Fractal

Διήγημα: “Απρόσμενος επισκέπτης”

Του Αντώνη Κηπουρού // *

 

 

 

 

Τί έγινε ρε;

Δεν τα ‘μαθες;

Τί να μάθω;

Ο Μενέλαος ρε συ

Τί ο Μενέλαος; τί έγινε; έπαθε κάτι;

Μας τελείωσε, να ‘ταν κι άλλος

Σώπα ρε; πότε έγινε αυτό; από τί πήγε;

Προχθές, εκεί που έβλεπε τηλεόραση, μετά το μεσημέρι, χάθηκε έτσι ξαφνικά.

Τί χαστούκια, τί νερά η κυρά του, τίποτα. Πάει τελείωσε. Το ΕΚΑΒ τον πήγε στο νοσοκομείο για τα τυπικά.

Δεν μπορώ να το χωνέψω. Μια μέρα πριν, μιλούσαμε στη δουλειά. Μου ‘λεγε για τις δόσεις του δανείου που γεννοβολούσαν και δεν ήξερε από πού να κρατηθεί.

Αυτό μπορεί να τον έφαε ή αυτό μαζί με τ’ άλλα, τα παλιά μαζέματα.

Θα θυμάσαι τα μπαλονάκια που έκανε πριν εφτά οχτώ χρόνια. Ούτε που ξαναπήγε να τα τσεκάρει. Μαλάκες ήτανε οι γιατροί, που του δίνανε και ραντεβού; Αλλά πού ο ξεροκέφαλος που ήτανε και ξερόλας, τους έγραφε κανονικά. Αυτός ήξερε τάχα, τα γκαβά του τα μάτια ήξερε. Άντε τώρα να χαζεύει τα ραδίκια ανάποδα.

Θα ακούσουμε πολλές μαλακίες να λέγονται, ότι τάχα τον πρόδωσε η καρδιά του και άλλα τέτοια συμπαθητικά. Ποια καρδιά τον πρόδωσε; Αυτός τί έκανε; Δεν την πρόδινε κάθε μέρα; Να τα τσιγάρα, να τα ούζα, να τα γούστα, τί άλλο θέλεις; πόσο να αντέξει; Τόσα χρόνια είναι αυτή η δουλειά. Πάλι καλά που έφτασε τόσο και δεν τον έστειλε νωρίτερα, γιατί ότι την ταλαιπώρησε όσο μπόρεσε, δεν χωράει αμφιβολία, ενώ αυτή, εκεί, στο ύψος της που κάθε λίγο κόνταινε με την αμέριστη φροντίδα του. Κυνήγι; Ψάρεμα ο Μενέλαος; εκεί αυτή πιστό σκυλί, να του κάνει όλα τα χατίρια, να τον περιμένει να γυρίσει από τη δουλειά, πιστό σκυλί δε λες τίποτα, να βγει από το μπαρ με τους μακαντάσηδες, να τον περιμένει να ξερνοβολήσει, να τον πάει σπίτι να ξεραθεί επί τέλους, να ξεκουρασθεί κι αυτή για τον αυριανό της Γολγοθά.

Όλα παίξανε το ρόλο τους, οι αγωνίες στη δουλειά, τα προβλήματα με τα παιδιά, τα χρέη, το ότι μονίμως δεν έβγαινε οικονομικά; Όλο αυτό πήγαινε σκυταλοδρομία, με την καρδιά να κοντανασαίνει, να προειδοποιεί, κι αυτός ο αναίσθητος να το ρίχνει το μεσημέρι στο φαί, φεστιβάλ χοληστερίνης με μπύρες για να γλιστράνε τα κοψίδια στον καταπιώνα κι έπειτα τα ρεψίματα, πολύ τα χαιρότανε, κι αυτός και η καρδιά του που έπαιρνε μια ανάσα, είχε λίγο παραπάνω χώρο για τη δουλειά της.

Τώρα πάει, τελεία και παύλα. Παύλα στη ζωή, παύλα και στο καρδιογράφημα.

Έτσι είπαν οι γιατροί: δεν άντεξε η καρδιά του και τον πρόδωσε. Όλα αυτά ειπώθηκαν με συγκατάβαση για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, γιατί και τα κιλά του δεν ήτανε και λίγα. Όσο να ‘ναι βοήθησαν κι αυτά στην κατρακύλα του, κοντράροντας την καρδιά του.

Όταν του τα θύμιζε η γυναίκα του, αντιδρούσε σαν μικρό παιδί διεκδικώντας πεισματικά το δίκιο που δεν είχε, τρώγοντας και πίνοντας παραπάνω. Έλεγε πως είχε δικιά του δίαιτα. Ήξερε αυτός. Άκου τον πρόδωσε η καρδιά του, αυτός τί της έκανε δεν το λένε, ένα ένα τα θυμάμαι τώρα, που μου ήθελε και γκόμενα, ο Καζανόβας της κακιάς ώρας, που για να δει τον παίχτη του, πήγαινε στον καθρέφτη και για να κατουρήσει, καθότανε στη λεκάνη γιατί δεν μπορούσε να σημαδέψει στην τρύπα και τον ορμούσε η κυρά του.

Τώρα κι αυτή μόνη, με μικρά παιδιά που θέλουνε φροντίδα, με τα χρέη να τρέχουνε, χωρίς δουλειά γιατί ο κιμπάρης την ήθελε στο σπίτι νοικοκυρά, να μην της πιάνουνε τον κώλο τα αφεντικά.

Τί να της πω κι αυτηνής; πού βασίζεσαι μωρή σαψάλω και πας ξεβράκωτη στ’ αγγούρια; μια στραβή να σου κάτσει και την έφαγες. Όπως και έγινε. Δεν βλέπεις τη ζούγκλα έξω; Από πού σου βγαίνει τόση ανεμελιά; Άντε τρέχα τώρα να προλάβεις τα ασυμμάζευτα. Εγώ να τη βοηθήσω, αλλά πόσο; ως πότε; κι αυτό χάρις το γκομενικό που είχαμε στα νιάτα μας. Δεν λέω, τότε ήμασταν καλά, είχαμε γράσο στα μάτια, δεν βλέπαμε μπροστά μας. Έτσι είναι στα νιάτα για όλους, ή σχεδόν για όλους. Μετά αρχίζει να ζορίζει το παιγνίδι. Τώρα τα πράματα σφίξανε κι αυτή τα άφησε να ξεφύγουν. Δεν τον έβαλε πάγο όταν της έλεγε να μη δουλέψει, γιατί αυτός έκανε το κομμάτι του στην παρέα, αλλά αυτή την είχε γραμμένη κανονικά. Δεν του περνούσε καν απ’ το μυαλό πως θα την πάθει. Επειδή ήτανε ψηλέας και γεμάτος νόμιζε πως όλο αυτό είναι δύναμη. Δεν σκεφτότανε ότι αυτό το μεγάλο μηχάνημα ήθελε συνέχεια φροντίδα. Αυτός έκανε σαν να αγόρασε αυτοκίνητο που το ‘ριξε στη δουλειά χωρίς ποτέ να του κάνει ένα σέρβις. Τα ‘φτυσε το όχημα, τα ‘φτυσε κι αυτός .

Εγώ του τα ‘λεγα όποτε το ‘φερνε η κουβέντα, αλλά από το ένα αφτί μπαίνανε και από το άλλο βγαίνανε. Κανέναν δεν άκουγε. Θυμάμαι σαν τώρα που ήρθε ένας στο εργοστάσιο να μας κάνει ομαδική ασφάλιση για την υγεία μας, παθολογικά και τέτοια ή και εργατικά ατυχήματα, τον απέφυγε σαν να ήτανε λεπρός.

Όσο γερνάει ο άνθρωπος κι εδώ που τα λέμε δεν ήτανε και γέρος, αλλά τα χρόνια τρέχουν, το κοντέρ γράφει, ένα συμμάζεμα χρειάζεται, όσο να πεις. Δεν μπορείς να ξανοίγεσαι σαν τζόβενο, δεν σε παίρνει πια και πρέπει να το καταλάβεις αυτό για να προλάβεις τα χειρότερα πριν αυτά σε βρούνε. Να πω ότι ήτανε ηρωικός στην έξοδό του εν γνώσει του, ούτε γι αστείο, ήτανε ένας σίγουρος σαν τους πολλούς κι έφυγε με μια τεράστια απορία για το πούλημα που του ‘κανε η ζωή, η ζωή του, η δικιά του ζωή, αυτή που την έκανε ό,τι ήθελε μέσα από μια ασυλία που την αντλούσε ούτε ήξερε από πού, ο ιδιοκτήτης του αδιαφέντευτου δώρου.

 

 

 

 

* Ο Αντώνης Κηπουρός του Εμμανουήλ γεννήθηκε στη Θεσ/νίκη 29 Μαίου 1950, μεγάλωσε στις Σέρρες, πήρε πτυχίο Ιατρικής από το Α.Π.Θ, ειδικότητα Ουρολογίας, παντρεύτηκε την Μαρία Ζαχάκη, απέκτησαν τρία παιδιά την Βασιλική, την Ηλέκτρα και τον Μανώλη, συνταξιοδοτήθηκε το 2012 και έκτοτε γράφει.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top