Fractal

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΚΟΝΕΖΟΣ: Μια αυθεντική διήγηση για τις τελευταίες μέρες και ώρες του Άρη (Μέρος Δ’)

του Τάκη Κατσιμάρδου //

 

 

Ο Βαγγέλης Γκονέζος

Ο Βαγγέλης Γκονέζος

 

 Ο Βαγγέλης Γκονέζος* έχει δώσει την πλέον αξιόπιστη και αναλυτική περιγραφή για τις τελευταίες μέρες και ώρες του Αρη. Αν και δεν στερείται προσωπικών κρίσεων για πρόσωπα και καταστάσεις θεωρείται η πιο ακριβής. Τα γεγονότα περιγράφει σε αφηγήσεις τους προς τρίτους και στο βιβλίο του («Άρης Βελουχιώτης- Μια μεγάλη και τραγική μορφή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα», Αθήνα 1986). Ιδού το σχετικό απόσπασμα:

 

“…Φθάνοντας στο χωριό (Κοθώνι) πληροφορηθήκαμε από ένα αχτιδικό, για την αποκήρυξη και διαγραφή του Άρη που έγινε με απόφαση της 11ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ. Παρ’ όλα αυτά ο Άρης είχε εμπιστοσύνη στο Ζαχαριάδη και ήθελε οπωσδήποτε να τον συναντήσει. Πίστευε πως θα τον δικαιώσει.

Την ίδια μέρα πληροφορηθήκαμε πως στο γειτονικό χωριό Βαλκάνο, έφθασε και στρατοπέδευσε μια Διλοχία στρατού. Τότε είπα στον Άρη. Γνωρίζω καλά το μέρος αυτό. Δώσε μου μια Διμοιρία να ανεβώ και να πιάσω το ύψωμα ανάμεσα στο Μυρόφυλλο και τη Μεσοχώρα και στη συνέχεια να ακολουθήσετε κι εσείς. Πρέπει να φύγουμε από το δύσκολο αυτό μέρος και να κινηθούμε προς Πίνδο. Δεν δέχτηκε, λέγοντας πως «το βράδυ θα ακολουθήσουμε το προκαθορισμένο δρομολόγιο».

 

Στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ

Στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ

 

Ενέδρα

Το βράδυ 13-6-1945 κινηθήκαμε από το χωριό Κοθώνι και ακολουθήσαμε το προκαθορισμένο δρομολόγιο: Μυρόφυλλο, Μεσούντα, γέφυρα Κοράκου, Άγραφα, με προορισμό τη Ρούμελη. Προτού ξεκινήσουμε, ο Άρης έδωσε, να μεταφέρει υπεύθυνα το γυλιό με τα χαρτιά του (ντοκουμέντα του αγώνα) στον αντάρτη Αριστοτέλη Μπούση, από το χωριό Πράμαντα Ιωαννίνων. Επίσης το βράδυ αυτό, πήραμε από το χωριό έναν πολίτη με το ζώο του, για να μεταφέρουμε τα τρόφιμα.

Θα ήταν 11 μ.μ., όταν φθάσαμε και σταματήσαμε για ξεκούραση στο αντέρισμα πάνω από το Χοιρόλακκο, που χωρίζει τα δυο χωριά Κοθώνι και Μυρόφυλλο. Τη στιγμή αυτή ο πολίτης μεταγωγικός, ζήτησε άδεια από τον αρχηγό να πάει προς νερού του. Του επέτρεψε, χωρίς καν να σκεφτεί πως είναι δυνατόν να εγκαταλείψει το ζώο του και να φύγει. Πράγμα που έγινε. Φαίνεται πως ο άνθρωπος αυτός, γνώριζε την ενέργεια αυτή των Μάΰδων καθώς και την τοποθεσία που θα στηνότανε η ενέδρα και πήγε να τους ειδοποιήσει για το πέρασμα μας, καθώς και τη θέση του Άρη στη φάλαγγα, ώστε να συγκεντρώ σουν όλα τα πυρά τους στο μέρος αυτό και να εξοντώσουν τον Άρη.

Γυρίζοντας το αντέρισμα προς Μυρόφυλλο και σε μικρή απόσταση, δεχόμαστε αιφνιδιαστικά πυρά ενέδρας που μας είχαν στημένη σε πλαγιά ανάμεσα στο αντέρισμα και την τοποθεσία Μιλογγόζι. Το μέρος αυτό ήταν κατάλληλο για ενέδρα. Είχε μόνο μια υποχρεωτική διάβαση, η οποία θερίζονταν σε πλάτος και βάθος.

Στο σημείο αυτό κόβεται η φάλαγγα και ό Άρης μένει πίσω με 25 αντάρτες.

Το μεγαλύτερο κομμάτι του τμήματος, δύναμη 70 ανδρών, πέρασε τα πυρά της ενέδρας, χωρίς απώλειες και βρέθηκε σε απυρόβλητο μέρος. Η Διοίκηση αυτού του τμήματος Νέστορας Βόκκας και Πελοπίδας, θάπρεπε αμέσως να πάρει πρωτοβουλία και να ανεβάσει μια ενισχυμένη ομάδα με αποστολή, πλευρικό χτύπημα και διάλυση του εχθρού, έτσι ώστε ολόκληρο το τμήμα μας, ενωμένο να συνεχίσει την πορεία του. Χρόνος υπήρχε και οι δυνάμεις του στρατού βρίσκονταν πολύ μακρυά…

Ο Άρης θα ζούσε, γιατί το μεγάλο αυτό τμήμα, αν και καθυστέρησε στο χωριό Μεσούντα, πέρασε στις 14 προς 15 Ιούνη 1945 τη γέφυρα Κοράκου χωρίς να συναντήσει εχθρό.

Το ξεκομμένο τμήμα με τον Άρη, που αποτελούνταν από 26 άνδρες, όπως οι: Γιάννης Τζαβέλλας, Θάνος, Ζαγκλάρας, Μοδονής (Έκτορας), Νικολόπουλος (Λέων), Γκονέζος, Δράκος, Δέσπω, Πάλλας, Γεροκόζιακας και άλλοι, σταμάτησε πάνω στη διαχωριστική γραμμή του αντερίσματος περιμένοντας τη βοήθεια του μεγάλου τμήματος.

Η σύνδεση μας είχε κοπεί. Καμιά ενέργεια δεν φαίνεται. Ακούγονται μόνο τα πυρά της ενέδρας. Η κατάσταση αυτή ανησύχησε και στενοχώρησε τον Άρη. Με πικρία βλέπει πως οι πιστοί σύντροφοι του, με το άκουσμα της αποκήρυξης και διαγραφής του, να χάνουν την εμπιστοσύνη και να τον εγκαταλείπουν στη μανία των εγκληματικών σχεδίων της ξένης και ντόπιας αντίδρασης.

Χωρίς να χάσει χρόνο, ψύχραιμα, παίρνει απόφαση να κατεβούμε προς το ποτάμι κι’ από εκεί προς Μεσούντα. Το βραχώδες αντέρισμα που κατεβηκαμε την νύχτα ξημερώνοντας στις 14.6.1945

Με μεγάλη δυσκολία μέσα στη νύχτα, κατορθώσαμε να κατεβούμε το απότομο και βραχώδες αυτό αντέρισμα και τα χαράματα 14-6-45 να περάσουμε τον Αχελώο και να καλυφτούμε μέσα στους θάμνους της δεξιάς όχθης όλη τη μέρα.

Στη βαθειά αυτή χαράδρα του Φάγγου που βρεθήκαμε, κάθε κίνηση μας την ημέρα, ήταν καταδικασμένη και ο Άρης ποτέ δεν σκέφτηκε να εξοντώσει το τμήμα του. Το βράδυ της ίδιας μέρας, 14-6-45 κινηθήκαμε προς Μεσουντα.

Ταλαιπωρηθήκαμε όλη τη νύχτα. Οδηγό δεν είχαμε. Δρομολόγιο, για να περάσουμε από τους πυκνούς θάμνους και τους γκρεμούς, δεν γνωρίζαμε και πολλές φορές γυρίζαμε στο ίδιο μέρος. Χρειάστηκαν δέκα ώρες για να περάσουμε μια απόσταση τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων. Αν είχαμε ένα ντόπιο σύνδεσμο, που να γνωρίζει το μέρος αυτό, θα είχαμε φθάσει κατά τη διάρκεια της νύχτας στη γέφυρα του Κοράκου.

Φθάσαμε το πρωί 15-6-45 στο ύψωμα Κερασιά, που βρίσκεται ανατολικά του χωριού Μεσουντα και πάνω από τη χαράδρα του Φάγγου. Η ώρα ήταν 7 και ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά στον ουρανό. Πληροφορίες για τους δικούς μας (που μας εγκατέλειψαν ύστερα από την ενέδρα το βράδυ 13-6-45) και τον εχθρό δεν είχαμε. Σταματήσαμε στο μέρος του αντερίσματος που λέγεται Γκορτσούλα, μήπως συνδεθούμε και πάρουμε πληροφορίες.

Προωθήσαμε πιο πάνω στην τοποθεσία Αντές δυο παρατηρητές, τους γέρο Δράκο και Πάλλα, με αποστολή να ελέγχουν το μονοπάτι που έρχεται από το χωριό και να παρατηρούν τα γύρω υψώματα, σημειώνοντας κάθε κίνηση του εχθρού. Η σύνδεση με το παρατηρητήριο γινόταν κάθε μισή ώρα.

Το μεσημέρι 15-6-45 έφθασε ο στρατός κι έπιασε όλα τα γύρω υψώματα. Βρεθήκαμε τώρα κυκλωμένοι. Η κατάσταση μας γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Ο ήλιος είχε βασιλέψει και περιμέναμε με αγωνία πότε θα νυχτώσει για να κινηθούμε και να βγούμε από τον κλοιό.

 

Μαθητές της σχολής εφέδρων αξιωματικών του ΕΛΑΣ.

Μαθητές της σχολής εφέδρων αξιωματικών του ΕΛΑΣ.

 

Η αυτοκτονία

Ο εχθρός μας πρόλαβε. Έπιασε τους δυο παρατηρητές χωρίς να ρίξουν ούτε μια τουφεκιά. Φαίνεται πως παραδόθηκαν. Γιατί ενώ ήσαν δυο, η σύνδεση γινόταν κάθε μισή ώρα κι ο εχθρός βρισκόταν στα γύρω υψώματα, νομίζω πως όταν κινδυνεύει κανείς δεν κοιμάται εύκολα. Κι ακόμα το μέρος τους επέτρεπε να σημειώσουν την κίνηση του εχθρού με μια τουφεκιά και να συμπτυχθούν εύκολα.

Ο εχθρός χρησιμοποιώντας το πλεονέκτημα αυτό, και με τη βοήθεια των παρατηρητών, μας πλησίασε και μας αιφνιδίασε με τα πυρά του. Το μέρος ήταν ακατάλληλο για άμυνα. Ο 0 Άρης ψύχραιμα δίνει εντολή: Σημείο συγκέντρωσης κάτω στο ποτάμι. Όλοι κατηφορήσαμε, ο καθένας όπως μπορούσε γρηγορότερα χωρίς να- διαλέγει δρομολόγιο και να κυττάζει πού βρίσκεται ο διπλανός του και τούτο για ν’ αποφεύγουμε τα πυρά του εχθρού. Δέκα εννέα σύντροφοι μας είχαν φτάσει στο ποτάμι όταν εμείς οι πέντε, Άρης, Τζαβέλλας, Λέων, γερο-Κόζιακας κι εγώ, βρισκόμαστε πολύ ψηλά στη ρεματιά της Κερασιάς. Αργοπορήσαμε, γιατί κατεβαίνοντας το απότομο και βραχώδες αυτό μέρος, ο Άρης έπεσε και χτύπησε πολύ άσχημα στη σπονδυλική στήλη. Όσο το χτύπημα ήταν ζεστό προχωρούσε μόνος του, στη συνέχεια τον βοήθησα κι εγώ, ώσπου φθάσαμε και σταματήσαμε σ’ ένα σημείο της ρεματιάς που βρίσκεται κάτω από το ύψωμα που λέγεται Μούλκες.

Η ώρα θα ήταν 9 μ.μ. Από την απέναντι πλευρά του Μυροφύλλου, ένα εχθρικό πολυβόλο χτυπούσε κατ΄ άξονα τη ρεματιά. Μπροστά μας σκοτώνεται ο γερο Κόζια-κας και πιο κάτω τραυματίζεται ο Λέων, από ένα κομματάκι νικέλου εκρηκτικής σφαίρας, στο δεξιό μέρος του μετώπου πάνω από το μάτι και γυρίζει πίσω γεμάτος αίματα.

Για μια στιγμή ακούω από το στόμα του Άρη να λέει: «Έζησα 42 χρόνια, έζησα και καλά και άσχημα. Κυττάξτε εσείς τι θα κάνετε τώρα, γεια σας». Βγάζει το πιστόλι του κι αυτοκτονεί. Δεν μπόρεσα να καταλάβω τη σκέψη του, ούτε και να αντιδράσω.

Ύστερα από το ανεπάντεχο αυτό γεγονός, την αυτοκτονία του Άρη, προχωρήσαμε με τον Λέοντα λίγα μέτρα πιο κάτω και συναντήσαμε τον Τζαβέλλα. «Γιάννη, του είπα, ο αρχηγός αυτοκτόνησε». Αμέσως ο Τζαβέλλας, που ψυχή του ήταν ο Άρης, γύρισε πίσω κι αφού σταμάτησε αριστερά από το νεκρό αρχηγό, άνοιξε μια χειροβομβίδα, την κράτησε στα χέρια του κι αυτοκτόνησε.

Στο σημείο αυτό της ρεματιάς και κάτω από το υψωματάκι Μούλκες, έμειναν για πάντα οι τρεις σύντροφοί μας. Οι Άρης και Τζαβέλλας πεσμένοι στο δεξιό μέρος της ρεματιάς κι ο γερο Κόζιακας μέσα στο νερό.

Ο Λέων ύστερα από τον τραυματισμό του και τις αυτοκτονίες Άρη και Τζαβέλλα έπαθε ψυχικό κλονισμό. Σε κάβε κίνηση έπρεπε να τον βοηθάω. Χρειάστηκε να περάσουν δυο μέρες για να συνέλθει κάπως.

Προχωρήσαμε τώρα οι δυο μας, για να κατέβουμε κάτω στο ποτάμι και να συναντηθούμε με τους άλλους συντρόφους, να τους ενημερώσουμε για τις αυτοκτονίες και να πορευτούμε μαζί τους.

Πιο κάτω συναντήσαμε ένα κλειστό μέρος που δεν μας επέτρεπε να προχωρήσουμε άλλο. Δεξιά κι αριστερά μέρος αδιάβατο, μπροστά μας ένας μεγάλος βράχος που στάθηκε αδύνατο να τον πηδήσουμε. Σταματήσαμε για λίγο και κυττάζαμε ολόγυρα μας, μήπως υπάρχει κανένα μονοπάτι και μπορέσαμε να κατεβούμε. Δυστυχώς, τίποτε. Η νύχτα είχε προχωρήσει και οι κινήσεις μας δεν φαίνονταν από τον εχθρό. Αποφασίζουμε και γυρίζουμε πίσω, μήπως πιο πάνω βρούμε μέρος και βγούμε από τη ρεματιά.

 

Με συναγωνιστές του.

Με συναγωνιστές του.

 

Περάσαμε ξανά από τους νεκρούς και σε μικρή απόσταση πιο πάνω, 10 έως 15 μέτρα, συναντήσαμε δυο πέτρες ενωμένες που πάνω τους κυλούσε το λίγο νερό της ρεματιάς και κάτω είχαν ένα άνοιγμα που χωρούσε δυο έως τρία άτομα κι εκεί -περάσαμε τη νύχτα της 15.6.45.

Το μέρος αυτό ήταν έτσι φκιαγμένο, από τη φύση του, που δεν τραβούσε κανενός την προσοχή. Εδώ αποφασίσαμε, σε περίπτωση που ο εχθρός αντιληφθεί τη θέση μας, να τον πολεμήσουμε κι όταν δούμε πως κινδυνεύουμε να πιαστούμε ζωντανοί, ν’ αυτοκτονήσουμε.

Την άλλη μέρα, 16.6.45, πρωΐ-πρωΐ κατέβηκε στη ρεματιά μια Διμοιρία στρατού με τους δυο παρατηρητές μας. Περάσανε από κοντά μας σε απόσταση] ενός μέτρου, γιατί δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Τους μετρήσαμε, ήταν 33 τον αριθμό. Τους δικούς μας, φαίνεται πως τους πήραν για ν’ αναγνωρίσουν τους νεκρούς. Ύστερα από αρκετή ώρα κι αφού τελείωσαν το βρώμικο έργο τους, ξαναγύρισαν από το ίδιο μέρος κι έφυγαν. Εκεί μέσα μείναμε 52 ώρες. Από 15 μέχρι 17 Ιούνη. Το βράδυ στις 17.6.45, μόλις νύχτωσε βγήκαμε και προχωρήσαμε προς τους νεκρούς. Φθάνοντας, είδαμε ένα τρομερό θέαμα.

Εδώ η αντίδραση έδειξε όλη την απανθρωπιά, την κακία και το μίσος στους νεκρούς αγωνιστές του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα. Θέλησε, χωρίς σεβασμό προς τους νεκρούς, να τους εκδικηθεί με τον πιο απάνθρωπο τρόπο. Τον Άρη, αφού τον ξεγύμνωσαν και του πήραν τη στολή και τον οπλισμό του, του κόψανε το κεφάλι, τα χέρια από τους ώμους και τα πόδια από τα γόνατα και κάτω. Του Τζαβέλλα του κόψανε το κεφάλι και το δεξί χέρι. Πραγματικά φριχτό θέαμα.

Τα πτώματα είχαν αρχίσει να μυρίζουν. Θέλαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να τους θάψουμε, γιατί δεν είχαμε κανένα εργαλείο, ούτε και μπορούσαμε να βρούμε στο ερημικό αυτό μέρος. Κι έτσι έμειναν άταφοι, τροφή για τους λύκους και τα όρνια.

Γράφτηκε τότε στις εφημερίδες, πως, ο Άρης σκοτώθηκε στις 16.6.45. Αυτό δεν είναι αλήθεια, γιατί ο Αρης αυτοκτόνησε το βράδυ της προηγούμενης μέρας: Η ημερομηνία του αποκεφαλισμού του 16.6.45 θεωρήθηκε σαν μέρα του σκοτωμού του.

Με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, αποχαιρετίσαμε για τελευταία φορά τον αρχηγό και τους άλλους συντρόφους και φύγαμε, ακολουθώντας το δρομολόγιο που είχε κινηθεί η Διμοιρία του στρατού. Κατορθώσαμε, ύστερα από μεγάλη ταλαιπωρία, να βγούμε από τη ρεματιά και να φτάσουμε κάτω στο ποτάμι…”

 

Από το αρχείο του αδελφού του Μπάμπη Κλάρα.

Από το αρχείο του αδελφού του Μπάμπη Κλάρα.

 

 

* Ο Ευάγγελος Γκονέζος γεννήθηκε στους Μελισσουργούς Άρτας το 1916. Τελείωσε την Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων και διορίστηκε δάσκαλος τον Οκτώβρη του 1939 στο χωριό Αγιά Θεσπρωτίας. Το Μάρτη του 1940 φοίτησε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Σύρου. Πήρε μέρος στον πόλεμο του ’40-’41 ως αξιωματικός διμοιρίτης πολυβόλων και στην στην Εθνική Αντίσταση ως αξιωματικός

Μετά τη Βάρκιζαι εντάχθηκε στο τμήμα του Άρη Βελουχιώτη και αργότερα στο Δημοκρατικό Στρατό ως αξιωματικός.

Στο τέλος του εμφύλιου πολέμου (1949) βρέθηκε με πολλούς άλλους αγωνιστές στην Τασκένδη, όπου έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας, έως τον Αύγουστο του 1978, που επαναπατρίστηκε. Πέθανε στη Νέα Σκιώνη Χαλκιδικής το 2003.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top