Fractal

Διήγημα: “Αποτέφρωση”

Της Μαρίας Βέρρου // *

 

 

 

Ήταν ένας περίπτερος χώρος στην άκρη του βράχου. Ο ήλιος έκαιγε τη σκεπή του. Η θάλασσα έγλυφε τα θεμέλιά του, το ανακούφιζε. Περιμετρικά προστατευόταν από ένα χαμηλό τοίχο, πάνω του φώλιαζαν μικρά τετράγωνα τζάμια, κάποια μισοσπασμένα, κάποια έτοιμα να πεταχτούν έξω από τους ξεφτισμένους στόκους, κάποια λερωμένα. Έμπαινες από μια πόρτα, τζαμένια κι αυτή που μονίμως έσκουζε λες και τη βίαζες. Ίσως διαμαρτυρόταν για την τύχη του. Γιατί δεν ήταν πάντα έτσι. Τα καλοκαίρια, η αιγαιοπελαγίτικη μαγεία μάζευε σα το μέλι τους νέους που στους τοίχους του ζωγράφιζαν με λόγια βιαστικούς έρωτες, στη σκιά τους έδιναν πεταχτά φιλιά, έκρυβαν μικρές κραιπάλες, μεθυσμένα ξενύχτια κλεισμένα σε μπουκάλια πορτοκαλάδας ή τζιτζιμπίρας, τυλιγμένα με καπνό που στοιβαζόταν σε μικρά βουνά από βιαστικά σβησμένα αποτσίγαρα, μικρές θυσίες στο βωμό μιας ξώφαλτσης αυτοπεποίθησης, μιας πρώιμης ενηλικίωσης. Στις ρυτίδες του χρόνου που τους σημάδευαν τρύπωναν και οι μνήμες από τη δική μου νιότη. Κάποτε ο κυρ Γιάννης, ιδιοκτήτης του μοναδικού μπακάλικου της περιοχής, το ζήτησε από τον Δήμαρχο για να το κάνει αποθήκη. Έτσι άρχισε και το ξέφτισμα. Μέσα του στοίβαξε καφάσια με μπύρες, πορτοκαλάδες, λεμονάδες, ανάκατα με άδεια μπουκάλια, στρίμωξε σε μια γωνιά μια λάντζα, μονίμως λερωμένη, όπως κι όλος ο χώρος πια, με ζωύφια διάφορα να ξεπηδούν από τα μισοσπασμένα πλακάκια, τις αραχνιασμένες γωνιές, να σουλατσάρουν ανενόχλητα βυσσοδομώντας στη ξεραμένη ζάχαρη, στα υπολείμματα αφρού, σκόνης. Του ζήτησα να με αφήσει να το καθαρίσω. Δεν μου έδινε το κλειδί. Ήθελα να μπω νύχτα όμως η πόρτα δεν γνώριζε σωτήρες. Όλους τους έβλεπε σαν βιαστές. Και τους έδιωχνε. Κάλεσα τη θάλασσα να με βοηθήσει. Αρνήθηκε ευγενικά, τα κύματά της τα προόριζε για αλλού. Τότε σκέφτηκα τον ήλιο. Ήθελα να τραβήξω την προσοχή του.

Πρωί πρωί λίγο πριν ξυπνήσει, παραμόνεψα και έκλεισα στις παλάμες μου μια του αχτίνα. Τσουρουφλίστηκα λίγο αλλά δεν μ’ ένοιαξε. Η θάλασσα θα το διόρθωνε. Εκείνος όμως με παρεξήγησε. Νόμισε ότι τον έκλεψα. Αρειμάνιος από την αναπάντεχη θρασύτητά μου, φρύαξε, απ’ τον τεράστιο θυμό του, κοκκίνησε, οι αχτίνες του πύρωσαν, έγιναν καμίνι, έπεφταν πάνω στη γη, άνοιγαν πληγές σαν από λάβα. Δείξε λίγο έλεος! τον παρακάλεσα. Κανείς δεν τα βάζει με τον ήλιο! Μου αντιγύρισε. Και όλο πύρωνε τις αχτίνες του και γέμισε ο κόσμος πύρινα έλκη και πέσαν πάνω στα κεραμίδια του περίπτερου κι άρχισαν να σιγοκαίγονται, η φωτιά μεταδόθηκε στους ξεραμένους στόκους, τα τζάμια όσα είχαν σωθεί, θρυμματίστηκαν σε χίλιους μικρούς καθρέφτες που πολλαπλασίασαν τη μάνητα των αχτίνων κι ύστερα παραδόθηκε στις φλόγες, στην αρχή αργά, παραπονιάρικα μετά λαμπάδιασε, άκουγα την πόρτα, στρίγγλιζε γοερά, δεν ήθελες να με αφήσεις να μπω… της φώναξα, λίγο με λύπη, λίγο με απόγνωση, λίγο με θυμό, ώσπου στο τέλος όλο το περίπτερο έγινε μια γιγάντια γλώσσα, κόκκινη, πυρακτωμένη, υψώθηκε σα τεράστιο φίδι προς τον ουρανό, έσμιξε μαζί του…

Ήταν πια αργά το απόγευμα. Το περίπτερο ένα βουνό αποκαΐδια. Ο ήλιος στη δύση του, κάπως ξεθυμασμένος. Κι εγώ γονατιστή, να ψάχνω τις αναμνήσεις της νιότης μου ανάμεσα στο μαύρο σωρό …

ΜΒ

 

 

 

* H Μαρία Βέρρου γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε Γαλλική γλώσσα και φιλολογία στο ΑΠΘ, ιταλική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο της Perugia, έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής με τον Μ. Φάις, επιμέλεια κειμένου με τον Χ. Κυθρεώτη, έχει κάνει μεταφράσεις βιβλίων και κείμενά της έχουν δημοσιευθεί στο fb.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top