Fractal

Το… ωραίο πλιάτσικο συνεχίζεται

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

11«Αριθμός 11» του Τζόναθαν Κόου, μτφ: Άλκηστις Τριμπέρη, σελ. 528, Εκδ. Πόλις

 

Εν αρχή, ας παίξουμε με τη… βρετανικότητα του αριθμού 11: στην Ντάουνινιγκ Στριτ, σε αυτόν τον αριθμό, δίπλα ακριβώς από το σπίτι του πρωθυπουργού, ζει ο εκάστοτε υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου. Επίσης, αυτόν τον αριθμό έχει ένα λεωφορείο που κάνει το γύρο του Μπέρμιγχαμ και μεταφέρει ανθρώπους πάσης φύσεως: εργάτες που πηγαίνουν ή επιστρέφουν από τη δουλειά τους, αργόσχολους, παρατυχόντες που για άλλου ξεκίνησαν κι αλλού κατέληξαν, αλλά και κάποιους που αναζητούν ένα πρόσκαιρο κατάλυμα, καθώς αν επιστρέψουν στο σπίτι τους θα τους περιμένει η ανέχεια και το δριμύ ψύχος (πού χρήματα για να πληρωθεί η θέρμανση;). Επίσης, είναι ο αριθμός της οικίας μιας παράξενης γυναίκας της οποίας το σώμα είναι διάστικτο από τατουάζ, κάποτε φρόντιζε μια κατάκοιτη γριά, είχε ένα γεράκι και τώρα έχει κάνει σκοπό της ζωής της να βοηθάει μετανάστες. Αρκετά μακριά από το δικό της σπίτι που βρίσκεται σε ένα ανήλιαγο στενό ενός ταπεινού δρόμου, στο ακριβό Τσέλσι, μια πλούσια οικογένεια θέλοντας να παρακάμψει τις απαγορεύσεις της πολεοδομίας σκάβει στο έδαφος με σκοπό να χτίσει εις… βάθος αυτό που δεν μπορεί να είναι κατ’ ύψος. Να φτιάξει έντεκα ορόφους στο υπέδαφος δημιουργώντας μια κυκλώπεια κατασκευή αντάξια του πλούτου της. Επίσης, ο «Αριθμός 11» είναι το ενδέκατο μυθιστόρημα του «τρομερού» παιδιού της βρετανικής λογοτεχνίας, Τζόναθαν Κόου. Θέλετε κι άλλα παιχνιδιάρικα μοτίβα, τα οποία κινούνται πέριξ ή στην καρδιά του συγκεκριμένου μυθιστορήματος; Η κεντρική λογική του Κόου δεν ήταν να σκαρώσει ένα αριθμολογικό παίγνιο προς τέρψη των αναγνωστών – παρά το γεγονός ότι δεν πρέπει να μειώσουμε την αξία του ευδιάκριτου βρετανικού χιούμορ που θάλλει κάτω από την ιστορία.  Κι όμως, υπάρχει εδώ κάτι περισσότερο από το πικρό χιούμορ, τη δύσθυμη ειρωνεία και το σχολιαστικό φλέγμα. Υπάρχει θυμός, πολύς θυμός. Ο Κόου πιάνει ξανά το νήμα που είχε αφήσει στο «Τι ωραίο πλιάτσικο!» και μας προσφέρει μια συνέχεια όχι με τη λογική της αναμόχλευσης των παλαιών παθών της χώρας, αλλά των νέων που παίρνουν τα «κόλπα» του παρελθόντος και τα εξελίσσουν. Ναι, μπορεί τώρα να μην έχουμε να κάνουμε με μια αδιάπτωτη κριτική κατά του Θατσερισμού, ωστόσο μην φανταστεί κανείς ότι η Βρετανία άλλαξε τόσο πολύ. Να είναι καλά ο Μπλερ και ο Κάμερον που συνέχισαν μια χαρά την πορεία του πλοίου προς το βυθό.

 

Jonathan Coe

Jonathan Coe

 

Η δαιμονική οικογένεια των Γουίνσο που κυριάρχησε στο «Τι ωραίο πλιάτσικο!», μια τυπική φάρα νεοφιλελεύθερων πλουσίων που δεν ορρωδεί προ ουδενός, που αδυνατεί να κατανοήσει την έννοια «ηθικοί φραγμοί» και που τελικά καθόρισε τα πολιτικά πράγματα της χώρας (όπως έκαναν κι άλλοι «Γουίνσο» της εποχής), εμφανίζεται και τώρα, αλλά με τα νέα της βλαστάρια – βασικά την Τζοζεφίν Γουίνσο, ένα τυπικό δείγμα επιγόνου όπου ο αμοραλισμός έχει γίνει η δεύτερη φύση της. Η καινούργια γενιά έχει να αντιμετωπίσει νέα διακυβεύματα, νέες προκλήσεις, καινούργια πεδία δόξης. Ξέχασε πολύ γρήγορα το τραγικό τέλος της προηγούμενης γενιάς και συνεχίζει το τρελό πάρτι της κατίσχυσης. Και φυσικά τα καταφέρνει με την ίδια καπατσοσύνη: η ισχύς του χρήματος, ο έλεγχος των  μίντια και η αρμονική σύμπλευση με την κεντρική εξουσία, φτιάχνοντας ουσιαστικά ένα ωραιότατο παραμάγαζο, εξακολουθούν να υπάρχουν στη μοντέρνα εκδοχή. Το ωραίο πλιάτσικο δεν τελειώνει ποτέ και η Βρετανία μπορεί να συνεχίζει να ανακράζει: «God save the Queen». Για τον Κόου είναι προφανές πως οι Γουίνσο ήταν και είναι ένα πρόσχημα. Ο βασικός πυρήνας της προβληματικής του δεν είναι τα πρόσωπα, αλλά οι ιδιότητες που φέρουν. Ακόμη και οι άνθρωποι που κείνται στην άλλη πλευρά της όχθης, όπως η Ρέιτσελ και η Αλισον, δύο κλασικά κορίτσια της μεσαίας τάξης, και που θα έλεγε κανείς ότι φέρουν το σπόρο της αμφισβήτησης αυτής της κατρακύλας, ακόμη κι αυτές ενδιαφέρουν όχι ως άτομα, αλλά ως φορείς μιας τάσης. Ο Κόου δεν ηθικολογεί και δεν φορτώνει την πλοκή με την λανθάνουσα αίσθηση μιας πολιτικής κατήχησης. Είναι φανερή, αλλά συνάμα και αδιόρατη, η οργή που έχει καθίσει σαν σκόνη πάνω στα κεφάλια των Βρετανών για όσα έχουν συμβεί στη χώρα τους τα τελευταία τριάντα χρόνια. Είναι, όμως, μια οργή που τρέφεται από τον εαυτό της, δεν εκβάλλει κάπου, δεν προορίζεται να γίνει καύσιμο που θα προκαλέσει περαιτέρω εξελίξεις. Απλώς αιωρείται στον γκρίζο αέρα του Λονδίνου. Αυτή τη φορά την ιστορία δεν την αφηγείται ένας αντίστοιχος, Μάικλ Όουεν, όπως στο «Πλιάτσικο». Και τούτο διότι ο Κόου αποφάσισε να «σπάσει» τη διάταξη της ιστορίας σε πέντε κομμάτια τα οποία άλλες φορές ενώνονται και άλλες φορές αποκτούν μια αυθύπαρκτη οντότητα. Όλα μαζί, όμως, συνθέτουν το παζλ μια χώρας που βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους αφασίας έπειτα από απανωτά σοκ. Το οπλοστάσιο του Κόου είναι «γεμάτο», η κριτική του ομοίως ανελέητη: από τις σελίδες περνάει όλη η σύγχρονη εκδοχή της Βρετανίας. Άνθρωποι στο όριο της ανέχειας καταλήγουν σε τράπεζες τροφίμων για να καλύπτουν τις βασικές ανάγκες τους, κενόδοξοι αστέρες της μιας βραδιάς συνωθούνται στις μικρές οθόνες ψάχνοντας μια ευκαιρία, τα βρετανικά ταμπλόιντ σε συνδυασμό με τα κοινωνικά δίκτυα διαμορφώνουν συνειδήσεις, η πραγματικότητα αποκτάει μια επικίνδυνη ασυμμετρία καθώς ετεροκαθορίζεται από εξωγενείς παράγοντες. Ο ακραίος πλούτος ζει στην ίδια χώρα με την εκθετική φτώχεια, η βρετανική παράδοση διατηρεί τις διαφοροποιήσεις αναλλοίωτες – ποιος δεν χαίρεται να βλέπει τη σειρά Downton Abbey; Κι όμως, κάτω από αυτό το στρώμα επισφαλούς ευταξίας, στα έγκατα του Λονδίνου, ενδέχεται να ζει και να αναπτύσσεται ένα επικίνδυνο ον, το οποίο αν καταφέρει να αναδυθεί στο φως τότε θα προκαλέσει πολλαπλά πλήγματα. Ο Κόου παίζει με τις εκδοχές, αλλάζοντας τις πτυχώσεις του ύφους του από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Από την ειρωνεία και το γκόθικ περνάει στη συγκίνηση για να στείλει, σε άλλο σημείο, κύματα παρωδίας ή ψευδοεπιστημονικής φαντασίας, με στοιχεία θρίλερ, για να ντύσει μια αλληγορική εκδοχή της τρέλας του σύγχρονου κόσμου. Αν η εποχή της Θάτσερ ήταν το τέλος της αθωότητας, εδώ δεν υπάρχει ούτε καν ψήγμα αθώου θάμβους. Τα πάντα έχουν καλυφθεί από την παράνοια της δύναμης και το κέντρισμα της παντοειδούς εξουσίας την οποία άπαντες θέλουν να οικειοποιηθούν.  Ο Κόου, ένας κλασικός και βαθύς ανατόμος της βρετανικής κοινωνίας, γράφει ένα εξόχως πολιτικό βιβλίο δίχως ίχνος πολιτικής ρητορείας. Με τη μορφή ενοχλητικού ψιθύρου είναι σαν να λέει στη χώρα του «Βρετανία, αυτή είσαι» ή, άλλως πως, «προσοχή στο κενό, έπεσες». Η μετάφραση ανήκει στον Άλκηστη Τριμπέρη, η οποία συναντάει ξανά τον Κόου σε ένα παραμύθι για μεγάλους. Ήταν υπεύθυνη για τη μετάφραση του «Σπασμένου καθρέφτη» (εκδ. Πόλις), ένα βιβλίο για παιδιά και τώρα βρίσκει τον βρετανό συγγραφέα σε πλήρη φόρμα. Η απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού χιούμορ δεν είναι εύκολη. Η δική μας περιφραστική γλώσσα, εκ των πραγμάτων, δεν βοηθάει. Κι όμως, η Τριμπέρη τα καταφέρνει μια χαρά αποδίδοντας σωστά ακόμη και τους πιο δύσκολους νεολογισμούς.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top