Fractal

Για την «Αργώ» και τον Γιώργο Θεοτοκά

Γράφει η Μηλίτσα Αυγούστη- Πιέτρη // *

 

Η Αργώ ιδρύθηκε μες στη μεγάλη όψη των πολέμων, από μερικούς νέους, που δεν χώνευαν καθόλου τους καθηγητές τους κι ήθελαν να αλλάξουν πολλά πράγματα στο Πανεπιστήμιο και παρά έξω. Το έμβλημά του ήταν ένα καραβάκι με κουπιά. Στην αρχή ήταν ένας όμιλος από φοιτητές ανικανοποίητους και δυσαρεστημένους που γύρευαν μεταρρυθμίσεις γλωσσικές, εκπαιδευτικές, πολιτικές ακόμα και κοινωνικές. Γρήγορα μαζεύτηκαν ίσαμε εκατό και βάλθηκαν να κάνουν διαλέξεις αναμεταξύ τους να συζητούν με πολλή θέρμη όλες τις τρέχουσες θεωρίες, να τυπώνουν αραιά και πού λαθραία περιοδικά και φυλλάδες με συγκεχυμένες ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Με τον καιρό, έγινε το κέντρο των πνευματικών ανησυχιών της φοιτητικής νιότης και εξ αιτίας αυτής της φύσης του δεν είχε καμμία ιδεολογική συνοχή. Εκεί συναντούσες οπαδούς της δημοτικής παράδοσης, του ρεαλισμού, της προλεταριακής τέχνης, φίλους του Ντοστογιέφσκι, του Σολομού, του Παλαμά, του Καβάφη, του Βαλερύ, του Μπέρναντ Σω, του Πιραντέλλο, του Ρίλκε.

 

Αργώα

 

Αρκετοί Αργοναύτες θαύμαζαν τον Βενιζέλο, κι άλλοι καταδικάζανε το δυτικό πολιτισμό και περίμεναν τη σωτηρία του κόσμου από την Ασία. Κι άλλοι πάλι έλεγαν πως προορισμός της Νέας Ελλάδας είναι να σταθεί στο σταυροδρόμι των πολιτισμών και να συγχωνεύσει σε μια ανώτερη σύνθεση τις καλύτερες εκδηλώσεις του δυτικού και του ανατολικού πνεύματος.

Εκείνο τον καιρό η Ελλάδα βρισκότανε ριγμένη με τα μούτρα μες σ’ αυτό το μπουρίνι των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών περιπλοκών, που λέγεται στη σύγχρονη γλώσσα κρίση.

Το εθνικό νόμισμα βαρόμετρο των δημοσιονομικών συνθηκών έτρεμε με τρόπο πολύ ανησυχητικό. Τα δημόσια χρεώγραφα έπεφταν στις αγορές της Λόντρας και της Νέας Υόρκης. Οι δουλειές πήγαιναν ολοένα και χειρότερα. Οι έμποροι χρεωκοπούσαν ολοένα και πιο συχνά. Οι χρηματιστές αυτοκτονούσαν. Πλήθος καθόντανε δεμένα και σιωπηλά στα μεγάλα λιμάνια.

Η ανεργία απλωνόταν σε σημείο επικίνδυνο στις πόλεις. Ο τιμάριθμος ανέβαινε, αργά μα σταθερά. Οι διανοούμενοι προαναγγέλλανε κάθε πρωί, το τέλος του πολιτισμού για τον επόμενο μήνα. Μια βαριά ατμόσφαιρα γενικής νευρικότητας και ανησυχίας πλάκωνε την πρωτεύουσα. Ο κοσμάκης αδημονούσε, μουρμούριζε, βλαστημούσε, ζητούσε τριγύρω του να αρπαχτεί από κάπου, μα δεν έβρισκε τίποτα. Οι μαγαζάτορες, οι μπαρμπέρηδες, τα γκαρσόνια, οι σωφέρηδες κατηγορούσαν αόριστα την Κυβέρνηση, για ανικανότητα και για κακοήθεια και του στρατού, αρχίζανε να κουνιούνται με τρόπο πολύ ανησυχητικό, αδιαφορώντας για την εθνική συνείδηση και τις εντολές της.

Μυστηριώδη πρωτόκολλα τιμής, κυκλοφορούσαν στις φρουρές της πρωτεύουσας και των επαρχιών. Κάποιος Στρατιωτικός σύνδεσμος ιδρύθηκε αυθόρμητα και λειτουργούσε υποχθόνια με σκοπό «την σωτηρίαν του έθνους δια παντός μέσου».

Κανείς δεν είχε σίγουρες πληροφορίες για τη δράση αυτής της παράνομης οργάνωσης, μα όλος ο κόσμος μιλούσε γι’ αυτήν. Οι εφημερίδες δεν άργησαν να δημοσιεύσουν σχετικές ειδήσεις, στην αρχή με πολύ διακριτικούς υπαινιγμούς, κι ύστερα καθαρά και ξάστερα. Ήτανε φανερό πώς προετοιμαζότανε μια στρατιωτική δικτατορία κι η έκρηξη του κινήματος, αναγγελλότανε πανηγυρικά σε θεατρική πρώτη. Μονάχα ονόματα δεν αναφέρανε οι εφημερίδες, μα όλη η Αθήνα ήξερε, πώς αρχηγός του Συνδέσμου, ο υποψήφιος δικτάτορας ήταν ο στρατηγός Τζαβέας, διοικητής του πρώτου Σώματος Στρατού.

Ωστόσο μεσ’ αυτήν την απερίγραπτη ανακατωσούρα των ιδεών και των συναισθημάτων, χάραζε κάποια κοινή φιλοδοξία, κάποιος κοινός πόθος ή μεράκι ή παράπονο που ένωνε όλα αυτά τα ανήσυχα παιδιά. Πίεζε την καρδιά τους η τραγική μοίρα του ελληνικού γένους, το βάρος του μεγάλου ονόματος, η ιδέα της ανυπαρξίας της Ελλάδας στη σύγχρονη πνευματική ζωή του κόσμου. Αισθανόντουσαν την ανάγκη να κλωτσήσουνε τη ρουτίνα που τους σκέπαζε, να λυτρωθούνε από ένα στείρο παρελθόν, να ξανοιχτούνε στο πέλαγος, να ζήσουνε ξανά τη ζωή του πνεύματος, όχι πια σαν ταπεινοί μιμητές των ξένων, μα σαν ερευνητές, σαν αληθινοί Έλληνες.

Από την Αθήνα, είπε ο Σπυρίδωνας θα βγει το καινούργιο φως. Εκεί είναι τα μελλούμενα του γένους. Και η Πόλη μας να περιμένει, λέει, χρόνους και καιρούς. Δεν ήρθε η ώρα, δεν ήρθε. Η σφαγή κι η λεηλασία πλάκωναν απάνω στη γελαστή Σμύρνη τη μεταβάλλανε σε ερείπια μέσα σε λίγες μέρες. Η Ιωνία καιγότανε πέρα ως πέρα. Η Ελλάδα έμοιαζε σα να είχε παραλύσει, από τη μια μέρα στην άλλη. Το κράτος ήτανε ξεχαρβαλωμένο ολότελα από την Καταστροφή και κατακλυσμένο από τις μυριάδες των φυγάδων, στρατιωτικών και των προσφύγων που ζητούσανε τη σωτηρία τους στις Ελληνικές ακτές. Το έθνος είχε πέσει στην πιο βαθιά απόγνωση. Η Ελλάδα είχε χάσει το μεγάλο παιχνίδι της, ξεριζωνότανε από τη Μικρασία. Κι έγινε το μεγάλο γιουρούσι και βουτήχτηκε η Πόλη μες στο αίμα κι έγιναν όλα κόκκινα, κόκκινα –και τα νερά κόκκινα κι η Αγιά Σοφιά κόκκινη κι ο Κουλάς και τα τείχη, όλα κόκκινα από το αίμα της Χριστιανοσύνης.

Και η Παναγιά μας κλαίει, κλαίει και χτυπιέται.

«Γιατί, λέει, γιατί μ’ αφήσατε στους σκύλους;»

Μας πρόδωσε η Ευρώπη, Μαριάμ, η Ευρώπη η Χριστιανή.

Το καραβάκι της Αργώς ταξίδευε κιόλας προς τις μεγάλες θάλασσες και τις μεγάλες φουρτούνες, προς το άγνωστο, προς το Χρυσόμαλλο Δέρας, που τους σαγήνευε και τους ενθουσίαζε, χωρίς να μπορούν να το καθορίσουν. Το Χρυσόμαλλο δέρας. Το ξύπνημα του ελληνικού πνεύματος, η δημιουργία, η Αναγέννηση, η Δόξα.

 

Βιογραφία του Γ. Θεοτοκά:

θεοτοκαςΟ Γιώργος Θεοτοκάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, τον Αύγουστου του 1905. Φοίτησε στο Ελληνογαλλικό Λύκειο της Κωνσταντινούπολης. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922, η οικογένεια Θεοτοκά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα ο Θεοτοκάς φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία αποφοίτησε το 1927. Ως φοιτητής συμμετείχε με ζήλο στο κίνημα του δημοτικισμού. Στη συνέχεια μετέβη στο Παρίσι και στο Λονδίνο για να ικανοποιήσει τις πνευματικές και επαγγελματικές του αναζητήσεις: σπουδάζει νομικά, ιστορία, φιλοσοφία. Επέστρεψε λίγο αργότερα στην Αθήνα και εργάστηκε ως δικηγόρος. Παράλληλα, δραστηριοποιήθηκε έντονα στον πνευματικό χώρο: Το 1929 εξέδωσε το δοκίμιό του Ελεύθερο Πνεύμα, που εκ των υστέρων χαρακτηρίστηκε ως “μανιφέστο” της Γενιάς του ‘30 και συνεργαζόταν με λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ το κυκλοφόρησε το πρώτο λογοτεχνικό του έργο, το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος «Αργώ».
Η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε με το Bραβείο πεζογραφίας το 1939 για το μυθιστόρημά του Το Δαιμόνιο. Το έργο του διακόπηκε όμως προσωρινά λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940: Κατατάχθηκε ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό, όμως δεν πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο, παρά τις πολλές προσπάθειές του να σταλεί στην πρώτη γραμμή. Αποπέμπεται και επανακατάσσεται τον Μάρτιο του 1943. Ασχολήθηκε ξανά με τη λογοτεχνία μετά τον πόλεμο. Για την προσφορά του βραβεύτηκε με το κρατικό λογοτεχνικό Bραβείο για το δοκίμιο το 1957 για το έργο του “Τα Προβλήματα του καιρού μας”.
Διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου τις περιόδους 1945- 1947 και 1952- 1953. Ακόμη, υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από το 1961, έτος ίδρυσης του. Εξάλλου, ο Γεώργιος Θεοτοκάς ασχολήθηκε και με την πολιτική. Υπήρξε υποψήφιος βουλευτής του Νομού Χίου το 1955, αλλά απέτυχε να εξασφαλίσει την εκλογή του. Μετά από δεκαετή συζυγικό βίο με τη Ναυσικά Στεργίου, χήρεψε το 1959. Το 1996 ξαναπαντρεύτηκε, αυτή τη φορά την Κοραλία Ανδρειάδη. Πέθανε το 1996 στην Αθήνα.

 

* Η Μηλίτσα Πιέτρη- Αυγούστη είναι ποιήτρια.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top