Fractal

Όλοι αξίζουν λίγη τύχη πού και πού

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

11Τζόναθαν Κόου «Αριθμός 11 ή Ιστορίες που μαρτυρούν τρέλα», Μετάφραση: Άλκηστις Τριμπέρη, Εκδόσεις Πόλις 2016

 

Το σπονδυλωτό μυθιστόρημα του Βρετανού συγγραφέα Τζόναθαν Κόου ‘‘ Αριθμός 11 ”   είναι ένας εμβριθής σατυρικός σχολιασμός  της πολιτικής και κοινωνικής ζωής  της Βρετανίας όπου παρά την πάροδο πλέον της τριακονταετίας  ο Θατσερισμός καλά κρατεί. Υπάρχει όμως αντίθετη γνώμη από την πλευρά των εχόντων που δεν ικανοποιούνται με τα απομεινάρια του.

Σύμφωνα με την άποψη της ακροδεξιάς φιλόδοξης δημοσιογράφου Τζοζεφίν Γουίνσο-΄Ιβς (αντιηρωίδας του Κόου) και των ομοίων της, τα αγαθά του Θατσερισμού είχαν χαθεί. Στο επίκεντρο της σκέψης της υπήρχε ένα κακόηθες άμορφο τέρας , που λεγόταν ” φιλελεύθερο αριστερό καθεστώς”, το οποίο ήταν αφιερωμένο στην αναδιανομή των πόρων από τούς άξιους στους ανάξιους  και στην γενικότερη υπονόμευση  όλων όσα ήταν σωστά και κατάλληλα για την βρετανική πολιτισμένη κοινωνία ”.

Η επανάληψη του αριθμού  11 πιθανόν  συμβολίζει τον αριθμό κατοικίας του Υπουργού Οικονομικών της Βρετανίας, η πολιτική του οποίου, ή όλων όσων πέρασαν από εκεί, επιδρά καταλυτικά στις ζωές των πολιτών, όπως των επιβατών του λεωφορείου αρ.11, της  ”τρελής γυναίκας με το πουλί ”- κατοίκου του ίδιου αριθμού  στο Άχρηστο Σοκάκι του Μπέβερλυ,  και αυτών,  της  αριστοκρατικής οδού Τέρνγκριτ …

Ο Κόου, μέσα από τις ιστορίες των ηρώων του, σχολιάζει τον τρόπο της σκέψης, της  ζωής και των συμπεριφορών ανθρώπων όλης της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, τον εκφυλισμό των θεσμών, τον ρόλο των  μέσων μαζικής ενημέρωσης, (” Μαύρη μονοπόδαρη λεσβία που παίρνει επίδομα; …… Μόνο για τους μουσουλμάνους ανησυχούν αυτό τον καιρό. Τύλιξε την αχυρένια σου γυναίκα με μπούρκα και έπειτα δώσ’ τους κάτι για να ανησυχούν .”) την πολιτική κωμωδία ως μέσο εφησυχασμού των πολιτών, ( ” Ακούνε τους κωμικούς για να χαλαρώσουν και να ξεφύγουν από την αναγκαιότητα να σκεφθούν πολύ σοβαρά τα πράγματα.΄΄) το χιούμορ για τα τερτίπια των πολιτικών ( ” το πολιτικό χιούμορ είναι το άκρως αντίθετο της πολιτικής δράσης ” ), (” Κάθε φορά που γελάμε με τη δωροδοκία ενός διεφθαρμένου πολιτικού, με την απληστία ενός διαχειριστή αμοιβαίων κεφαλαίων, με τις κίβδηλες εκρήξεις ενός δεξιού αρθρογράφου, τους επιτρέπουμε να την γλυτώσουν” ), την υποκρισία που υποκρύπτεται στις φιλανθρωπικές δραστηριότητες, (” ο κοινωνικός αλτρουϊσμός του ανταμείφθηκε ”) και  τη συλλογική υπευθυνότητα για την ανοχή,  με περισσότερη μελαγχολία και λιγότερη ειρωνεία σε σχέση με το έργο του, τού 1994: ” Τι ωραίο Πλιάτσικο ”.

Αυτή την ίδια μελαγχολία που αδρανοποιεί τα πλήθη των  μαστιζόμενων από τις πολιτικές απόλυτης φτωχοποίησης  των οικονομικά κατωτέρων τάξεων. Την μελαγχολία για την περιθωριοποίηση των αδύναμων,  την υποτίμηση της παιδείας,

(” Η βρετανική εκπαίδευση είναι από τα ελάχιστα εναπομείναντα εθνικά αγαθά και είμαστε έτοιμοι να την πουλήσουμε στον πλουσιότερο αγοραστή’‘),  μέσα και από τη συνεχώς αυξανόμενη ανεργία,  τη ”νομισματοποίηση” των πάντων, τη γενική μελαγχολία από τη μη ορατή πιθανότητα διεξόδου.

 ” Από επιχειρηματική άποψη , θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως, αν η διευκόλυνση των πολέμων ήταν επικερδής, εξίσου επικερδής θα ήταν και η εκκαθάριση μετά το τέλος τους.”

   Ο μύθος του ξεκινά το 2003. Μας συστήνει, προφανώς όχι τυχαία, την Ρέιτσελ τη μέρα της αυτοκτονίας του Ντέιβιντ Κέλι, υψηλόβαθμου συμβούλου της βρετανικής κυβέρνησης για το οπλοστάσιο του Ιράκ, και μετά, την Ρέιτσελ μαζί με την ΄Αλισον γύρω στα εννιά τους χρόνια να βρίσκονται στο σπίτι των προγόνων της πρώτης,  όπου για πρώτη φορά  έρχονται αντιμέτωπες με τον φόβο και τον θάνατο.

Ο αφηγηματικός λόγος του Κόου, σαγηνευτικός, παρ΄ότι φλύαρος σε κάποια  σημεία του βιβλίου, εστιάζει στον τρόπο αντιμετώπισης της ζωής από ανθρώπους  παλιότερης γενιάς , στην οικογενειακή θαλπωρή,  στην αγάπη ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, στην αγάπη για τη φύση, αλλά και  σ’ ένα πρώτο δείγμα ”των ανθρώπων που χάνονται ”.    

 

Jonathan Coe

Jonathan Coe

 

Ο πολυπρόσωπος μύθος του διανθισμένος με μαύρο χιούμορ και σατυρική διάθεση, γίνεται ολοένα και πιο ενδιαφέρων καθώς προχωράει στην εμβάθυνση  των χαρακτήρων, στην καταβύθιση στις μύχιες σκέψεις τους. στις πράξεις που αναιρούν τις πεποιθήσεις τους,  στον αγώνα άλλων να επιζήσουν , όπως η Βάλ, η λευκή μητέρα της μαύρης μονοπόδαρης λεσβίας, ΄Αλισον, και άλλων να ζουν με όλα τα αγαθά, (παρά την ανυπαρξία συναισθημάτων) πιο δυστυχισμένοι  καθώς αυτά πληθαίνουν, γιατί δεν θέλουν να τα μοιραστούν με την Εφορία.

Η μητέρα της ΄Αλισον διαπομπεύεται από τους χρήστες του διαδικτύου καθώς παίρνει μέρος σ΄ένα φοβιστικό τηλεοπτικό παιχνίδι  για ένα ”αναντίστοιχο” της κακοποίησής της ποσό, ( νομισματοποιημένη και η κακοποίηση ) από μοχθηρούς, επιθετικούς, απογοητευμένους ανθρώπους που εκτονώνουν δηλητηριώδη συναισθήματα, καλυπτόμενοι από την ανωνυμία.

Η Ρέιτσελ φοιτά  στην Οξφόρδη , προσκαλείται από την χήρα καθηγήτριά της,  Λώρα, στην εξοχική της κατοικία. Για την Λώρα, ” η στοργή είναι υπερεκτιμημένη αξία”, προσπαθεί να μεγαλώσει τον γιο της με αδιαφορία ώστε να γίνει δυνατός και να μην έχει εμμονές  κυρίως με το παρελθόν, όπως ο σύζυγός της .

Σε μία μετά χρόνια συνάντησή τους η Ρέιτσελ είναι περιστασιακή δασκάλα  των παιδιών του πάμπλουτου λόρδου Γκαν και της λαίδης Μαντιάνα (πρώην μοντέλο από το Βουκουρέστι),  ενώ η Λώρα εγκατέλειψε την Οξφόρδη για τον τίτλο της ”καθηγήτριας Σύγχρονης Σκέψης” στο ”Ινστιτούτο Αποτίμησης της Ποιότητας ”,(επινόηση του σερ Χένρυ Γουίνσο, εμπνευστή της ιδιωτικοποίησης του Εθνικού Συστήματος Υγείας) , με στόχο την έκφραση όλων των πραγμάτων με νομισματικούς όρους.

      ” Βλέπεις, μ΄αυτό τον τρόπο τουλάχιστον  θα αναγνωρίσουν αυτά τα συναισθήματα.΄Εστω κι έτσι θα παραδεχθούν την ύπαρξή τους” , λέει η Λώρα  και μετά από σκέψη η Ρέιτσελ : ”Αρχίζω να συνειδητοποιώ πως υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας, οι οποίοι εξωτερικά δείχνουν φυσιολογικοί, αλλά, όταν ξεκινάς να καταλαβαίνεις τι τους κινητοποιεί , βλέπεις πως δεν έχουν καμία σχέση μ΄εμάς τους υπόλοιπους. Είναι σαν ανθρωποειδή ή ζόμπι ή κάτι παρόμοιο…”

        

Το ζήτημα του Κόου  είναι και πάλι η διαφορετική αντιμετώπιση του Συστήματος προς τους έχοντες και τους μη έχοντες.’ Ετσι η ΄Αλισον τιμωρείται από το κράτος για φοροδιαφυγή μικροποσού σε αντίθεση με τους πάπλουτους φοροφυγάδες εκατομμυρίων λιρών.

Το τέως μοντέλο και νυν λαίδη Γκάν αντιμετωπίζει την απόφοιτο της Οξφόρδης Ρέιτσελ, άλλοτε  ” μ΄ένα είδος περίεργου σεβασμού ‘‘, και άλλοτε σαν υπηρέτρια , ενώ επαίρεται για την απόκτησή της ως δασκάλα των παιδιών της στην επίσης πάμπλουτη φίλη της. Η εξήγηση της Λώρα είναι : ” Αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει κάτι εκτός αγοράς  και ο μοναδικός τρόπος που μπορεί να αντιδράσει είναι  να του βάλει μια τιμή”.

     Σε αντίθεση με την Μαντιάνα η ”άτυχη” συμπατριώτισσά της Λίβυα απασχολείται με το να βγάζει τα σκυλιά των πάμπλουτων ανθρώπων για την καθημερινή τους βόλτα. ΄ Εξω από  τα σπίτια τους  αισθάνεται ακόμη και τον αέρα να γίνεται βαρύτερος από την αψιά μυρωδιά του χρήματος.

    ” ΄Αλλες φορές νομίζω ότι, όπως ακριβώς ένας συγκεκριμένος διάσημος Ρουμάνος συνήθιζε να ρουφάει το αίμα από τις φλέβες των θυμάτων του, τώρα πια είναι το ίδιο το χρήμα αυτό που στραγγίζει  τη ζωή από ετούτη την πόλη ”.

       

      Η μελαγχολία μεταλλάσσεται σε νοσταλγία για τις αξίες του παρελθόντος, για την απλή ζωή της προθατσερικής εποχής, για την αγάπη στη φύση, για τις ανθρώπινες σχέσεις, για την φιλία, για όσους αισθάνονται ότι έχουν κάπου ν΄ ακουμπήσουν, ότι ανήκουν στην πατρίδα τους, στο σπίτι τους.

Η δυσαρέσκεια  γίνεται θυμός για τους άλλους. Θα επέλθει  ”κάθαρση ”  με το υπερβατικό στοιχείο, (στοιχείο που παραπέμπει σε μαγικό ρεαλισμό ) που επινόησε ο συγγραφέας , με την μετατροπή της αγανάκτησης στον ίδιο τον θυμό, όσων δεν έχουν λύσεις ;

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top