Fractal

Διήγημα: “Το πάρκινγκ της οδού Ερμού”

Της Αρετής Βεργουλή // *

 

parking

 

Ακούμπησε όλο το βάρος των κιλών κ της ηλικίας του πάνω στην συνομήλικη πόρτα και την έσυρε μέχρι να ανοίξει εντελώς. Του πήρε ώρα. Τα ίδια κάθε ημέρα.

Στόμα μεγάλου ψαριού ,το άνοιγμα του παρκινγκ ,με λέπια μπάρες. Πινέλα, τενεκέδες με χρώμα , βούρτσες και τέσσερα ξύλα για πάγκο στον πάτο του βυθού .

Άφησε την φωτογραφία δίπλα ,στερέωσε έβαλε τα γυαλιά του καλά πάνω στην μελιτζάνα μύτη ,μεγεθυντικός φακός πάνω σε όσα κοιτούσε κι έκατσε να την μελετήσει. Είδε τα ματιά της ηθοποιού, το χαμόγελο, τα μαλλιά, κουρεμένη σαν ποντίκι . Έκατσε και διάβασε την περίληψη της ταινίας. Είδε και το τρέιλερ στο κινητό. Τέλειωσε η ψαριά του.”Τέτοια γυναικά ,την αδικούσε ο ρόλος. Αυτός όμως θα την έκανε όπως την ήξερε”.

Σκούπισε καλά-καλά το υλικό .Το τέντωσε τσίτα και με μια καρέκλα ανέβηκε με τις κάλτσες, πάνω στο δήθεν τελάρο. Περπάτησε πάνω κάτω ,προσεκτικά με γόνατα πάνω στα σημεία που παντρευόταν ξύλο-υλικό, όσο μπορούσατε μήκος θα ‘ταν 7-10 μέτρα.

Μέτρησε, χώρισε σε τετράγωνα, μοίρασε τους ήρωες, τους κομπάρσους, άφησε μισό μέτρο κορνίζα γύρω και κέντραρε να πέφτει η απούσα μπούκλα της στο μέσον της ταμπέλας , πλάι το όπλο, μια καταιγίδα δυο εκρήξεις και δεξιά μέχρι τέλους της μαρκίζας, ο τίτλος. “Mad MaX Ο δρόμος της Οργής”. Άνοιξε τα καπάκια απ τους τενεκέδες, μαύρο πορτοκαλί και ξεκίνησε .

Στέγνωναν και οι δυο. Αυτός αραγμένος στην σκυλίσια πολυθρόνα στην είσοδο του παρκινγκ, ήσυχος καθώς της είχε δώσει τίμια όσα είχε κ αυτή πάνω στις τάβλες.

Οι ρόδες απέναντι σαν σβούρα που δεν υπακούει στο χέρι, γύριζαν . Έκανε μανούβρες, μια δυο, μετά ξανά έξω ,μετά άλλες δυο και τελικά το πάρκαρε. Σωστά. Η γυναικά σβούρα τότε είδε το παρκινγκ κ την έφερε εμπρός του.”Μα αφού σας χωρούσε, αφού το παρκάρετε γιατι ήρθατε; Είναι κ δέκα ευρώ. Είμαστε μέχρι της δώδεκα μόνο “. Προσπάθησε να διώξει τον πελάτη. Σηκώθηκε, κουνήθηκε σαύρα στην άμμο. Αργά.

Δεν τον κοίταξε. Οι πολυτέλειες τελείωσαν.

” Όχι, όχι δεν με πειράζει. Θα το αφήσω σε εσάς. Το προτιμώ”. Είχε δει την μαρκίζα, φαινόταν καθώς στέγνωνε. Χτύπησε τα χείλη ,βγήκε απ το αμάξι .Κοίταξε το τελάρο αυτός ,έβαλε στη τσέπη το δεκάευρω που του έδωσε κ προχώρησε καπνίζοντας το λαθραίο, να κάτσει στην αμετακίνητη πολυθρόνα του. Είχε αρχίσει η βραδιά.

Ευτυχώς υπάρχει θεός για τους καλλιτέχνες.

 

* Γεννήθηκα το 1969 στην Αθήνα. Αποφοίτησα από την Πάντειο το 1992 και εργάστηκα σε μια Τράπεζα που δεν υπάρχει πλέον για 24 χρόνια. Έχω παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής και προσπαθώ να τελειώσω τις σπουδές μου στον τομέα της Ψυχολογίας. Όταν έχω ελεύθερο χρόνο μου αρέσει να σκαρώνω διηγήματα και ιστορίες.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top