Fractal

Διήγημα: “Ζωή”

Του Αποστόλου Τριπικέλη //  *

 

life

 

Γύρω σκοτάδι βαθύ. Βαρύ, καθολικό. Κολυμπούσα σε αυτό. Το ανέπνεα. Και ησυχία. Απόλυτη με μόνη εξαίρεση τους χτύπους της καρδιάς. Πιστοί στο ραντεβού με την ζωή, να μετρούν αμέτρητα λεπτά. Αργότερα το σκοτάδι θα με τρόμαζε. Θα μύριζα σε αυτό τα τέρατα που κρύβει. Θα τα έβλεπα με την άκρη της όρασής μου να με παρακολουθούν τυλιγμένα μέσα του. Θα τα άγγιζα με τις τρίχες του κορμιού μου και αυτά θα γεύονταν το φόβο μου. Όχι τότε όμως. Ίσως γιατί δεν είχα γνωρίσει ακόμα το πόσο κακό μπορεί να σου κάνει ο κόσμος. Ίσως γιατί στο σκοτάδι το μόνο που έβρισκα ήταν σκέψεις σωματοποιημένες. Και τότε οι σκέψεις ήταν καλές ακόμα. Έχτιζα με τα κύτταρά του μορφές από τις φωνές που άκουγα. Όνειρα για μια ζωή μελλοντική. Όλα σε αλληλεξάρτηση με τα δικά της όνειρα. Υπόσταση δική μου ακόμα δεν υπήρχε. Τότε όμως ακόμα δεν ήταν κακό αυτό.

Μια κραυγή έσκισε τις σκέψεις μου. Ένιωσα να βγαίνει από μέσα μου αλλά ταυτόχρονα και να με περιβάλλει. Όχι. Δε φώναξα εγώ. Αυτή ήταν; Δεν έμοιαζε και τελείως. Και τότε ο κόσμος όλος άρχισε να σείεται. Να σφαδάζει. Και οι σπασμοί αυτοί να μεταδίδονται σε μένα. Να με χτυπούν με μανία. Χωρίς πόνο όμως. Όχι σωματικό τουλάχιστον. Και κραυγή. Ξανά. Αυτή είναι. Ήθελα να κάνω κάτι. Να βοηθήσω. Δε γινόταν. Ο κόσμος σείστηκε και πάλι. Κύματα φτιαγμένα από σκοτάδι με τύλιξαν. Με στροβίλισαν. Με παρέσυραν. Αποπροσανατολίστηκα. Προσπάθησα να διακρίνω κάτι. Οτιδήποτε. Τίποτε. Απόλυτο σκοτάδι. Ήταν η πρώτη φορά που το σκοτάδι μου συστήθηκε. Πόνος. Φόβος. Κλάμα. Το κλάμα όμως δε μπορούσε να ελευθερωθεί. Όχι ακόμα.

Και τότε ένιωσα κάτι να με αρπάζει. Τι ήταν; Δε ξέρω. Με κράτησε γερά. Αυτό δεν ήταν σκοτάδι. Το σκοτάδι χαϊδεύει. Μια κόκκινη λάμψη άρχισε να φαίνεται από μακριά και όσο πήγαινε πλησίαζε. Λες και έτρεχα σε τούνελ ταχείας κυκλοφορίας προς το θάνατο. Ή τη ζωή. Έχει τόση διαφορά; Με σήκωσε ψηλά. Και τότε τα μάτια μου άνοιξαν μια χαραμάδα. Ίσα για να δω γύρω. Φως. Προσπάθησα να ανασάνω και ένιωσα τα πάντα να καίγονται. Άνοιξα τα χείλη και μια κραυγή ξεχύθηκε. Αυτή τη φορά δική μου.

“Να σας ζήσει! Αγοράκι είναι!”.

Πέρασαν χρόνια από τότε. Είχα πλέον ξεχάσει την πρώτη αυτή εμπειρία. Προσπαθούσα να ζήσω. Να πολεμήσω φόβους. Να εξοικειωθώ με τον εαυτό μου. Και πάλι στο σκοτάδι. Πάντα εκεί δε μαθαίνουμε; Κολυμπούσα μέσα του. Το έσκιζα χαράζοντας την δική μου πορεία. Μόνο νικώντας το θα μπορούσα να βρω το φως. Την ανάσα. Δε πήγαινα όμως προς το φως. Κατέβαινα πιο χαμηλά. Να του αποδείξω τη δύναμή μου. Ένιωσα την πίεσή του. Στο κεφάλι, τα αυτιά, τα μάτια. Η μύτη μου γέμισε από την υγρή του σύσταση προκαλώντας μου βήχα. Δε σταμάτησα. Διέσχισα άλλο ένα μέτρο μέσα του. Την έπιασα. Την καρδιά του. Την πέτρα που κρύβει στον πυθμένα του. Το κλότσησα αλλάζοντας την πορεία μου. Άνοιξα τα μάτια μου. Στο βάθος φως. Σα σε τούνελ. Προς την ζωή. Και κάποια στιγμή και τον θάνατο. Τμήμα της δεν είναι; Έτρεξα. Το διέσχισα. Το διαπέρασα. Ανάσανα. Ο αέρας με έκαψε. Με λύτρωσε όμως κιόλας.

“Δε σου έχω πει να μη μένεις τόση ώρα μέσα στο νερό; Το ξέρεις ότι με τρομάζεις!”

Λένε ότι ο χειρότερος θάνατος είναι στο σκοτάδι. Να πνιγείς από αυτό. Μόνος. Ήμουν αυτής της άποψης μια ζωή. Όχι πλέον. Τον νιώθω να με πλησιάζει. Να με αγκαλιάζει. Να μου δίνει τα δικά του, υγρά φιλιά. Αν τον θέλω; Όχι. Είναι όμως τμήμα της ζωής. Αν επέλεξα αυτό το τέλος; Όχι. Ποιος όμως μπορεί άραγε να επιλέξει; Πότε μας δόθηκε αυτή η ευκαιρία στα αλήθεια; Τώρα είμαι εδώ. Μόνος. Με τον εαυτό μου και το σκοτάδι. Η αγκαλιά του με πιέζει όλο και περισσότερο. Τα κύματά του παίρνουν τη μορφή των σκέψεών μου και μεταφέρονται. Ταξιδεύουν. Φεύγουν για άλλα εδάφη. Εδάφη νερού και γης. Το πνεύμα έχει αυτό το χάρισμα. Δεν το αγγίζει ο θάνατος. Τα πνευμόνια μου είναι γεμάτα. Σηκώνω το βλέμμα. Κάπου ψηλά το φως κάνει τα δικά του παιχνίδια. Σαν μια υπενθύμιση της ζωής στο τέλος ενός τούνελ.

 

* Ο Απόστολος Τριπικέλης είναι 23 ετών. Ζει στην Αθήνα και είναι τελειόφοιτος κοινωνικός λειτουργός.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top