Fractal

«Έρωτας, ζωή και θάνατος στην ίδια αρένα παλεύουν για το κόκκινο κρασί. κάποιοι το ονομάζουν ‘θεία κοινωνία’, άλλοι μέθη…»

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

 

“Αρένα”, της Λίλης Μιχαηλίδου, εκδ. Μελάνι, σελ.120

 

 

Έρωτας, ζωή και θάνατος στην ίδια αρένα παλεύουν

για το κόκκινο κρασί

κάποιοι το ονομάζουν «θεία κοινωνία»

άλλοι μέθη…

 

Διαβάζοντας το ποιητικό βιβλίο της Κύπριας ποιήτριας Λίλης Μιχαηλίδου, με τίτλο «Αρένα», μου γεννήθηκε η ανάγκη να γράψω δυο λόγια για την ποιητική της δημιουργία, έτσι όπως αποτυπώνεται στη συγκεκριμένη συλλογή. Κυρίως, διότι  δίνεται με διακριτικότητα και χάρη, χωρίς αυταρέσκεια, πομπώδεις ελιγμούς, και μεγαλοστομίες- παρότι είναι ποίηση αξιώσεων. Με μια γλώσσα λιτή, καλοδουλεμένη και εξαιρετικά πολύσημη, πλούσια σε μεταφορές, συμβολισμούς, και νοήματα, η ποιήτρια Λίλη Μιχαηλίδου μας εισάγει στον ποιητικό της κόσμο, ένα κόσμο που βρίθει από στοχαστική διάθεση, βιωματική εμπειρία, συνειδησιακή ροή, μουσικότητα και ρυθμό, ενώ ταυτοχρόνως απέχει από την έντονη αυτοαναφορικότητα που συνήθως διαπνέει τέτοιου είδους  ποιήματα, αφήνοντας ωστόσο στον αποδέκτη της μια έντονα γλυκόπικρη γεύση, έτσι ακριβώς όπως και η ζωή, αφού στην ουσία για αυτήν πρόκειται.

Από τους εναρκτήριους κιόλας στίχους η ποιήτρια μας εισάγει στoυς τρεις κυρίαρχους θεματικούς άξονες της συλλογής της: Έρωτας, Ζωή Θάνατος με τις πλείστες προεκτάσεις κι αποχρώσεις τους κι όλα αναμφίβολα αποτελούν ‘πρωταγωνιστές’ σε μια αμείλικτη αρένα, όπως είναι αυτή του σύγχρονου κόσμου μας και μιας εποχής, της δικής μας, όπου τα πάντα είναι ρευστά, αμφίβολα και χαώδη. Το χάος όπως το αντιλαμβάνεται η ίδια είναι συνυφασμένο με την «αταξία» των πραγμάτων, με την ανασφάλεια, την απελπισία και την ασάφεια που επιφέρει και που σήμερα έχει να κάνει και με την κρίση και την πολιτική κατάσταση του τόπου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο ποίημα της με τίτλο, ‘Απροσδόκητα’ «Η κρίση χώρεσε παντού… /Οι κατηφορικοί δρόμοι της κρίσης./Μπαλκόνι με θέα την κοιλάδα της κρίσης./Το οικόσημο στην είσοδο της κρίσης. /Μα η κρίση, σκέφτομαι, είναι μια αφηρημένη έννοια /Πώς θα μπορούσε να κατακτήσει τον αέρα, τα βουνά /τη θάλασσα, τον ήλιο;/Πώς είναι δυνατό όλο αυτό το ευρύχωρο φως γύρω μας /να ανήκει στην κρίση;/Αψηφώ τις προειδοποιήσεις. /Φοράω τον χρόνο ανάποδα/ξεριζώνω τους άσπρους κροτάφους του/βάφω τα χείλη του κόκκινα /και εκτίθεμαι στην κρίση σας… Το χάος είναι η αντανάκλαση της κόλασης./Η απελπισία έχει μεταλλάξει τα πρόσωπα…»

Έντονα στοχαστική, ‘εικονοπλαστική’ κι ανάγλυφη θα χαρακτήριζα την ποίηση της Λίλης Μιχαηλίδου, ποίηση που γεννά εικόνες, συναισθήματα, αντιθέσεις, προβληματισμούς αλλά και μυρωδιές, αρώματα και ήχους. «Χάλκινα πρόσωπα πολιτικών, κροταλίζουν στο σκοτάδι.» Και βέβαια αντανακλά τον στοχασμό μιας γυναίκας που δεν μπορεί να μείνει απαθής, μια γυναίκα που προβληματίζεται, συμμετέχει και συμπάσχει.   Το βάθος του στοχασμού, η ευαισθησία, η εσωτερικότητα, ο συνειδησιακός της προσανατολισμός στα της Ιστορίας του έρωτα, και της ζωής γενικότερα, η διεισδυτικότητά της στην ουσία και τον πυρήνα των θεμάτων που επιλέγει να πραγματευτεί, η λεπτότητα των συναισθημάτων, η υποδόρια και συχνά υπαινικτική της προσέγγιση, είναι τα ερείσματα πάνω στα οποία κτίζει τον στοχασμό της, τον οποίο έπειτα μετουσιώνει σε τέχνη. Ο μεταφορικός λόγος, είναι διάχυτος σε όλη σχεδόν την ποιητική δημιουργία, προσδίδει στα ποιήματα μια διάσταση, εξωπραγματική, υπερρεαλιστική όσο και απτή, αληθινή. Η αλληγορική χροιά των ποιημάτων είναι στα αλήθεια  αξιοπρόσεκτη. Στην πραγματικότητα, η ικανότητά της να μεταπηδά με ευκολία και φυσικότητα από τον ρεαλισμό στην αλληγορία και από το απτό στον συμβολικό ή το φαντασιακό είναι που διακρίνει το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής αυτής συλλογής. Ενώ η πολυσημία της γλώσσας συμβάλει στο αποτέλεσμα αυτό, καθώς και στο ότι ο κάθε αποδέκτης μπορεί να ερμηνεύσει τους στίχους με τον δικό του τρόπο.Τα λόγια γονάτισαν στα χείλη μου./ Μικροί γυρίνοι ερωτοτροπούν με την ερημιά μου./Το άγγιγμά τους ανοίγει στον κόσμο μια νέα διάσταση./Όταν κοιμάμαι σκάζουν στον ύπνο μου κόκκινα κύματα /-η θάλασσα είναι ερωτευμένη- /Με αργούς κυματισμούς ξεφυλλίζουν το νέο μου σώμα. /Μοιάζουν ν’ απελευθερώνουν έναν ουρανό.»

Ο Έρωτας στην ποίηση της Λ. Μ είναι  σφιχταγκαλιασμένος με τη ‘Μοίρα κι αυτή με τη σειρά της με την ‘Μνήμη’ ενώ  μνήμη και παρελθόν, αποτελούν σημεία αναφοράς αλλά και συνδετικοί κρίκοι που ενώνουν τα πάντα με τον Χρόνο, τον οποίο περιγράφει ως έναν αμείλικτο παίκτη σε ένα άνισο και σκληρό παιγνίδι, αφού ούτε σταματά, ούτε συγχωρεί, ενώ επιδρά σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, και κυρίως στη συνείδηση μας, ή τη θέασή μας για τον κόσμο που μας περιβάλει. «Μετρώντας προς τα πίσω φυλακίζω το χρόνο./Για τα μέχρι σήμερα πλημμελήματα/ τον καταδικάζω ερήμην… / ή «Όταν σε κοιτάζω δεν είναι μόνο η μυρωδιά σου./ Μην αναμένεις αυτό που δεν μπορώ να δώσω./ Είμαι εδώ./Μα ο έρωτας γεννιέται και κάπου αλλού. /-Ο λόγος μάς ενώνει όταν αναζητούμε/ όταν ερωτευόμαστε ή όταν θρηνούμε- /Όταν σε αγγίζω δεν είναι μόνο το δέρμα σου/είναι κι αυτά που το παρελθόν φέρνει στο σήμερα /και μας περικυκλώνουν. /Όταν με φιλάς είναι η μοίρα/ που υψώνει το ποτήρι στην υγειά μας..»

Και βέβαια δεν θα μπορούσε να απουσιάζει εδώ η έννοια της απώλειας. Της απώλειας των αγαπημένων αλλά και των  χαμένων τόπων, εκεί  όπου μεγαλώσαμε και που η απουσία τους εντείνει την νοσταλγία και την υπαρκτική μοναξιά. «Τα βράδια σε σκέφτομαι στην άλλη πλευρά της πόλης./Η ιστορία σου δεν είναι ίδια με τη δική μου./κι όμως μεγαλώνουμε στην ίδια πόλη. /Εμείς κάποια στιγμή ξανασμίξαμε, μα όχι η πόλη μας./ Υφαίνουμε την ύπαρξή μας με το νήμα που μας χωρίζει./ Κτίζουμε σκαλοπάτια για να ανεβαίνουμε μαζί/αφήνουμε σημάδια για να ξαναβρούμε την αρχή μας /όπως οι άνθρωποι της ερήμου. /Τα χρόνια μαλάκωσαν, το ίδιο η καρδιά και τα πάθη μας./Μοιάζουμε τώρα με τους ταξιδιώτες που σε κάθε ταξίδι/ψάχνουν δρόμους να τους οδηγήσουν στις αισθήσεις. /Σήμερα, κοιτάζοντας τις καινούριες πινακίδες / ‘Η πόλη της καρδιάς μου’, / φυλάω ζωντανές τις λεπτομέρειες

Ιστορία, μνήμη και απώλεια είναι έννοιες ταυτόσημες για την ποιήτρια «Γι αυτό σε σκέφτομαι τα βράδια /την πόλη να ενώνει τα ξέχωρα νήματα της ιστορίας μας./Πάνω από την οροφή της γειτονιάς σου πετάει ένας χαρταετός…» Ενώ στα ‘Παλιά Ημερολόγια’ η μνήμη συνδέεται και με την προσωπική της ιστορία, την ψυχική ωρίμανση, την επίγνωση και τη συναίσθηση των πραγμάτων. «Σ’ ένα ράφι της βιβλιοθήκης/φυλάω τα παλιά ημερολόγια./Τα ανοίγω πότε πότε, όχι για να θυμηθώ/μα για να διαγράψω, να μην επαναλάβω. /Γιατί η επανάληψη κρύβει μια τυραννία/που σκοτώνει με λεπτότητα.»

Όλες οι έννοιες προσωποποιούνται  στην ποίηση της Λ Μ, όλα παίρνουν σάρκα και οστά, ακόμα κι ο θάνατος που συχνά απεικονίζεται στα πρόσωπα των ανθρώπων που πέρασαν από τις ζωές μας, και έπειτα χάθηκαν στη λησμονιά. Πρόσωπα που αγαπήσαμε και που σημάδεψαν τη παιδική μας ηλικία αφήνοντας εγχαραγμένες κι ανεξίτηλες εικόνες και θύμισες, «Την βρήκα να κάθετε στο ξωπόρτι. /Κρατούσε στην ποδιά της ένα μεγάλο τσίγκινο δίσκο /γεμάτο σιτάρι και το καθάριζε ξεχωρίζοντάς το σπυρί σπυρί. /«Ετοιμάζω τα κόλλυβα» μου είπε «αύριο είναι ψυχοσάββατο»./Κοιτάζω επίμονα να διαβάσω αυτό που δεν είναι σημειωμένο/σε κανένα γραπτό, που από μόνο του είναι ολόκληρος /κόσμος. το μοναδικό δικό της βλέμμα, το ομιχλώδες άσπρο /του ματιού στην σκιά των χρόνων της. /«Οι ψυχές», συνέχισε κοιτάζοντας τον ουρανό/ δεν βρίσκουν ανάπαυση. μια μέρα το χρόνο …»

 

Λίλη Μιχαηλίδου

 

Εντούτοις, δεν είναι μόνο ο φυσικός θάνατος εκείνος που την συνταράζει και τη θορυβεί,  είναι ο θάνατος της συνείδησης, της ανθρωπιάς, της ελπίδας, ο θάνατος που σχετίζεται με την διάψευση και βέβαια την αυταπάτη. Εμφανίζεται  στη ποίηση της με την μορφή κορακιού, (σαφής υπαινιγμός και αναφορά στον Πόε) και καταρρακώνει εξίσου με τον άλλο. «Από το παράθυρο παρακολουθώ τα κοράκια να πετούν/στοιχίζοντας τις γραμμές ανάμεσά τους. μην αλληλολαβωθούν./ Χαράζει./Διαβάζω Μπουκόβσκι κι ο Πενταδάχτυλος είναι χιονισμένος./Μη μπορώντας να κρατήσω απόσταση /λαβώθηκα από τους λεπιδόπτερους στίχους του. /Το αίμα στάζει στις σελίδες, κοκκινίζει τα γραπτά./Και ξαφνικά, πάλι σκοτάδι. /Αδέσποτοι πολιτικοί, τραπεζίτες κοράκια/ δεσπόζουν στον ορίζοντα.»

Η Τέχνη όπως και η μουσική καταλαμβάνουν το ‘νόμιμο’ μερίδιο τους στη ποίηση της Λ Μ, «Το περασμένο βράδυ ο πιανίστας είχε συνεννοηθεί /με τον Μπετόβεν και τον Χάιντν να μας εκπλήξει. /Διασάλευσε την προσήλωσή μας με έναν αναστεναγμό/και συνέχισε παίζοντας μερικές συγχορδίες /τόσο ανάλαφρες που ένιωσα τα δάχτυλά του /να ξεφεύγουν απ’ τα πλήκτρα και να ψάχνουν στο σώμα μου /κλίμακες πιο δυνατής έντασης.» Ενώ η ‘γυναίκα’ ως αισθησιακό υποκείμενο ή έννοια υπάρχει και θεωρώ ότι παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε πολλά από τα ποιήματα της, ακόμα κι όταν αποτυπώνεται σε ένα πορτραίτο ή ακόμα ακόμα κι όταν απουσιάζει εντελώς ως ποιητικό υποκείμενο από τους στίχους. « Σίγουρα ο ζωγράφος πήρε το μερίδιό του. /Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να γδύσει αυτό το πλάσμα /ν’ ανοίξει την πλημμυρίδα των χειλιών,/ να κολυμπήσει /να πνιγεί στη μέθη των χρωμάτων, να παραδοθεί /στο επιφώνημα του αιθέριου σπασμού;…»

Κι όλα τα παραπάνω περικλείονται σε ένα Κόσμο-Καράβι που ταξιδεύει αενάως, οι άνθρωποι, ωστόσο, είναι η ίδια η γη, κουβαλούν κάτι το προϊστορικό που δεν είναι απτό, ούτε ορατό και διαφέρουν μεταξύ τους. Δεν μιλούν την ίδια γλώσσα για αυτό είναι δύσκολο να κατανοήσουν ο ένας το άλλον κι έτσι απομακρύνονται. Ενώ η ζωή μας διαρκεί όσο και ένα ταξίδι σε τόπους που αγαπήσαμε. Η εικόνα του καραβιού που ταξιδεύει στις πλαγιές του Τροόδους είναι από τις ομορφότερες της συλλογής και όχι μόνο «…Μιλούν διαφορετική γλώσσα/απλώνουν τα πόδια τους σε διαφορετικές θάλασσες/ Ο ένας δεν μπορεί να μαντέψει γιατί αδειάζουν /τα ποτήρια του κρασιού τόσο γρήγορα./Ο άλλος δεν αντιλαμβάνεται πότε πρόλαβε να βγάλει τα ρούχα του/πότε πρόλαβε να τα κρεμάσει στ’ αγκάθια των βάτων…/Σηκώνω άγκυρα. /Θέλω να δω το σπίτι μου τη νύχτα με λαμπερό φεγγάρι… / Το σπίτι μου μοιάζει με πλεούμενο στην ξηρά./Για να είμαι ακριβής, είναι ένα καράβι που ταξιδεύει /στις πλαγιές του Τροόδους. /Δεν μπορεί να ξεφύγει από το δρομολόγιο της μοίρας του. /Οι επισκέψεις αυτές ξεχνιούνται κι η ζωή μας/μπαίνει σιγά-σιγά / στα μέτρα του θανάτου.»

Δεν είναι εύκολο να αγγίξει κανείς όλες τις πτυχές της ποιητικής δημιουργίας της Λίλης Μιχαηλίδου, διότι πράγματι είναι πάρα πολλές, σχεδόν όσες και οι εκφάνσεις της ζωής, όπως προανέφερα στην αρχή. Παραφράζοντας τον Κύπριο λογοτέχνη Μιχάλη Πιερή, στον οποίο αφιερώνει ποίημά της, θα έλεγα ότι όλα χωρούν μέσα στη γραφή της. «Η ποίηση είναι τόπος ευρύχωρος για να καταθέσεις τα πάντα» αποφαίνεται ο Μ. Πιερής και η Λίλη Μιχαηλίδου φαίνεται πως τα έχει καταφέρει.

Κλείνοντας ένιωσα ότι ενδεχομένως την αδικούσα αν δεν παρέθετα κι άλλα εξαιρετικά δείγματα γραφής της που με συγκίνησαν εξίσου. Παραπέμπω, λοιπόν σε κάποια επιπλέον από τα ποιήματα της συλλογής, ελπίζοντας να διαφωτίσουν τον αναγνώστη και να το εξοικειώσουν λίγο περισσότερο με την ποίηση της.

 

η αφορμη

Ήταν οι αμμόλοφοι.

Το σπίτι που καθότανε μόνο του.

Η θάλασσα που γλιστρούσε σε μια παραλία, αποκλειστικά δική της

και τ’ αρμυρίκια που φύτρωναν ανεξέλεγκτα.

Ήτανε το φεγγάρι που γέμιζε μέρα με τη μέρα

μέχρι που έγινε κόκκινο σαν μπάλα παγωτό

και με καλούσε να το γευτώ

κι ο άνεμος που έφερνε την άμμο στα πρόσωπα

μιαν άμμο αβαρή, υγρή που χρύσιζε και κολλούσε στο δέρμα.

 

Και συ, που δεν ήσουν εδώ, μα γέμιζες τα δωμάτια

μ’ έναν έρωτα ανεξέλεγκτο όπως τ’ αρμυρίκια.

Δεν ήσουν εδώ.

Μα ήσουν η αφορμή.

 

 

μαυρη σκιά

 

Επειδή σκεφτόμουν εσένα διέσχιζα τις σελίδες

συγκεντρώνοντας χλωμά νοήματα.

Αίφνης αντιλήφθηκα πως έφτασα στην τελευταία

ενώ έξω η νύχτα είχε πέσει από ώρα.

Κοίταζα το ρολόι και περίμενα.

Κάποιος καθυστερούσε το προμήνυμα της άφιξής σου.

Τότε ήταν που είδα τη μαύρη σκιά

πατημένη από τις γλιστερές ρόδες των αυτοκινήτων.

Τα χέρια της εξείχαν δείχνοντας με έναν ιδιαίτερο τρόπο

προς τον δρόμο που είχες φύγει

και τα σημάδια στο σώμα της

φαίνονταν άδεια με γυμνό μάτι.

 

 

αναμονη  

Βγάζω προσεκτικά το φόρεμα.

Τοποθετώ τα παπούτσια στη θέση τους.

τον πόνο δίπλα στο παράθυρο

να βλέπει το σκοτάδι να ξεχνιέται.

Η νύχτα δίνει το έναυσμα.

Όχι, δεν θα κρατήσω τίποτα για μένα.

Όλα σου τα δίνω.

Tα μάτια και τα χέρια στην υπηρεσία σου.

Tα πόδια και το χαμένο βάδισμα.

Tις βελόνες απ’ την τράπεζα καταθέσεων

κι ό,τι έχει απομείνει μετά την αφαίμαξη.

Δεν θα κρατήσω τίποτα για μένα.

 

Μόνο μιαν ακαθόριστη επιθυμία

παραδομένη στο φως.

 

 

 

Αυτοπαρατήρηση

 

Από το παράθυρο παρακολουθώ τον ήλιο

να κινείται στο γρασίδι.

Ο κήπος είναι μόνος.

Τα δέντρα ρίχνουν κλεφτές ματιές μεταξύ τους.

Στη διπλανή πολυκατοικία ένα παράθυρο ανοιχτό.

Στον τέταρτο όροφο μια γριά γυναίκα φυλλομετρά ένα βιβλίο

σταματά πάνω από κάποιες σελίδες

τις προσπερνά, ξαναγυρίζει πίσω.

Σ’ αυτές τις σελίδες συναντάει τη νιότη της  

όταν ταξίδευε με έναν δικό της ήλιο.

 

Στα μάτια της λιμνάζει το πένθος

όπως όταν επισκέπτεται κανείς

μια νεκρή ανάμνηση.

 

 

μεταμορφωση

 

Μεταμορφώνομαι σε πουλί δίχως ράμφος.

Ο αέρας έχει φροντίσει για τα φτερά

τ’ αστέρια για τα μάτια

κι η βροχή για την υγρασία των φιλιών.

 

Τρέφομαι με όνειρα και ουρανό.

 

 

 

προς βορραν

 

Ακολούθησαν τον δρόμο προς το βορρά.

Τα σύννεφα αγκαλιάζονταν παθιασμένα.

Είναι πρωί.

Ο ήλιος δεν έχει καμιά πιθανότητα ανατολής.

Στα βουνά συνωστίζονται πυκνά δάση.

Δάση, σύννεφα κι ένας άνεμος εχθρικός.

 

Οι βόρειες χώρες κοιτάζουν τις νότιες

σαν τα κάτω άκρα του σώματός τους

που σηκώνουν όλο το βάρος της γης

την τυραννισμένη της κούραση

με έναν ήλιο συνεχώς μέσα στα πόδια τους.

 

Στο βορρά το σκοτάδι κρατάει τα κλειδιά

φυγαδεύοντας που και που τους ανθρώπους

να εκμυστηρευθούν και να ερωτευτούν

στις θάλασσες του νότου

κάτω από το λάγνο βλέμμα ενός ήλιου

που ανατέλλει απρόσκοπτα.

 

Στοκχόλμη, 2010

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top