Fractal

Όλοι έχουμε την ελευθερία της επιλογής

Γράφει η Μαρία Βρέντζου // *

 

11«Αριθμός 11 ή Ιστορίες που μαρτυρούν τρέλα» του Τζόναθαν Κόου, μετάφραση Άλκηστις Τριμπέρη, εκδόσεις Πόλις, σελ. 528

 

Το νέο βιβλίο του Τζόναθαν Κόου «Αριθμός 11 ή Ιστορίες που μαρτυρούν τρέλα» θεωρείται το σίκουελ του πολυαγαπημένου «Τι ωραίο πλιάτσικο!». Οι Γουίνσο είναι πλέον νεκροί, ύστερα όμως από 37 χρόνια λειτουργίας της θατσερικής πολιτικής, οι αντιλήψεις τους είναι κυρίαρχες στη σύγχρονη Βρετανία του ανεξέλεγκτου νεοφιλελευθερισμού.

Μέσα από πέντε σπονδυλωτές και αλληλένδετες νουβέλες, ο συγγραφέας, πιο αιχμηρός και οξύς από κάθε άλλη φορά, με μαύρη διάθεση αλλά και γνήσιο βρετανικό χιούμορ, καταπιάνεται με την χρονική περίοδο από το 2003 μέχρι το 2015, όπου σταδιακά η παγκόσμια οικονομική κρίση και η παραλίγο κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, οδήγησε σε μία αβάσταχτη λιτότητα. Καθόλου τυχαία η διαρκής αναφορά στο νούμερο 11 που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά ως ο αριθμός σε ένα λεωφορείο στο Μπέρμιγχαμ, σε ένα παλιό Βικτωριανό σπίτι, σε μια αποθήκη στη Λειψία, σε ένα τραπέζι από μια τελετή βράβευσης, στην επίσημη κατοικία του υπουργού οικονομικών στην Ντάουνινγκ Στριτ ή ως ο ενδέκατος όροφος ενός υπογείου.

Εξάλλου αυτό είναι το ενδέκατο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Κόου, όπου κεντρική ηρωίδα είναι η Ρέιτσελ, την οποία και συναντάμε στην εισαγωγική ιστορία σε ηλικία μόλις δέκα ετών να παραθερίζει μαζί με τη φίλη της Άλισον στο σπίτι των παππούδων της. Δύο γεγονότα είναι αυτά που τη σημαδεύουν. Το πρώτο είναι η είδηση της αυτοκτονίας του επιθεωρητή όπλων των Ηνωμένων Εθνών Ντέιβιντ Κέλλυ που είχε κατηγορηθεί ότι διέρρευσε στο BBC πληροφορίες ότι η Βρετανική κυβέρνηση είχε παραφουσκώσει το ντοσιέ του Ιράκ μεγαλοποιώντας την ύπαρξη οπλοστασίου του Σαντάμ Χουσείν πράγμα που είχε δικαιολογήσει τελικά την εμπλοκή της Βρετανίας στον πόλεμο. Το δεύτερο είναι η επαφή της με μία ιδιόρρυθμη γυναίκα που προστατεύει έναν κατατρεγμένο άστεγο, αφορμή για να παρουσιαστεί η καταναγκαστική εργασία και οι συνθήκες σκλαβιάς των μεταναστών στη βρετανική κοινωνία.

Η δεύτερη ιστορία εστιάζει στην μητέρα της Άλισον, την Βαλ, πρώην διάσημη τραγουδίστρια ενός και μοναδικού πετυχημένου δίσκου, που δουλεύει ως βιβλιοθηκονόμος στην δημόσια βιβλιοθήκη και αντιμετωπίζει μία συνεχή μείωση των απολαβών και των ωρών εργασίας της, πράγμα που οδηγεί στην συμμετοχή της σ’ ένα ριάλιτι στην αυστραλιανή ζούγκλα. Εκεί, ύστερα από βασανισμούς και εξευτελισμούς, παραποίηση της πραγματικότητας μέσα από το μοντάζ και κακοποίηση από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θα καταλήξει ένα ζωντανό ερείπιο, με μετατραυματική αγχώδη διαταραχή. Παράλληλα θίγονται ζητήματα όπως οι συχνές παρεξηγήσεις που προκαλούνται με τον γραπτό κώδικα επικοινωνίας που επικρατεί στα social media καθώς και η δημοσιοποίηση προσωπικών μας στιγμών στο facebook, ως ένα είδος αυτοφακελώματος.

Στην τρίτη ιστορία, η Ρέιτσελ, φοιτήτρια πια στην Οξφόρδη, έρχεται σε στενότερη επαφή με την καθηγήτριά της Λώρα, η οποία πιστεύει ότι η αθωότητα είναι  υπερεκτιμημένη και γι’ αυτόν το λόγο αναθρέφει τον πεντάχρονο γιο της με σκληρότητα και αυστηρότητα, δίχως συναίσθημα και στοργή. Ουσιαστικά έχει πληγωθεί και η ίδια από το θανατηφόρο ατύχημα του άντρα της στην προσπάθειά του να αναβιώσει μία συγκεκριμένη ανάμνηση από την χαμένη αθωότητα της παιδικής του ηλικίας όπου αισθανόταν ασφαλής και όπου οι άλλοι έκαναν τις επιλογές για την πορεία της ζωής του. Ταυτόχρονα, με την περιγραφή της φοιτητικής καθημερινότητας στο πανεπιστήμιο, καθίσταται σαφές ότι η εκπαίδευση έχει γίνει ένα επενδυτικό αγαθό, κάτι που μπορείς πλέον να αγοράσεις με την προσδοκία ότι κάποτε θα σου αποδώσει οικονομικό κέρδος.

 

Jonathan Coe

Jonathan Coe

 

Στην τέταρτη ιστορία έχουμε τη λύση ενός αστυνομικού γρίφου με τη βοήθεια μίας μεθόδου, φιλοσοφία της οποίας είναι ότι κάθε έγκλημα πρέπει να εξετάζεται μέσα από το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό του πλαίσιο. Γιατί ένας μπλόγκερ επιλέγει να δολοφονεί stand-up κωμικούς; Ο Τζόναθαν Κόου εξηγεί σε συνέντευξή του ότι  «αντί να γελάμε με τα στραβά που υπάρχουν στον κόσμο της πολιτικής, καλύτερα θα ήταν να χρησιμοποιούσαμε όλη μας την ενέργεια για να τα διορθώσουμε».

Τέλος, στην πέμπτη ιστορία συναντάμε τη Ρέιτσελ, απόφοιτο της Οξφόρδης και καταχρεωμένη από το εκπαιδευτικό της δάνειο, να αναζητά εργασία και τελικά να προσλαμβάνεται ως εσωτερική δασκάλα για τα παιδιά των νεόπλουτων Γκαν. Μέσα από το παιχνίδι των αντιθέσεων σκιαγραφείται μια κοινωνία όπου θεωρείται προσοδοφόρο επάγγελμα το να βγάζεις βόλτα τα σκυλιά πάμπλουτων ανθρώπων, μια κοινωνία όπου οι τράπεζες τροφίμων αυξάνονται καθημερινά και σειρές όπως το «Downton Abbey» γίνονται επιτυχίες με υψηλή τηλεθέαση, καλλιεργώντας  το κυρίαρχο αφήγημα της ύπαρξης της τάξης των κυρίων και της τάξης των υπηρετών. Βλέπουμε επίσης την Άλισον να διαπομπεύεται από δημοσιογράφο που εξυπηρετεί αυτήν την πολιτική ως «μαύρη, λεσβία με αναπηρία, κλέφτρα επιδομάτων» και τελικά να φυλακίζεται για εννιακόσιες λίρες.

Στο τέλος του βιβλίου, ο συγγραφέας αξιοποιώντας την λογοτεχνία του τρόμου, παρουσιάζει τη Ρέιτσελ σχεδόν να τρελαίνεται στο νοσηρό και αλλόκοτο περιβάλλον των εργοδοτών της, μέχρι που καταφέρνει να ξεφύγει οριστικά, έχοντας πλέον μάθει πως το μόνο που έχει σημασία είναι οι ζεστές ανθρώπινες σχέσεις. Μόνο που ένα εκδικητικό πλάσμα με κεχριμπαρένια μάτια κατοικεί έντεκα ορόφους κάτω απ’ τη γη. Ένα πλάσμα σύμβολο της ενσάρκωσης της οργής του κόσμου λίγο πριν το Brexit. Κι ας ψήφισε παραμονή της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Τζόναθαν Κόου. «…Τελικά, όλοι έχουμε την ελευθερία της επιλογής».

 

 

* Η Μαρία Βρέντζου γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1973. Σπούδασε Marketing Management στο Deree College και νομικά στα πανεπιστήμια του Cardiff και Buckingham. Εργάζεται ως δικηγόρος και αρθρογραφεί με θέμα το θέατρο στην ηρακλειώτικη εφημερίδα «Πατρίς». 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top