Fractal

Αποχαιρετώντας τον Αντώνη: Γράμμα στον Γκας

 

sourounis_1

 

Σε είδα να γεννιέσαι. Κατευθείαν μεγάλος. «Γιατί Γκας;» σε ρώτησα, «αφού είχες ένα τόσο όμορφο όνομα, πατέρα». Κι εσύ γέλασες με εκείνο το γάργαρο γέλιο με γρέζι. «Και γιατί γκάνγκστερ; Αφού δεν υπήρχε στον κόσμο από σένα πιο τρυφερός». Σε έβλεπα να μεγαλώνεις και να μικραίνεις κάθε μέρα. «Και γιατί όλοι περίμεναν ότι θα σκοτώσεις ή ότι θα σε σκοτώσουν;» «Έτσι για το γαμώτο, ξέρω κι εγώ;» μου απαντούσες. «Ίσως επειδή ήμουν — ήτανε», αμέσως διόρθωνες, «διαφορετικός».

 

Κάθε μέρα ερχόταν με μέιλ κομμάτι-κομμάτι η ζωή σου, το κείμενο. Και κάθε μέρα ρωτούσα το ίδιο: «Το έζησες αυτό;» Σε πόνεσα πιτσιρικά στο «Μονοπάτι στη θάλασσα». Σ’ το έστελνα πίσω κλαίγοντας. Δύσκολα χρόνια, ε; «Και σε πονάνε κι εσένα, λοιπόν, μεταξένια; Σε σχέση με τον δικό σου Γκας;» Ε, ναι, υπήρξα μεταξωτή.

«Κι όμως», επέμενες, «εμείς οι δυο κάτι έχουμε ίδιο».

Εκείνο το «Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι», όποτε σ’ το ’λεγα, σε καθησύχαζε. Αλλά πιο πολύ σ’ το έλεγα για να είμαι εγώ η καθησυχασμένη. «Ξέρεις, τότε γυρνούσα με ένα κόκαλο μετέωρο στο κεφάλι μου για δυο χρόνια, κάθε στιγμή θα μπορούσε κάπου να προσγειωθεί και να πέσω ξερός», έλεγες κι έτρεμα. Με έναν αλλόκοτο τρόπο ήσουν το δικό μου μπαστούνι. Στα δύσκολα και στα εύκολα, αλλά πιο πολύ σ’ εκείνα τα ακατανόητα, τα καθημερινά. Είχες εσύ έναν ολόδικό σου τρόπο να τα φωτίζεις. Όταν κι όταν έφυγε απ’ τη ζωή ο συνονόματός σου μπαμπάς: «Να μην έρθεις!» σου φώναξα. Ούτε κι αυτός, αν το μπορούσε, δεν θα ερχόταν ακόμα και στη δική του κηδεία.

Ήρθες για να με αποχαιρετήσεις. Κρίση, γενέθλια γη, δεν σε άκουγα. Γκας σε ήξερα, στον Γκας θύμωσα, με εγκατέλειψε, επέμενα, δεν είμαι πια η γκέισα, σκεφτόμουν, μεγάλωσα.

 

ant1

 

Κι ο Γκας μεγάλωσε. «Να δούμε πώς θα πεθάνει», μου έλεγες. «Τόσο γρήγορα;» «Έτσι είναι οι Γκας τούτης της γης», πεθαίνουν νέοι. Είχαν περάσει δυόμισι χρόνια, χαιρόμουν για το ότι δεν είχα νέο κανένα. Όσο δεν μου ’γραφες, τόσο ήλπιζα ότι ο δικός μου δεν θα πεθάνει ποτέ. Έτσι θα μεγαλώνει, σκεφτόμουν, πάντα Γκας, πάντα γκάνγκστερ, πάντα περιπλανώμενος, πάντα γενναίος. Είχα πια γίνει «μισόν αιώνα» κι εγώ. Μετρούσαν αλλιώς οι μυθιστορηματικοί ήρωες. Μόνο εκείνοι αταλάντευτοι, οι μόνοι σίγουροι αγαπημένοι, αλλόκοτα αθάνατοι, οι μόνοι που μου απόμειναν —βασανιζόμουν— και θα μου απομείνουν.
Όταν έμαθα ότι μας ξέχασες, έκλαψα. Για την γκέισα που —για κανέναν πια— δεν θα ήμουν. Αλλά πιο πολύ έκλαψα για τον Γκας. Δεν θα είχα νέα του. Παρηγορήθηκα γρήγορα. Μόνη θα γέρναγα. Εσύ, Γκας, θα ήσουν απέθαντος. Πάντα περιπλανώμενος ζόρικος όπως σε γνώρισα. Πάντα γκάνγκστερ, ό,τι ποτέ δεν έγινα και με μάγευε, ό,τι δεν τόλμησα και με γοήτευε, πάντα, πάντοτε νέος. Ξεκίνησα να σου γράφω. Είναι ένας τρόπος για να ξαναγίνομαι γκέισα πού και πού κι εγώ. Τώρα που εσύ, ο φίλος μου, έγινες πια ο μυθιστορηματικός μου ήρωας και πήγες και κρύφτηκες για πάντα, έτσι μυστηριώδης, μες στη σελίδα.

 

ελένη γκίκα

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top