Fractal

Διήγημα Fractal: “Άρης”

Του Άγγελου Χαριάτη // *

 

 

 

Ο Άρης ήταν το αντίπαλο δέος. Τα σπίτια μας συνόρευαν. Στον τρίτο όροφο έμενα εγώ και στον δεύτερο εκείνος. Μπορούσα από το μπαλκόνι της κουζίνας να κατασκοπεύω κάθε του κίνηση. Ο Άρης ονειρευόταν να γίνει τερματοφύλακας του Εθνικού και εγώ του Ολυμπιακού. Κάθε απόγευμα στον πεζόδρομο κάτω από τα σπίτια μας στηνόταν το ματς. Χωρισμένοι σε ομάδες των επτά, έπεφταν κορμιά. Δεν μας ενδιέφερε τίποτα άλλο παρά μόνο ποιος θα έκανε την απόκρουση του αγώνα. Η αλήθεια ήταν ότι ήταν καλός, ίσως καλύτερος από εμένα. Άλλα κάθε φορά έβαζα τα δυνατά μου, κάθε φορά γύρναγα στη μάνα μου με ματωμένα γόνατα και γδαρμένους αγκώνες, κάθε φορά η μάνα μου μού έριχνε τον εξάψαλμο και κάθε φορά την «έγραφα» κανονικά. Για να γίνεις τερματοφύλακας στα τσικό του Ολυμπιακού έπρεπε να ξεπερνάς κάθε μικρό ή μεγάλο εμπόδιο.

Με τον Άρη ποτέ δεν ήμασταν φίλοι, για την ακρίβεια ήμασταν εχθροί. Στην γειτονιά πάντοτε ήμασταν σε διαφορετικές ομάδες. Στο ποδόσφαιρο, στην αμπάριζα, στη μακριά γαϊδούρα, σε κάθε τι που εμπεριείχε ανταγωνισμό ή πιο ευγενικά συναγωνισμό. Δεν υπήρχε ευγενής άμιλλα. Προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να βγούμε νικητές, ο καθένας για λογαριασμό της ομάδας του.

Χρόνο με τον χρόνο δημιουργήθηκε αμοιβαία αντιπάθεια. Είχαμε φτάσει στο σημείο να μην λέμε ούτε καλημέρα. Είχαμε καταφέρει με τη συμπεριφορά μας να χωρίσουμε τη γειτονιά σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Οριακά δεν είχαμε πλακωθεί μεταξύ μας.

Μέχρι που ένα απόγευμα συνέβη κι αυτό. Τα πρόσωπα της γειτονιάς δεν άλλαζαν. Κανένας νέος δεν ερχόταν κανένας παλιός δεν έφευγε, εκτός αν λάμβανε το ραβασάκι του για το μεγάλο ταξίδι, την κάθοδο στον Άδη. Αφορμή για το ξύλο που παίξαμε ήταν η Ελένη και η Μαρία. Δύο αδελφές που έσπασαν την παράδοση στη γειτονιά. Είχαν μετακομίσει με τους γονείς τους από την Αμερική. Μία κληρονομιά και μία πιο εύκολη ζωή ήταν ο λόγος της εγκατάστασης της οικογένειας τους. Η αλήθεια ήταν ότι η παρουσία τους άλλαξε τον τρόπο που βλέπαμε τα κορίτσια. Μέχρι τότε όλα τα τσογλάνια είχαμε τα κορίτσια για να τα κοροϊδεύουμε. Όλα αυτά προ Μαρίας και Ελένης. Γιατί με τον ερχομό τους ήρθε κι ο έρωτας, αυτό το ξαφνικό μούδιασμα στις αρθρώσεις, αυτό το γλυκό μυρμήγκιασμα στα μηνίγγια, αυτή η ανατριχίλα που έτρεχε ζιγκ-ζαγκ από την μία άκρη της ραχοκοκαλιάς μας στην άλλη.

Ο Άρης ήθελε την Μαρία και εγώ την Ελένη. Δεν μας ενδιέφερε τι ήθελαν οι άλλοι, τους είχαμε χεσμένους τους άλλους. Δεν ξέραμε ποιος από τους δύο ήθελε την Μαρία από την πλευρά του, ποιος ήθελε την Ελένη. Αυτό μόνο με έναν τρόπο μπορούσε να διαλευκανθεί. Με το ξύλο. Η αφορμή ήταν ένα ακυρωθέν γκολ. Η ομάδα του Άρη έλεγε ότι είχε περάσει τη νοητή γραμμή του τέρματος, η δικιά μου έλεγε ότι δεν είχε περάσει. Ο Άρης κινήθηκε απειλητικά εναντίον μου υψώνοντας τις γροθιές του. Ήμουν έτοιμος από καιρό. Είχα προβάρει στον καθρέφτη του μπάνιου αμέτρητες φορές το δεξί κροσέ μου. Του έριξα την πρώτη. Έπεσε κάτω. Νόμιζα ότι είχα νικήσει. Κατάφερε να σηκωθεί. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Τόσες ώρες προπόνησης στον καθρέφτη είχαν πάει χαμένες. Επίσης είχα παραβλέψει το γεγονός ότι ο Άρης έκανε μαθήματα καράτε. Είχα κάνει και εγώ σε τελείως πρακτικό επίπεδο με τον φίλο μου τον Μιχάλη νούμερο δύο, αλλά φυσικά δεν ήταν το ίδιο. Ο Άρης με άρχισε στις κλωτσιές. Ευτυχώς για μένα πρόλαβα να προφυλαχτώ. Έφαγα δύο τρεις ψιλές μέχρι να καταφέρω να πέσω πάνω του, να τον ρίξω κάτω και να αρχίσουμε να χτυπιόμαστε με λύσσα. Ο Βαγγελάκης μάς χώρισε σφυρίζοντας σαν δαιμονισμένος. Ο Βαγγελάκης που είχε πατήσει τα σαράντα και κυκλοφορούσε μονίμως με μία σφυρίχτρα στο στόμα. Ο Βαγγελάκης με νοητική στέρηση είχε σταματήσει στην ηλικία των επτά ετών. Κάποτε τον βάζαμε διαιτητή στα παιχνίδια μας, αλλά σφύριζε όλη την ώρα με αποτέλεσμα να μας κάνει τα νεύρα κρόσσια. Τον είχαμε μαλώσει, όπως μπορεί κάποιος να μαλώσει ένα επτάχρονο παιδί και από τότε καθόταν στο μαρμάρινη σκάλα του σπιτιού του και παρακολουθούσε μαραζωμένος κάθε μας αγώνα. Ήταν πρόθυμος να σφυρίξει ξανά, αλλά εμείς, χωρίς να το γνωρίζει, τον είχαμε αποκλείσει διά βίου από τον πίνακα των διαιτητών της γειτονιάς. Μάταια περίμενε την ευκαιρία του.

Ματωμένοι και εξαντλημένοι καθίσαμε στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Ο Βαγγελάκης δίπλα μας έτοιμος να επέμβει σε περίπτωση που «άναβαν» και πάλι τα αίματα.

«Δεν πρόκειται να μου “φας” την Μαρία» είπε ο Άρης λαχανιασμένα, με το μάτι του θολό έτοιμος για καβγά.

«Κι εσύ την Ελένη» απάντησα σφίγγοντας τις γροθιές μου.

«Μα εμένα μου αρέσει η Μαρία» είπε με έκπληξη ο Άρης.

«Σκασίλα μου, εμένα μου αρέσει η Ελένη» είπε και έσκασα ένα χαμόγελο.

«Εντάξει» είπε ο Άρης σκουπίζοντας τη μύτη του. Έτρεχε αίμα. Το κροσέ τελικά είχε κάνει τη δουλειά του.

Δώσαμε τα χέρια. Είχαμε κηρύξει ανακωχή. Είχαμε περάσει τη φάση του ψυχρού πολέμου και πορευόμαστε προς τη φάση της συνεργασίας και της φιλίας. Κάθε απόγευμα συναντιόμασταν ξέχωρα από τις ομάδες μας και προπονούμασταν. Μετά το τέλος της προπόνησης βάζαμε κάτω τα σχέδια της τακτικής. Όχι πως θα καταφέρναμε να γίνουμε πρώτοι τερματοφύλακες στις αγαπημένες μας ομάδες, μα πως θα κατακτούσαμε τα κορίτσια.

Καταφέραμε να εκπονήσουμε ένα σχέδιο της προκοπής. Θα πηγαίναμε στα κορίτσια και θα τους ζητάγαμε να πάμε μία βόλτα με τα ποδήλατα μέχρι την Πειραϊκή. Θα μπορούσαμε να κάτσουμε στο παρκάκι δίπλα στις κούνιες κοιτάζοντας τη θάλασσα. Από ‘κει και πέρα ότι κατάφερνε ο καθένας.

Ένα απόγευμα Παρασκευής το σχέδιο πήρε σάρκα και οστά. Η Ελένη και η Μαρία μάς ακολούθησαν. Είχαμε, την τελευταία βδομάδα, κόψει τα ματς, είχαμε σταματήσει να κυλιόμαστε σαν τα γουρούνια στα χώματα της διπλανής αλάνας, είχαμε γίνει με δύο λόγια, δύο μικροί κύριοι που επιθυμούσαν να βολτάρουν με δύο όμορφες δεσποινίδες. Είχαμε κάνει μπάνιο, είχαμε βάλει λίγο μπριγιαντίνη στο μαλλί μας, βούτα από τους πατεράδες μας και είχαμε φορέσει καλά και καθαρά ρούχα.

Στη διαδρομή τα χαμόγελα έδιναν και έπαιρναν. Τα κορίτσια με τις όμορφες πλεξούδες τους και τα άσπρα ρούχα τους μάς έδιναν την εντύπωση πως ήμασταν στα αλήθεια δύο μικροί πρίγκιπες που είχαν αποφασίσει να βγουν έξω με τις πριγκίπισσές τους.

Στο πάρκο καθίσαμε στο ίδιο παγκάκι στην αρχή. Ύστερα χωριστήκαμε. Είχα σουφρώσει ένα κατοστάρικο από την τσάντα της μητέρας μου, ικανό ποσό για τέσσερις γρανίτες φράουλα. Ο Άρης είχε βουτήξει ένα πενηντάρικο από την τσέπη του παντελονιού του πατέρα του, έφτανε και περίσσευε για δύο σακουλάκια με ποπ-κορν.

«Ας πάμε προς τα κει» είπα στην Ελένη δείχνοντας το παγκάκι που κάτω από δύο πεύκα, το καλύτερο παγκάκι για να δεις την ανατολή και το ηλιοβασίλεμα. Με ακολούθησε. Τα πράγματα πήγαιναν καλά. Γύρισα το βλέμμα μου προς το μέρος που είχαμε καθίσει αρχικά. Ο Άρης κι η Μαρία είχαν εξαφανιστεί.

Καθίσαμε στο παγκάκι, πιάνοντας τις δύο άκρες. Κάθε ένα λεπτό, κοίταζα το ρολόι μου για να υπολογίζω τον χρόνο, πλησίαζα μερικά εκατοστά. Έπειτα από πέντε λεπτά που σερνόμουνα σαν τον σαλίγκαρο έφτασα σε απόσταση αναπνοής. Η Ελένη δεν μίλαγε, μόνο κοίταζε τις κινήσεις μου με την άκρη του ματιού της. Η σιωπή είναι η σιωπηρή συμφωνία της γκόμενας, μου είχε πει κάποτε ο μεγαλύτερος κατά πέντε χρόνια ξάδελφός μου, κι εγώ στη δεδομένη στιγμή είχα την ανάγκη συμφεροντολογικά να πιστέψω τα λεγόμενά του.

Άπλωσα το χέρι πίσω από το παγκάκι και με μία απαλή κίνηση της έπιασα τον ώμο. Ένιωσα να ανατριχιάζει ελαφρά και το σπουδαιότερο· δεν τραβήχτηκε. Μείναμε να αγναντεύουμε τη θάλασσα.

Λίγο μετά την ώρα που ο δίσκος του ήλιου βούλιαζε μέσα στη θάλασσα, όταν πήρε να σηκώνει ελαφρό βοριαδάκι, έσκυψα και της έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο. Πάλι δεν τραβήχτηκε. «Θέλω να τα φτιάξουμε» της είπα και εκείνη συμφώνησε.

Ο Άρης και η Μαρία άφαντοι. Ψάξαμε τα ποδήλατά τους. Ούτε αυτά ήταν εκεί. Αποφασίσαμε να περιμένουμε. Η νύχτα άρχισε να παίρνει τη θέση της μέρας. Κόβαμε βόλτες πιασμένοι από το χέρι, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά για το φίλο μου και την αδελφή της. Η Ελένη άρχισε να ανησυχεί. Εγώ όχι. Της κρατούσα το χέρι και αυτό ήταν αρκετό για να σβήσει κάθε άλλη σκέψη και ενέργεια.

«Πρέπει να γυρίσουμε» είπε η Ελένη.

«Ναι» συμφώνησα απρόθυμα. Όσο κι αν δεν ήθελα να τελειώσουν αυτές οι ιστορικές στιγμές που ζούσα, δεν έπρεπε να της δείξω στην αρχή της σχέσης μας ότι δεν νοιαζόμουν για την κουνιάδα μου.

Πίσω στη γειτονιά ο Άρης με περίμενε στα μαρμάρινα σκαλάκια μαζί με τον Βαγγελάκη που είχε τη σφυρίχτρα βαθιά χωμένη στην τσέπη του. Όταν το έκανε αυτό τα πράγματα ήταν δύσκολα. Ο Άρης με το κεφάλι σκυμμένο ανίκανος να αρθρώσει λέξη. «Η Μαρία;» ρώτησα. Σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς το σπίτι των κοριτσιών. Η Ελένη με καληνύχτισε φιλώντας με στο μάγουλο.

«Πώς πήγε;» ρώτησα πάλι και κάθισα δίπλα στον Βαγγελάκη.

«Χάλια» απάντησε εκείνος.

Ο Βαγγελάκης έβγαλε τη σφυρίχτρα. Σφύριξε μία φορά. «Λήξη» είπε και ο καθένας τράβηξε για το σπίτι του.

Ο δεσμός μου με την Ελένη δεν κράτησε πάνω από μία εβδομάδα. Ήρθε και μου είπε: «Είμαι μικρή για τέτοια» και έτσι απότομα έκλεισε το κοινό μας κεφάλαιο. Ο Άρης είχε «εισπράξει» μία μεγαλοπρεπέστατη χυλόπιτα. Κάπου εκεί τελείωσε κι η φιλία μας.

Δεν κατέβηκε ποτέ ξανά στη γειτονιά για να παίξει μπάλα. Τον έβλεπα κάθε απόγευμα να πηγαίνει με τον αθλητικό σάκο με το σήμα του Εθνικού στο Καραϊσκάκη. Έμαθα από τους υπόλοιπους στη γειτονιά πως είχε αποφασίσει να εκπληρώσει το όνειρό του.

Χρόνια μετά τον συνάντησα σε μία καφετέρια δίπλα στο στάδιο Καραϊσκάκη. Σέρβιρε κρουασάν και καφέδες σε παλαίμαχους παίκτες του ποδοσφαίρου. «Κι η μπάλα;» τον ρώτησα. «Μόνο στο γυαλί» είπε και έσκυψε το κεφάλι.

 

 

 

* Ο Άγγελος Χαριάτης γεννήθηκε το 1975 στην Καλλιθέα Αττικής και μεγάλωσε στις γειτονιές του Πειραιά. Περιπλανήθηκε ως φοιτητής στους χώρους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με απρόσμενη (για αυτόν) επιτυχία. Σπαταλά τον ελεύθερό του χρόνο παίζοντας επιτραπέζια παιχνίδια. Είναι παντρεμένος με δύο παιδιά και ζει στα Νότια Προάστια. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα. Κυκλοφορούν τα βιβλία του: “25 ιστορίες για ευτυχισμένου αστούς”, “Παράπλευρες απώλειες”, “Το δάχτυλο”.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top