Fractal

Δύο ποιήματα: “Ίκκο Ίκκι (Γιαρί Ασεγκαρού)” | “Ποτεία”

Του Άρη Γιανναρά  // 

 

poetry__

 

 

Ίκκο Ίκκι (Γιαρί Ασεγκαρού)

 

Οι Ασιγκάρου είναι παραταγμένοι.
Άπλυτοι, πεινασμένοι
ο καθένας τους δεν αξίζει ούτε μισό Κόκου.
Η κούρασή τους όμως είναι απλωμένη στα χωράφια τους
και δεν κουνιέται.

Ποιός θα το περίμενε ότι οι αδιάφοροι χωρικοί θα έπαιρναν τα όπλα
και ότι θα εκτόξευαν στη στρατόσφαιρά τους
τους Τζιζαμουράι να τους φυλάνε
μ αυτή την έλλειψη ονομαστικής ευπρέπειας –
Ταιριάζει σε πειρακτικό διάλογο σε πορνείο του Κυότο
για τον εκεί κάτω καιρό.
Θα χιονίσει, δε θα χιονίσει, οι κατολισθήσεις στο ναό του Σίντο
παίρνουν και ρωτάνε σαν να ‘ταν πρεσβεία.

Αν σαν Έλληνας ή αρχαιομαθής το ακούσεις από μακριά
ας πούμε σε μια συζήτηση υπόκωφη στη βιβλιοθήκη
στης κουκουβάγιας μέσα το γραφειακό φτέρωμα
θα συμπεράνεις ότι παραθέτουν πτώσεις της Δοτικής
του ουσιαστικού Οίκος.

Όχι
Το Ίκκο Ίκκι ήταν μια επανάσταση της Ιαπωνίας
Και οι πολεμιστές περιμένουν πολλή ώρα μες την ψιλή, αθόρυβη βροχή
μέχρι να το καταλάβεις.
Οίκω, οίκει.
Ας περιμένουν λίγο ακόμα.

Μέχρι εσύ να βρεις πώς την επόμενη θα ξεκινήσεις από το σπίτι.
Κατηφής, μεμψίμοιρος, ή χαμογελαστός
επειδή η ιδέα σου για επανάσταση είναι απλή
και τη μοίρασες σκυφτός στα επόμενα 50 χρόνια.

Μ ένα δυο σπόρια τη μέρα
τα μικρά χωράφια σου είναι γεμάτα πια.
Και δεν κουνιούνται.
Κι ας μην αξίζεις κουρασμένος και πεινασμένος ούτε πενήντα Σο.

Ο δρόμος από δομής και κατασκευής δε βλαστημά
Στη βλαστήμια κάτι πάει να βρει.
Ένα ελάττωμα.
Κι εφόσον η βλαστήμια δεν έχει δρόμο, δεν υπάρχει κι επικοινωνία.

Άλλά δεν είναι και τόσο απλό
Ή ορατό από μακριά
Ή κι από πολύ κοντά.

Ο δρόμος γι όσους δε σκοτίζονται με τα νούμερα σπιτιών,
τις καταχωρήσεις και τα γράμματα
είναι μια ατελείωτη χώρα στο χρόνο
πίσω από μια γλάστρα
μέσα στο σαλόνι.

Ακόμα κι αν το θεωρήσεις βάλτο
και κάθε βράδυ από νωρίς ανάβεις φωτιά
πέφτοντας από κει πίσω ξεχασμένος ,
υπάρχει άπλετος χώρος.
Στο χρόνο όμως.
Στην υπομονή.

 

 

 

Ποτεία

 

Τα νεαρά όρνια απορούν
πώς θα πάρει μπρος η επανάστασή τους.

Tα κοκτέιλ στα εναέρια μπαρ στον πολυέλαιο του ορίζοντα
τούς κοστίζουν 8 και 9 ευρώ
και δε βρίσκουν να αφήσουν τα κουφάρια
που το στομάχι τους συνομιλούσε, μες το φως, δεν έχουν καύσιμα.

Και πετάνε με φαγωμάρα, σε κύκλους,
πάνω απ αυτούς που περπατάνε στο δρόμο τις νύχτες
μέσα κι έξω απ τα παράθυρά τους ,
μπας και τρυπώσουν στο βαθύ τους ύπνο
σαν τυφλοπόντικες που χάνονται σε μια μικρή τρύπα
για να βγουν σ έναν όμορφο κήπο.
Κι αποφασίσουν την άλλη μέρα
να δουλέψουν πιο σκληρά κι εκείνοι
χωρίς να ξέρουν το γιατί
Για το αφημένο μαξιλάρι
που τώρα το τρώει η βροχή, μες το όνειρο

Ενώ ανέμελα πετούσαν
γίγαντας τούς έδωσε να κρατήσουν ένα τεράστιο παγωτό
σε μια πίσω αυλή με τσιμεντένιο τετράγωνο κάτω για δάπεδο
και παχύ σοβά στους τοίχους του σπιτιού.

Εκεί κατέληγε η γωνία που έκανε η βεράντα, σε σκάλα.
Τριανταφυλλιές και τετράγωνα παρτέρια στη μία πλευρά
κι ένα σκουριασμένο τηλέφωνο ντουζιέρας από την άλλη.
Ψηλοί τοίχοι έπαυλης ανάμεσα στο συρματόπλεγμα
και πάνω του κισσός
φρυγανισμένα, αραιά φύλλα κισσού
σαν πράσινες φλόγες αερίου, πάνω από τους σωλήνες των κορμών του.

Κατεβαίνοντας από τα σκαλιά, ευθεία μπροστά
φαινόταν μια άλλη γωνία κτιρίου
γκρίζα τσιμεντένια ποδιά με πεσμένα φύλλα, πορτοκάλια και κεράσια.

Αγκαλιασμένη μάνα με κόρη κι ο γιος είρων παρατηρητής.
ιδανικό, τόπος απογείωσης.

Μέσα σε πολλά έντομα και ανοιχτό ελώδες έδαφος
αναίσθητοι, πεσμένοι.
Ασυναίσθητη η κίνηση του γίγαντα
που ενώνει ουρανό και γη
να τους αφήσει το παγωτό που χε γίνει από τους μαιάνδρους του νερού
μέσα σ έναν στρωματοσωρείτη.

Η γεύση θα του χαλούσε τις σκέψεις όπως κάνει το φαγητό
Κόβοντας στη μέση δύο εμπνεύσεις.
Δεν ήταν να ξαναγυρίσει.
Πήραν την ευθύνη του επιπόλαια.
Κι αυτό λιώνοντας, τους θίγει.

Αμέσως γυρίζουν από δρόμο σε δρόμο του Λούντβιχσμπουργκ
κι είναι βράδυ ανάμεσα σε αμέτρητες λόγχες.
Κατάλαβαν ότι ο ακίνητος αέρας και η άπνοια, ήταν μοναξιά.

Κι όταν μια μεταλλική γλώσσα βαριάς εξώπορτας ακούστηκε στο παρακάτω σπίτι
-επειδή κάποιος είχε μόλις βγει-
δεν κατάλαβαν ότι είχε χαθεί κάτι σπουδαίο
και συνέχισαν τον περίπατό τους
χοροπηδώντας και πηγαίνοντας
εκεί που η καρδιά τους με λίγο νερό ανθεί
και το υπόλοιπο απ τα πέταλα φτερουγίζει.
Για το βρέξιμο το αβέβαιο η καρδιά
πάντα πλησιάζει
και κοντά της αφήνει
να σχηματίζονται γούρνες.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top