Fractal

Διήγημα Fractal: “Άπτερος”

 Της Αγγέλας Γαβρίλη // *

 

dihghma

 

Οι ουλές, εκεί που κάποτε φύτρωναν τα φτερά της, άρχισαν να πονάνε μόλις πέρασε την Πύλη. Το σώμα πάντα θυμάται.

Τα μαλλιά της ξυρισμένα από τη ρίζα. Έπρεπε να γίνει ένα άχρωμο πλάσμα, βουβό, ει δυνατόν άψυχο˙ να μην εκπέμπει τίποτα, όπως τα όντα που είχε δει να περιπλανώνται στη λευκή παγωμένη απεραντοσύνη. Έπρεπε να κρύψει τον εαυτό της και τη φύση της, το σκοπό της, τη σκέψη της…

Και κάθε φορά που το χνούδι γέμιζε το κεφάλι της, το ξύριζε ξανά με τη λεπίδα, το μόνο όπλο που είχε μαζί της. Αρκούσε, σίγουρα αρκούσε… αν έφτανε μέχρι το θρόνο του, αν κατάφερνε να τον ξεγελάσει ώστε να πλησιάσει αρκετά… αν μπορούσε να τον βρει στο παγωμένο ατελείωτο τίποτα που διέσχιζε… Έδαφος επίπεδο και σκληρόκαρδο: πουθενά μια κορυφή, μια καμπύλη, ένα άνοιγμα ˗ έστω μια αυλακιά στο έδαφος. Όπως είναι αυτός, έγινε και ο τόπος του, επέτρεψε μια σκέψη στον εαυτό της και έσβησε ξανά το μυαλό της, αφήνοντας το αρκτικό κρύο να το παγώσει˙ συνεχίζοντας μια πορεία που έμοιαζε μάταιη. Αλλά δεν ήταν.

Γιατί αυτή τη βασανιστική αναζήτηση, την ονειρευόταν αιώνες. Πώς ήταν δυνατόν να ξεχάσει… Όταν άνοιξε τα μάτια της για πρώτη φορά, μην έχοντας ακόμα συνείδηση της ύπαρξής της, και αντίκρισε το δημιουργό της… Τον πατέρα της, τον έχοντα εξουσία ζωής και θανάτου πάνω στα πλάσματα που γεννούσε η μήτρα του μυαλού του. Ιδιοφυία. Μάγος. Βασανιστής. Δεν έδειξε ποτέ έλεος για κανένα από τα παιδιά του.

Πρώτα έφτιαξε τη δική της γενιά. Το ιδανικό, το αρχικό καλούπι. Τους έφτιαξε τέλειους, έτσι τους έλεγε. Και έπειτα τους καταδίκασε σε αυτήν την τελειότητα ˗παγωμένη και άγονη˗ στην αιωνιότητα. Τους έδωσε φύλο, μα έβγαλε νόμο πως είναι άφυλοι. Τους έδωσε καρδιά, μα έπρεπε να παραμείνει κενή. Τους έδωσε νου, μα δεν επέτρεπε παρά να είναι δοχείο του δικού του.

Έφτιαξε μετά κι άλλα πλάσματα, ατελή. Τα έβαζε να κατασπαράζουν το ένα το άλλο για να ζήσουν, τα έκανε κτήνη για να επιβιώσουν. Έπειτα δημιούργησε ένα πιο εξελιγμένο κτήνος για να βασανίζει και να εξουσιάζει τα κατώτερα. Και να τρέφεται από αυτά. Δημιούργησε έναν αιματοβαμμένο κήπο ˗μια αρένα˗ αποκλειστικά και μόνο για τη διασκέδασή του. Και εκείνοι ˗οι ιδανικοί, οι πρώτοι˗ ήταν οι δεσμοφύλακες: Πειθήνια όργανα, αγγελιαφόροι, εκτελεστές, δολοφόνοι.

Διατάξτε τους να σφάξουν τα παιδιά τους. Κάψτε τους ζωντανούς. Ρίξτε πάνω τους πληγές, αρρώστιες… Πνίξτε τους…

Πώς τον επινόησε τόσο θάνατο; Με τόσους τρόπους;

Αλλά οι δολοφόνοι του κάποτε κουράστηκαν να δολοφονούν. Πρώτα ένας, έπειτα πολλοί. Όσοι πρόλαβαν να περάσουν την Πύλη, έζησαν ανάμεσα στα κτήνη, κρυμμένοι. Και τα αγάπησαν. Τα δίδαξαν. Έκαναν παιδιά μαζί τους. Όμως το αίμα δε σταμάτησε να ρέει ποτέ στον κήπο του. Και ήταν και το αίμα των δικών τους παιδιών.

Όταν το αποφάσισε να επιστρέψει, δεν είπε σε κανέναν τίποτα. Έπρεπε να το στερέψει αυτό το ποτάμι αίματος. Και την πηγή του.

Θυμόταν το δρόμο και θυμόταν τον τρόπο να περάσει την Πύλη. Ο Οίκος του… Κάποτε λαμπρός τόσο που υμνούσαν την ομορφιά του με τραγούδια, είχε μια ολόκληρη χορωδία δημιουργήσει με σκοπό να τραγουδούν τη δόξα του… Τώρα μια παγωμένη έρημος με αποτυχημένα πειράματα να σέρνονται τυφλά και άνοα. Γέρασε… κουράστηκε… πάντως, τίποτα καινούργιο δεν κατάφερε να φτιάξει. Θα τον έβρισκε, ήταν σίγουρη, και τότε θα μάθαινε. Ή μπορεί και να μην την ένοιαζε να μάθει τίποτα, να έφτανε μόνο να ανοίξει το λαιμό του πέρα ώς πέρα με τη λεπίδα που τους είχε δώσει όταν τους έχρισε δολοφόνους, να δει το δικό του αίμα να ρέει: κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση…

Ο χρόνος εδώ ήταν άχρονος, δεν υπήρχε ή αν υπήρχε δεν είχε σημασία. Δεν ήξερε πόσο διήρκεσε η πορεία της, ήξερε όμως ότι έφτασε στο τέλος της όταν είδε στη μέση της λευκής ερήμου, ένα δέντρο: τεράστιο, όσο πλησίαζε αντιλαμβανόταν το μέγεθός του, σκελετωμένο και νεκρό. Το ήξερε αυτό το δέντρο, δεν μπορούσε να είναι κανένα άλλο.

Πρώτα ξεχώρισε μια μάζα από ζαρωμένη σάρκα στη βάση του κορμού, μαλλιά και νύχια να μεγαλώνουν χρόνια άκοπα, οστά να διαγράφονται κάτω από το εύθραυστο, γεμάτο πληγές δέρμα… Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, από συνήθεια πήγε να ξεδιπλώσει τα φτερά της για να φτάσει πιο γρήγορα, ο πόνος τής θύμισε πως δεν έχει πια. Τάχυνε το βήμα της, λίγα μέτρα έμεναν, λίγα μέτρα και τέλος στην τυραννία του…

Όταν επιτέλους βρέθηκε δίπλα του, η μάζα δεν κινήθηκε. Βλέφαρα δεν άνοιξαν, χείλη δεν ψιθύρισαν ούτε φθόγγο, χέρια δεν απλώθηκαν προς το μέρος της.

«Κοιμάται».

Μια φωνή ˗μόλις που ακούστηκε˗ την έκανε να πεταχτεί ξαφνιασμένη.

«Τίποτα άλλο δεν κάνει πια, μόνο κοιμάται κάτω από το δέντρο του».

Τυλιγμένο στα πεθαμένα κλαδιά ένα φίδι σερνόταν τώρα αργά προς τα κάτω. Όταν έφτασε στο ύψος των ματιών της, σήκωσε το κεφάλι του και το βλέμμα του στάθηκε εξεταστικά πάνω της. Την αναγνώρισε.

«Γιατί επέστρεψες; Τι τον θέλεις το γέρο;»

Δεν τράβηξε το δικό της βλέμμα.

«Να τον σκοτώσω».

Κάτι σαν γέλιο, συριγμός σαρκασμού περισσότερο, βγήκε από το στόμα του:

«Να τον σκοτώσεις; Δε βλέπεις τα χάλια του; Έφυγαν όλοι… όλα… ό,τι δημιούργησε τον εγκατέλειψε. Μόνο εγώ έμεινα, τον λυπάμαι».

«Τον λυπάσαι; Σε καταράστηκε κι εσύ τον λυπάσαι;»

Το φίδι είχε κατέβει πια στο έδαφος και κουλουριάστηκε στα πόδια του γέρου σαν γάτα.

«Μην τον σκοτώσεις. Ξόφλησε… Όλο κοιμάται, δεν μπορεί να βλάψει κανέναν».

Στάθηκε για λίγο δίγνωμη. Έφτασε ώς εδώ, να κάνει πίσω; Αλλά τι νόημα είχε πια; Να σκοτώσει ένα πτώμα;

Γονάτισε μπροστά του και παρατήρησε προσεκτικά το πρόσωπό του. Τα κλειστά βλέφαρα κινούνταν γρήγορα, νευρικά σχεδόν, η ανάσα του άστατη, ένα τρέμουλο διέτρεχε τα χαρακτηριστικά του…

Το μυαλό της, φτιαγμένο για να είναι δοχείο του δικού του μυαλού, γέμισε αίμα… Ποταμοί και λίμνες αιμάτινες, κραυγές απόγνωσης και φρίκης, πόνος. Πόνος συμπυκνωμένος χιλιάδων πλασμάτων που πεθαίνουν…

«ΟΝΕΙΡΕΥΤΑΙ!» ούρλιαξε… «ΟΝΕΙΡΕΥΤΑΙ!»

Δεν αρκέστηκε να του κόψει το λαιμό. Της πήρε αρκετή ώρα ώσπου να κρεμάσει το κεφάλι του στο δέντρο.

 

 

aggela_gavrili* Η Αγγέλα Γαβρίλη σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στην Ελλάδα και την Αγγλία, ενώ παρακολούθησε σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ). Είναι editor στο ελληνικό πρακτορείο εκπροσώπησης συγγραφέων Book Agency και βιβλιοκριτικός στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τον πολιτισμό, Diavasame.gr. Το 2009 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο ΑΡΚ, Ποιήματα σε πέντε πράξεις (εκδόσεις Γαβριηλίδης) που ήταν υποψήφια για τα βραβεία του «Διαβάζω» ενώ το 2010 και το 2012 συμμετείχε στις δύο συλλογικές εκδόσεις της «Ομάδας από Ποίηση» (εκδόσεις Γαβριηλίδης). Τον Απρίλιο του 2013 κυκλοφόρησε η δεύτερη ποιητική της συλλογή, Iridium (εκδόσεις Momentum).Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Η «Ίσκρα» από τις εκδόσεις Πάπυρος, είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top