Fractal

Διήγημα: “Παρελθόν”

Του Απόστολου Τριπικέλη //*

 

 

Past-and-Present

 

 

Η μητέρα μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας τον καφέ. Δε θυμάμαι άλλη φορά να τρέμουν τόσο τα χέρια της. Για την ακρίβεια δε θυμάμαι άλλη φορά να τρέμουν τα χέρια της.

“Συγγνώμη, δε ξέρω τι έπαθα”, του είπε καθώς άφηνε μπροστά του τον καφέ.

“Δε πειράζει. Δεν έγινε και τίποτα”. Σήκωσε ένα ποτισμένο με καφέ κουλουράκι από το πιάτο και αφού το κοίταξε λίγο το έφαγε.

“Λοιπόν; Πώς είσαι;”. Έκανε έναν μορφασμό στην προσπάθειά της να καθίσει, τον οποίο όμως προσπάθησε με αξιοπρέπεια να κρύψει.

“Λίγο δύσκολα αλλά όλα θα πάνε καλά”. Τόσο κουρασμένος ήταν και παλαιότερα; Είχα χρόνια όμως να τον δω και δε θυμόμουν τις σακούλες κάτω από τα μάτια. Ούτε τις ρυτίδες γύρω από τα χείλη.

“Μπαμπά!”. Ο Κωστάκης έτρεξε στην πόρτα που άνοιγε και πήδησε στην αγκαλιά του πατέρα πριν προλάβει να μπει μέσα. Μπήκαν στο σαλόνι με γέλια και φωνές, μόλις όμως το βλέμμα του έπεσε στον θείο, σοβάρεψε.

“Γεια. Πότε…;”.

“Χθες”.

“Οκ”, είπε μετά από μια σύντομη σιωπή και κάθισε στην καρέκλα απέναντί του. “Πώς είσαι;”.

“Προσπαθώ”. Έκανε μια προσπάθεια να χαμογελάσει αλλά νομίζω πως δε πέτυχε και πολύ. “Εσύ;”.

“Ε…να… Πάνω κάτω όπως τα ξέρεις”.

“Δηλαδή;”.

“Σπίτι, δουλειά, τρέξιμο με τα παιδιά. Είναι δύσκολο πλέον να τα προλάβεις όλα”.

“Όντως. Το μαγαζί το έχετε ακόμα;”.

“Όχι. Αναγκαστήκαμε να το κλείσουμε. Δε τράβαγε”.

“Κρίμα”. Φάνηκε να το εννοούσε και τον συμπάθησα για αυτό.

“Γιώργο καφέ θες; Πάω να σου φτιάξω”.

Όση ώρα η μητέρα έλειψε από το σαλόνι το μόνο που ακουγόταν ήταν το πιρούνι του Κωστάκη που χτυπούσε στο πιάτο πριν από κάθε μπουκιά.

“Έτοιμος και ο δικός σου καφές”. Αυτή τη φορά τα χέρια της έτρεμαν λιγότερο.

“Σε ευχαριστώ. Τον είχα ανάγκη”. Άναψε τσιγάρο και κοίταξα την μητέρα. Αυτή τη φορά δε μίλησε. Αφού έκλεισε το πακέτο, κοντοστάθηκε για λίγο και τελικά το πρότεινε και στον θείο. Εκείνος όμως αρνήθηκε.

“Το έχω κόψει”.

“Ναι, ε;”.

“Ναι. Δε μου έκανε καλό”.

“Καλά έκανες”, είπε ενώ φυσούσε τον καπνό προς το παράθυρο.

Αυτή τη φορά την ησυχία δε την έσπασε το παραμικρό. Ο Κωστάκης ήταν απασχολημένος με το να κοιτάει όσο πιο αδιάκριτα μπορεί τον θείο ενώ αυτός δε σήκωνε το βλέμμα από τον καφέ του.

“Και τώρα τι θα κάνεις;”. Την σιωπή την έσπασε η μητέρα.

“Δε ξέρω. Προς το παρόν πρέπει να βρω μια δουλειά και κάπου να μείνω”.

Ο πατέρας και η μητέρα κοιτάχτηκαν.

“Άμα θες…”, ξεκίνησε να λέει ο πατέρας.

“Δε χρειάζεται. Δεν έχετε χώρο. Το ξέρω”.

“Είναι που έχουμε και τα παιδιά…”. Τα δάχτυλά του στριφογύριζαν το φλιτζάνι νευρικά.

“Το ξέρω. Μη σκας. Κάτι θα βρω. Για πες τώρα. Πού δουλεύεις;”.

“Σε ένα εργοστάσιο έχω πιάσει δουλειά. Κανένα εικοσάλεπτο από δω”.

“Μια χαρά. Και; Καλά είναι;”.

“Δε θα το έλεγα αλλά τουλάχιστον τα συμφωνημένα λεφτά τα δίνει. Κάτι είναι και αυτό”.

“Μόνο κάτι; Το σημαντικότερο είναι. Και συ Μαρίνα; Δουλεύεις;”.

“Από το σπίτι. Επισκευάζω ρούχα. Δεν είναι τίποτα τρομερό αλλά βοηθάει και αυτό. Και συν τοις άλλοις είμαι και δίπλα στον Κωστάκη”.

Γύρισα να τον κοιτάξω. Ακόμα περιεργαζόταν τον θείο.

“Εσύ Κωστάκη; Πώς είσαι; Τι τάξη πας;”.

“Δευτέρα”.

“Πω πω… Μεγάλωσες… Σου αρέσει το σχολείο;”.

“Όχι”.

“Γιατί;”.

“Έχει πολλά μαθήματα”.

“Δεν έχεις όμως και φίλους;”.

“Έχω τον Γιάννη και τον Νίκο. Μπορούμε όμως να παίξουμε και αλλού”.

Αυτή τη φορά το γέλιο του θείου ήταν πιο αληθινό. Πήγε να χαϊδέψει το κεφάλι του Κωστάκη αλλά αυτός απομακρύνθηκε. Τράβηξε το χέρι του σιγά σιγά. Η μητέρα άνοιξε το στόμα να πει κάτι αλλά τελικά δε μίλησε.

“Εσύ Μιχάλη; Τελείωσες το σχολείο, ε;”.

“Ναι. Πριν από δυο χρόνια¨, του απάντησα.

“Και; Τι κάνεις τώρα;”.

“Αστυνομική ακαδημία έχω περάσει”.

“Α!”. Το πρόσωπό του για μια στιγμή σκοτείνιασε μετά όμως συνήλθε. “Και σου αρέσει εκεί;”.

“Καλά είναι”.

“Θα έχει και σίγουρη δουλειά”. Η μητέρα μίλησε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της από το τραπέζι.

“Ναι… Σημαντικό αυτό”.

Για λίγο δε μίλησε κανείς. Κανείς μας δεν ήξερε τι θα μπορούσε να πει που να έχει κάποιο νόημα. Η μητέρα τελικά αφού ζήτησε συγγνώμη σηκώθηκε για λίγο και πήγε να φέρει μια ζακέτα.

“Θα βρέξει φαίνεται. Έπιασε υγρασία”, είπε μόλις γύρισε.

“Ναι… Συννέφιασε και ο ουρανός”, συμφώνησε και ο πατέρας.“Με συγκοινωνίες έχεις έρθει;”.

“Ναι”.

“Ναι, σωστά. Πού σκοπεύεις να πας;”.

“Θέλω να πάω να δω και τον Βαγγέλη”.

“Ωραία”.

“Λοιπόν”, είπε όπως σηκωνόταν, “πρέπει να φύγω και γω. Να σας αφήσω και να ξεκουραστείτε”.

“Ναι”, είπε ο πατέρας. “Θα πρέπει να διαβάσει και ο Κωστάκης”.

“Χάρηκα που σας είδα”.

“Και εμείς. Καλή τύχη σου εύχομαι”, είπε ο πατέρας όπως σηκωνόταν και αυτός. Ο θείος έκανε μια κίνηση σα να ήθελε να τον αγκαλιάσει αλλά μόλις είδε ότι ο πατέρας δε κουνήθηκε, τον χτύπησε απαλά στον ώμο.

“Γεια σου Μαρίνα”.

“Γεια σου Μάρκο”.

“Γεια σας παιδιά. Χάρηκα που σας είδα”.

Ο Κωστάκης κοιτούσε τώρα το πάτωμα σκεφτικός. Όπως όμως ο θείος άνοιξε την πόρτα για να φύγει, έβαλε μια φωνή.

“Τι είναι αγόρι μου;”.

“Πώς είναι να σκοτώνεις κάποιον;”.

“Κώστα! Σιωπή!”, του φώναξε η μητέρα.

Ο θείος έμεινε ακίνητος στην πόρτα.

“Σα να σκοτώνεις τον εαυτό σου παιδί μου… Και ακόμα χειρότερα…”.

Την ώρα που έφευγε είδα ένα δάκρυ να κυλάει.

 

22/9/2015

 

 

* Ο Απόστολος Τριπικέλης είναι 24 ετών και ζει στην Αθήνα. Είναι τελειόφοιτος κοινωνικός λειτουργός.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top