Fractal

Η Αρχιτεκτονική της Απώλειας

Γράφει η Ιουστίνη Φραγκούλη – Αργύρη //

 

arxi

 

Το δέος μου για την ποίηση το έχω πολλάκις καθομολογήσει δημοσίως. Την ικανότητά μου να την ρουφάω σαν καφέ τα πρωινά, κι αυτή την έχω διαλαλήσει. Τώρα θα προσθέσω πως αισθάνομαι μικρή και λίγη να αναλύω την ποίηση των άλλων, προπάντων όταν είναι συντεταγμένη και αναβλύζει την εσωτερικότητα αλλά με ένα τρόπο απόλυτα στοιχημένο και γεωμετρικό.

Έτσι, λοιπόν, το ποιητικό βιβλίο «Η Αρχιτεκτονική της Ύπαρξης» της αστείρευτης Ελένης Γκίκα με προβλημάτισε, καθώς αισθάνθηκα περίπου ακινητοποιημένη από την γνήσια και ρέουσα γραφή της, που περνάει από το προσωπικό της χρονοδιάγραμμα οριζόμενο από τόπους, ημερομηνίες και ανώνυμες στιγμές με κέντρο βάρους την απώλεια.

 

arxitektoniki_gikaΗ Ελένη Γκίκα στη νέα ποιητική της συλλογή, που ξεκινάει με τους πόνους από το 2009 για να ολοκληρωθεί το 2012, δίνει το στίγμα ενός αρχιτεκτονικού κτίσματος, που κεντράρει, εστιάζει και εκφράζει το υπαρξιακό ζήτημα είτε ως πρωτοπρόσωπη αφήγηση είτε ως παρατηρήτρια των προσώπων γύρω της.

Το άσπρο της καθαριότητας, της αμολυντότητας, το λευκό της χλωρίνης, αυτό σε συνεπαίρνει σαν μυρωδιά και σαν αποστείρωση στα πρώτα δύο ποιήματα της Ελένης, που σε ακινητοποιούν με την λακωνικότητα και την λιτότητα της γραφής:

 

«Άσπρα, λινά σεντόνια,

Όπως ο γάμος μας.

Λευκός κι αμόλυντος

με μυρωδιά άφτερ σέιβ

και χλωρίνης».

 

Ύστερα έρχεται το αιώνιο πένθος, αυτό της απουσίας από την απρόσμενη φυγή του αγαπημένου προσώπου, των αγαπημένων προσώπων. Η απώλεια του λατρευτού «Κανένα» και η απώλεια του πατέρα, ζυγίζονται η μιά απέναντι στην άλλη σαν απουσίες και διαρκείς επαναλαμβανόμενες παρουσίες.

Οι λέξεις στοιχημένες σαν στρατιωτάκια που δεν υπακούουν, όμως, περιγράφουν και αναπολούν, στιγματίζουν, τιμωρούν, συγχωρούν, ελπίζουν. Οι λέξεις της Ελένης Γκίκα στοχευμένες, σκληρές και αγαπητικές ταυτόχρονα ορίζουν τα ποιήματα της απώλειας:

 

«Μόνοι μας πάντα

Ακόμα και στον Έρωτα»

 

Κι αλλού στο Μπλε της:

 

«Στο μπλε δωμάτιο σου είπα

Δεν μ άκουσες.

Τώρα βυθίζομαι

Σε κάτι που

Ίσως και να ‘ναι θάλασσα

Ίσως και ουρανός.

Τοίχους κατάλαβες εσύ

Ποιός ξέρεις πού με ψάχνεις.

Τώρα χαθήκαμε.»

 

Όπου κι αν βρεθεί, όπου κι αν σταθεί η ποίηση της Ελένης μιλάει για την απώλεια, για το χάσιμο, για την ασυντόνιστη ροή των ανθρώπων, που συναντήθηκαν αργότερα απ’ ό,τι όφειλαν, που δεν αναγνωρίστηκαν μεταξύ τους, που πόνεσαν και πονούν γιατί δεν αντιλήφθηκαν ο ένας την παρουσία του άλλου μέσα στον ίδιο χωροχρόνο.

Πολυσήμαντη, αινιγματική, λιτή η γραφή της αλλά τα πρόσωπα περιέργως μοναδικά και μόνα, αποκλειστικά δύο. Ο φυγών έρωτας και ο διαφυγών πατέρας, ο ταραγμένος ήρωας και ο μπαμπάς που τα έκανε όλα να μοιάζουν κυριακάτικα κι αληθινά.

Δυό απουσίες πανταχού παρούσες, στη Ρόδο στο ξενοδοχείο που βρίσκεται στην πλατεία των 100 Χουρμαδιών και στο ταξίδι στη Βιέννη και παντού σε όλα τα σημεία που η Ελένη έχυσε τα δάκρυά της συμπαγοποιώντας τα σε λέξεις που έγιναν ποιήματα.

Θα κλείσω με το μοιρολόγι στον πατέρα της, ένα γλυκό απίστευτο ύμνο στην παιδική της ηλικία, που σημαδεύτηκε από την λαχταριστή αγάπη των γονιών της:

 

«Κι όχι, μαμά, δεν θα τ’ αλλάξω

Αυτό το στρώμα

εδώ τον βλέπω στα όνειρα

Με τα πολλά του πρόσωπα

Ώσπου ο πόνος να γίνει

Ανάμνηση, νοσταλγία,

Μνήμη..»

 

Η ποίηση της Ελένης τρισδιάστατη σαν τα δωμάτια απ’ όπου περνάει και καταθέτει την ψυχή της: «Το άσπρο δωμάτιο», «Το Γαλάζιο Δωμάτιο», «Το Δωμάτιο-Αύριο».

Με μουσικότητα πέφτουν οι λέξεις γυμνές όμως από μουσική υπόκρουση, σαν ένα τραγούδι ακαπέλα τραγουδισμένο με την πιο γοερή φωνή.

Α! Ελένη Γκίκα πόσο σ’ αγάπησα βαθύτερα, έτσι που ξέρεις να σκιαγραφείς τον πόνο και να τον ανακουφίζεις με τις λέξεις στην ποίησή σου!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top