου πως αυτό δεν θα το ξεχνούσε κανείς τους, κανένα από εκείνα τα βρομόπαιδα ποτέ, γιατί ήταν όλοι τους δειλοί και βλάκες, και άπλωσα τα χέρια μου προς τα δύο καντήλια που κάποιος συγγενής του νεκρού φρόντιζε να είναι πάντα αναμμένα, μέρα-νύχτα, μέρα-νύχτα, και βρέθηκα να πιάνω δυο ώμους, όχι τα καντήλια — α, ήταν οι λεπτοί, λιγνοί ώμοι εκείνου του παιδιού που είχε σκοτωθεί με το μηχανάκι, και οι φλόγες ήταν τα μάτια του που έκαιγαν με μια τρελή φωτιά, κι από κάτω τους ήταν μια σαπισμένη μύτη και ακόμη πιο κάτω έχασκε το στόμα του, και ήταν όλο δόντια και μπόχα από θειάφι, κι όπως τον κρατούσα από τους ώμους μού είπε εκείνα τα λόγια, τα λόγια των αστεριών, κι έπειτα έκλεισε τα μάτια και γλίστρησε προς τα πίσω με ένα πλατσουριστό σύρσιμο, και εγώ έκανα μεταβολή και επέστρεψα αργά-αργά στους άλλους, που δεν είχαν καν ανασάνει όλη αυτή την ώρα, και έχασκαν, και είχαν τα μάτια τους γουρλωτά, και κοίταξα τη Μαρία, την κοίταξα στα ορθάνοιχτα μάτια της —ωραία μάτια—, και άρχισα να βαδίζω στητός προς το παραθεριστικό συγκρότημα, ενώ από πάνω μου όλοι οι αστερισμοί που μόνο εγώ ήξερα το όνομά τους ανατρίχιαζαν και αναβόσβηναν και ψιθύριζαν. Δεν την ξαναείδα. Ούτε έψαξα με τους υπόλοιπους όταν χάθηκε μαζί με τον Αχιλλέα, ούτε αναρωτήθηκα τι να ’χαν γίνει —«Μήπως είχαν κλεφτεί;»—, ούτε απόρησα όταν βρήκαν δυο μέρες μετά στο μέσον της πίστας του χορού, στο Κέντρο Διασκεδάσεως Η Αρκούδα, τα μέλη τους, σωστά διαταγμένα, να σχηματίζουν τη Μεγάλη και τη Μικρή Άρκτο. Μόνο χαμογελούσα.

 

 

Kyriakos_AthanasiadisΟ Κυριάκος Αθανασιάδης είναι συγγραφέας και επιμελητής εκδόσεων. Τον Οκτώβριο θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ψυχογιός το βιβλίο του «Οδηγός συγγραφής», και τον Νοέμβριο, από τον «Κέδρο», το πρώτο μυθιστόρημα της εφηβικής του τετραλογίας «Μεφίστο».

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top