Fractal

Σημειώσεις για μια εικόνα σε καθρέφτη

Γράφει ο Σταύρος Σταμπόγλης // *

 

Ποιητική συλλογή «Αρχιτέκτονας αυτοβιογραφείται» Νικόλας Κακατσάκης και «εκδόσεις Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης – Πυξίδα της Πόλης» Μάρτιος 2018.

 

Μπορεί  λοιπόν η  ποίηση να στηρίζεται σε κάποιου είδους  φιλοσοφική θεώρηση όπου το κόκκινο τεντωμένο νήμα του καθοριστικού να είναι η Αποδοχή; Μπορεί η Αποδοχή, σχεδόν ως κατάσταση ουδετερότητας, να συνδέει τη φωτιά, τον καπνό της, και τις γενεσιουργές αιτίες τους, ως μια ακίνδυνη ανάμνηση χωνεμένη στη γενική γνώση; Μπορείς με την ποίηση να φτάσεις σε κατάσταση ισορροπίας,  ενώ η ανισορροπία είναι η αιτία για το πραγματικό, τουλάχιστον από γενική άποψη; Πως θα μπορούσα να δεχτώ την ποίηση ως αποτέλεσμα στατικής αντίληψης και συνάφειας,  και όχι ως εικόνα ισχυρών αντιθέσεων έως θανάτου;  Μήπως μια τέτοια ποίηση θα μπορούσε να κατηγορηθεί ή κατηγοριοποιηθεί ως άνευρη, μια γραφή δίχως ψυχή; Και ποιος δικαιούται να μας βάλλει σε τέτοιο δίλλημα, αν  δηλαδή η αποδοχή της συντριβής και της απώλειας ως αντίδραση υπερβαίνει της δράσης;

Με την  επαλήθευση, είναι δυνατόν, χωρίς κραυγές, να οδηγηθεί ο Λόγος από την απλή Μεταγραφή στην συνθετική Μεταφορά. Να φτάσουμε  στην μυστική εξέγερση ενός ποιήματος.  Λέγοντας «εξέγερση» εννοώ την απαντοχή που μας προσφέρει η βαθύτερη ουσία του λόγου, η Κριτική. Η Κριτική ως καθολική αξία, ως γεννήτρια. Γράφοντας «εξέγερση» θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε την έννοια και ως αγωνία για «διάλογο». Διάλογος  ακόμα και μεταξύ έκπτωσης και αυθεντικότητας. Στο κοινωνικό γίγνεσθαι όλα συμβαίνουν και εντέλει το ένα επικουρεί το άλλο. Και ναι, μόνο η ποίηση μπορεί να καταλήξει στον διάλογο, ή ξεκινώντας από τον διάλογο αντιφατικών ουσιών να φτάσει στην κατανόηση  του πολύτιμου της ζωής. Και το πολύτιμο της ζωής είναι η Καρτερία. Ναι δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε μια Εδέμ, ναι είμαστε ικανοί για μια Κόλαση κάθε φορά, αλλά ακόμη και αυτή την συμπαντική συνθήκη μόνο με την αποδοχή και την κατανόηση μπορούμε να τη συνειδητοποιήσουμε. Και συνειδητοποιώντας να την παλεύουμε. Με αυτόν τον συνθετικό βηματισμό πλησιάζουμε το Θείο. Εκείνο το μέγιστο που κρύβεται δίπλα μας κι ως στις εσχατιές του σύμπαντος, όπου το σύνολο κατισχύει τη μοναδικότητα. Όπου ο διάλογος φαινομενικά δεν υπάρχει. Λέω «φαινομενικά» διότι ο  διάλογος, καθώς ενσωματώνεται, δεν ισχυροποιεί το θείο, αλλά αντιθέτως το καθιστά πιο προσιτό. Αν θέλετε στη θέση της έννοιας «Θείο» μπορείτε να χρησιμοποιήσετε την έννοια  «Φύση». Η καθολική αξία του ρήματος Ποιώ δεν έχει να χάσει τίποτε έτσι ή αλλιώς.

Η ποιητική του Νικόλα Κακατσάκη, μια ιδιαίτερη ματιά, με μοναδικό ύφος, μας οδηγεί στο καθολικό . Κερδίζει για μας έδαφος με απλή λαλιά, δίχως πανηγυρισμούς, σχεδόν μ’ εκείνο το ελάχιστο της σιωπής, όπου το θείο χάνοντας από το σκοτεινό μυστήριο  ευνοεί  το έγχρωμο του φωτός. Σε τούτη την ποιητική συλλογή το φως δεν βασανίζει με την  σκληρότητα του μεσημεριού, αλλά σαν ήχος στίλβοντος πρωινού ανοίγει τον διάλογο της μέρας με ψυχραιμία και απαντοχή, «- σπίτι σηκώσαμε / -ψηλό / -με χώμα και καλάμι / -τριάντα μέτρα  / -να μιλά με τις πηγές/ -των δυο ποταμών / -και να κοιτά τον ρου του χρόνου / – και έτσι ας μείνει». Λοιπόν η ποίηση μπορεί να στηρίζεται σε κάποιου είδους φιλοσοφική θεώρηση όπου  το κόκκινο τεντωμένο νήμα του καθοριστικού είναι η συνθήκη της αποδοχής και της καρτερίας. Η καρτερία εξοικονομεί  χρόνο πολύτιμο. Η ποίηση χρειάζεται έδαφος για να πατήσει και ο χρόνος είναι η μόνη μονάδα υπολογισμού που μπορεί να προσφέρει καλή ποιότητα εδάφους. Έδαφος ασταθές, σεισμογενές έδαφος, αλλά το ικανότερο για καλλιέργεια. Την ποίηση του Νικόλα Κακατσάκη μόνον έτσι μπορείς να την πλησιάσεις, να την νοιώσεις, να σε κατακλύσει ο ρυθμός της. Ένας ρυθμός σαν ποτιστική βροχή. Όπου γίνεσαι χώμα ανοικτό στο υγρό της ήπιας κίνησης.  Ή αν θέλετε η ποίηση του Κακατσάκη μας οδηγεί αναπόφευκτα σε τούτη τη δημιουργική συνθήκη: αποδέχομαι εν καρτερία και κριτική, προσδοκώντας.  Σαν να ακούς απόμακρο μοιρολόι καθώς ξεφεύγει απ’ τ’ ανοίγματα της μνήμης ενός χωνεμένου, και γιατί όχι γενεσιουργού πένθους. Σχεδόν ηδονικό σαξόφωνο παίζοντας με τα γεμίσματα ανάμεσα απ΄ τα μοτίβα όπου η ζωή δεν είναι παρά κίνητρο να παραμερίζεις του θανάτου. Ο θάνατος είναι προίκα της ζωής. «Μιλάς για τα κόκκαλα / από τα ανθρώπινα σώματα / όπως μιλάς για τα όστρακα / στα γήινα στρώματα /  τα ανακατεμένα με στάχτη / τα αμετάβλητα στο σκεπάρνι / τα υπομονετικά στην κνισάρα / τα ακριβή στη στάθμη». Λόγος υποστηρικτικός, από στάση σε στάση,  σε  αργόσυρτο ρυθμό. Κι ο θάνατος στους δρόμους της πόλεως έκπληκτος ενώπιον της γενναιότητας ενός οπωροφόρου εν ανθοφορία, αναδιπλώνεται, συμπτύσσεται, οχυρώνεται πίσω απ’ τους τοίχους των τετραγώνων μιας αιώνιας Πόλης. Ελλοχεύοντας αρπάζει ο θάνατος. Αλλά μόνο αυτό μπορεί να κάνει, διότι «Τα άνθη της κερασιάς / Είναι ωραίο να πέφτουν στο χώμα». Και η ερημία, η μοναξιά, το υπόκωφο βήμα του κάτω κόσμου, γίνεται   στιγματογραφία συγκίνησης, οθόνη ζωής, υγρή φράση. «Οι πορσελάνινες κούπες στο τραπέζι  / Το τσαγερό στη φωτιά / Τα διπλωμένα ρούχα του σπιτιού/ Το ανεπαίσθητο τρέμουλο του σεισμού / Το φτερούγισμα των πουλιών πάνω από / τη στέγη». Πολύπτυχη ιερή εικόνα λειαίνοντας τις αντιθέσεις από τόπους διαφορετικούς, διάλογος πολύτιμος. Αν θελήσουμε να πλησιάσουμε την ποιητική του Νικόλα Κακατσάκη με όρους μουσικής θα λέγαμε πως το ύφος της μοιάζει με προκλασική μουσική, μια θάλασσα όπου ο κυματισμός της σταματά στο Μπαρόκ. Προσοχή, όχι ένα βήμα δίπλα απ’ το Μπαρόκ, γιατί θα ξεπέφταμε στην υπερβολή, στο πληθωρικό Ροκοκό. Το Μπαρόκ που οξυγονώνεται στο Μοντέρνο σε κάθε συστροφή αφαίρεσης. Χωρίς το Μπαρόκ δεν θα φτάναμε στο Σύγχρονο. Το Μπαρόκ είναι Μοντέρνο διότι είναι έδαφος του Μοντέρνου. Μια ποίηση που θυμίζει την πολυπλοκότητα ενός πίνακα κατά  Ιερώνυμο Μπος.  Έτσι ο Νικόλας Κακατσάκης «Ποιεί» εν οικονομία εικόνες πλούτου. Ποιεί δίχως εξάρσεις αλλά πλησιάζει το αληθινό με τον τρόπο  ενός έρωτα που έφτασε αγάπη. Το πάθος, η ηδονή, η οδύνη, οι ωδίνες, κρύβονται από την σιωπηλές ζωγραφιές των εννοιών, λέξη προς λέξη, στιγμή προς στιγμή. Οι στίχοι του μοιάζουν με λιωμένες πολεμίστρες, κάτι σαν εξάρσεις που εν θυσία υπερασπίζονται  τις  αιτίες του χρόνου τους. Τόποι σχημάτων με μαθηματική ακρίβεια, εν σειρά αδιαφορίες στην στέψη της ντάπιας, όπου ο άνεμος αποκτά λαλιά ξεσηκώνοντας, πίσω από μια φαινομενική  ουδετερότητα, ό,τι άντεξε κι ό,τι δεν άντεξε. «Η στιγμή της κατάρρευσης τον βρήκε / στο ψιλικατζίδικο της γωνίας να / αγοράζει τσιγάρα». Πρέπει όμως να έχεις κάνει καπνιστής για να μπορέσεις να αντιληφθείς τα χρώματα της εικόνας, το άρωμα, το μυστικό πίσω από τις αδιόρατες αποχρώσεις του ελάχιστου. Και αλλού παίζοντας με τους συμβολισμούς των συνηθειών εκτοξεύει την αλήθεια. Επιθυμίες ομολογούνται δημόσια σχεδόν. Εξομολόγηση με άρωμα θύελλας από τα βάθη του ορίζοντα. Ό,τι συστρέφεται πέρα μακριά κι ωστόσο είναι μέρος της ανάσας μας. «Στάθηκε απέναντί του,  – την περνούσε στο ύψος ένα κεφάλι-, έβγαλε ένα  τσιγάρο από το πακέτο, της έδωσε  φωτιά τρέμοντας, του είπε σιγανά αλλά σίγουρα ‘Αυτό το τσιγάρο είσαι εσύ!’» . Το φαινομενικά σύνηθες, το ταπεινό της σεμνότητας, το επικό του θάρρους, γίνονται κίνηση αστραπιαία δίχως σεμνοτυφίες· ζωή γίνεται.  « -Ποίημα είναι η εμπειρία / στιγμιαίων εντυπώσεων»,  ή «-Ποίημα είναι η επανάσταση / κοινών ανθρώπινων πραγμάτων», όπως ο ποιητής υποστηρίζει με δικαιολογημένη ένταση. Γιατί  ετούτοι οι δυο ποιητικοί αφορισμοί αποτελούν τμήμα της καθημερινής μας αλήθειας. Αλλά ο ποιητής ενδιαφέρεται και για την σπουδαιότατη έννοια «Πόλη». Το πολύτιμο και ολοζώντανο  προϊόν της αιωνιότητας. Παλίμψηστη  Πόλη / κόκκινο αβαθμολόγητο μυστικό / γκράφιτι με μελάνι  σινική / και λάθος ορθογραφικό / σε χιλιοδιορθωμένο γραπτό». Η Πόλη ως Μήτρα ζωής και ως εκ τούτου  πολιτισμού. Ίσως επειδή είναι Αρχιτέκτονας. Κυρίως όμως επειδή ο λόγος του είναι ουμανιστικός. Και ανθρωπισμός εκτός Πόλεως είναι ένα αγαθό που δεν μπορεί να καλλιεργηθεί, να υποστηριχθεί με ασφαλή, ικανό και προοδευτικό  τρόπο εδώ και χιλιάδες χρόνια. Η Πόλη, ως έννοια, ήταν και είναι η σπουδαιότερη συσπείρωση αντιθέτων. Μια συσπείρωση που γεννά συνάφειες με τρόπο  ελληνικό, αυτόν της συνεχούς σωματικής και πνευματικής επιφυλακής. Μη χάσεις ούτε σέντσι απ’ την στιγμή του μέλλοντος σου ψιθυρίζει η Πόλη του ποιητή. «Ο Παιδαγωγός του έδωσε μια μεταλλική μπάλα σε μέγεθος μεγάλου βόλου, όσο μια κλειστή γροθιά, και μια μεταλλική λεκάνη –εκείνον τον χειμώνα, κάθε βράδυ, την ώρα που οι άλλοι απολάμβαναν ένα ζεστό πάπλωμα- , είχε πάρει την εντολή να κρατάει τον βόλο με το χέρι τεντωμένο έξω από τα λινά σκεπάσματα,  -κάθε φορά που ο ύπνος τον κατακτούσε, ο ήχος των μετάλλων τίναζε στον αέρα κορμί και νου…».   

 

Νικόλας Κακατσάκης

 

Η σύνθεση, η ποιητική σύνθεση εδώ, είναι ένα κλειδί. Κλειδί που θα ανοίξει τη μνήμη. Η ποίηση του Νικόλα Κακατσάκη είναι διηγήσεις μιας Έλευσης κάποτε. Ένας απόηχος ευγένειας από σημάδια ακαταπόνητης πορείας. Ένας  ρυθμός που σε βυθίζει ανεπαισθήτως στην άβυσσο μιας παλλόμενης ηρεμίας. Συχνά νομίζεις πως προσπαθείς να εξηγήσεις εμμονικό όνειρο. Μεταφορές, ελλειπτικότητα, αφαίρεση, οικονομία, συμβολισμοί, παραβολές και αλληγορίες, ασυνέχεια, (καθώς διασταυρώνονται τα γεγονότα και τσακίζεται δίκαια η αλαζονική λογική της ευθείας), εικόνες, εξελιγμένο  γλωσσάρι, όλα τα όπλα της σύγχρονης ποιητικής τεχνικής, συχνά με υπερρεαλιστικό ένδυμα, σε οδηγούν πίσω απ’ τις λέξεις. Δεν θα μιλήσω για επιρροές. Τίποτε δεν υπάρχει δίχως επιρροές από εδώ μέχρι τους αντίποδες, την Κίνα, την Κατάη και την Αδελαΐδα ακόμη. Κι όπου άνθισαν πολιτισμοί με μαγικό τρόπο άνθισαν και επιρροές. Δύσκολα πράγματα. Αδιανόητες αποστάσεις ακόμα κι εδώ γύρω στο ελάχιστο του σύμπαντος. Άλλωστε, να μάθεις τα μυστικά του κόσμου εύκολα δεν είναι επιτρεπτό, δεν είναι δημιουργικό. Το εύκολο δεν οδηγεί στην ουσιαστική γνώση. Και η ουσιαστική γνώση πάει πέρα από πατρίδες πατώντας στην πατρίδα. Κι αν τα μάθεις όλα αυτά, με τον σεβασμό που σου έχουν εμφυσήσει,  έχεις ήδη εκπαιδευτεί στη διακριτικότητα. Σιωπηλή σαν σκέψη θα μένει η συμμετοχή σου στο μοιρολόι του ποιητικού ψίθυρου που σε αγκαλιάζει. Δέχεσαι την χωνεμένη οδύνη του ποιητή και δεν μαρτυράς με λόγια καθημερινής τριβής. «Χειμώνας ξανά ο καιρός και η μέρα αυξάνει πάνω στον χρόνο της νύχτας»«Βγαίνω από την πόρτα του σπιτιού / και στο ψηλό κτήριο απότομα / με ανεβάζει / το χέρι του μηχανικού / έως το τελευταίο του μπαλκόνι». Τελειώνω κρατώντας στο χέρι μια δεσμίδα ηρώων. Μου την έχει προσφέρει ο ποιητής ήδη από την σελίδα 20. Μια τράπουλα ετούτη η συλλογή που ψιθυρίζει την μαντική της μεγαλόψυχα. «Την ευχή του ανέμου / Μια γυναικεία ομπρέλα / Την Καλλιγράφο / Μια ματιά στον πέτρινο κήπο / Τα βήματα του πολεμιστή». Και τα βήματα  οδηγούν στην οδύνη της απώλειας, στη θυσία,  στην ανθοφορία και μάλιστα τη στιγμή που ξεπετάγεται για να την πρωτοπάρει μάτι το σύμπαν.

Η ευχαρίστηση του σύμπαντος περιλαμβάνει και τον θάνατο και την γένεση. «Γύρισε δεξιά με μια απότομη κίνηση που τον μπέρδεψε και έγειρε το κεφάλι του από την αντίθετη με την δική της κατεύθυνση… τα  χείλια τους σμίξανε, ένιωσε ένα δάγκωμα στην γλώσσα και την γλύκα του αίματος!». Πάντα με μια αιματοχυσία θα δένεις  την άλλη μέρα του θριάμβου, ή της συντριβής.  Έτσι λέει το χαρτί. Να δες και μόνος σου· εδώ το γράφει·  κάρτα  25η , αυτή με τον καθρέφτη· κάτω κάτω, καταμεσής. Δεν είναι εύκολη, ή μήπως δεν είναι «λογική» η ποίηση εδώ μέσα;  Ή αν θέλετε γίνεται εύκολη και έλλογη μόνο αν αφεθείς μ’ εμπιστοσύνη στις ατραπούς  και στις ανατροπές της. Όπως το παιδί αφήνετε στο παιχνίδι του. Το όνειρο σε πάει πέρα  από την οδύνη της πραγματικότητας και της μνήμης.

 

 

* Ο Σταύρος Σταμπόγλης είναι Αρχιτέκτων DESA-Μέλος ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ και ΤΕΕ. Γεννήθηκε το 1946  στην Αθήνα. Δημοσίευσε για πρώτη φορά  το 2007. Έχει δημοσιεύσει 8 ποιητικές συλλογές και δυο συλλογές διηγημάτων. Τελευταία ποιητική συλλογή «Διηγήσεις πόλεων» Κέδρος 2016. Είναι μέλος του «Κύκλου Ποιητών». 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top